Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Αν πηδήξεις σ’ ένα βαθύ πηγάδι, η μοίρα δεν είναι υποχρεωμένη να σε βγάλει από κει.
Dr. Thomas Fuller, 1654-1734
(https://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=0055)
Ι
Η κάθε χώρα, ο κάθε λαός, όπως κάθε άνθρωπος, σηκώνει τον δικό του Σταυρό σε τούτο τον κόσμο, όπως και απολαμβάνει τους καρπούς των δικών του κόπων.
Βέβαια, αυτό το τελευταίο, «των δικών του κόπων», είναι αλήθεια, πως στη μακραίωνη ιστορία, οι λαοί, δεν απολαμβάνουν πάντα τον δικό τους κόπο, είτε επειδή τους τον αφαιρούν με κάποιο τρόπο, είτε διότι ανήκουν σ΄ εκείνους στους οποίους καταλήγει, επίσης με κάποιο τρόπο, ο κόπος άλλων λαών, αν και ακριβολογώντας, θα έπρεπε να πούμε πως καταλήγει σε μια μειοψηφία συμφερόντων και όχι στο λαό στο σύνολό του.
Είναι μια δυσάρεστη πραγματικότητα, όμως, δυστυχώς, η πλειοψηφία της Ανθρωπότητας, μέσα από τέτοιες δυσάρεστες πραγματικότητες πορεύεται, κι αυτές αγωνίζεται ν΄ αλλάξει.
Γενικώς, τόσο διεθνώς όσο και σε εθνικό επίπεδο, υπάρχει πάντα ένα «συνολικό προϊόν», ή, αν θέλετε «συνολικό αποτέλεσμα», και το ζήτημα της «δίκαιης» διανομής του, αποτελεί πάντα το μεγάλο ζητούμενο, που δεν εξαρτάται μονάχα από «αντικειμενικά» μετρήσιμα δεδομένα, δηλαδή, πόσο είναι αυτό το «προϊόν» (συνήθως η αναφορά μας σ’ αυτό γίνεται μέσω της έννοιας του ΑΕΠ), αλλά και από ιδεολογικά ζητήματα, που έχουν να κάνουν, ενδεικτικά, με τούτη την ίδια την ιδέα περί «δικαίου», με το πώς «θα έπρεπε» να διανέμεται αυτό το «προϊόν», με ποια κριτήρια, με ποιον τρόπο, και εν τέλει στα πλαίσια ποιας έννοιας περί «αναπτύξεως» (πρωτίστως οικονομικής, κοινωνικής, ενός συνδυασμού τους, κ.λπ.). Βεβαίως αυτοί οι προβληματισμοί αποκτούν ένα τελείως διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο, στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες μια Χώρα βρίσκεται υπό καθεστώς Ξένης Διοίκησης, οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει αυτή.
Μέχρι όμως να συμβεί η -κατά περίπτωση, δηλαδή κατά λαό και Χώρα- ευκταία εξέλιξη της «δίκαιης» διανομής (με βάση το κριτήριο της πλειοψηφίας), πολλά πρέπει ακόμα να γίνουν, με ποιο σημαντικό, ο κάθε λαός, να αντιληφθεί πως πρέπει ο ίδιος, ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ «ΧΕΡΙΑ» να αποτινάξει από πάνω του τον Σταυρό του Μαρτυρίου του, γνωρίζοντας, πως στη Πορεία του τούτη προς τον ΔΙΚΟ ΤΟΥ Γολγοθά, σε αντίθεση με την βιβλική Πορεία των Παθών, υπάρχει μια βασική διαφορά : πως στη βιβλική αναφορά, Εκείνος, ουσιαστικά είχε προκαλέσει ο ίδιος τις εξελίξεις ώστε τούτο το Μαρτύριο να συμβεί, διότι αποτελούσε μέρος της αιτίας της παρουσίας Του στη Γη, που έπρεπε να έχει τη συγκεκριμένη εξέλιξη ώστε να φτάσει στο τέλος ενός (θεϊκού) σχεδίου, στην Ανάσταση που υποχρεωτικά προϋπέθετε τον Θάνατο, και μάλιστα τον μαρτυρικό θάνατο, όμως, κανείς λαός, στον δικό του Δρόμο τού Μαρτυρίου, δεν θέτει ως τελικό του στόχο τον θάνατό του ώστε να «δοξασθεί» ακολούθως με την Ανάστασή του.
