Η Δόμνα Σαμίου από τα παιδικά της χρόνια στην Καισαριανή θυμάται τη μητέρα της να ζυμώνει φοινίκια με σταχτόνερο, να πατάει στη βασιλόπιτα την ξύλινη σφραγίδα με το δικέφαλο, στη συνέχεια να σαπουνίζει μια δραχμή που την έχωνε μέσα στην πίτα κι ύστερα να την αλείφει με αυγό.
Η μητέρα της ζούσε σε ένα χωριό έξω από τη Σμύρνη, το Μπαϊντίρι.
Η μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ ο πατέρας της το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Φτωχοί και πλούσιοι στη Μικρά Ασία έτρωγαν πλουσιοπάροχα στις ημέρες των εορτών του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων. Τα τραπέζια είχαν πάνω ό,τι βάλει ο νους σου.
Στην Καππαδοκία πριν από τα Χριστούγεννα ξεκινούσαν τα γουρουνοσφαξίσματα.
Οι Μικρασιάτισσες πηγαινοέρχονταν στους μαχαλάδες μεταφέροντας στους φούρνους τις λαμαρίνες με τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα. Φαγιάντσες, μπακίρια, ταβάδες με σαραγλί, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, φοινίκια, σεκέρ λουκούμια, κανταΐφια, ζάχαρη, πετιμέζι, χουρμαδες, μέλι, καρύδια, κάστανα, αμύγδαλα και φρούτα.
Φοινίκι στη Μικρασιατική διάλεκτο είναι το μελομακάρονο ή μελομακάρουνο. Τα φοινίκια τα γεμίζουμε και με καρύδια. Το κλασσικό σμυρνέϊκο μελομακάρονο έχει από κάτω μια γούβα και την επάνω επιφάνεια ανώμαλη για να κρατάει το σιρόπι και το καρύδι.
“Δουλεύομεν το λάδι να ασπρίση, βάζουμε την αφουσιά (αλισίβα) και εξακολουθούμε να δουλεύομε. Μετά βάζομε το κονιάκ, τα 100 δράμια από το μέλι, τα μυρωδικά ψιλοκοπανισμένα και το φλοιόν του πορτοκαλιού, και ολίγον – ολίγον το αλεύρι, και τα δουλεύομεν να γίνουν μια μάζα.
Τα φουρνίζομε και όταν κρυώσουν τα βουτούμε εις τα 300 δράμια μέλι βρασμένον, το οποίον διαλύομε με ολίγον νερόν”.
Στη Σμύρνη πολλοί άνδρες πριν από το πρώτο τσιγάρο της ημέρας έπιναν ένα ποτηράκι μαστίχα μ’ ένα φοινίκι για συμπλήρωμα.
Ανήμερα των Χριστουγέννων μαγείρευαν το γουρουνόπουλο περιχυμένο με χυμό από νεράντζι.
Το γεύμα ξεκινούσε με σούπα από βραστό.
Σέλινο με κρέας, τουρσιά και σαρμάδες ήταν μερικά από τα φαγητά που προτιμούνταν ανήμερα των Χριστουγέννων.
Το σέλινο συμβολίζει τη νίκη της φύσης απέναντι στο βαρύ χειμώνα.
Στη Σμύρνη παραμονή Πρωτοχρονιάς συνήθιζαν να στολίζουν ένα τραπέζι με ξηρούς καρπούς και γλυκίσματα για να κεράσουν τον Άγιο Βασίλη όταν θα επισκεπτόταν το σπίτι.
Η συνήθεια αυτή συνδεόταν με τα μειλίγματα, τις ιλαστήριες θυσίες των Αρχαίων Ελλήνων.
Για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι οι νοικοκυρές ετοίμαζαν συνήθως κόκορα κοκκινιστό στην κατσαρόλα, κεμπάπ με ρύζι και γενικά φαγητά με ρύζι για να είναι γεμάτος ευτυχία ο νέος χρόνος.
Υπήρχε η αντίληψη πως τα γεμιστά φαγητά όπως οι σαρμάδες θα εξασφάλιζαν ένα χρόνο γεμάτο καλά.
