Κυριακή της Απόκριας και για δεύτερη μέρα, μένω ασάλευτος, κρυμμένος κάτω από τα σκεπάσματά μου.
Χθες Σάββατο και με την προοπτική του τριημέρου ξύπνησα με θετική διάθεση. Πίνοντας τον καφέ μου, άνοιξα το «κουτί» και τότε όλα μαύρισαν. Οι εισβολείς, «απελευθερωτές», από τη μια, που μου υπόσχονται περισσότερους σκοτωμούς, τρόμο, ανασφάλεια, πανικό.
Από την άλλη, οι υπερασπιστές του «δικαίου», εισβολείς και οι ίδιοι σε άλλες τηλεοπτικές σειρές, που μου προσφέρουν καινούρια, πανάκριβα όπλα, που σκορπούν ταχύτατα το θάνατο και φυσικά δε διαφέρουν σε τίποτα από τους προηγούμενους. Φοβήθηκα τόσο, που γρήγορα έπαψα τη φωνή του «κακού».
Για να αλλάξω διάθεση, αποφάσισα να πάω μέχρι το super market, για να αγοράσω κάποια πράγματα, τα απαραίτητα βέβαια. Στο δρόμο σκέφτηκα να πάρω και ένα μπουκάλι κρασί, για ένα διαφορετικό βράδυ. Με το που άρχισα να κινούμαι στους διαδρόμους του, τρόμος και πάλι. Αυτή τη φορά από τις τιμές. Προφανώς και απευθύνονταν μόνον σε ανθρώπους υψηλοτάτων εισοδημάτων και εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς. Δύο πακέτα ζυμαρικών στα χέρια (ούτε λόγος για κρασί) και θα επιστρέψω.
Η καρδιά μου όμως πεθύμησε μιαν ώρα χαλάρωσης. Έτσι έφτασα μέχρι την πόρτα του ομολογουμένως ωραίου χώρου, μα πριν αγγίξω το χερούλι της εισόδου, ήρθαν και πάλι στο νου μου οι τιμές, που με κυνηγούν πλέον ως Ερινύες και το έβαλα στα πόδια.
Επιτέλους επέστρεψα στο σπίτι και στην ασφάλεια του. Για κακή μου τύχη όμως, είναι ακόμα χειμώνας. Κινήθηκα προς το διακόπτη της θέρμανσης, μα μια αόρατη δύναμη με έσπρωχνε πίσω. Έως και δέκα φορές είπαν θα ανέβει η τιμή στην ενέργεια, άρα φρένο και σε αυτήν την πολυτέλεια.
Παρ’ όλα αυτά, εγώ ήμουν αποφασισμένος να κάνω την επανάστασή μου. Πήρα τις τρεις κουβέρτες μου, τυλίχτηκα καλά, ξάπλωσα στο κρεβάτι και θα ονειρευόμουν. Μάταιη προσπάθεια. Το μόνο που έρχονταν στη στείρα μου φαντασία, ήταν το απόλυτο μαύρο. Παρακαλούσα για ένα χρώμα, ακόμα και από αυτά που δε μου αρέσουν, αλλά τίποτα δεν φαίνονταν στον ορίζοντα.
Τώρα είμαι σίγουρος, πως σε αυτή τη θέση, στην ίδια κατάσταση, θα είμαι και αύριο Καθαρά Δευτέρα.
Α. Δ. ΓΑΚΗΣ
Λογοτέχνης