Εδώ, στην Ανθρώπινη Ιστορία, τέτοια Ανάσταση δεν υπάρχει εφόσον ο λαός, ο οποιοσδήποτε λαός, «βγει» με οποιοδήποτε τρόπο από το «κάδρο» του Γίγνεσθαι της Ιστορίας. Αν τούτο συμβεί, αυτό θα σημάνει πως έφτασε στο οντολογικό του Τέλος, έπαψε να αποτελεί στοιχείο του Γίγνεσθαι της Ιστορίας, και επομένως, απλώς εγκαταλείπεται πίσω προκειμένου ο Κόσμος να συνεχίσει την Πορεία του με όσους ακόμα μετέχουν στο αιώνιο Γίγνεσθαί του. Με άλλα λόγια ένας τέτοιος λαός, περνά στην Ιστορία ως κάτι που υπήρξε και θα μνημονεύεται ως τέτοιος, ιστορώντας το πώς και γιατί η «εξέλιξη» τον «άφησε πίσω», ως ανάμνηση της κάποτε παρουσίας του.
ΙΙ
Ένας λαός, που ΤΕΛΙΚΩΣ «αποσύρεται» από το Γίγνεσθαι της Ιστορίας, «αποσύρεται» δε ακόμα κι όταν εξακολουθεί να υπάρχει κατά τρόπο όμως που δεν μετέχει ενεργά αυτού του Γίγνεσθαι, που παραμένει «άφωνος» και «αμέτοχος», «ωσεί παρών», είναι ένας λαός, ο οποίος, για να συνδέσω τώρα ό,τι διατυπώνουμε εδώ με τον τίτλο του άρθρου, έχει εισέλθει στο βαρυτικό πεδίο μιας «μαύρης τρύπας», εντός του «ορίζοντα των γεγονότων» της όπως αποκαλείται στη Φυσική, ένα σημείο από το οποίο πλέον δεν υπάρχει επιστροφή, χωρίς εν τούτοις αυτό να γίνεται αρχικά αντιληπτό από τον «ταξιδιώτη» που θα εισέλθει σ’ αυτόν. Εκεί «παγώνουν» τα πάντα, ακόμα και ο Χρόνος. Σ’ αυτόν τον «Χρόνο που παύει να «κυλά», ένας λαός, απλά νομίζει ότι «κινείται», ότι οδεύει προς κάποιο «μέλλον», ενώ απλά είναι καθηλωμένος στο Παρόν, που όμως σταδιακά μετατρέπεται σε καθήλωση μέσα στο Παρελθόν. Είναι το Ιστορικό Σημείο, που ένας λαός, αν δεν θέλει να «παγώσει» ο Χρόνος του, πρέπει να διαγνώσει έγκαιρα τον υπαρξιακό του κίνδυνο, ώστε να μεταβάλλει την (Ιστορική του) Πορεία, αν δεν θέλει να αντικρύσει το Τέλος της Ιστορικής του Παρουσίας, αν θέλει να αποφύγει να έχει την πραγματική τύχη του «Τιτανικού». Όχι απλά δεν πρέπει να προσεγγίσει τον άνω «ορίζοντα των γεγονότων», αλλά, πρέπει έγκαιρα να έχει χαράξει νέα πορεία απομάκρυνσης απ’ αυτόν.
Παραδείγματα λαών που κάποτε υπήρξαν αλλά που πλέον δεν υπάρχουν, παραδείγματα λαών που κάποτε υπήρχαν ως ενεργοί διαμορφωτές του δικού τους αρχικά και του διεθνούς και παγκόσμιου σε δεύτερο βήμα Γίγνεσθαι, αλλά που σήμερα βρίσκονται στο περιθώριο της Εξέλιξης του Κόσμου, επίσης υπάρχουν.
Είναι λοιπόν χρέος, όσοι λαοί εξακολουθούν να μετέχουν ως ενεργοί διαμορφωτές τουλάχιστον του δικού τους Γίγνεσθαι-Μέσα-Στον-Κόσμο, να κάνουν ό,τι χρειάζεται όσο ακόμα είναι σε θέση να το πράξουν, ώστε να παραμείνουν «μέσα» σ’ αυτό το Γίγνεσθαι και να μην μετατραπούν σε μια ανάμνηση ως κάτι που είχε υπάρξει.
