Ο Αντώνης Κανάκης με ένα σπαρακτικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2015, μετά τον χαμό του πατέρα του, που έφυγε απο τη ζωη στις 28 Μαρτίου του 2015, αναπολεί και περιγράφει πώς τον άλλαξε ο θάνατος του πατέρα του που χάθηκε πρόσφατα και πόσο βαθιά σχέση είχε μαζί του.
Με το «Μπαμπά… (μια κανονική ημέρα)», ο Αντώνης Κανάκης αποχαιρετά τον πατέρα του και ταυτόχρονα καταγράφει τη σχέση βαθιάς αγάπης που τον συνέδεε μαζί του.
Ο δημοφιλής παρουσιαστής καταθέτει μια αυτοβιογραφική, γεμάτη πάθος και συναίσθημα μαρτυρία, μιλώντας για τον πανανθρώπινο πόνο του αποχωρισμού, της ασθένειας και του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου.
Σαν ένα άγνωστο είδος πόνου περιγράφει ο Αντώνης Κανάκης αυτό που βίωσε με την απώλεια του πατέρα του, σαν μια οδύνη που κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει προτού βρεθεί ξαφνικά αντιμέτωπος μαζί της, «σαν ξέσκισμα, σαν να αρπάζουν δύο σιαμαία και, ξεσκίζοντας τις σάρκες τους, να τα χωρίζουν και να εξαφανίζουν ξαφνικά το ένα από τη ζωή του άλλου». Τόσο άγρια, τόσο βίαια, τόσο σπαρακτικά βιώνει ο γνωστός παρουσιαστής τον θάνατο του αγαπημένου του γονέα, τόσο άμεσα και ωμά θέλησε να μοιραστεί τον πόνο του με το, αναγνωστικό αυτή τη φορά, κοινό. Το «Μπαμπά… (μια κανονική ημέρα)» των εκδόσεων Ianos, είναι μια έντυπη εκ βαθέων κατάθεση του Αντώνη Κανάκη. Πρόκειται για ένα μικροσκοπικό βιβλίο, μόλις 80 σελίδων, στο οποίο όμως έχει συμπυκνωθεί ακέραιη η συντριβή του συγγραφέα και μαζί η αφόρητη θλίψη, αλλά και η απέραντη αγάπη για τον πατέρα του.
Ενα άτακτο, εντελώς αυθόρμητο ημερολόγιο, είναι ο πλανταγμός κάποιου που χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο της απόγνωσης.
Ο Κανάκης δεν είναι λογοτέχνης και δεν είχε καμία διάθεση να κάνει λογοτεχνία. Οσο για το γεγονός ότι ο ίδιος, λόγω της τηλεοπτικής του επιτυχίας, τυγχάνει εξαιρετικά δημοφιλής, διάσημος και «επώνυμος», στην προκειμένη περίπτωση λειτουργεί μόνο για να διευκολύνει τη διάδοση των μηνυμάτων που περιέχει το συγκεκριμένο βιβλίο: «Τον θάνατο, τον δικό μου θάνατο, δεν τον φοβάμαι πλέον. Πριν, τον φοβόμουν. Πριν μου δείξει πως ο δικός μας θάνατος λίγη σημασία έχει. Το θάνατο, όμως, του Μπαμπά σου, αυτόν πρέπει να φοβάσαι. Αυτός θα σε γ…ήσει. Και όμως… συγχρόνως και με έναν απόλυτα αντιφατικό και συμπαντικό τρόπο, αυτός είναι που θα σε πάει μπροστά».
Το κείμενο του Αντώνη Κανάκη δεν είναι συγκινητικό – υπό την έννοια ότι ένας άνθρωπος που ουρλιάζει από τον πόνο, που αιμορραγεί και ολοφύρεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη δεν μπορεί να προκαλεί απλώς συγκίνηση. Το «Μπαμπά… (μια κανονική ημέρα)» είναι ένα άτακτο, εντελώς αυθόρμητο ημερολόγιο, είναι ο πλανταγμός κάποιου που χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο της απόγνωσης, που ματώνει καθώς προσπαθεί να αρνηθεί τον συμβιβασμό με το μοιραίο.
