Ο Διομήδης Κυριάκος (1811 – 1869) ήταν Έλληνας νομικός, πολιτικός και πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1811 και ήταν γιος του Αναστασίου Διομήδη. Καταγόταν από μεγάλη οικογένεια ναυτικών και αγωνιστών με αρβανίτικη καταγωγή. Σπούδασε νομική στην Πίζα και το Παρίσι. Ακολούθησε αρχικά σταδιοδρομία στον δικαστικό κλάδο και το 1835 έγινε εισαγγελέας πρωτοδικών.
Στη συνέχεια εκλέχτηκε πληρεξούσιος των Σπετσών το 1840 και το 1862 καθώς και επανειλημμένα βουλευτής. Όντας έγκριτος νομικός είχε σημαντική συμβολή στη σύνταξη του Συντάγματος του 1843. Το 1851 έγινε Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου ενώ το 1863 όταν εκλέχθηκε στην Β΄ Εθνική Συνέλευση, υπήρξε μέλος της Επιτροπής Καταρτίσεως του νέου Συντάγματος.
Το 1863 διορίστηκε Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στη νέα κυβέρνηση και διετέλεσε περίπου για ένα μήνα, από 27 Μαρτίου 1863 μέχρι 19 Απριλίου 1863, πρωθυπουργός της χώρας (Κυβέρνηση Διομήδη Κυριακού 1863), παραιτούμενος λόγω αδυναμίας επιβολής στους στρατιωτικούς (οξυμένα πολιτικά πάθη θα οδηγούσαν στην εμφύλια σύγκρουση των Ιουνιανών δύο μήνες αργότερα). Επίσης είχε διατελέσει πρόεδρος της Βουλής.
Γιος του ήταν ο Νικόλαος Διομήδης και εγγονός του ο Αλέξανδρος Διομήδης. Έγραψε επίσης ιστορικά και νομικά βιβλία.
Απεβίωσε στις 20 Ιουνίου 1869 στη Νάπολη.