ΙΙΙ
Πολλά είναι τα διακυβεύματα που προκύπτουν από εξελίξεις τόσο εσωτερικές, όσο και διεθνείς, όχι μονάχα αρνητικές που δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά μα και θετικές που αφήνονται ανεκμετάλλευτες, τρεχόντως δε οι συνέπειες αυτές εστιάζονται με την κυριαρχία της Νεοφιλελεύθερης Τάξης Πραγμάτων, οι οποίες διαλύουν εν ονόματι των Αγορών και της Οικονομίας, δημοκρατίες, εθνικές οικονομίες, κοινωνίες και εθνικές κυριαρχίες, ασφαλώς με ένταση και μέγεθος που ποικίλει ανάλογα και με τις αντιστάσεις που συναντά κατά περίπτωση. Και τούτο διότι όλες οι πολιτικές ηγεσίες σε όλα τα Κράτη, δεν είναι ίδιες, ούτε έχουν μεταβληθεί όλες σε «ιερείς» του Νεοφιλελεύθερου Δόγματος, είτε αναφερόμαστε στο καθαρώς «αγοραίο» και «οικονομικό» του σκέλος, την Παγκοσμιοποίηση, είτε στο «πολιτισμικό» του σκέλος (στο οποίο εμφιλοχωρεί και η πολιτική ιδεολογία του)), στον Πολυπολιτισμό που ευαγγελίζεται.
Ό,τι όμως ισχύει για τις πολιτικές ηγεσίες, ισχύει και για τους λαούς.
Δεν αρκεί να υπάρχει μια «κατάλληλη» για τη περίσταση πολιτική ηγεσία, πρέπει να υπάρχει και ένας λαός που θα την στηρίξει, ακριβώς όπως και μπορεί να την κατακρημνίσει αν διαπιστώσει πως στερείται ικανοτήτων, πόσο μάλλον αν δεν λειτουργεί υπέρ αυτού, όπως, όμως, υπάρχουν και λαοί, που δείχνουν μια αξιοσημείωτη απάθεια απέναντι σε εξελίξεις, ακόμα και όταν οι ίδιοι θεωρούν πως αποτελούν «κίνδυνο» για την Δημοκρατία, την Κοινωνία και την εθνική τους κυριαρχία.
Έτσι, όταν παραπάνω σημειώναμε πως ένας λαός «δεν πρέπει να προσεγγίσει τον «ορίζοντα των γεγονότων», αλλά, πρέπει έγκαιρα να έχει χαράξει νέα πορεία απομάκρυνσης απ’ αυτόν», το μεγάλο ερώτημα είναι ποιες πολιτικές ηγεσίες θέλουν και μπορούν να ανταπεξέλθουν σε μια τόσο μεγάλη πρόκληση, να ηγηθούν μιας τέτοιας προσπάθειας;
Όχι πάντως εκείνες που έχοντας αποτύχει σε ήρεμες θάλασσες να κουμαντάρουν το «καράβι» και το γκρεμοτσάκισαν στα βράχια με ούριο καιρό,, να αναμένουμε να πετύχουν σε καιρούς απαιτητικούς, σε άγριες θάλασσες.
Σε ό,τι μας αφορά, εδώ στην Ελλάδα, το 2010, ο Παλαιοκομματισμός, η μόνη «διαθέσιμη» δεξαμενή άντλησης των όποιων πολιτικών μας «ηγεσιών», όπως ήδη έχουμε σημειώσει και σε παλαιότερα άρθρα μας, μετά από μια εξαετία κρίσιμων πολιτικών εξελίξεων, απόρροια της εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος, που λίγο έλειψε να τον στείλει στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας», όπως κάποτε ο Ανδρέας Παπανδρέου διακήρυσσε ότι θα έκανε με τη Δεξιά, απλώς για να συμβεί ακριβώς το αντίστροφο τριάντα περίπου χρόνια αργότερα, τελικώς, χάρη στο «φιλί της ζωής» από έναν αναπάντεχο ιδεολογικό του «εχθρό», την «Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο ανένηψε, αλλά, και επανήλθε πιο ενισχυμένος και πιο δριμύς ακριβώς διότι απέκτησε έναν νέο σύμμαχο, αυτή ακριβώς την πτέρυγα της πάλαι ποτέ «ανανεωτικής» ή «ευρωκομμουνιστικής» Αριστεράς, όπως αποκαλούνταν την εποχή του ΚΚΕεσ.
