Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Γράφει ο Κοραής σε επιστολή του προς Ι. Ρώταν, Τεργέστην, 7.9.1819
«Αι δυσωδίαι ημών χρειάζονται, φίλε μου, καιρόν μακρόν δια να εκπλυθώσιν. Η ανομία των κρατούντων μας έκαμε να χάσωμεν ολότελα τη διάκρισιν του δικαίου και του αδίκου…»
Αδαμάντιος Κοραής : Επιστολές προς το Έθνος, β’ ε΄κδοση, εκδ. ΡΟΕΣ, Αθήνα, 2010, σελ. 79
«…Η αδικία γίνεται συχνά κανόνας δικαίου μόνο και μόνο επειδή επαναλαμβάνεται συχνά…»
Μπέρτολτ Μπρεχτ : Ιστορίες του κ. Κόϋνερ, εκδ. Θεμέλιο, ζ’ έκδοση, 1991, σελ. 28
Ι
Εν προοιμίω, οφείλω να διευκρινίσω τι κατά την άποψή μου συνέβη τη δεκαετία του 2010 και καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, σε σχέση με Κράτος Δικαίου στη Χώρα μας, έτσι όπως αυτό προκύπτει ως μορφή και περιεχόμενο στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα.
Έχοντας καταλυθεί το ελληνικό Σύνταγμα, την περίοδο εκείνη, σε ό,τι αφορά τις πλέον κρίσιμες πρόνοιές του (εθνική κυριαρχία, λαϊκή κυριαρχία [κατά την συνταγματική διατύπωση του όρου τούτου], ατομικά δικαιώματα, πρόνοιες σχετικές με την λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, Κοινωνικό Κράτος, κλπ.), το Κράτος Δικαίου, επίσης, καταλύθηκε.
Οι «γκρεμιστές» τούτοι, όμως, για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο ενός ποιήματος του Κωστή Παλαμά, (που όμως, δεν είναι οι «γκρεμιστές» του ποιήματος που γκρεμίζουν το ψέμα και την αθλιότητα), δεν «γκρέμισαν» την Αδικία, αλλά, το Δίκαιο.
Όμως : το καταλυθέν Δίκαιο, το καταλυθέν Κράτος Δικαίου, το δικό μας Κράτος Δικαίου, ΔΕΝ αποτελεί και το Κράτος Δικαίου, όπως το αντιλαμβάνεται ο Νεοφιλελευθερισμός, ο «γκρεμιστής» του. Αντιθέτως, αυτό το Κράτος Δικαίου, με βάση τον Συνταγματικό Χάρτη της Χώρας μας, αποτελούσε και αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο για την «ακώλυτη» εγκαθίδρυση των Νεοφιλελεύθερων Μνημονιακών «αξιών» και «αρχών», και θα εξακολουθεί να αποτελεί και στο μέλλον, αν παραμείνει ως έχει, εξ ου και το γεγονός ότι η εγκαθίδρυση των Μνημονίων, προϊόντα της Νεοφιλελεύθερης Βαρβαρότητας, δεν θα ήταν δυνατή, παρά μόνο εάν τούτο το Κράτος Δικαίου καταλύονταν.
Όπερ και αυτό ακριβώς εγένετο.
Συνεπώς, για τον Νεοφιλελευθερισμό, απλώς κατελύθη ένα «παρωχημένων» αντιλήψεων Κράτος Δικαίου, και εγκαθίδρυσε δίπλα του, βεβαίως ατύπως όχι όμως και χωρίς ουσία, ένα «Κράτος Δικαίου» όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται, και το οποίο λειτούργησε κατά την δεκαετία του 2010 «παράλληλα» με το «επισήμως» ισχύον, το οποίο απλώς δεν ελάμβανε υπόψη.
Και δεν κατελύθη απλώς. Κατελύθη πανηγυρικώς : εν μέσω λοιδοριών, και εξευτελισμού άνευ προηγουμένου, ως εάν να μην ήταν αρκετή μια, τουλάχιστον αυτό, αν όχι «διακριτική» περιθωριοποίησή του, τουλάχιστον να μην είχε συμβεί ως ένα θέαμα αντάξιο των ρωμαϊκών «θεμάτων», όπου εκεί, μοίραζαν και «άρτους», διότι εδώ, ίσχυσε ακριβώς το αντίθετο : «θέαμα» με υφαρπαγή των «άρτων» των «θεατών».
