Επιμέλεια από Αντώνη Αντωνά.
Σήμερα θα επιμεληθώ ενός αποσπασματικού τιμητικού αφιερώματος, αλλιώτικου από άλλα, τιμής ένεκεν σε αυτούς όλους τους άγνωστους μας σοφούς «αγράμματους» λαϊκούς ποιητές και συγγραφείς, που με τις απλές τους γνώσεις και φτωχή παιδεία κατέγραψαν αριστουργήματα λαογραφικά, που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα, από άλλα διαπρεπών συγγραφέων και ποιητών …Έμφυτο είχαν το συγγραφικό ταλέντο και λαλούσαν και έγραφαν μέσα από τα βάθη της ψυχής τους
Θα ξεκινήσω με τα σοφά λόγια του Μεγάλου Γιάννη Μακρυγιάννη …
Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο «αγράμματος δάσκαλος»
O Κωστής Παλαμάς μίλησε για το έργο του: «ασύγκριτο στο είδος του, αριστούργημα του αγράμματου, μα γερού και αυτόνομου μυαλού»,ο Γιώργος Σεφέρης τoν αναδεικνύει ως έναν από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους, ενώ ο Λίνος Πολίτης θα σημειώσει: «Ο λόγος του είναι ολότελα λαϊκός, δίχως ίχνος λόγιας επίδρασης, με τη ζωντάνια της προφορικής ομιλίας και με τη θέρμη ενός ανθρώπου που δεν είναι μονάχα αυτόπτης αλλά και πρωταγωνιστής των γεγονότων που ιστορεί. Το ζωηρά προσωπικό αυτό ύφος ταιριάζει απόλυτα με την έντονη και ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, που αγανακτεί και αντιτάσσεται σε κάθε πράξη αυθαιρεσίας ή συμβιβαστικού καιροσκοπισμού. Τα Απομνημονεύματα είναι η πιο έγκυρη αποτύπωση του ήθους των αγωνιστών του Εικοσιένα· είναι συνάμα και το μοναδικό ίσως κείμενο που δίνει, σε τόσο συνθετική μορφή, ανόθευτη τη λαϊκή γλώσσα.» (Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 169-170.)
Ακολουθεί απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα»:
«Ο περίφημος Ναπολέων, ο βασιλέας της Γαλλίας, οπού τίμησε την αντρεία και την σοφία του πολέμου κι᾿ από μικρός άνθρωπος έγινε αυτοκράτορας, βασιλέας απολέμηστος ο Χάρος τον σκότωσε με χωρίς ντουφέκι και σπαθί, και κατέβηκε εις τον Άδη με φόρεμα εννιά πήχες πανί. Όλος ο κόσμος δεν τον χώραγε, όλα τα πλούτητου κόσμου δεν του φτάναν, εννιά πήχες πανί του έφτασε και του περίσσεψε. Εις τον Άδη κατέβηκε με το ίδιον φόρεμα κι᾿ ο βασιλέας της Ρουσσίας ο Αλέξανδρος και χαιρετιώνται οι δυο βασιλείς «Τι έλεγες, βασιλέα Αλέξαντρε, δεν θα πέθαινες και να ᾿ρθης εδώ σε τούτην την ζωήν ντυμένος μ᾿ αυτό το φόρεμα; Πού ᾿ναι τα παράσημάσου; Πού ᾿ναι η μεγάλη σου στολή; Πού οι καναπέδες οι χρυσοί; Πού οι κόλακες να μας λένε μυθολογίες και να τους πιστεύωμεν και να χάνωμεν την δικαιοσύνην εις την ανθρωπότη και να τρώμεν τους τίμιους ανθρώπους ζωντανούς και τους άτιμους να τους πιστεύωμεν και να τους δοξάζωμεν; Και να μας τυφλώνουν αυτείνοι οι απατεώνες, να χάνωμεν την δικαιοσύνη και να μας αναθεματούν όλοι οι αθώοι ότι τους φάγαμεν ζωντανούς και ότι τους αφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους και γυμνούς;
Κ᾿ εδώ οι δίκαιοι βασιλείς, οι αληθινοί φιλόσοφοι είναι ντυμένοι λαμπρά και οι άδικοι γυμνοί από τον Θεόν, τον δίκαιον βασιλέα του παντός, οργισμένοι κι᾿ από τους ανθρώπους κι᾿ αναθεματισμένοι. Ότι όποιον αδικάς τιμή, ζωή και λευτεριά και δεν τον αφίνεις ᾿σ την προσωρινή ζωή να ζήση ως άνθρωπος, αυτός σ᾿ αναθεματάγει, δεν σε συχωράγει. Όσο τα θυμήθης εσύ, Ναπολέων, αυτά οπού μου τα λες και με συνβουλεύεις τώρα, άλλη τόση προσοχή είχα κ᾿ εγώ κι᾿ όλοι οι όμοιοί μας. Όσο πιστεύουν τους κόλακες κι᾿ απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ᾿ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ᾿ εκείνοι. Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να ᾿βρούμε τον γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν τις χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης. Αυτείνοι οι αγαθοί και οι δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ᾿περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ᾿ αρετή κι᾿ όχι δόλον κι᾿ απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά κι᾿ αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ᾿στορικά του κόσμου.