Ενώ τα Μνημόνια εμφανίστηκαν αρχικά ως η «μαύρη τρύπα» που θα «εξαφάνιζε» τον Παλαιοκομματισμό, όχι διότι το Βερολίνο (που ηγείτο της «σταυροφορίας» για τη «σωτηρία» της Ελλάδας -και όλως παρεμπιπτόντως του ευρώ) και οι δορυφόροι του, δηλαδή σύμπασα η Ευρωζώνη, επιθυμούσαν την εξαφάνισή του, μα αποτελούσε το αναπόδραστο πολιτικό κόστος της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων που θα το επωμίζονταν οι μόνες διαθέσιμες πολιτικές δυνάμεις για το έργο αυτό, που ήταν οι δυνάμεις του Παλαιοκομματισμού, φαίνονταν ότι είχε εισέλθει, αυτός ο Παλαιοκομματισμός, στον χωρίς γυρισμό «ορίζοντα των γεγονότων» της άνω Μνημονιακής «μαύρης τρύπας», συνέβη κάτι το φαινομενικά, αλλά μονάχα φαινομενικά, πολιτικά αδιανόητο, δηλαδή, με την ψήφο του λαού, είναι αλήθεια, κι αυτό μετρά και έχει ιδιαίτερη σημασία, ο Παλαιοκομματισμός, στο «παρά πέντε» του πολιτικού του θανάτου, κι ενώ ήδη του έπαιρναν τα «μέτρα» για την σχετική τελετή της πολιτικής του ταφής, αντί να καταβροχθιστεί από την «μαύρη τρύπα» των Μνημονίων, πολύ απλά, μεταβλήθηκε και ο ίδιος σε «μαύρη τρύπα», έχοντας ενωθεί με εκείνη των Μνημονίων.
Όποιοι και αν ήταν οι σχεδιαστές των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη, και ασφαλώς δεν ήταν ο ελληνικός Παλαιοκομματισμός, σχεδίασαν και κυρίως εφάρμοσαν αριστοτεχνικά την στρατηγική τους, μεταβάλλοντας ένα Πολιτικό Σύστημα που βρίσκονταν σε κατάσταση ταχείας αποσύνθεσης, σε ένα Πολιτικό Σύστημα πολύ πιο ρωμαλέο από ότι το παρέλαβαν το 2010. Την αξία του αντιπάλου πρέπει να την αναγνωρίζουμε, και κυρίως, να μην περιφρονούμε τα διδάγματα και την εμπειρία που προσφέρει.
Σύνταγμα, λοιπόν, Κοινωνικό Κράτος, Δημοκρατία, Εθνική Κυριαρχία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Κράτος Δικαίου, αίφνης, βρέθηκαν το 2010 και τα κρίσιμα πέντε με έξη χρόνια που ακολούθησαν, εντός του «ορίζοντα των γεγονότων» του ανανεωμένου και άκρως ενισχυμένου Παλαιοκομματισμού, της διευρυμένης κατά τα ανωτέρω «μαύρης τρύπας» του, απειλώντας την ύπαρξη όλων των ανωτέρω.
Το ερώτημα πλέον είναι, αν θα παραμείνουν εκεί, εντός αυτού του ορίζοντα με την προοπτική αργά ή γρήγορα να «χαθούν», ή, αντίθετα με ό,τι ισχύει στη Φυσική, μπορέσουν να «δραπετεύσουν» από την «βαρυτική έλξη» του.
Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό;
Μια είναι η απάντηση. Ή θα ανακτηθεί η ουσία της Συνταγματικής Τάξης της Χώρας και ανατραπούν τα δεδικασμένα (πολιτικά, νομικά, κ.λπ.) που δικαιολογούσαν αυτή την εκτροπή, πάντα εν ονόματι ενός γενικότερου συμφέροντος, ή διαφορετικά απλώς θα «κουβεντιάζουμε».