Είναι μια μαρτυρία από πρώτο χέρι και σε πρώτο πρόσωπο, μια ανταπόκριση από τη μεθόριο μεταξύ ζωής και θανάτου, από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ενός νοσοκομείου και από το μέτωπο των αναμνήσεων που γίνονται επώδυνες καθώς η ζωή κάποιου λιγοστεύει. Είναι επίσης μια αποτύπωση των ψυχικών μεταπτώσεων που συνταράζουν καθημερινά αμέτρητους ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη – ασχέτως εάν ο καθένας έχει πάντα την αίσθηση πως ουδείς και ουδέποτε θα συναισθανθεί το πόσο υποφέρει στο προσκέφαλο του γονιού ή του όποιου αγαπημένου προσώπου βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται στιγμές με τον πατέρα του όταν ήταν μικρός ο Αντώνης, αλλά και με όλη την οικογένεια στα πρόσφατα χρόνια
Με το βιβλιαράκι του ο Αντώνης Κανάκης εμμέσως κάνει ακριβώς αυτό: δίνει ένα σήμα αναγνώρισης μιας οδύνης φριχτής μεν, αλλά κοινής. Εκθέτει λεπτομερώς όλα όσα πέρασε ο ίδιος στο διάστημα 19 ημερών, από τις 11 έως τις 29 του Μαρτίου του 2015, κατά τον χρόνο που κύλησε ανάμεσα στο εγκεφαλικό επεισόδιο και τον θάνατο του πατέρα του. Ο Κανάκης παρουσιάζει το πώς διήλθε όλα τα ψυχικά στάδια: από το σοκ, την αγωνία, την απελπισία και κατόπιν την προσωρινή αναθάρρηση και τη φρούδα αισιοδοξία που μέσα σε μόλις λίγες ώρες διαψεύδεται απότομα και αποδεικνύεται ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αυθυποβολή και αυτοπαραπλάνηση πριν από την ελεύθερη πτώση, τον αναπόδραστο αποχωρισμό με τον άνθρωπο που τελικά σβήνει.
Τυπικά, αυτό που έγραψε ο Αντώνης Κανάκης αφορά αποκλειστικά τον ίδιο, τον πατέρα του, τη σχέση τους και έναν μικρό κύκλο οικείων, από την οικογένεια και τους φίλους. Ωστόσο, το «Μπαμπά… (μια κανονική ημέρα)» θα μπορούσε να είναι αυτοαναφορικό – αλλά δεν είναι, θα μπορούσε να είναι ακόμη και αυτάρεσκο, με τον μαζοχιστικό τρόπο που γράφονται οι πονεμένες αυτοβιογραφικές μαρτυρίες κ.λπ. Δεν είναι τίποτα από αυτά, πιθανώς διότι κατ’ ουσίαν είναι γραμμένο από ένα παιδί, έναν γιο που μιλά για τον μπαμπά του, αλλά και ένα παιδί που ξαφνικά είναι αναγκασμένο να διαχειριστεί την ιδέα του θανάτου, κάτι που σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένο να ενηλικιωθεί, είτε του αρέσει είτε όχι, εφόσον η αθωότητά του τερματίζεται.
Εκτός από το αιώνιο παράπονο για τον πρόωρο χαμό κάποιου, στις λίγες σελίδες του βιβλίου υπάρχουν όλα εκείνα που σκέφτεται οποιοσδήποτε έχει ξενυχτήσει έξω από χειρουργείο, που έχει δει πώς τσαλαπατούν και συνθλίβουν έναν κανονικό μέχρι τότε άνθρωπο το εγκεφαλικό, το έμφραγμα κ.ο.κ., οι προσευχές και οι ικεσίες σε οποιονδήποτε θεό (δεν) πιστεύει, οι τύψεις για όσα ειπώθηκαν, για όσα έγιναν, για όσα δεν πρόλαβαν να γίνουν προτού κάνει την εμφάνισή του ο θάνατος.
Πέρα από τα προηγούμενα που καταγράφει υπό το πρίσμα του γιου, ο Αντώνης Κανάκης περιεργάζεται επίσης τη μορφή του πατέρα του σαν να ήταν και εκείνος ένα παιδί: «Πόσο απερίγραπτα μου λείπει, Θεέ μου. Βλέπω φωτογραφίες του. Εστιάζω για κάποιο λόγο σε αυτές που ήταν νεαρός, πιτσιρικάς. Κοιτάω το πρόσωπό του, το χαμόγελό του. Τι καλό παιδί που φαίνεται να ήταν… Πόσο θα ήθελα, σε κάποιο μαγικό σενάριο, να είχαμε γνωριστεί τότε. Να ήμασταν συνομήλικοι, να γινόμασταν κολλητοί φίλοι και να αλητεύαμε μαζί… Να γνώριζα τα όνειρα, τις αγωνίες του, τα σχέδια, τους έρωτές του…».
