Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Η Ελληνική Κυβέρνηση, για λόγους που δεν είναι απολύτως κατανοητοί, επέλεξε στο ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία, να ακολουθήσει πέραν της απολύτως συνετής και επαινετής καταδίκης εκ μέρους της τής ρωσικής εισβολής, πράγμα που θα κατανοούσε και η ίδια η Ρωσία ενδεχομένως (!), την ουσιαστικά άμεση εμπλοκή της στην πολεμική σύρραξη με την αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία, ακολουθώντας σε τούτο τις «συστάσεις» -αν όχι πιέσεις- του ΝΑΤΟ, ουσιαστικά δε των ΗΠΑ.
Δεν θα μείνω στο αν η Ελλάδα, θεώρησε θα έπρεπε να ανταποκριθεί σ’ αυτές τις «συστάσεις» πολεμικής μας εμπλοκής στον παραπάνω πόλεμο, όχι ασφαλώς επικαλούμενος το ανάξιο σχολιασμού επιχείρημα πως με αυτό τον τρόπο αύριο αν η Ελλάδα χρειαστεί μια «ανάλογη» στρατιωτική βοήθεια εκ μέρους των συμμάχων της θα μπορέσει να την ζητήσει αν όχι απαιτήσει, κάτι δηλαδή σαν να λέμε πως περίπου έπρεπε να συμβεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προκειμένου να «αποκτήσουμε» ένα τέτοιο «συμμαχικό πλεονέκτημα» που μέχρι χτες μάλλον δεν είχαμε ως φαίνεται, ούτε τοποθετούμενος επί του παιδαριώδους συλλογισμού, πως οι σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ, θα εμπλακούν στρατιωτικά υπέρ ημών, αν η Χώρα μας συγκρουστεί με την Τουρκία, διότι ουσιαστικά περί αυτού ομιλούμε.
Τα 40.000 καλάζνικοφ που στείλαμε στην Ουκρανία, προφανώς θα μετρήσουν όσο μέτρησαν οι νεκροί και τραυματίες του ελληνικού Στρατού, όταν στέλναμε τους Έλληνες φαντάρους στην Κορέα, οι οποίοι προφανώς και λησμονήθηκαν από τους συμμάχους μας, τους ίδιους τότε και σήμερα (αναφέρομαι ασφαλώς στο ΝΑΤΟ), όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο σε λιγότερο από 25 χρόνια από τον κορεατικό πόλεμο.
Θα μείνω, όμως, στο ζήτημα της αχρείαστης εκ μέρους μας διπλωματικής επιλογής, να διαρρήξουμε ολοκληρωτικά τις σχέσεις μας με την Ρωσία, κάτι που μονάχα οι Μεγάλες Δυνάμεις μπορούν να το κάνουν, και τούτο διότι, μονάχα αυτές μπορούν να τις ανασυστήσουν στην προτεραία τους θέση, και στο παρελθόν, τέτοιες «διαρρήξεις» και «ανασυστάσεις» σχέσεων μεταξύ τους ασφαλώς και έχουν υπάρξει, όμως, για την Ελλάδα, η Ρωσία έχει χαθεί «δια παντός», τουλάχιστον για τα πολλά επόμενα χρόνια. Θα πρέπει να συμβούν πολλά για να υπάρξει μια ανασύσταση αυτών των σχέσεων.
Είναι σαν η εξαιρετικά και ακραία εχθρική στάση της ελληνικής διπλωματίας έναντι της Ρωσίας, να θεμελιώνεται στην αντίληψη ότι η ακραία ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας είναι «οριστική», κάτι που αν συμβαίνει, τότε μάλλον φαίνεται πως έχει αξιολογηθεί λάθος το σύνολο των δυνατών «σχέσεων» ΗΠΑ και των άλλων Δυνάμεων (όχι τόσο των «δεδομένων» Ευρωπαίων), όπως η Κίνα μα και άλλες Χώρες όπως η Ινδία, η Βραζιλία, αλλά και ο Τρίτος Κόσμος (που ως «ομάδα» ασφαλώς σήμερα είναι ανύπαρκτη), σχέσεις οι οποίες δεν μπορούν να αποκλείσουν καμία δυνατή εξέλιξη στο ζήτημα του επαναπροσδιορισμού των «φίλων», των «εχθρών» και των «ουδέτερης σημασίας» Κρατών.
