Πάντοτε πίστευα ότι ένα από τα χαρακτηριστικά που έκαναν και κάνουν τον συντηρητικό, δεξιό χώρο να ξεχωρίζει από τον λεγόμενο προοδευτικό, σοσιαλιστικό, αριστερό χώρο είναι η προσέγγισή του σε θέματα διαφάνειας και ηθικής. Από το πώς τα χειρίζεται.
Από τον Μανώλη Κοττάκη
Αν ανατρέξει κανείς στη νεότερη Ιστορία μας θα διαπιστώσει ότι, με εξαίρεση το 1989 (όταν και πάλι κεντρώοι ήταν οι πρωταγωνιστές και από τις δύο πλευρές σε ένα ιστορικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών), ο κανόνας είναι ότι το Κέντρο διώκει τη Δεξιά και σχεδόν ποτέ το ανάποδο. Θυμηθείτε τη Δίκη των Εξι, όταν το βενιζελικό Κέντρο προσπάθησε να φορτώσει τη Μικρασιατική Καταστροφή στην ελληνική συντηρητική Δεξιά και να την εξαφανίσει από προσώπου γης!
Ο κανόνας, επίσης, είναι ότι το Κέντρο, με εξαίρεση ορισμένες φωτεινές περιόδους, είναι αυτό που πρωταγωνίστησε στη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, όπως, άλλωστε, προέκυψε από σειρά καταδικαστικών αποφάσεων του Ειδικού και άλλων δικαστηρίων εις βάρος στελεχών και υπουργών του κυρίου Σημίτη (Τσοχατζόπουλος, Μαντέλης, Ανθόπουλος, Παπακωνσταντίνου). Ιστορικά το Κέντρο πάντοτε αυτό στόχευε, να συρρικνώσει τη Δεξιά με κατασκευασμένα σκάνδαλα.
Το έπραξαν κορυφαία στελέχη της Ενώσεως Κέντρου κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή τη δεκαετία του ’60 για την υπόθεση της ΔΕΗ. Το έπραξαν κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ κατά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με την πλαστή φωτογραφία, όταν εμφανίζεται ως στέλεχος των SS στην Κατοχή. Ο αείμνηστος εκδότης της «Αυριανής» ομολόγησε ποιοι υπουργοί τον έβαλαν να το πράξει προτού αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο.
Το έπραξαν στελέχη του ΠΑΣΟΚ επί προεδρίας Γεωργίου Παπανδρέου κατά υπουργών της κυβέρνησης Καραμανλή το 2010 (Βατοπαίδι, ομόλογα κ.ά.). Θα ήμουν επιφυλακτικός να δεχτώ αξιωματικά αυτό το θεώρημα, εάν δεν είχα ακούσει μερικές πολύ συγκεκριμένες ιστορίες από πρώτο χέρι, που με έκαναν να πιστεύω ότι μόνο η από εκεί πλευρά ακολουθούσε τέτοιες μεθόδους και πότε ή από εδώ.
Η ζωή τα έφερε όμως να ακούσω και τα μεν και δυστυχώς και τα δε. Θα μοιραστώ, λοιπόν, μαζί σας σήμερα τρεις ιστορίες ατιμίας εις βάρος στελεχών της Νέας Δημοκρατίας, με πρωταγωνιστές στελέχη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και μία εις βάρος του πατριώτη φιλελεύθερου έντιμου εκδότη Γιάννη Φιλιππάκη, με πρωταγωνιστές κορυφαία στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της συμπόρευσης του χώρου με το ΠΑΣΟΚ, δυστυχώς έγιναν όλοι ίδιοι! Η πρώτη ιστορία συνέβη το 2010. Κατηγορούμενος για την υπόθεση των δομημένων ομολόγων, ο οποίος αθωώθηκε τελικώς γιατί το Δημόσιο είχε εντέλει κέρδη και όχι ζημιά από την αγορά τους, δέχτηκε όταν περνούσε δύσκολες προσωπικές ώρες κρούση από κορυφαίο πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος είναι ακόμα στα πράγματα στη Χαριλάου Τρικούπη, με το εξής περιεχόμενο: «Αν μας δώσεις τον Καραμανλή, όλα θα γίνουν πολύ εύκολα για σένα! Δώσε τον Καραμανλή και η αθώωσή σου θα είναι βέβαια».