Πολύ απλά και πολύ πρακτικά, πρέπει ο λαός, με τη ψήφο και τις πολιτικές του επιλογές, όσο ακόμα έχει (πρακτικό) νόημα να το πράξει αυτό, να αποδυναμώσει πολιτικά τις Παλαιοκομματικές πολιτικές δυνάμεις, να τις περιθωριοποιήσει ιδεολογικά και πολιτικά.
Διαφορετικά, το μέλλον μας δεν είναι καθόλου «αόρατο» : είναι απολύτως «ορατό», είναι ό,τι με μεγάλη ακρίβεια προβλέπονται στους πάντα εν ισχύει Μνημονιακούς Νόμους, ό,τι ήδη έχει εγκαθιδρυθεί ως «δεδικασμένο» σε σχέση με την υποχρέωσή μας να τους εφαρμόσουμε και ό,τι ήδη έχει εγκαθιδρυθεί ως πολιτικό προηγούμενο σε ό,τι αφορά την ίδια την λειτουργία της Δημοκρατίας σε περιόδους «κρίσεων», ώστε να είμαστε έτοιμοι η ίδια αυτή Δημοκρατία να λειτουργήσει με τους ίδιους «όρους», όταν τέτοιες (αναπόφευκτες) «κρίσεις» σίγουρα θα συναπαντήσουμε στην πορεία μας, όπως και την δεκαετία του 2010, και πάντα, όπως και τούτο, εν ονόματι του «γενικότερου συμφέροντος».
Και είναι επίσης σημαντικό, να μη ξεχνάμε το ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ θα πρέπει να εκτελείται η όποια εργασία «χάραξης» του «δρόμου του μέλλοντός» μας.
Όντως, το τρέχον πλαίσιο, το Μνημονιακό, δεν έχει μονάχα χαρακτήρα οικονομικό, μα, συνιστά και επέμβαση στο ίδιο το Συνταγματικό περιεχόμενο της Δημοκρατίας μας και των όρων λειτουργίας της.
Ουσιαστικά οι απόψεις του Νεοφιλελευθερισμού περί Δημοκρατίας, Κοινωνικού Κράτους και Κράτους Δικαίου, είναι αυτές οι ίδιες που τα καταλύουν, όπου εφαρμόζεται.
Το Νεοφιλελεύθερο Κράτος, συνιστά εξ ορισμού «Καθεστώς», σύμφωνα με όσους έχουν μια μη Νεοφιλελεύθερη αντίληψη των πραγμάτων και πάντως σύμφωνη με το Δημοκρατικό και Κοινωνικό Κεκτημένο της ηπείρου μας και της Χώρας μας, πριν την επέλαση της Νεοφιλελεύθερης λαίλαπας.
Όχι ότι οι απειλές εναντίον της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και του Κοινωνικού Κράτους, είχαν ποτέ πάψει να υπάρχουν ή ότι πάντα η κύρια απειλή εναντίον τους ήταν ο Νεοφιλελευθερισμός, όμως, εδώ δεν επιχειρούμε μια αναδρομή στο τι συνέβαινε σε κάθε μια στις προηγούμενες «Τάξεις Πραγμάτων», και πόσο εν τέλει δραματικά διαφορετικές ήταν η μια από την άλλη, (για να παραπέμψω έτσι έμμεσα στο βιβλίο του Νόαμ Τσόμσκι «Παλιές και Νέες Τάξεις Πραγμάτων», βλέπε ελληνική έκδοση από Λιβάνης-Νέα Σύνορα), όμως, εν προκειμένω ασχολούμαστε με την τρεχόντως «κρατούσα» Τάξη Πραγμάτων.
IV
«Πρέπει να ανακτήσουμε την Δημοκρατία μας».
«Πρέπει να ανακτήσουμε το Κράτος Δικαίου».