Οι ΗΠΑ ουσιαστικά αναβαθμίζουν πολλαπλώς και την Κίνα, ασφαλώς χωρίς να είναι στις προθέσεις τους, αφού εκτός από μια εξ ορισμού μεγάλη γεωπολιτική και οικονομική Δύναμη, την προκαλούν, με δεδομένη την φιλορωσική της προσέγγιση αλλά και των δικών της φιλοδοξιών, να ξεδιπλώσει κατά τρόπο επιθετικό και τις γεωστρατηγικές της φιλοδοξίες και δυνατότητες, κάτι που οι ΗΠΑ και η «Δύση» θα έπρεπε να απεύχονταν «πάση θυσία». Ένα Δεύτερο (πολεμικό) Μέτωπο, πολεμικό, τούτη τη φορά στον Ειρηνικό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με οποιαδήποτε αφορμή, η οποία άλλωστε δεν είναι δύσκολο ακόμα και να επινοηθεί, όχι μόνο θα συσπειρώσει ΚΑΙ στρατιωτικά τη Ρωσία με την Κίνα, μα μοιραία, το Ευρωπαϊκό Μέτωπο «Δύσης» – Ρωσίας, θα ατονήσει και υποβαθμιστεί, μιας και το παραπάνω ενδεχόμενο αλλά καθόλου απίθανο σενάριο θερμού επεισοδίου «Δύσης» (δηλ. ΗΠΑ) – Κίνας στον Ειρηνικό, θα δεσμεύσει υπέρτερους οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους για τη «Δύση», απ’ ό,τι στην Ευρώπη σήμερα.
Ούτε, σε μια εξέλιξη των πραγμάτων όπως παραπάνω, αποκλείει την ακραία εχθρική στάση των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας να ακολουθήσει μια πιο εφεκτική, με ό,τι αυτό θα σημαίνει. Το όλο ζήτημα έχει να κάνει ποιαν απειλή οι ΗΠΑ θεωρούν πιο μεγάλη για τις ίδιες και τι προτεραιότητες θα δώσουν ώστε να αντιμετωπίσουν τον διαφαινόμενο συνασπισμό των Μεγάλων Ανατολικών Δυνάμεων (Ρωσία, Κίνα και πιθανότατα Ινδία), κάτι που ίσως, όπως συνέβη στην Ευρώπη με την επιστροφή της Γερμανίας στον ουσιαστικό επανεξοπλισμό της, θα συμβεί και στον Ειρηνικό με μια ανάλογη εξέλιξη για την Ιαπωνία.
Η «Δύση», δηλ. οι ΗΠΑ, για λόγους κατανοητούς και ορατούς αλλά που δεν είναι της παρούσης να σχολιαστούν, επέλεξαν την αναβίωση και επικαιροποίηση του Ψυχρού Πολέμου αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όμως, μη έχοντας διδαχτεί παρά ελάχιστα από τα μαθήματα εκείνου του Ψυχρού Πολέμου.
Και ένα από τα μαθήματα, ήταν πως ουσιαστικά, από ένα σημείο και πέρα, εκείνος ο (Ψυχρός) Πόλεμος, πέρα από το ιδεολογικό του επιφαινόμενο ως ενός «πολέμου αρχών και αξιών» ανάμεσα στον κόσμο της «καλού και της ελευθερίας» κι εκείνον της «του κακού και της ανελευθερίας», που έπειθε όλο και λιγότερο, ουσιαστικά είχε, εκ μέρους των τότε δύο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, να αντιμετωπίσουν παγκόσμιες ΚΟΙΝΕΣ και για τους δύο απειλές, όπως ήταν τόσο η -τότε- ανερχόμενη επιρροή της Κίνας που αμφισβητούσε την παγκόσμια ηγεσία (κυρίως στο ηθικό και ιδεολογικό επίπεδο) τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας, όσο και ο Τρίτος Κόσμος που πρόβαλε την ίδια πάνω κάτω αμφισβήτηση με την Κίνα, μόνο που εδώ η αμφισβήτηση αφορούσε και την Κίνα εκτός της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Το έργο αυτό, ιδίως σε ό,τι αφορά τον Τρίτο Κόσμο, είναι βέβαιο πως θα το δούμε να αναβιώνει, κι εδώ για τη «Δύση» υπάρχει ένα εξαιρετικής σημασίας διακύβευμα, μιας και ο κόσμος αυτός, ο Τρίτος Κόσμος, ανάλογα με τη στάση που θα κρατήσει έναντι των δύο παγκόσμιων πόλων που φαίνεται να διαμορφώνονται, αυτόν της «Δύσης» και αυτόν της «Ανατολής» (Ρωσία, Κίνα σε πρώτη φάση), θα επηρεάσει και το «ζύγι» της ισχύος των δύο αυτών πόλων.