Ο άνθρωπος κεραυνοβολήθηκε. Δεν μεγάλωσε με αυτές τις αρχές και με αυτές τις αξίες. Προτίμησε να πάει μερικούς μήνες φυλακή παρά να καταδώσει ως κουκουλοφόρος μάρτυρας τον πρώην πρωθυπουργό, ο οποίος, άλλωστε, δεν είχε καμία συμμετοχή στις αποφάσεις. Και σήμερα, όταν μας διηγείται την ιστορία του, χαίρεται που δεν κάμφθηκε και παρέμεινε μέχρι τέλους ο εαυτός του. Πήλιο Γούση δεν γέννησε αυτός ο χώρος. Την ίδια ακριβώς περίοδο, όταν ήταν σε εξέλιξη η έρευνα για την υπόθεση του Βατοπαιδίου (κατέπεσε με θόρυβο στον Αρειο Πάγο), κορυφαίο στέλεχος της Δημόσιας Διοίκησης, με κεντρικό ρόλο στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, δέχτηκε ακριβώς την ίδια πρόταση.
«Δώσε μας τον Καραμανλή και ό,τι θες!». Και, πράγματι, το στέλεχος αυτό μονόγραψε, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, κάθε σελίδα μιας συνέντευξης που έγραψαν οι δικηγόροι του για λογαριασμό του, στην οποία υποστήριζε ότι ο Γιάννης Αγγέλου ήταν το alter ego του πρωθυπουργού και άρα ο Καραμανλής ήταν ο… κατεξοχήν νομικά υπεύθυνος για την υπόθεση του Βατοπαιδίου. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε -πού αλλού- στην εφημερίδα «Το βήμα».
Το ευρύτερο σχέδιο, που δεν έγινε ποτέ γνωστό, ήταν η εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ αναζήτηση κάθε λόγου για την παραπομπή του πρώην πρωθυπουργού στο ειδικό δικαστήριο. Είτε για την οικονομία, για την οποία συστάθηκε τότε εξεταστική επιτροπή η οποία δεν έβγαλε τίποτα, είτε για το Βατοπαίδι ή για τα ομόλογα. Ενα κατηγορητήριο «μαμούθ» θα ήταν το καλύτερο μάθημα για κάποιον που ονειρεύτηκε την ένταξη μιας ανεξάρτητης Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη του κόσμου. Και προς τούτο αναζητούνταν ψευδομάρτυρες παντού. Για το σχέδιο αυτό, μάλιστα, έγινε συζήτηση εντός του Μεγάρου Μαξίμου, σε σύσκεψη με παρόντα τον τότε πρωθυπουργό, αλλά παρενέβη και τη διέκοψε, προς τιμήν του, ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Την πρώτη ιστορία με τα ομόλογα μου τη διηγήθηκε ο εκβιασθείς και είναι στη διάθεση του καθενός. Με διευθύνσεις και ονόματα. Τη δεύτερη, με το στέλεχος του υπουργείου, μου τη διηγήθηκε ο αείμνηστος Γιάννης Αγγέλου και σχετικές υπαινικτικές αναφορές υπάρχουν στο «απολογητικό» υπόμνημα, που κατέθεσε, τότε, στη Δικαιοσύνη. Υπάρχει μια συναφής τρίτη ιστορία, την οποία μου διηγήθηκε ο πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, ο όποιος φυλακίστηκε έπειτα από μαρτυρία ελεγχόμενης αξιοπιστίας τού μετέπειτα δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη. Πασόκου στην ψυχή, επίσης. (Του κακού ΠΑΣΟΚ, διότι υπάρχει και καλό έντιμο ΠΑΣΟΚ, το πατριωτικό.) Μαρτυρία, την οποία, έχοντας προφανώς τύψεις, ανακάλεσε με νεότερη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή» αργότερα ο Μπουτάρης, όταν ο Παπαγεωργόπουλος αποφυλακίστηκε. Αυτές οι πρακτικές, δυστυχώς, δείχνουν πώς σκέφτεται ο ένας χώρος για τον άλλον.
Πίστευα για καιρό ότι είναι πρακτικές μονής και όχι διπλής κατεύθυνσης. Έως ότου ήρθε η στιγμή που η προανακριτική που συνέστησε η Νέα Δημοκρατία, το φθινόπωρο του 2019, για την υπόθεση Novartis έθεσε στο στόχαστρό της- εκτός από τον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαγγελόπουλο και την εισαγγελέα Ελένη Τουλουπάκη- τον εκδότη των εντύπων που κρατάτε στα χέρια σας. Φορτώνοντάς τον με ένα κατηγορητήριο που είχε στόχο τη δολοφονία του χαρακτήρα του. Οπως απόπειρα εκβίασης, δωροδοκία, συμμετοχή σε συμμορία και σε εγκληματική οργάνωση.