Η βασιλόπιτα δέσποζε στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, ήταν ιδιαίτερα προσεγμένη και φαινόταν σαν κεντημένη. Σε άλλες περιπτώσεις εκτός από το δικέφαλο αετό έφτιαχναν πάνω στη βασιλόπιτα ανάγλυφο σταυρό με τον Εσταυρωμένο ή και σταυρό με περιστέρι που συμβόλιζε το Άγιο Πνεύμα.
Το έθιμο της βασιλόπιτας είναι πολύ παλιό, προέρχεται από εκείνο το τελούμενο στην αρχαία ελληνική εορτή των “Κρονίων” και αργότερα των “Σατουρναλίων”. Εκτός από την Αθήνα, ο Κρόνος λατρευόταν στη Χαιρώνεια, στο Πήλιο, στη Θήβα, στην Αρκαδία και στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Ανήμερα της γιορτής οι δούλοι είχαν αργία, μπορούσαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τους αφέντες τους και γίνονταν προσφορές δημητριακών, άρτου και καρπών δέντρων.
Από τον Μέγα Βασίλειο προήλθε η συνήθεια της τοποθέτησης νομίσματος μέσα στη πίτα.
Το συνηθισμένο φλουρί της σμυρνέϊκης βασιλόπιτας ήταν το ασημένιο οχταράκι. Τα οχταράκια ήταν τούρκικα νομίσματα ευρείας χρήσης με τα οποία πληρωνόταν συχνά το βδομιαδιάτικο των εργατών.
“Καίεις το βούτυρο με το σησαμέλαιο αφ’ εσπέρας και την επόμενη το γυρίζεις με με την αφουσιάν (αλισίβα) έως ότου ασπρίσει καλά. Κατόπιν βάζεις το κονιάκ, την ζάχαριν, τη σκόνιν αναλυμένη με λίγο ζεστό νερό και ολίγον – ολίγον το αλεύρι.
Τας πλάθεις βρέχουσα το χέρι σου με ζεστήν αφουσιάν και αμέσως εις τον φούρνον”.
Η Πολίτικη βασιλόπιτα είναι τσουρέκι που μοσχοβολάει μαστίχα, καρδάμωμο και μαχλέπι. Επάνω επικαλύπτεται με σουσάμι και μαυροκούκι.
Κομμάτια βασιλόπιτας μαζί με ξηρούς καρπούς και γλυκά άφηναν οι νοικοκυρές στις δημόσιες βρύσες της πόλης για τους περαστικούς και τους φτωχούς. Μετά επέστρεφαν στο σπίτι αμίλητες με νερό από τη βρύση ώστε να τρέχουν τα αγαθά με αφθονία στα σπίτια τους όπως το νερό.
Στην Καππαδοκία η παραμονή των Θεοφανίων ήταν ημέρα νηστείας. Τα συνηθισμένα νηστίσιμα φαγητά τους ήταν φακές, φασόλια τουρσί, κομπόστες από σταφίδες, δαμάσκηνα ή βερίκκοκα.
Την ίδια μέρα ζύμωναν στα σπίτια τις πίτες των Θεοφανείων.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα των Ποντιακών Φώτων ήταν το μνημόσυνο των νεκρών που γινόταν την παραμονή της γιορτής των Θεοφανείων.
“Τα Φώτα θέλω το κερί μ’
και Των Ψυχών κοκκία (κόλυβα)…
και την Μεγάλ’ Παρασκευήν
έναν μαντήλιν δάκραι”
Την ημέρα των Φώτων στον Πόντο έτρωγαν το κεσκέκ πού μαγειρευότανε από κεντουμέ (κοπανισμένο σιτάρι) με μιά κόττα χωριάτικη.
Στα Θεοφάνεια, η πρωτότοκος κόρη ζύμωνε την «Αλυκόν πίταν» από καλαμποκίσιο αλεύρι. Το βράδυ πριν κοιμηθούν έτρωγαν από την αλμυρή πίτα και έπεφταν για ύπνο. Κομμάτια της οποίας οι ανύπαντρες έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους, για να δουν ποιον θα παντρευτούν.
Όλα τα εδέσματα, γλυκά και αλμυρά, που παρασκευάζονταν τις ημέρες των εορτών είχαν τους δικούς τους συμβολισμούς για καλοτυχία, αφθονία και ευδαιμονία.
https://twitter.com/sophiavssophia/status/1476294169702240257?s=21
Πηγη: twitter