Η πρώτη και έσχατη μέριμνα του Νεοφιλελεύθερου Κράτους Δικαίου, είναι οι αγορές και η οικονομία. Όχι οι οποιεσδήποτε «αγορές» και «οικονομίες», μα οι «αυτορυθμιζόμενες» με βάση τις Νεοφιλελεύθερες (όχι απλά τις «φιλελεύθερες») επιταγές, και με την Κοινωνία απλώς να θεάται μακρόθεν τούτες τις «αυτορρυθμίσεις», αναμένοντας καρτερικά τις συνέπειές τους για την ίδια. Κι επειδή τούτη η αξίωση της τέτοιας παθητικής προσμονής, είναι τόσο γελοία, ώστε και ο ίδιος ο Νεοφιλελευθερισμός να μην μπορεί να την υποστηρίξει με το οποιοδήποτε επιχείρημα, τι κάνει; Ιδεολογικοποίησε την απουσία της («η κοινωνία είναι κάτι που δεν υπάρχει»), ιδεολογικοποιώντας την «ατομική ελευθερία», ενός όμως ατόμου μοναχικού, εκτός κάθε έννοιας «κοινωνίας», διότι αυτή έχει πλέον καταργηθεί στην Νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Στη θέση της, υπάρχει μονάχα «χώρος», και μάλιστα «χώρος» όπου κυριαρχεί, θεσμικά πλέον, το οικονομικό συμφέρον. Τώρα τι σημαίνει αυτό, εκφεύγει του παρόντος άρθρου, όμως, σε παλαιότερα άρθρα μου έχω αναφερθεί στο ζήτημα αυτό πιο εκτενώς.
Η πρώτη και έσχατη μέριμνα της καθ΄ ημάς αντίληψης του Κράτους Δικαίου, είναι ο Άνθρωπος και η Κοινωνία που συγκροτεί.
Στο Νεοφιλελεύθερο Κράτος Δικαίου, ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας συντελεστής παραγωγής, με δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητά του αυτή.
Στο δικό μας Κράτος Δικαίου, ο Άνθρωπος έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις, που απορρέουν από την ανεπανάληπτη φύση του ως Ανθρώπου «καθαυτού», δημιουργό των Κοινωνιών, αλλά και του περιεχομένου της έννοιας «Ανθρώπινη Ζωή», πλαίσια εντός των οποίων αναπτύσσεται και η οικονομία όπως και κάθε είδους άλλη μη οικονομική δραστηριότητα. Δεν νοείται οικονομία με ευημερούντα οικονομικά μεγέθη αλλά με δυστυχούσα κοινωνία.
Ούτε οι αγορές, ούτε η οικονομία, ούτε η επιστήμη, ούτε η τεχνολογία, ούτε καμία άλλη δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα εντός των Ανθρωπίνων κοινωνιών, ΔΕΝ είναι κοινωνικά ουδέτερες, ούτε αντλούν την όποια τους νομιμοποίηση έξω από τα ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ Συμβόλαια, συνταγμένα και εγκεκριμένα από τα ίδια τα μέλη της Κοινωνίας.
Οι δύο αυτοί τύποι Κρατών Δικαίου, ούτε τέμνονται αλλά και ούτε εφάπτονται.
Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση και περίσταση, πολύ περισσότερο από τις περί Δικαίου διακηρύξεις των πολιτικών Εξουσιών, το Κράτος Δικαίου, αποτελεί μια βιωματική επιβεβαιωτική κατάσταση πραγμάτων, μέσω της οποίας, το Κράτος Δικαίου είτε υπάρχει ως τέτοια, δηλαδή ως «επιβεβαιωτική» της ύπαρξής του κατάσταση πραγμάτων, είτε δεν υπάρχει και υποβιβάζεται στην απλή «κουβέντα να γίνεται» περί αυτού, όπως συμβαίνει, ήδη πολύ πριν το 2010, με τη λέξη «δημοκρατία», που υποβιβάζεται σταθερά από νόημα σε απλό ήχο της λέξης «δημοκρατία», ασφαλώς όχι μόνο στην πατρίδα μας.
Σε ό,τι ακολουθεί, θα πούμε κάποια περισσότερα πράγματα πάνω στο θέμα αυτό, δηλαδή της κατάλυσης και των αναμενόμενων για το μέλλον συνεπειών της κατά τα ανωτέρω κατάλυσής του κατά την παρελθούσα δεκαετία.
ΙΙ
Προ ημερών, έλαβε χώρα ένα forum με τον πολύ φιλόδοξο τίτλο «Ελλάδα 2040», το οποίο διοργάνωσε η Επιτροπή «Ελλάδα 2021».
Το παρακολούθησα, τόσο μέσω του καναλιού της Βουλής σε μια εκδήλωση που έγινε προκειμένου να τιμηθεί αυτή η πρωτοβουλία (που ανήκει στην Επιτροπή «Ελλάδα 2021»), όσο και από την οικεία ιστοσελίδα της Επιτροπής αυτης, στη «Λευκή Βίβλο Ελλάδα 2040» που εξέδωσε.