Το αντίθετο, δηλαδή, ακριβώς από αυτά που ήταν και είναι όλη του τη ζωή ο Ιωάννης Φιλιππάκης. Το αμάρτημά του ήταν ότι επιθυμούσε ο ευρύτερος πολιτικός και ιδεολογικός χώρος που στηρίζουν τα έντυπα του ομίλου του να μην έχει καμία σχέση με τη διαφθορά και τις μεθόδους του άλλου ιδεολογικού χώρου, του οποίου οι υπουργοί ο ένας μετά τον άλλον καταδικάζονται από το Ειδικό Δικαστήριο. Ξέρετε κάτι; Με τους ιδεολογικούς σου αντιπάλους είναι εύκολο να τα βάζεις, δύσκολο είναι να τα βάζεις με τους δικούς σου, τους συνοδοιπόρους σου, ακόμα κι αν αυτοί διετέλεσαν προσωπικοί σου καρδιακοί φίλοι! Εκεί κρίνεται η αξιοπιστία σου.
Ο εκδότης μας, λοιπόν, με αφορμή τη «λίστα Λαγκάρντ», η οποία αποκαλύφθηκε τον καιρό που ο ελληνικός λαός πλήρωνε με τα Μνημόνια τα λάθη άλλων, στόχευσε δημόσια πρόσωπα, τα οποία με τη δράση τους φαίνεται ότι κινούνταν έξω από τα όρια της νομιμότητας. Στόχευσε προς τον δικό του χώρο. Και όταν ο χώρος αυτός ήρθε στην εξουσία, ανάμεσα στα πρόσωπα που περιέλαβε στην πρόταση παραπομπής για το Ειδικό Δικαστήριο ήταν το όνομα του ίδιου του Ιωάννη Φιλιππάκη και του αρθρογράφου Αλέξη Τάρκα. Επίσης, στελέχους του ομίλου μας, με διάφανη ζωή και πορεία στη δημοσιογραφία.
Ομολογώ ότι τότε μου προκάλεσε κατάπληξη η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι πολιτικά πρόσωπα που στήριξε ο Ιωάννης Φιλλιπάκης, χωρίς να ζητήσει το παραμικρό αντάλλαγμα (ο όμιλός μας ούτε έχει δάνεια σε τράπεζες, ούτε έχει λάβει κρατικές επιχορηγήσεις), πρωταγωνίστησαν στο παρασκήνιο στις διεργασίες για την παραπομπή των Φιλιππάκη – Τάρκα στο Ειδικό Δικαστήριο.
Εξωτερίκευσα αυτή μου την έκπληξη. Σε συνάντηση που είχα με κορυφαίο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, τέλη του 2019 αρχές του 2020, ρώτησα πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό το πράγμα και πώς είναι δυνατόν να σχεδιάζεται η διεύρυνση του κατηγορητηρίου με τη συμπερίληψη και του εκδότη της εφημερίδας μας για ένα ανύπαρκτο θέμα. Διότι μια ιδιωτική αστική διαφορά που είχε ένας επιχειρηματίας με τον εκδότη μας στα δικαστήρια του Λονδίνου, προκειμένου να τον εξοντώσει οικονομικά, δεν μπορούσε με τίποτα να βαπτιστεί μίζα, όταν στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού ζητήθηκε από τον επιχειρηματία να αναλάβει το κόστος των δικαστικών εξόδων για να κλείσει υπόθεση. Ο εν λόγω αξιωματούχος της Ν.Δ., που γνώριζε άριστα τα παρασκήνια της προανακριτικής, η οποία έφθασε στο κατάντημα να νομιμοποιήσει προϊόντα εγκλήματος (παράνομες ηχογραφήσεις) με απίστευτη σιγουριά και αυτοπεποίθηση, μου απάντησε τα εξής: «Δεν είναι το πρόβλημά μας ο Φιλιππάκης.
Το πρόβλημά μας είναι ο Παπαγγελόπουλος, ο οποίος θεωρούμε ότι δωροδοκείται. Αν μας δώσει ο κύριος Φιλιππάκης τον Παπαγγελόπουλο, άλλη θα είναι η τροπή των πραγμάτων στην προανακριτική. Διαβίβασέ το». Εμεινα κυριολεκτικά άφωνος. Πρώτον, διότι ο συνομιλητής μου, ο οποίος δεν είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του από κοντά τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, μιλούσε με τόσο μεγάλη κατηγορηματικότητα για το ποιόν του. Ενώ εγώ γνώριζα ότι ακόμη και το σπίτι που αγόρασε όταν αφυπηρέτησε από το δικαστικό σώμα, το πλήρωσε με χρήματα από την πώληση ακινήτου της συζύγου του στην Πάρο. Δεύτερον, και κυριότερο, όμως, γιατί πρώτη φορά άκουγα αξιωματούχο της Νέας Δημοκρατίας να προτείνει κάτι που είχαν ακολουθήσει ως μέθοδο υπουργοί και στελέχη του ΠΑΣΟΚ για να στιγματίσουν τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, τους υπουργούς του και τα στελέχη του τη δεκαετία του 2010. Δεν του είπα τίποτα όμως. Απλώς σκέφτηκα μέσα μου -ας μου συγχωρεθεί ο πληθυντικός- «ώστε γίναμε ΠΑΣΟΚ, λοιπόν!».
