Καθώς συνεχίζεται η ξέφρενη κούρσα ανόδου των τιμών ενέργειας στα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ενέργειας αλλά και στο Ελληνικό (ΕΧΕ) οι ανατιμήσεις έχουν αρχίσει και περνούν για τα καλά στους λογαριασμούς ηλεκτρικού και φυσικού αερίου των καταναλωτών.
Του Κ.Ν.Σταμπολή*
Με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, αφού συμβάλλουν άμεσα στην άνοδο του τιμαρίθμου και στην δημιουργία πληθωριστικών πιέσεων όσο και στην αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Υπολογίζεται ότι μόνο για καθαρές εισαγωγές πετρελαίου (που και αυτό έχει ανατιμηθεί κατά 50% από τις αρχές του έτους) και φυσικού αερίου η Ελλάδα θα πληρώσει το 2021 σχεδόν € 8,5 δισεκ., δηλ. 40% επιπλέον του περυσινού λογαριασμού. Ενώ το κονδύλι αυτό ενδέχεται να φθάσει τα € 10,0 δισεκ. το 2022 αφού δεν προβλέπεται άμεσα μείωση των ενεργειακών τιμών.
Η κυβέρνηση δείχνει να τα έχει χαμένα και τρέχει κυριολεκτικά πίσω από τις εξελίξεις προσπαθώντας να διοχετεύσει χρήμα στην αγορά για την στήριξη κυρίως των ευάλωτων καταναλωτών ( και όχι μόνο) σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αναχαιτίσει το τσουνάμι ενεργειακής φτώχειας που σύντομα θα πλήξει την χώρα. Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση έχει διαθέσει € 1,35 δισεκ. για ενεργειακές επιδοτήσεις ενώ μέχρι τον ερχόμενο Απρίλιο το ποσό αυτό εκτιμάται ότι θα έχει ξεπεράσει τα € 3,0 δισεκ. επιβεβαιώνοντας πλήρως τις προβλέψεις μας (βλέπε άρθρο μας στην Εστία τις 9/10/2021).
Τόσο η διαχείριση του θέματος της ακριβής ενέργειας μέσω επιδοτήσεων όσο και οι θέσεις που ανέπτυξε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κώστας Σκρέκας σε ευρωπαϊκό επίπεδο (βλέπε συνάντηση ευρωπαίων ΥΠΕΝ στις 20/12) όπου υποστήριξε πρωτίστως την δημιουργία ενός μόνιμου ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης των ευάλωτων νοικοκυριών, δείχνουν αδυναμία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και έλλειμμα σε στρατηγικό επίπεδο. Γιατί το θέμα δεν είναι η εξασφάλιση επιδοτήσεων προς τους καταναλωτές σε μόνιμη βάση, όπως εισηγούνται στην ΕΕ, (και σαφώς αντιτίθεται στην λειτουργία της εσωτερικής αγοράς) αλλά η αντιμετώπιση του προβλήματος εν τη γεννήσει του μέσω ανασχεδίασης της προβληματικής ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και την εξασφάλιση φθηνού φυσικού αερίου από εγχώρια κοιτάσματα.
Σε ότι αφορά δε την Ελλάδα η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και συνολικής αντιμετώπισης του ενεργειακού και όχι μόνο η πρόσκαιρη παρέμβαση προκειμένου να αποφευχθεί η περιθωριοποίηση χιλιάδων καταναλωτών, αφήνει την χώρα ενεργειακά ανοχύρωτη και ευάλωτη στις ορέξεις και παιχνίδια τρίτων, τόσο στην Ευρώπη όσο και από Ανατολάς. Στην νέα ενεργειακή εποχή-του άκρατου ανταγωνισμού και γεωπολιτικής αστάθειας- που έρχεται, η αδυναμία μας να παραγάγουμε εγχώρια ή να ελέγξουμε το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που χρειαζόμαστε θα μας στοιχίσει πανάκριβα και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα. Και εξηγούμαστε.