Είναι αληθές, πως στον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο, ο Τρίτος Κόσμος δεν είχε αποφασιστική επιρροή στη διαμόρφωση της τότε Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων, ούτε είναι βέβαιο πως θα έχει και αύριο. Όμως το τότε με το σήμερα, έχουν κάποιες κρίσιμες διαφορές, με πρώτη και καλύτερη την παγκοσμιοποιημένη επικοινωνία αγορών και κοινωνιών, το αποϊδεολογικοποιημένο κλασικό περιεχόμενο κομμουνσιμού-αντικομμουνισμού που καθορίζει την νυν Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων σε σχέση με την τότε, και ασφαλώς την διαφορετική κατανομή της παγκόσμιας ισχύος σήμερα σε σχέση με τότε, (η Κίνα πλέον, διαθέτει σήμερα την δυνατότητα να «προαχθεί» από μια μεγάλη γεωπολιτική και οικονομική Δύναμη σε μια Μεγάλη Γεωστρατηγική Δύναμη) παρά την διαχρονική παγκόσμια ηγεμονική παρουσία των ΗΠΑ.
Τώρα το πόσο συμπαγή θα είναι αυτά τα δύο Μέτωπα και για πόσο καιρό, αυτό μένει να το δούμε. Ιδίως για τη «Δύση», αυτό θα εξαρτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση : για πόσο καιρό θα αποτελεί βραχίονα των ΗΠΑ στην παγκόσμια γεωπολιτική και γεωστρατηγική της πολιτική, ή αν, αυτονομηθεί, και αρχίσει να δρα με βάση ένα «ενιαίο ευρωπαϊκό συμφέρον».
Συχνά έχω αναφερθεί στην ανυπαρξία ενός τέτοιου συμφέροντος σε προηγούμενα αλλά και παλαιότερα άρθρα μου, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνείται να ενωθεί πολιτικά στα πλαίσια μιας ενιαίας ευρωπαϊκής κρατικής οντότητας και επομένως, αποτελεί στρατηγικό συμφέρον για τις ΗΠΑ να μη συμβεί αυτή η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, και κυρίως, να μην υπάρξει αυτή η ενιαία ευρωπαϊκή κρατική οντότητα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά τούτη τη στιγμή, μια αγοραία οντότητα, και ένα άθροισμα διακριτών εθνικών συμφερόντων (των Χωρών – Μελών της), συχνά αποκλινόντων, και μόνο όταν όντως κοινές ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ απειλές, κατά κανόνα του ίδιου περιεχομένου και βαθμού συνεπειών (όπως π.χ. στη περίπτωση της πανδημίας), η Ένωση αυτή συμπεριφέρεται (και πάλι όχι χωρίς δυσκολία) ως μια ενότητα συμφερόντων, που όμως δεν διαρκεί παρά τόσο όσο διαρκεί και το κοινό διακύβευμα.
Η ελληνική διπλωματία, λοιπόν, μπρος σε εξελίξεις όπως οι παραπάνω, που δεν είναι εξαντλούνται μονάχα σε ό,τι παραπάνω υπογραμμίσαμε, δεν έχει κανένα όφελος με το να δημιουργεί εχθρότητα με μια Μεγάλη Δύναμη, και ιδίως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπως η Ρωσία (αλλά και η Κίνα που εμμέσως κι αυτή μπαίνει στο κάδρο).
Σε περίπτωση που συμβεί το απευκταίο για μιας σε σχέση με την Τουρκία, δηλαδή μια πολεμική σύγκρουση, πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο στο μυαλό μας, πως όλες οι Μεγάλες Δυτικές Δυνάμεις από τις οποίες προσδοκούμε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ συνδρομή, σε μια τέτοια εξέλιξη, είναι ΚΑΙ σύμμαχοι της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ, και δεν γνωρίζω καμία από τις Δυνάμεις αυτές, που να είναι έτοιμη να πολεμήσει μαζί μας, στο πεδίο της μάχης, εναντίον της Τουρκίας! Ένας πόλεμος Ελλάδας – Τουρκίας, δεν θα είναι «ανάλογος» με αυτόν της Ουκρανίας. Η Τουρκία, με δεδομένο πως αν συμβεί το θερμό επεισόδιο, θα είναι αυτή που θα έχει την αποκλειστική ευθύνη, δεν θα αντιμετωπιστεί ο αναθεωρητισμός της με τα ίδια μέτρα και σταθμά που αντιμετωπίζεται σήμερα ο ρωσικός αναθεωρητισμός. Ούτε είναι βέβαιο πως το Διεθνές Δίκαιο θα ερμηνευθεί όπως στη περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, εκ μέρους της «Δύσης».