«Πρέπει να ανακτήσουμε το Κοινωνικό Κράτος»
Αυτά και άλλα σαν αυτά τα «πρέπει», επαναλαμβανόμενα στον δημόσιο λόγο ή διαρκώς αναπαραγόμενα σε κείμενα σαν αυτό εδώ, εφόσον απλώς επαναλαμβάνονται ή αναπαράγονται έτσι, για να μας υπενθυμίζουν ένα «δέον», που «τουλάχιστον», αν δεν γίνεται και καμία σοβαρή προσπάθεια για να επιτευχθεί, τουλάχιστον ας λέγεται, ας ακούγεται, είναι μια πολυτέλεια που ίσως και να υπάρχει όταν τα πράγματα πάνε σχεδόν καλά, όχι όπως θα θέλαμε να πάνε, αλλά όχι και καταστροφικά, όμως, οι λέξεις, αποκτούν εντελώς άλλη βαρύτητα και εντελώς άλλο περιεχόμενο, όταν αυτό που δηλώνουν, ολοένα και περισσότερο δηλώνουν έννοιες οι οποίες έχουν μείνει καθηλωμένες πίσω στον Χρόνο του Γίγνεσθαι, μετέχοντας σε ένα Γίγνεσθαι-Προς-Τα-Πίσω, μιας και ο Χρόνος, όταν εισέλθει στον «ορίζοντα των γεγονότων» της μεγαλύτερης απειλής των ίδιων αυτών των εννοιών, εκείνης που αντιστρέφει εντελώς το νόημά τους, τότε, είναι η Στιγμή της Πράξης. Είτε τα νοήματα των λέξεων που θεμελιώνουν την Ερμηνεία της Τάξης Πραγμάτων του Ανθρώπου θα ανακτηθούν εδώ και τώρα, είτε θα αφεθούν στην προδιαγεγραμμένη πορεία τους, εδώ δεν μιλάμε καν για τύχη, την πορεία της Ενσωματώσεώς τους στο Λεξικό του Παλαιοκομματισμού, όπου τα πάντα επανεννοιολογούνται σύμφωνα με τα δικά του πιστεύω, που εδώ είναι αυτά του Νεοφιλελευθερισμού.
Αν προσωπικά μου ετίθετο το ερώτημα των προτεραιοτήτων, θα έλεγα πως εκείνο που επείγει είναι ο λαός να γίνει ξανά ο «ιδιοκτήτης» του Συντάγματός του, να γίνει η Πηγή της ερμηνείας και η πολιτική Δύναμη της εφαρμογής του. Και κυρίως, τούτη τη φορά, πρέπει να ενισχυθούν οι ασφαλιστικές δικλείδες που εξασφαλίζουν την κυριαρχία του, ώστε στο μέλλον, μια ενδεχόμενη επανάληψη τέτοιων εκτροπών να μην έχουν μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, κι αυτό μπορεί να γίνει σε μεγάλο βαθμό, όπως συχνά έχω προτείνει στο παρελθόν, με την υιοθέτηση του ελβετικού συστήματος των δημοψηφισμάτων.
Πράγματι, πολλές φορές η απάθεια ενός λαού για τις πολιτικές εξελίξεις της Χώρας του, όχι σπάνια, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας βαθιάς απογοήτευσης των απλών πολιτών, διαπιστώνοντας το πόσο συχνά έχει κανονικοποιηθεί η εξαπάτησή του ή και η προδοσία του από πολιτικές δυνάμεις και πολιτικές ηγεσίες, νοιώθοντας πως ό,τι του έχει απομείνει είναι το (συχνά τυπικό κι αυτό) «δικαίωμα» στην διαμαρτυρία («κόσμια» βεβαίως, κι αν είναι δυνατό από τον καναπέ του σπιτιού του ακόμα καλύτερα).
Το λοιπόν ζήτημα της ερμηνείας του Συντάγματος, είναι κρίσιμης σημασίας.
Το Σύνταγμα συγκροτεί και ένα Λεξικό αυστηρώς προσδιορισμένο, το οποίο όλοι οι πολίτες αλλά και όλοι οι Θεσμοί της Πολιτείας οφείλουν να γνωρίζουν, διότι οι λέξεις του Συνταγματικού αυτού Λεξικού, όπως νοηματοδοτούνται σ’ αυτό, δεν καθορίζουν απλά την οργάνωση και τη λειτουργία της Πολιτείας και των Θεσμών της, μα καθορίζουν και το Πολιτισμικό Αξιακό της Σύμπαν.
Όχι όμως μόνο οι Συνταγματικές Λέξεις μα και η Συνταγματική Γραμματική έχει εδώ την θέση της. Το τι αποτελεί υποκείμενο, αντικείμενο, κ.λπ. στις συνταγματικές προτάσεις, αποτελεί επίσης ένα κρίσιμο ζήτημα.