Δι᾿ αυτούς ήταν τα έργα τους αγώνες της αρετής. Δια τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιοςκι᾿ ανάστησε και τους απογόνους τους, οπού ήταν χαμένη τόσους αιώνες η πατρίδα τους, Και δια να θυμώνται πίστη, ο Θεός ο αληθινός τους ανάστησε ξυπόλυτους γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά, τα καλά τους τα σύναζε ο Τούρκος κάθε καιρόν οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τ᾿ αναγκαία οι Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι᾿ αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε μας τον σύντροφον, τον Γκραν Σινιόρε. Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα δια να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι᾿ ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς κι᾿ όποιος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χερότερα κι᾿ από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλάφρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι᾿ αυτός ο μάστορης ο Γερόθεος Δια να βγούνεεις την κοινωνία του κόσμου δεν εβήκαν μόνοι τους, τους προστατεύει αυτός ο δίκιοςκαι παντοτινός βασιλέας.
Αυτός, ο δίκιος Θεός όποιος τους κιντυνέψη, θα τον φάγη το δικέφαλον αυτός είναι ο ᾿περασπιστής των αθώων και των αδύνατων. Εσύ, Κύριε, θ᾿ αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπούστόλισαν την ανθρωπότη μ᾿ αρετή. Και με την δύναμή σου και την δικαιοσύνη σου θέλεις να ξαναζωντανέψης τους πεθαμένους και η απόφασή σου η δίκια είναι να ματαειπωθή Ελλάς, να λαμπρυθή αυτείνη και η θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού ᾿περασπίζονται το δίκιον και οι ανθρωποφάγοι ο Άδης θα τους ρουφήση και οι άνθρωποι οι τίμιοι θα τους αναθεματούν κατά τα έργα τους και οι προδότες της πατρίδος και οι αγορασμένοι κακόν μπελά να τους δώσης και συντρόφους του Κάγην να τους κάμης. Με την βοήθεια του Θεού, αυτό κ᾿ έγινε. Οι ξυπόλυτοι και οι γυμνοί τα σπαθιά των Τούρκων τα ντιμισκιά τα πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με τις μαχαιρούλες, τα φλωροκαπνισμένα τους ντουφέκια τα πήραν μ᾿ εκείνα οπού ᾿ταν δεμένα με σκοινιά, τους πήραν και τους ζαϊρέδες κι᾿ όλα τ᾿ αναγκαία του πολέμου. Οι ανθρωποφάγοι φτόνησαν αυτό και μας έσπειραν την αρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τις ακαθαρσίες τις δικές τους, κ᾿ έφκειασαν την πατρίδα μας παλιόψαθα με τα φώτα του Φαναργιού, με την αρετή της Κεφαλλωνιάς, με τον μαθητή του Αλήπασσα, με τον μέγα φιλόσοφον των Κορφών.
