Είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν – με τρόπο δόλιο να μ’ εξουθενώσουν. Ελύτης
Του Πασχάλη Τσολάκη
Ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος, που ότι του λέει ο νους του κάνει. Έγινε τώρα μηχανή, που από μακριά κουρδίζουν.
Τα στόματα πια δεν πρέπει να τραγουδούν, ούτε και να φιλιούνται. Είναι να βρίζουν αυτόν που τραγουδά και όποιον υμνεί τα άστρα.
Τα δάκτυλα δεν είναι πια να χαιρετούν, ούτε παρηγοριά να δίνουν. Γροθιά τα κάναν να χτυπούν, τον δίπλα που χορεύει.
Κι η προσευχή και το κερί προς το νεκρό αδερφό δεν πρέπει. Θα μολυνθεί η προσευχή και το κερί θα ανάψει πυρκαγιά στο κοιμητήρι.
Δεν πρέπει πια ανήμπορο να βοηθάς κι ένα παιδί που κλαίει. Θα σου ζητήσουν μερτικό, θα σε ρωτήσουν, που τα βρήκες!
Τώρα η νηστεία δεν είναι πια της εποχής. Τώρα ίσως περιττεύει.
Τώρα η απόσταση τα σώματα νηστεύει.
Σου λένε σκέψου, διάλεξε, αποφάσισε – για το προαποφασισμένο.
Περίσσεψαν οι θεοί στη γη. Βάζουν στον παράδεισο, ανθρώπους με βαριά βιογραφικά και συστατικές επιστολές, με υπογραφές αγίων της αγοράς και της πολιτικής. Οι υπόλοιποι στην κόλαση των άνευ ειδικών προσόντων. Και στο έλεγα κράζει ο άγγελος της υποταγής. Που πας χωρίς υπογραφή αγίου!
Έλα να καταχτούμε από μακριά. Θα στείλουμε φιλί πεταχτό με την παλάμη.
Είμαστε στον αιώνα της σκληρής καραντίνας και των μεταλλάξεων.
Αν φιλήσεις τον έρωτα, ερωτεύεσαι την κατάθλιψη.
Δύσκολοι, ζόρικοι καιροί και η κοινωνία, ακροβάτης
σε φθαρμένο σχοινί, σε μεγάλος ύψος, χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Κι οι άνθρωποι
Φωνάζουν, ουρλιάζουν, κραυγάζουν, διαμαρτύρονται.
Λακίζουν, σκύβουν, σαλιαρίζουν, προσκυνάνε.
Φοράνε φίμωτρο, αλυσίδες, κωδικούς.
Άλλοι πορφύρες, κασμίρια και άλλοι δήθεν, τάχα και άμα.
Κι εκείνος βουβός σαρώνει τον άγριο άνεμο με τη σιωπή.
Τουλάχιστον να αγαπηθεί από την ψυχή του!
και τα όνειρά του να μην είναι πια – Λυμένοι σπασμοί