Κάπως έτσι αρχίζουν και μεγαλώνουν οι αποστάσεις μέσα σου για πρόσωπα και πράγματα. Κάπως έτσι νιώθεις ναυτία και αποξενώνεσαι. Προφανώς και διηγήθηκα την εμπειρία μου στον Ιωάννη Φιλιππάκη, ο οποίος, εκ χαρακτήρος, αποστρέφεται τέτοιου είδους μεθόδους. Δεν γνώριζε, άλλωστε, και τίποτα επιβαρυντικό για το πρόσωπο του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης. Ο κύριος Παπαγγελόπουλος μπορεί να λειτουργούσε πολιτικά επιπόλαια κατά τη διάρκεια της θητείας του, πολλές φορές ερασιτεχνικά, αλλά όσα γνώριζε και γνωρίζει δεν συνηγορούσαν επ’ ουδενί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για κάποιον ανέντιμο άνθρωπο. Η απόφαση του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου, που εδρεύει στον Αρειο Πάγο και εξεδόθη αργά το βράδυ της περασμένης Πέμπτης, δικαίωσε τον Ιωάννη Φιλιππάκη και απογοήτευσε τους απηνείς διώκτες του. Είναι μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία της Δικαιοσύνης, αλλά είναι και μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία του Τύπου.
Είναι όμως μια μαύρη σελίδα για την υστεροφημία όλων όσοι ήθελαν να εξοντώσουν έναν εκδότη «μέχρι τέλους». Και τώρα το ερώτημα είναι ποίου το πολιτικό τέλος έρχεται. Για όσους από εσάς τους αναγνώστες μας, με τους οποίους διαφωνήσαμε όλα αυτά τα χρόνια για το χειρισμό της Novartis, έχετε ερωτήματα για το πώς είναι δυνατόν να συνομιλούσαμε με έναν υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ ή γιατί κάναμε κριτική σε υπουργούς της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, οι απαντήσεις είναι δύο. Πρώτον, δεν κόβεις την καλημέρα με κάποιον που γνωρίζεις πολύ πριν από την υπουργοποίησή του. Του μιλάς, του κάνεις κριτική, του λες τα λάθη του κι αν κάνει και κάτι σωστό υπέρ της διαφάνειας, το στηρίζεις. Δεύτερον, και σημαντικότερο, είναι πολύ εύκολο για εμάς, για μένα προσωπικά, να βάλουμε συστηματικά εναντίον της Αριστεράς και του σημιτικού ΠΑΣΟΚ, με τους οποίους μάς χωρίζει ολόκληρη άβυσσος. Κόβει εύκολα εισιτήρια αυτό. Είναι εύκολο, για να το πω με παραδείγματα της εποχής, να καταγγέλλεις ότι οι συριζαίοι έκλεισαν τις τράπεζες, αλλά όταν έρχεσαι στην εξουσία να αφήνεις στο πολιτικό και νομικό απυρόβλητο αυτούς που τις έκλεισαν και να στοχεύεις τον Παπαγγελόπουλο.
Το δύσκολο και το επώδυνο -επιστρέφω σε εμάς- είναι να τα βάζεις με ανθρώπους που συμπορεύτηκες στο παρελθόν. Με ανθρώπους που αγαπάς. Με ανθρώπους του ιδεολογικού χώρου σου. Αν θέλεις να κάνεις καλά τη δουλειά σου, να είσαι δίκαιος και να είσαι τίμιος, την κρίσιμη ώρα πρέπει να ασκείς κριτική και σε αυτούς για να είσαι αξιόπιστος. Ο Ιωάννης Φιλιππάκης αυτό ακριβώς έκανε. Δεν έπαψε ποτέ να είναι Ελλην ορθόδοξος πατριώτης δεξιός. Την ίδια φανέλα φοράει πάντοτε. Άλλοι έπαψαν να τη φορούν! Άλλοι άλλαξαν. Άλλοι δεν είναι έντιμοι πατριώτες δεξιοί πλέον.