Τι γίνεται π.χ., όταν η Πολιτεία λόγω της συμμετοχής της σε ένα υπερεθνικό οργανισμό, (π.χ., όπως η Ελλάδα στην ευρωζώνη) αντιμετωπίζει την πρόκληση, που ενίοτε μπορεί και να εκλαμβάνεται και ως απειλή, όταν το Σύνταγμά της έρχεται ως προς κάποιες πρόνοιές του, πόσο μάλλον ως προς πολλές, σες αντίθεση με ό,τι ο υπερεθνικός οργανισμός πρεσβεύει, και πιέζεται η Κυβέρνηση αλλά και ο λαός να αποποιηθούν πρόνοιες του εθνικού Συνταγματικού τους Χάρτη;
Ο πολίτης που έχει στα χέρια του το κείμενο του Συντάγματος ή το διαβάζει στην οθόνη του υπολογιστή του, πρέπει, πριν αρχίσει το διάβασμά του, πόσο μάλλον την ερμηνεία του, να γνωρίζει πώς τούτο το κείμενο γράφτηκε, από ποιους και υπό ποιες συνθήκες.
Πρέπει να γνωρίζει, ότι κάθε λέξη του Συντάγματος έχει βαθιές ρίζες στο ιστορικό γίγνεσθαι, εθνικό, διεθνές και παγκόσμιο, πως αποτελεί το χώμα πάνω στο οποίο φύτρωσε το Δέντρο του Συντάγματος, το οποίο δεν ήταν πάντα πρόσφορο, γόνιμο, για να φυτρώσουν οι Καρποί του Δέντρου αυτού, χρειάστηκε να ποτιστεί και λιπανθεί με πολύ ιδρώτα, πολύ αίμα και πολλές ζωές να θυσιαστούν. Κι ούτε οι Καλλιεργητές που επίμονα καλλιεργούσαν αυτό το χωράφι, το έκαναν με άνεση δράσης και χρόνου, αλλά, αυτό γίνονταν με συνεχή αγώνα δυνάμεων που δεν ήθελαν με τίποτα να ολοκληρωθεί αυτή η καλλιέργεια και κυρίως να ανθίσει ο καρπός. Ούτε, ακόμα κι όταν οι Καλλιεργητές φαίνονταν να πετυχαίνουν το σκοπό τους οι Γκρεμιστές ενέδιδαν και παραιτούνταν, αλλά, στη μακρά Ιστορία του Ανθρώπου, το Χτίσιμο και το Γκρέμισμα εναλλάσσονται, σε ένα Αγώνα που δεν φαίνεται να κλείνει οριστικά προς την πλευρά των Καλλιεργητών, μιας και οι Γκρεμιστές δεν παύουν με αξιοζήλευτη εφευρετικότητα, καινοτομία και στρατηγικές παραπλάνησης, όχι μόνο να υποστηρίζουν αποτελεσματικά τους στόχους τους μα και να κυριαρχούν για εξαιρετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Υπ’ αυτή την έννοια, οι Αρχές και οι Αξίες που ενσωματώνονται σε ένα Συνταγματικό Χάρτη, αποτελεί ένα σύνολο Δυνάμεων (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομιών, ατομικών, συλλογικών, εθνικών, υπερεθνικών), που συνέβαλαν στην τρέχουσα διαμόρφωσή του, δρώντας η καθεμιά τους άλλοτε προς διάφορες διευθύνσεις και φορές, άλλοτε αντιθέτως, και άλλοτε συμπορευόμενες.
Η σχέση μου ΣΗΜΕΡΑ με το Σύνταγμα, δεν είναι μια σχέση επισκοπική, υπό την έννοια πως έχοντας στα χέρια μου το Σύνταγμα της Ελλάδας, δεν επισκοπώ απλώς την ιστορία του χάριν ενός εγκυκλοπαιδικού ενδιαφέροντός μου για την συνταγματική ιστορία, αλλά και ούτε απλώς προκειμένου να πληροφορηθώ για κάποιο τρέχον πρόβλημά μου, που απαιτεί την νομική του ερμηνεία σε σχέση με το πρόβλημά μου.