Τούτη τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, η Τουρκία προέβη σε μια ακόμα πρόκληση σε βάρος της Ελλάδας στέλνοντας τα πολεμικά της αεροπλάνα να πετάξουν μόλις 2,5 μίλια από την Αλεξανδρούπολη, και με τον εκπρόσωπο του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ να ζητά «…συντονισμό και συζήτηση και όχι προκλητικές ενέργειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θανατηφόρα ατυχήματα» (δες τον Τύπο της 21/5). Τόσο ξεκάθαρη» στάση υπέρ του Διεθνούς Δικαίου, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού στο αμερικανικό Κογκρέσο και τις συνομιλίες του με τον αμερικανό Πρόεδρο. Και, ασφαλώς τούτη «Δυτική» στάση του Ποντίου Πιλάτου, δεν εκδηλώνεται για πρώτη φορά με αυτόν τον τρόπο των ίσων αποστάσεων.
Ακόμα όμως και η Γαλλία, με την οποία έχουμε σύμφωνο αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση πολέμου, ουσιαστικά, το ίδιο σύμφωνο έχει και η Τουρκία μέσω του ΝΑΤΟ! Και τούτο διότι, σε μια περίπτωση θερμού επεισοδίου, όλο το παιχνίδι θα παιχτεί στην ερμηνεία του πολύπαθου και συχνά αντιφατικώς ερμηνευόμενο (από τους ίδιους τους ερμηνευτές του, ανάλογα την κάθε φορά με το κατά πού φυσά ο άνεμος!) Διεθνές Δίκαιο! Προκειμένου δε μια ερμηνεία να έχει και Διεθνές κύρος, επιβάλλει αυτό να μη γίνει (μόνο) στα όργανα του ΝΑΤΟ ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στα όργανα αυτά το πιο πιθανό είναι να δούμε «συστάσεις» για «αυτοσυγκράτηση» και πρόσκληση για «διάλογο»), αλλά κυρίως στον ΟΗΕ, δηλαδή, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, κι εκεί, θα μας «αναμένει» η Ρωσία (και βεβαίως η Κίνα), όπου και θα κριθούν πολλά πράγματα.
Θα είναι η ίδια Ρωσία την οποία εδώ υποδεχτήκαμε στο πρόσωπο του πρωθυπουργού της στην επίσημη επέτειο για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση του 1821, (τον Ρώσο και όχι τον Ουκρανό Πρόεδρο καλέσαμε), και που μόλις λίγες μέρες πριν, η πρεσβεία της στην Άγκυρα ξεδίπλωσε ένα τεράστιο πανό, τιμώντας τον Ατατούρκ για τον αγώνα του για την τουρκική ανεξαρτησία, ένας αγώνας και μια «νίκη» που ουσιαστικά έχει να κάνει με την Ελλάδα. (Μεγάλη κουβέντα για την παραπάνω τουρκική «νίκη», που οφείλεται στα όχι πάντα πισώπλατα μαχαιρώματα της Ελλάδας από τους ίδιους της τους «συμμάχους», τους ίδιους συμμάχους που έχουμε και σήμερα, αλλά αυτό, είναι μια άλλη ιστορία).
Όμως, δεν είναι ανάγκη να φτάσουμε στο «σημείο μηδέν» με την Τουρκία, δηλαδή στην πολεμική σύγκρουση.
Τα εθνικά μας θέματα, θα πληγούν σημαντικά, ακόμα και αν η Ρωσία (πόσο μάλλον αν ακολουθήσουν και άλλες Δυνάμεις, π.χ., η Κίνα, ή Χώρες γενικότερα), «αίφνης» αρχίσει να «διαπιστώνει» το δίκαιο των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ή αν αρχίσει να χρησιμοποιεί συστηματικά στον δημόσιο λόγο των διπλωματών της την ονομασία «Τουρκοπυπριακή Δημοκρατία» αναφερόμενοι στο κατεχόμενο από τους Τούρκους βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διερωτώμαι αν τέτοιες εξελίξεις, που ασφαλώς ως «σενάρια» δεν διαφεύγουν της προσοχής του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, θεωρούνται ως ήσσονος σημασίας και πάντως «απολύτως» διαχειρίσιμες ή αν, είναι εντελώς άνευ σημασίας ακόμα και αν συμβεί. Προσωπικά, μια αντίληψη και ερμηνεία των πραγμάτων, σαν αυτές τις δύο τελευταίες που αναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω, με βρίσκει απολύτως αντίθετο.