Ο Γιάννης-Δανιήλ Δούμας, πατέρας του Αντώνη Κανάκη
Σε κάποιο άλλο σημείο του κειμένου, ο Κανάκης γράφει: «Βρίζω τη ζωή, τον Θεό, το σύμπαν, τον θάνατο, τον εαυτό μου. Μετά το ψιλομετανιώνω. Αλλάζει ρότα η σκέψη μου. Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν στον Παράδεισο, στη μεταθανάτια ζωή, στη μετεμψύχωση κ.τ.λ. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι αυτό συμβαίνει με κύριο αίτιο τον εγωισμό και τον φόβο. Φοβόμαστε να πεθάνουμε και θέλουμε κάποιος να μας εγγυηθεί ότι έχει και συνέχεια το έργο – και μάλιστα καλύτερη. Για την πάρτη μας, δηλαδή. Για τους φόβους μας. Λάθος! Τώρα καταλαβαίνω ότι το βασικό αίτιο είναι η αγάπη. Θέλουμε να πιστέψουμε ότι έχει και συνέχεια, μόνο και μόνο για να συναντήσουμε ξανά αυτούς που αγαπάμε. Για να υπάρχει αυτή η προοπτική. Γιατί χωρίς αυτή την προοπτική θα τρελαθείς. Θα τρελαθώ. Πώς να ζήσω με το δεδομένο ότι δεν θα ξαναδώ, μιλήσω, αγκαλιάσω, φιλήσω, μυρίσω ποτέ ξανά τον Μπαμπά μου… Προσωπικά, μάλλον δεν πιστεύω σε όλα αυτά, παράδεισοι, μετεμψυχώσεις κ.τ.λ. Πιστεύω όμως σε κάτι που το βρίσκω αληθινό και έγκυρο. Πιστεύω στα παιδιά. Στην καθαρή, σοφή ψυχή τους και στην αλήθεια της. Τα παιδιά τα ξέρουν όλα και δεν είναι τυχαίο που η αυτόματη αντιμετώπιση των παιδιών στο θάνατο είναι το “πού πήγε ο Μπαμπάς τώρα που πέθανε;”. Αν ήμουν παιδί, αυτό θα ρωτούσα: “Πού πήγε”;».
Ενας φόρος τιμής
Οπως ομολογεί ο Αντώνης Κανάκης στον πρόλογό του, «το κείμενο αυτό γράφτηκε αυθόρμητα, άμεσα, ασταμάτητα. Γράφτηκε μόνο του, μέσα σε τέσσερις περίπου ημέρες, όταν συνέβη ό,τι συνέβη». Ο ιθύνων νους του «Ράδιο Αρβύλα» κλείστηκε στο σπίτι του και επί περίπου τέσσερις ημέρες βάλθηκε να καταγράφει, με κάτι σαν ελεύθερη συνειδησιακή ροή ή αυτόματη γραφή, ή απλώς με μανία, οποιοδήποτε συναίσθημα και κάθε σκέψη που είχε γεννηθεί μέσα του κατά την περιπέτεια του πατέρα του. Η επιθυμία που τον όπλισε με δύναμη και θέληση να ολοκληρώσει αυτό το ουδόλως ευχάριστο έργο δεν είχε να κάνει μόνο με τη διάθεση να απευθυνθεί σε κάθε «ομοιοπαθή», δεν ήθελε μόνο να επιβεβαιώσει μέσω της έκδοσης ενός βιβλίου τη φαρμακερή γεύση του αποχωρισμού.