Είτε το αντιλαμβάνομαι είτε όχι, είτε το συνειδητοποιώ είτε όχι, μετέχω ΕΝΕΡΓΑ στο γίγνεσθαι του περιεχομένου του Συντάγματος, ακόμα και όταν επιδεικνύω άκρα αδιαφορία γι’ αυτό, αν διαστρεβλώνεται ή ακόμα κι αν παραβιάζεται. Και τούτο διότι, αυτή η προσωπική μου απάθεια και έλλειψη ενδιαφέροντος για την εφαρμογή του Συντάγματος, δεν συνεπάγεται ότι δεν επηρεάζω το γίγνεσθαι του εμμέσως αλλά ουσιαστικά, και τούτο διότι αυτή η απάθεια αξιοποιείται προς όφελος εκείνων που δράττονται αυτής ώστε να προωθήσουν τις δικές τους επιδιώξεις, πολύ δε περισσότερο, όταν αυτές αντιτίθενται στις απόψεις των απαθών, οι οποίοι όμως, δεν τις υπερασπίζονται καν. Αυτό φυσικά συνεπάγεται για τους τελευταίους ένα κόστος που ποικίλλει ως προς την σπουδαιότητα και τον βαθμό του, ένα κόστος που είναι βέβαιο ότι θα το πληρώσουν κάποια στιγμή.
Στην Ελλάδα σήμερα, αυτό που σήμερα βιώνουμε, είναι η Κανονικοποίηση της Μνημονιακής Αθλιότητας, όπως αυτή συντελέστηκε κατά την προηγούμενη δεκαετία, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκονταν η κατάρρευση και η διαπόμπευση του Συντάγματος, της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Σήμερα, στα 2010, έχουμε επιστρέψει σε μια ανεμελιά, ως εάν τίποτα να μην μας συνέβη λίγα μονάχα χρόνια πριν ή ό,τι συνέβη τελικώς καλώς συνέβη.
Το περιεχόμενο ενός Συνταγματικού κειμένου, είναι εξ ορισμού ιδεολογικά χρωματισμένο, και τούτο διότι, δεν υπάρχει καμία πτυχή κανενός Πολιτικο-Κοινωνικού και Πολιτισμικού Προτύπου που να είναι αποϊδεολογικοποιημένη.
Ο Νεοφιλελευθερισμός, τρεχόντως, που διακηρύσσει το Τέλος των Ιδεολογιών εν ονόματι της δικής του Υπεριδεολογικής αντίληψής, και συγκροτείται σε ό,τι αποκαλείται Νεοφιλελεύθερη Παγκοσμιοποίηση και Νεοφιλελεύθερος Πολυπολιτισμός, ως «σύνθεση» και υπέρβαση ταυτόχρονα των κυρίαρχων «ισμών» του 20ου αιώνα, κυρίως του δεύτερου μισού του, ουσιαστικά αποτελεί το πιο φορτισμένο ιδεολογικά πρόταγμα, το οποίο δεν φιλοδοξεί απλά να υπερβεί τα κυρίαρχα ιδεολογικά προτάγματα των παραπάνω «ισμών», αλλά, θέλει να τα εξαφανίσει, ώστε να εγκαθιδρύσει το (Νέο)Φιλελεύθερο Πρότυπο της εποχής των απαρχών της Βιομηχανικής Επανάστασης, με τις οικονομικές και κοινωνικές δομές του 19ου αιώνα και πίσω.
Και μιας και την περίοδο αυτή γιορτάζουμε, όπως τέλος πάντων γιορτάζουμε, την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, ας κλείσουμε με τούτη την παρατήρηση.
Το 1821 επαναστατήσαμε για να βρούμε το Δίκαιο.
Τη δεκαετία του 2010, ανακαλύψαμε το Θεώρημα του Μονοδρόμου, δηλαδή, της «Σωτηρίας» Έξω από το Δίκαιο.
Τούτο το Θεώρημα, ΔΕΝ ανακλήθηκε ποτέ. Δεν καταδικάστηκε ποτέ από το Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας της Χώρας. Και λέγοντας «ποτέ», εννοούμε «ποτέ έργω», διότι «λόγω» καταδίκες υπήρξαν, όμως, ίσχυσαν όσο χρειάστηκε οι Αντιμνημονιακές πολιτικές Δυνάμεις Εξουσίας, να περάσουν τη περιστρεφόμενη πόρτα που οδηγεί από την αντιπολίτευση στην Εξουσία.