O Ντράζεν Πέτροβιτς σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα το απόγευμα της 7ης Ιουνίου 1993. Το ρέκβιεμ αυτού του θρύλου του παγκόσμιου μπάσκετ έμελλε να ολοκληρωθεί με έναν τρόπο σκληρό, αδόκητο, άδικο…
Κάθε χρόνο στις 7 Ιουνίου. Δεν είναι άλλη μια ευκαιρία για την απαρίθμηση τίτλων και ρεκόρ. Δεν είναι άλλη μια αφορμή για τη βιογραφία ενός αθλητή μοναδικού στην ιστορία. Δεν είναι ένα αφιέρωμα για τα δάκρυα που θα γεμίσουν πάλι τα μάτια όλων όσοι έζησαν έναν θρύλο. Είναι όλες οι αναμνήσεις για αυτόν που άλλοι τον είπαν «Μότσαρτ», άλλοι «γιο του διαβόλου», που βιάστηκε να τα ζήσει όλα γρήγορα και να φύγει νωρίς…
Είναι ανάγκη. Βγαίνει αυθόρμητα, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Για εκείνον τον άνθρωπο που χάθηκε πριν από 29 χρόνια, που ωστόσο παραμένει τόσο ζωντανός, που εξακολουθεί να λατρεύεται ως είδωλο, που κάθε αναφορά στο όνομά του δεν είναι αρκετή, που η απήχησή του στο μπάσκετ παραμένει δυνατή. Πάντα θα θέλεις να πεις, να γράψεις κι άλλα για τον Ντράζεν Πέτροβιτς.
Πάντα θα θυμάσαι την απίστευτη εμφάνισή του στο ΣΕΦ στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Έβαλε 62 πόντους, η Ρεάλ κατέκτησε τον τίτλο, όσοι είχαν την τύχη να τον δουν από κοντά δεν υπερβάλλουν όταν λένε πως έμοιαζε θεός. Πάντα θα θυμάσαι τις δύο ήττες το 1987 και τη φωτογραφία αγκαλιά με το Νίκο Γκάλη, τους 112 πόντους κόντρα στην Ολίμπια Λουμπλιάνας που τον ανακήρυξαν «Μότσαρτ» στα 21 του, αυτό το άναρχο στυλ του, το πείσμα του, το θράσος του, την άρνησή του να ηττηθεί, το κόλλημά του με την προπόνηση, ακόμα και το… περίεργο μαλλί του.
Πάντα θα θυμάσαι πόση οργή ένιωθες όταν πήγε στο ΝΒΑ και του έκαναν καψώνια λες κι ήταν ρούκι, λες και δεν είχε ήδη κατακτήσει τα πάντα. Θυμάσαι ότι ήθελες να τον βλέπεις να παίζει και δεν έπαιζε. Θυμάσαι πόσο ανακουφίστηκες όταν επιτέλους έφυγε από το Πόρτλαντ και πήγε στο Νιου Τζέρσεϊ και εκεί κέρδισε την αναγνώριση. Πάντα θα θυμάσαι να πανηγυρίζει με το «αεροπλάνο». Θα τον θυμάσαι ακόμα και να… αποκηρύσσει τον «αδερφό» του, Βλάντε Ντίβατς, να τον απαρνείται όταν ο εμφύλιος άρχισε να σπαράζει την πρώην Γιουγκοσλαβία…
Δεν είχε συμπληρώσει καν τα 29 του. Ήταν 17:20 της 7ης Ιουνίου 1993 στην εθνική οδό Νυρεμβέργης – Μονάχου, περίπου 24 χιλιόμετρα από το Ίγκολσταντ. Διερχόμενο φορτηγό προσέκρουσε και εισχώρησε στη διαχωριστική νησίδα. Ο οδηγός προσπάθησε να αποφύγει τη σύγκρουση με μια Μercedes, έχασε τον έλεγχο του δικού του οχήματός και προσέκρουσε στο οδικό διάφραγμα για να σταματήσει τελικά και να μπλοκάρει και τις τρεις λωρίδες κυκλοφορίας.
Το αυτοκίνητο που οδηγούσε η 23χρονη Κλάρα Ζαλάντζι «καρφώθηκε» με ταχύτητα στο φορτηγό. Ο Ντράζεν, που δεν πήρε το τιμόνι στα χέρια του επειδή το δίπλωμά του είχε λήξει εκείνη την ημέρα, είχε αποκοιμηθεί στη θέση του συνοδηγού, δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, ο θάνατός του ήταν ακαριαίος. Η αγαπημένη του και η Τουρκάλα μπασκετμπολίστρια, Χιλάλ Εντεμπάλ, επίσης 23 χρόνων, που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα σώθηκαν.
Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 7ης Ιουνίου το πτώμα δεν είχε αναγνωριστεί. Οι δύο γυναίκες δεν ήταν σε θέση να επικοινωνήσουν και να πουν ποιος ήταν ο νεκρός άνδρας. Ένας Γερμανός αστυνομικός πλησίασε το πτώμα στο νεκροτομείο. Δεν είχε καμία αμφιβολία. Ήταν ο Πέτροβιτς. Στις τσέπες του βρέθηκε ένα κομμάτι χαρτί.
Τρεις ομάδες γραμμένες και τρία ψηφία δίπλα σε καθεμιά. Knicks, Nets, Panathinaikos. Το σκεφτόταν ακόμα; Ο ίδιος άνθρωπος που τον αναγνώρισε ανέλαβε να τηλεφωνήσει στο σπίτι του Ντράζεν, να ανακοινώσει την τραγωδία στους γονείς του. Ο Τζόλε και η Μπιζέρκα δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που άκουσαν, προσπάθησαν να βρουν τον Αλεξάντερ, ο οποίος δεν τους είχε ενημερώσει ότι ο μικρός θα επέστρεφε οδικώς από την Πολωνία.
Ήταν η μοίρα που πήρε τη ζωή του; Αν είχε αποφασίσει να ακολουθήσει την αποστολή της εθνικής ομάδας της Κροατίας που θα επέστρεφε αεροπορικώς στο Ζάγκρεμπ; «Έλα μαζί. Που θα πηγαίνεις τώρα με το αυτοκίνητο» του είπε ο Βράνκοβιτς, πριν τον αποχαιρετήσει στο ξενοδοχείο. «Στόικο. You fly, you die» απάντησε ο Πέτροβιτς. «Θα τα πούμε στο Ζάγκρεμπ» συμπλήρωσε.
Κι αν δεν είχε συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό και δεν είχε προγραμματίσει το ταξίδι οδικώς για να υπογράψει περνώντας από το Μόναχο για να ελέγξει κάποιους τραπεζικούς λογαριασμούς του; Αν είχε ακούσει τον Τζόλε, τον πατέρα του, ο οποίος τον παρακαλούσε να μείνει στο σπίτι και να ξεκουράσει το τραυματισμένο πόδι του, να μην παίξει στα προκριματικά και να είναι έτοιμος στο Ευρωμπάσκετ; Αν οδηγούσε εκείνος το κόκκινο Golf; Αν δεν είχε αρχίσει να βρέχει καταρρακτωδώς; Αν, αν, αν.
Ένα από αυτά τα «αν» να ήταν αλήθεια και οι κολλητοί του, ο Στόγιαν πρώτος απ’ όλους, ο Μίρκο, ο Νέβεν, ο Ντίνο, ο Άριαν, 100.000 άνθρωποι στο νεκροταφείο «Μιρογκόι», όλος ο μπασκετικός πλανήτης, όλος ο κόσμος που τον λάτρεψε δεν θα ξεσπούσαν σε δάκρυα παρακολουθώντας το ταξίδι του προς την αιωνιότητα. Και ο αδερφός του, ο Βλάντε, που δεν ήταν στην κηδεία, δεν θα «έσπαγε» όταν χρόνια μετά κατάφερε να βρεθεί στον τάφο.
Το ταξίδι αυτού που γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1964, που άρχισε να παίζει με τη μπάλα του μπάσκετ από τότε που αυτή ήταν μεγαλύτερη από το μπόι του, που «κολλούσε» στον μεγάλο αδερφό του, τον Αλεξάντερ, για να τον παίρνει μαζί του και να παίζει με τα μεγαλύτερα παιδιά. Το ταξίδι του έφηβου που στα 15 του άρχισε την καριέρα του στην επαγγελματική ομάδα της Σιμπένκα, που κέρδισε το πρώτο μετάλλιο του με την Γιουγκοσλαβία στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα Νέων σημειώνοντας περισσότερους από 50 πόντους στα περισσότερα παιχνίδια.
Το ταξίδι αυτού που στα 17 του αρχηγός της Σιμπένκα κι ας είχε συμπαίκτες πολλά χρόνια μεγαλύτερους. Από το Σιμπένικ στο Ζάγκρεμπ και στην Τσιμπόνα μετά τη Μαδρίτη και τελικά στο ΝΒΑ. Και όλος ο κόσμος να μιλά γι’ αυτόν…
«Ήταν συναρπαστικό να παίζεις εναντίον του Ντράζεν. Ερχόταν σε εμένα με όλη του την δύναμη και το ίδιο έκανα και εγώ. Δώσαμε κάποιες σπουδαίες μάχες στο παρελθόν και δυστυχώς ήταν σύντομες μάχες. Είναι ο μοναδικός που με κοιτάζει στα μάτια» είπε γι’ αυτόν, υποκλινόμενος, ο Μάικλ Τζόρνταν.