Τώρα, αφού μας γύμνωσαν από την αρετή και πατριωτισμόν και ταλαιπωρούνε όλους τους αγωνιστάς και χήρες των σκοτωμένων κι᾿ αρφανά τους κι᾿ όσους θυσιάσαν το δικόν τους δια την λευτεριά της πατρίδας, μας λένε ανάξιους της λευτεριάς, κι᾿ ο ψευτογιατρός των Καλαβρύτων ο Ζωγράφος λέγει εις την προκήρυξή του ότι οι αγωνισταί είναι λησταί. Αυτός είναι σωτήρας! Τοιούτως συσταίνουν τους αγωνιστάς. Γενναίγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κ᾿ επίλοιποι γενναίγοι άντρες, μην περηφανεύεστε οπού κάμετε τόσα μεγάλα και γενναία κατορθώματα και σας εγκωμιάζουν όλος ο κόσμος δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί σας βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι μ᾿ αρετή, με φώτα πατριωτικά. Εκείνοι είχαν αρετή και φώτα, εσείς γενναιότητα και καθαρόνπατριωτισμόν. Και δι᾿ αυτό δοξαστήκετε.
Να είχετε πολιτικόν τον Μαυροκορδάτο, να είχετε τον Κωλέτη, να είχετε τον Ζαϊμη, τον Μεταξά κι᾿ άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος την Αούστρια κι᾿ άλλος την Μπαυαρία και να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εφύλιους πολέμους, κι᾿ όσους θέλαν να βαστήξουντην πατρίδα, όταν οι Τούρκοι την κιντύνευαν, ζητούσαν να τους σκοτώσουν με τις αντενέργειές τους και τους σκότωσαν και χάθη όλο τ᾿ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους. Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι᾿ αναστένεται, οπού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβυσμένη. Σήμερα αναστένονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε η λευτεριά μας, οπού αποχτήσαμεν με την δύναμη του Θεού. Δόξα να ᾿χη το πανάγαθό σου όνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε!»
Έγραψε και λάλησε λοιπόν ο Μέγας Στρατηγός μας
«Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ᾿ αμανέτι του Θεού στο σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χερότερο πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα.Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός εγώ, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς εγώ; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε εμείς. Είμαστε στο εμείς κι όχι στο εγώ. Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν᾿ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες — αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας — ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν το νόμο, και να ᾿χουν την επιρροή για ικανότη» (Β´ 463).
Τάδε έγραψε και λάλησε λοιπόν ο Στρατηγός μας …Ο αγράμματος Μακρυγιάννης, μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού … Και ο Μέγας Μακρυγιάννης δεν είχε υπόβαθρο μεν αλλά κοινωνική παιδεία και όμως άφησε πίσω του ιερό ευαγγέλιο ιστορίας ….
Ιωάννης Μακρυγιάννης : Η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού
Αυτός ο μεγάλος Έλληνας κληροδότησε στις νεότερες γενιές ένα αθάνατο μνημείο ύφους, ήθους, λόγου και περιεχομένου, στα Απομνημονεύματά του.
Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του. Αυτός ο αγράμματος και ταπεινός για την αμάθειά του μέσα από αυτό το απελέκητο γράψιμο αναδεικνύει μια σπάνια καλλιέργεια και ευαισθησία όπως και όλοι οι υπόλοιποι αγράμματοι Έλληνες λαογράφοι μας που λησμονήσαμε σήμερα ….
Καταθέτω σε τυχαία σειρά μερικά ενδεικτικά αριστουργήματα άγνωστων Ελλήνων λαογράφων τα οποία άλλα μεν είναι λυρικά, άλλα δεν επικά και εκφράζου τον πόνο και τις ελπίδες της τότε σκλαβωμένης τους πατρίδας …
Άχος βαρύς ακούγεται.
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
–Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν. Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς
οι μαύροι κλέφτες
Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε
Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα
Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω
Το χε– μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα
Το κα’μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.
Του Διάκου (22 Απριλίου 1821) Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
–Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες. Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια». Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε». Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι. Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι». Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
Τι έχεις καημένε πλάτανε Τι έχεις καημένε πλάτανε
και στέκεις μαραμένος,
με τις ριζούλες στο νερό
με τη δροσιά στα φύλλα; Παιδιά μ’ , σαν με ρωτήσατε,
να σας το μολογήσω. Αλή Πασάς
επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν
και κάτω απ’ τη δροσιά μου
κι όλοι σημάδι μ’ έβαλαν
κι όλοι με τουφεκίσαν. Άλλοι βαρούν τους κλώνους μου
κι άλλοι βαρούν τα φύλλα
κι ο σκύλος ο Αλή Πασάς
βαρεί μες στην καρδιά μου.