Πρώτον, η κυβέρνηση θα πρέπει να κατανοήσει ότι οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου, και κατ’ επέκταση αυτές του ηλεκτρισμού, δεν είναι πρόσκαιρες και ήλθαν για να μείνουν. Μπορεί βάσει των στοιχείων που σήμερα έχουμε στην διάθεση μας (βλέπε μακροχρόνια συμβόλαια φ. αερίου και ηλεκτρισμού) το καλοκαίρι του 2022 η κατάσταση από πλευράς τιμών να εξομαλυνθεί σε ένα βαθμό, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να δούμε ξανά χαμηλές τιμές της τάξης των € 40-€50 / MWh στον ηλεκτρισμό και € 15-€20 / MWh στο φ. αέριο που ίσχυαν το καλοκαίρι του 2020. Η εποχή της ενεργειακής αθωότητας τελείωσε ανεπιστρεπτί και τώρα έχουμε εισέλθει για καλά σε περίοδο άγριου ανταγωνισμού και επιβίωσης των ισχυρότερων παικτών. Ήδη αρκετές εταιρείες ηλεκτρισμού στην ΝΑ Ευρώπη έχουν κατεβάσει ρολά.
Δεύτερον, θα πρέπει να αξιολογηθεί αρνητικά η (σιωπηλή) απόφαση του κονκλαβίου των Βρυξελλών, (που ουσιαστικά διοικεί την ΕΕ) ότι η επιχειρούμενη σήμερα ενεργειακή μετάβαση – που τόσο αφελώς έχουν πιστέψει πολιτικοί και τεχνοκράτες όλων των αποχρώσεων- προϋποθέτει υψηλές τιμές ενέργειας που είναι απαραίτητες για να στηρίξουν την λειτουργία των επιδοτούμενων ΑΠΕ καθώς και την ανάπτυξη και υιοθέτηση νέων τεχνολογιών που με μεγάλη σαφήνεια περιγράφονται στο περίφημο Green Deal (λ.χ. αποθήκευση ενέργειας, υδρογόνο, ηλεκτροκίνηση). Βασική δε αιτία για τις υψηλές τιμές αποτελεί το κόστος εκπομπών CO2 μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος διαπραγμάτευσης (το γνωστό ETS), που ελέγχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το κονκλάβιο. Ως γνωστό η τιμή των ρύπων από τα €15-€ 20 τον τόνο που ήταν πριν 18 μήνες, σήμερα έχει φθάσει τα + € 90 / τόνο, ενώ αναμένεται περαιτέρω αύξηση. Το κονκλάβιο θεωρεί την τιμή αυτή πολύ ικανοποιητική, προκειμένου να καταστεί τελείως ασύμφορη η λειτουργία των ανθρακικών μονάδων, ενώ αργότερα θα ακολουθήσουν και οι μονάδες φ. αερίου ώστε να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την παντοκρατορία των ΑΠΕ και της ηλεκτροκίνησης. Όμως, η περαιτέρω διείσδυση τους στο ενεργειακό ισοζύγιο δεν θα είναι τόσο εύκολη, όσο στην αρχική φάση, λόγω περιορισμού των απαραίτητων πρώτων υλών που ελέγχονται από χώρες εκτός Ευρώπης και ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει χωρίς την συνδρομή του φ. αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Τρίτον, η τυφλή αποδοχή και εφαρμογή του Green Deal από την Ελλάδα, και μάλιστα καθ’ υπερβολήν σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, οδηγεί σε ενεργειακό αδιέξοδο αφού εμποδίζει την χώρα από την αξιοποίηση των εγχώριων αποθεμάτων λιγνίτη, πετρελαίου και φυσικού αερίου, καύσιμα που όμως θα είναι απαραίτητα για αρκετά χρόνια ακόμα όσο θα διαρκεί ο επιχειρούμενος σήμερα μετασχηματισμός του ισχύοντος ενεργειακού μοντέλου. Εκτιμήσεις των πλέον έγκυρων διεθνών οργανισμών συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι μέχρι το 2050 περισσότερο από 60% της ενεργειακής ζήτησης θα εξακολουθεί να καλύπτεται από ένα συνδυασμό ορυκτών καυσίμων.