«Πόσο απερίγραπτα μου λείπει, Θεέ μου. Βλέπω φωτογραφίες του. Εστιάζω για κάποιο λόγο σ’ αυτές που ήταν νεαρός, πιτσιρικάς. Κοιτάω το πρόσωπό του, το χαμόγελό του. Τι καλό παιδί που φαίνεται να ήταν…». Ο λόγος του γιου Αντώνη για τον πατέρα του μιλάει στις καρδιές όλων όσοι έχουν βιώσει την απώλεια του γονέα τους
Το «Μπαμπά… (μια κανονική ημέρα)» είναι μια ελεγεία και ένας φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο που έφυγε, αλλά που στο τέλος δεν αποκαλύπτεται πλήρως. Ο Αντώνης Κανάκης ζωγραφίζει το πατρικό πορτρέτο με πολύ αδρές γραμμές, αφήνοντας τον Γιάννη-Δανιήλ Δούμα -όπως ήταν το πλήρες όνομά του- να κυκλοφορεί στο σύγγραμμα σαν μια φασματική μορφή, περισσότερο σαν μια ιδέα ή σαν ένα σύνολο εμπειριών που λειτουργεί μάλλον ως πομπός και δέκτης αγάπης παρά σαν ένας άνθρωπος με συγκεκριμένες ιδιότητες – εκτός βεβαίως της παντοδυναμίας: Και πάλι με τη ματιά του παιδιού, ο Κανάκης γράφει ότι «ένα παιδί ήταν πάντα. Ενας άνθρωπος με μια αιώνια αγνή, ρομαντική παιδική ψυχούλα. Αυτός ήταν ο Μπαμπάς μου. Αυτός που έσπασε με τα χέρια του την αλυσίδα του ποδηλάτου για να απελευθερώσει το δάχτυλό μου όταν ήμουν εγώ παιδί. Ενα παιδί με τη δύναμη να σπάει με τα χέρια του αλυσίδες…».
Μοναδική σχέση
Το κύριο μέλημα του Κανάκη ήταν να αποδώσει αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη σχέση που με τον πατέρα του – και, εφόσον αποφάσισε να γράψει για εκείνον στα τελευταία του, να την κρατήσει για πάντα ζωντανή: «Ο Μπαμπάς ήταν αυτός που μού άφηνε έξω από την πόρτα μου αποκόμματα εφημερίδων που προσεκτικά είχε κόψει, με άρθρα που ήξερε ότι θα με ενδιαφέρουν. Που έκοβε και μάζευε όλα τα αποκόμματα που έγραφαν για μένα. Που γούσταρε τους φίλους μου. Που παρήγγειλε από την Johnnie Walker δύο συλλεκτικά μπουκάλια ουίσκι με το όνομά μου. Που όταν έκανα το πρώτο μου τατουάζ πήγε αμέσως και χτύπησε το ίδιο με το δικό μου, στο ίδιο σημείο του σώματός του. Που με άφησε ελεύθερο να διαλέξω το τι θα κάνω με τη ζωή μου και όχι μόνο στήριξε τα όνειρά μου, αλλά συμμετείχε ενεργά σε αυτά».
«Ο Μπαμπάς μου ήταν πετυχημένος, όχι εγώ»
Ενδεχομένως τα πιο συναισθηματικά, τα περισσότερο φορτισμένα κομμάτια από το κείμενο του Κανάκη να είναι εκείνα που δεν μιλούν για την ασθένεια και τον θάνατο, αλλά για το πώς ο ίδιος αντιμετωπίζει τη σύγκριση με εκείνον που στο εξής θα απουσιάζει από τη ζωή του. «Ο κόσμος μάλλον πιστεύει, και μου λένε, ότι είμαι πετυχημένος. Ο Μπαμπάς μου ήταν πετυχημένος, όχι εγώ» γράφει ο Αντώνης Κανάκης, τονίζοντας ότι «το ένα δέκατο του ανθρώπου, του Πατέρα που ήταν, να καταφέρω να γίνω στη ζωή μου, τότε ίσως πω κι εγώ πως πέτυχα κάτι». Αυτό που πέτυχε ο Κανάκης, πάντως, ήταν να γράψει ένα βιβλίο τόσο δυνατό όσο οι στιγμές που το γέννησαν και περιγράφονται στις σελίδες του. Και θα ήταν αξιοπερίεργο εάν ως συγγραφέας δεν αποφάσιζε να διαθέσει τα έσοδα από τις πωλήσεις του έργου του για την ενίσχυση του Δημοτικού Βρεφοκομείου «Αγιος Στυλιανός» στη Θεσσαλονίκη. Εξάλλου, είναι κι αυτό μία αναφορά διαρκείας στον πατέρα του – όχι μόνο στη μνήμη, αλλά και στον βίο του.