Μαράθηκαν τα φύλλα μου,
μαράθηκε η καρδιά μου.
Ήταν η μέρα βροχερή Μα ήταν η μέρα βρο- μουρτάτη, βροχερή
Και η νύχτα πο- μωρέ, ποντισμένη
Που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, άιντε, ρε Παπαφλέσσα, ‘Μπραήμ, ο Ιμπραήμ πασάς
’ιντε, που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, ‘Μπραήμ πασάς από την Α- από την Αλεξάνδρεια
Νύχτα σε νύχτα πε- άιντε, ρε Παπαφλέσα μου, πε- ωρέ, περπατεί
’ιντε, νύχτα σε νύχτα πε- μουρτάτη, περπατεί
Λιμάνι σε- μωρέ, σε λιμάνι φέρνει τ’ ασκέρι δια- άιντε, ρε Παπαφλέσσα μου, δια- ωρέ, διαλεχτό
Φέρνει τ’ ασκέρι διαλεχτό, ούλο στραβαραπάδες
Και στη Μεθώνη άραξε μέσα στο Ναυαρίνο (το τραγούδι αναφέρεται στην εκστρατεία του Ιμπραήμ, ο οποίος το 1825 ξεκινώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε ως το Ναυαρίνο)
Μωρ’ περδικούλα του Μοριά Ωρέ, μωρ’ περδικούλα, μωρ’ περδικούλα του Μοριά
Μωρ’ περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
Αυτού ψηλά, γειά σου, πέρδικα, αυτού ψηλά-να που πέτεσαι
Αυτού ψηλά που πέτεσαι και χαμηλά ‘γναντεύεις
Μην είδες κλέ, γεια σου, πέρδικα, μην είδες κλέ-νε-φτες πουθενά
Μην είδες κλέφτες πουθενά, τους Κολοκοτρωναίους;
Εσείς βουνά ψηλά Εσείς βουνά, ψηλά βουνά, με τα δασιά κλαριά σας,
με τα δασιά τα έλατα, το εν’ απάνω ‘ς τάλλο,
και πύργε της Καστάνιτσας, οπού βαστάτε κλέφταις,
τους κλέφταις τί τους κάματε, τους Κολοκοτρωναίους;
οπού φορούν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκαις ασημένιαις,
χρυσά ‘ν’ και τα ντουφέκια τους, χρυσά μαλαματένια,
και τα τσαπράζια που φορούν, ούλο μαργαριτάρια.
Κείνοι το Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη,
και την ημέρα τ’ άη Γιωργιού, που είναι το πανηγύρι,
φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε τραπέζι.
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά, κ’ έκαμαν το σταυρό τους,
ψιλή φωνίτσα νάκουσαν, ψιλή φωνή νακούνε.
«Γι’ αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια,
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν, τι οι Τούρκοι σας επήραν.»
Και τα ντουφέκια πήρανε, και τα σπαθιά τραυήξαν,
τους Τούρκους εκυνήγησαν, τους κάμαν ένα ένα.
Σαράντα παλικάρια Σαράντα παλλικάρια από τη Λιβαδειά
πάνε για να πατήσουνε την Ντροπολιτσά.
Στον δρόμο που πηγαίναν γέροντ΄ απαντούν
-Γειά σου, χαρά σου, γέρο -Καλώς τα τα παιδία
Πού πάτε παλικάρια, που πάτε ρε παιδιά;
-Πάμε για να πατήσουμε τη Ντροπολιτσά
–Ώρα καλή παιδιά μου να πάτε στο καλό
–Έλα μαζί μας, γέρο, γεροντόκλεφτα.
-Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιάτί γέρασα,
–μόν΄πάρτε τον υγιό μου το μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρια και πέρδικας φτερά,
που ξέρει τα λημέρια που λημέριαζα,
που ξέρει και τις βρύσες πόπινα νερό….
Συνέχεια στο Β΄Μέρος.
Αντώνης Αντωνάς.