Τέταρτον, δεν μπορεί η μικρή και οικονομικά κατεστραμμένη, λόγω μνημονίων, Ελλάδα να μπει στην πρωτοπορία της ενεργειακής μετάβασης χωρίς να έχει εξασφαλίσει προηγουμένως ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας. Άραγε θα μας τις εξασφαλίσουν οι «αλληλέγγυες» χώρες του ευρωπαϊκού βορά; Αυτές μπορούν να προκύψουν μόνο με μια εκλογικευμένη αξιοποίηση του λιγνίτη (με μονάδες υψηλής απόδοσης όπως η υπό κατασκευή Πτολεμαΐδα 5, χρήση συστημάτων CCUS κλπ) και επιμήκυνση του χρονοδιαγράμματος απόσυρσης του από το Ελληνικό ενεργειακό σύστημα καθώς και από την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα επιβεβαιωμένα ή εντοπισθέντα κοιτάσματα που διαθέτει η χώρα (Μπάμπουρας, Κατάκολο, Πατραϊκός, νότια και δυτικά της Κρήτης κλπ).
Και όμως, αν η Ελλάδα παρήγαγε φ. αέριο από εγχώρια κοιτάσματα σήμερα θα απολάμβανε ανταγωνιστικές τιμές. Στην Αίγυπτο και στο Ισραήλ που παράγουν το δικό τους φ. αέριο, αυτό πωλείται στους βιομηχανικούς καταναλωτές στο επίπεδο των $ 4-6 /MM btu ενώ στο Άμστερνταμ (και κατ’ επέκταση στην Ρεβυθούσα) αντίστοιχες τιμές για συμβόλαια παράδοσης τον Ιανουάριο 2022 διαπραγματεύονται στα $ 47/ΜΜ btu. Η διαφορά είναι τεράστια και δείχνει τον δρόμο που οφείλει να ακολουθήσει η χώρα μας αν θέλει να αποφύγει ακόμα μια οικονομική κατάρρευση. Δηλαδή η κυβέρνηση θα πρέπει να ταχθεί αναφανδόν υπέρ της αξιοποίησης των εγχώριων κοιτασμάτων φ. αερίου και να άρει τα όποια αντικίνητρα υπάρχουν και έχουν οδηγήσει τις εταιρείες σε έξοδο (λχ. δύο χρόνια αναμένει υπογραφή από το ΥΠΕΝ η άδεια περιβαλλοντικών επιπτώσεων που θα επιτρέψει την παραγωγική γεώτρηση στο κοίτασμα του Κατάκολου).
Άρα η μόνη λύση για το ενεργειακό μας ζήτημα είναι η εγχώρια παραγωγή από κοιτάσματα που ναι μεν έχουν εντοπισθεί αλλά θα έπρεπε να επιβεβαιωθούν μέσω ερευνητικών γεωτρήσεων. Ας σημειωθεί δε, ότι το φυσικό αέριο είναι απόλυτα απαραίτητο για την λειτουργία του ηλεκτρικού μας συστήματος (μαζί με τα φορτία βάσης που καλύπτει ο λιγνίτης), αφού σήμερα ευθύνεται για το 50% της ηλεκτρικής παραγωγής και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ στο δίκτυο.
Η σημερινή τακτική της κυβέρνησης που αρνείται να δει την μεγαλύτερη εικόνα, σπεύδει να καλύψει τρέχουσες ανάγκες και δεν την απασχολεί το αύριο φανερώνει ένα τραγικό έλλειμμα στρατηγικής που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε μια νέα πτώχευση. Ενώ η αδυναμία στρατηγικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη εναλλακτικών διαδρομών ενεργειακής τροφοδοσίας (που να μην διέρχονται μέσω Τουρκίας όπως ισχύει σήμερα) οδηγεί σε γεωπολιτική υποβάθμιση της χώρας και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ενεργειακή της ασφάλεια. Υπό αυτή την έννοια η κυβέρνηση οφείλει να στηρίξει με κάθε τρόπο την υλοποίηση του αγωγού EastMed– που θα μεταφέρει φ. αέριο από τα κοιτάσματα Ισραήλ – Κύπρου και ενδεχομένως από αυτά της Κρήτης – που είναι ένα ώριμο έργο και υποστηρίζεται οικονομικά από την Ε.Ε. Η εμφανής προσπάθεια παραγκωνισμού και υποβάθμισης του EastMed από ορισμένα κέντρα εξουσίας, προς όφελος ενός υποτιθέμενου νέου αγωγού που θα ενώνει την Αίγυπτο με την Ελλάδα θα πρέπει να τερματιστεί ως τεχνικά, οικονομικά και γεωπολιτικά ασύμφορη λύση.
* Σύμβουλος Στρατηγικής στην Ενέργεια και Προέδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)