Η Ελλάδα, δεν έχει την πολυτέλεια να θυσιάζει κανένα δυνητικό της θετικό στήριγμα στις διεθνείς σχέσεις, πόσο μάλλον να το χαρίζει στην Τουρκία. Το αφήγημα του Διεθνούς Δικαίου, που στην περίπτωση του πολέμου της Ουκρανίας υπερτονίζεται ως ο καθοδηγητικός παράγων προ του οποίου όλοι οι άλλοι έρχονται σε δεύτερη μοίρα, ασφαλώς είναι κάτι ποτέ ίσχυσε στο διεθνές γίγνεσθαι. Δεν χρειάζεται να πάμε πίσω στον Θουκυδίδη, ουδέ καν στην περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να διαπιστώσουμε πόσο πολύ το Δίκαιο αυτό κακοποιήθηκε από εκείνους ακριβώς που προβάλλουν ως οι τιμητές και υπερασπιστές του διεθνώς, «Δυτικούς» και «Ανατολικούς», «Βόρειους» και «Νότιους», «Μεγάλους», «Μεσαίους» και «Μικρούς». Αρκούν τα τελευταία 30-40 χρόνια, για να βρούμε αρκετά αν όχι άφθονα παραδείγματα που να επιβεβαιώνουν αυτή την πραγματικότητα.
Εύχομαι πράγματι να είναι αχρείαστη η κατά τα άνω ρωσική υποστήριξη όταν αυτή η υποστήριξη απαιτηθεί, και ότι θα μας είναι αρκετή και με το παραπάνω η στήριξη των Νατοϊκών συμμάχων μας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία, ούτως ή άλλως ανήκει (σχεδόν) εν τω συνόλω της στη Νατοϊκή συμμαχία. Το ΝΑΤΟ αποτελεί μια στρατιωτική συμμαχία, και ουδείς λόγος υπάρχει οι υποχρεώσεις του κάθε μέλους του, να ακολουθούν τις πολιτικές και στρατιωτικές επιλογές άλλων μελών του που ΔΕΝ απορρέουν από το ίδιο του το Καταστατικό. Ουδαμού δε στο Καταστατικό του, υπάρχει άρθρο το οποίο να επιβάλλει την υποχρέωση στρατιωτικής εμπλοκής των Μελών του σε πολέμους τρίτων Χωρών ακόμα και έμμεσης πλην όμως ουσιαστικής. Δηλαδή, αν αύριο μεθαύριο οι ΗΠΑ εμπλακούν σε θερμό επεισόδιο με την Κίνα στον Ειρηνικό με αφορμή την Φορμόζα, πράγμα το οποίο δεν φαντάζει και τόσο ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας, και απαιτήσουν (οι ΗΠΑ) όχι μόνο νέες οικονομικές κυρώσεις, τούτη τη φορά εναντίον της Κίνας, αλλά και μια ανάλογη με τον πόλεμο στην Ουκρανία στρατιωτική εμπλοκή, τι θα γίνει;
Κλείνοντας το άρθρο μου αυτό, επανερχόμενοι στα καθ’ ημάς, ας σημειώσω και τούτο : το «Ουκρανικό», που μας οδήγησε με δική μας επιλογή στην απώλεια ακόμα και της ουδετερότητας της Ρωσίας έναντι της Χώρας μας, δεν θα είναι αρκετό να μεταβάλλει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τον παραδοσιακό φιλοτουρκισμό των συμμάχων και εταίρων μας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, χάριν της Ουκρανίας και ασφαλώς χάριν του Διεθνούς Δικαίου, του ίδιου αυτού Δικαίου το οποίο δηλώνουν πως υπερασπίζονται στον πόλεμο της Ουκρανίας. (Και είναι εξίσου ενδιαφέρον, να διαπιστώσουμε η ίδια η Ουκρανία, όχι μόνο στη «κρίσιμη στιγμή» να δούμε προς ποια πλευρά του «Διεθνούς Δικαίου» θα κλίνει, αυτή που εμείς επικαλούμαστε ή αυτή που επικαλείται η Τουρκία, μα αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο και ΣΗΜΕΡΑ, τόσο ξεκάθαρο, όσο ξεκάθαρες -και απαιτητικές- είναι οι διαρκείς εκκλήσεις του Ουκρανού Προέδρου για στήριξη της Χώρας του από τα μέλη του ΝΑΤΟ, και, προσωπικά, δεν εννοώ γιατί το «Κυπριακό» να αποτελεί ζήτημα του ΟΗΕ -και όχι του ΝΑΤΟ, όπως η περίπτωση της Ουκρανίας, εφόσον η υπεράσπιση του Διεθνούς Δικαίου αποτελεί το κοινό αφήγημα και στη μια και στην άλλη περίπτωση).