«Θεωρούμαι ως ο μεγαλύτερος σουτέρ, αλλά ο μεγάλος Ντράζεν Πέτροβιτς ήταν η Νέμεσις μου. Ήταν ο καλύτερος σουτέρ που έχω δει στη ζωή μου» παραδέχθηκε ο Ρέτζι Μίλερ.
Η Μπιζέρκα Πέτροβιτς θα κλαίει στον τάφο του γιου της μέχρι να φύγει κι αυτή από τη ζωή. Το ρολόι του Ντίνο Ράτζα, σε ένα κάδρο σε έναν τοίχο του σπιτιού του θα δείχνει για πάντα 17:20. Εκείνη την ώρα που ο κυβερνήτης του αεροσκάφους της Lufthansa που μετέφερε την αποστολή της Κροατίας πίσω στην πατρίδα ζήτησε από τους επιβάτες να δέσουν τις ζώνες τους λόγω αναταράξεων. Εκείνη την ώρα που χάθηκε ο Ντράζεν…
«Γυρίζαμε στην Κροατία μετά τα προκριματικά στο Βρότσλαβ. Ήταν μία ηλιόλουστη μέρα, καλοκαιρινή. Κάποια στιγμή όμως στο αεροπλάνο βλέπαμε καθαρό ουρανό από πάνω και τεράστια μαύρα σύννεφα από κάτω. Δεν θα ξεχάσω την στιγμή που ο πιλότος μας λέει ότι έχουμε μία ασυνήθιστη καταιγίδα κι εγώ κοιτάζω το ρολόι που δείχνει λίγο μετά τις 5. Είναι η ώρα που μας άφησε ο Ντράζεν…» θυμάται ο Ράτζα.
Θα τον θυμάσαι για πάντα. Και κάθε χρόνο στις 7 Ιουνίου εκτός από τις θύμησες των επιτευγμάτων του, το ίδιο πικρό ερώτημα, αυτό που δεν θα απαντηθεί ποτέ, θα σε βασανίζει… Αν ζούσε ο Ντράζεν;
Η Κλάρα Ζαλάντζι νοσηλεύτηκε περίπου μια εβδομάδα στην εντατική, ενώ δεν μίλησε ποτέ για το τροχαίο παρά το γεγονός ότι την… κυνήγησαν οι δημοσιογράφοι. Επέστρεψε στο μόντελινγκ και το 2001 παντρεύτηκε τον Όλιβερ Μπίρχοφ. Μια ουλή πάνω από το αριστερό φρύδι της υπάρχει μέχρι σήμερα για να θυμίζει το δυστύχημα.«Εξαφανίστηκε, παντρεύτηκε, δεν την έχω δει για πάρα πολύ καιρό. Δεν ήθελε να σκοτώσει τον Πέτροβιτς, αλλά έτρεχε πολύ. Και κατέστρεψε τη ζωή μου» είπε χρόνια μετά η Χιλάλ Εντεμπάλ, η οποία σώθηκε, αλλά δεν βγήκε αλώβητη από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου.
Ακόμα και πολλά χρόνια μετά δεν είχε πλήρη συναίσθηση για το τι συνέβη εκείνο το απόγευμα. Παρουσίαζε απώλειες μνήμης, οι γιατροί συνέστησαν στους γονείς της να βρίσκεται υπό 24ωρη παρακολούθηση υπό τον φόβο ότι θα μπορούσε να βάλει τέλος στη ζωή της. Τις πρώτες ώρες μετά το δυστύχημα υπήρξε σύγχυση σχετικά με την ταυτότητα της τρίτης επιβαίνουσας στο αυτοκίνητο και μάλιστα τα ρεπορτάζ, χωρίς να δώσουν καμία σημασία στο θύμα, ανέφεραν ότι επρόκειτο για μια 53χρονη αγνώστων στοιχείων. Οι δύο γυναίκες που επέβαιναν στο μοιραίο Golf φέρονται να συναντήθηκαν μερικά χρόνια μετά στο Μόναχο, αλλά η Εντεμπάλ δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη της περισσότερες λεπτομέρειες, όπως το που έγινε η συνάντηση ή αν μίλησαν για το απόγευμα της 7ης Ιουνίου 1993.