Λέχθηκαν -και γράφτηκαν- πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, καλώ δε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη να επισκεφθεί την ιστοσελίδα της άνω Επιτροπής ώστε να ενημερωθεί για τις τοποθετήσεις, τις υποδείξεις και τα όποια συμπεράσματα όσων έλαβαν μέρος σ’ αυτή τη πρωτοβουλία, ατόμων αλλά και διαφόρων φορέων.
Σε ό,τι όμως με αφορά, αυτό που μπορώ να υπογραμμίσω είναι τούτο : η πλέον εμβληματική εξέλιξη της προηγούμενης δεκαετίας, πολύ περισσότερο κρίσιμη και από τα ίδια τα Μνημονιακά μέτρα, υπήρξε η τύχη που είχε το (ελληνικό) Κράτος Δικαίου, σύμφωνα μα τα όσα ήδη διατυπώθηκαν προοιμιακά, τα οποία δεν χρειάζεται να επαναλάβω.
Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος, ακόμα και οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές των Μνημονίων, που, τουλάχιστον αυτό, να νοιώθουν πως «τίποτα» δεν συνέβη με το Κράτος Δικαίου και την Ελληνική Δημοκρατία.
Κι όμως, τούτο γεγονός, που όχι μόνο ως ιστορική αναφορά θα έπρεπε να αποτελεί από μόνο του ιδιαίτερο «θεματικό» τομέα παρέμβασης, αλλά και να τονιστεί η σημασία του για τη «μελλοντική» Ελλάδα (αυτή του 2040), όχι μόνο δεν έτυχε τέτοιας «»τιμής», μα και στην άνω «Λευκή Βίβλο», δεν μπόρεσα να εντοπίσω παρά λίγες, δέκα με έντεκα φορές, να αναφέρεται η φράση «Κράτος Δικαίου, πάντα φευγαλέα σε λίγες αράδες, και με καμία διάθεση αναφοράς στην ουσία και έννοια της φράσης αυτής.
Μάλιστα, από τις 11 περίπου αναφορές της φράσης στη Λευκή Βίβλο, οι έξι αναφέρονται στην τοποθέτηση του γερουσιαστή των ΗΠΑ Bob Menendez. (Εδώ διευκρινίζω, αναφέρομαι στο Κράτος Δικαίου, και όχι στο ζήτημα της Δικαιοσύνης, δηλαδή, για το πώς πρέπει να αποδίδεται το Δίκαιο σε ένα Κράτος Δικαίου. Άλλωστε και η μελέτη της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, στη μελέτη της «Η ελληνική δικαιοσύνη το 2040», που περιλαμβάνεται στην άνω «Λευκή Βίβλο», δεν γίνεται παρά τρείς φορές φευγαλέα αναφορά στο «Κράτος Δικαίου, όπως η σύνδεσή του με την «επένδυση στη στελέχωση και στις υποδομές της Δικαιοσύνης, (σελ. 15 της μελέτης τους), ή στη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στο χώρο της Δικαιοσύνης και να οριοθετηθεί «το αποδεκτό (της χρήσης της) σε ένα κράτος δικαίου (σελ. 15 της μελέτης τους), ή, τέλος, πάλι η σημασία των νέων τεχνολογιών στην απονομή της Δικαιοσύνης σε ένα Κράτος Δικαίου). Για την τύχη του Κράτους Δικαίου, η μόνη, πάντα όμως φευγαλέα, αναφορά που επεσήμανα, προέρχεται από την θεματική μελέτη «ΘΕΣΜΟΙ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΑΞΙΕΣ», όπου στις σελίδες 9-10 σημειώνεται: «Το κεκτημένο επίπεδο δημοκρατικού βίου υποβαθμίζεται μέσα σε ένα κλίμα αυξημένης πόλωσης, παρακμής και ανομίας. Το Κράτος Δικαίου παραβιάζεται, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης υποσκάπτεται ή καθυποτάσσεται, οι διάφορες «μειοψηφίες» στοχοποιούνται και καταδιώκονται. Ενισχύονται οι ισχυροί και οι ποικίλες ολιγαρχικές δομές, ενώ περιθωριοποιούνται οι αδύναμοι». Όμως κι εδώ, η αναφορά γίνεται τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και για την Ελλάδα, επομένως, και πάλι αποφεύγεται η ιδιαίτερη εστίαση στη «δύσκολη» δεκαετία του 2010, ό,τι εκεί «συνέβη» και ό,τι μας κληροδότησε.
Στο παρόν άρθρο, θα επιμείνουμε περισσότερο στο ζήτημα του Κράτους Δικαίου, όχι «φευγαλέα», ως «κάτι» που απλώς συνέβη με ένα τρόπο «στενόχωρο» και «λυπηρό», αλλά, «τέλος πάντων», πρέπει να μείνουμε στα «πραγματικά κρίσιμα ζητήματα» που θα επηρεάσουν τον πορεία της Χώρας προς το «μέλλον». Αν ήταν δε στο χέρι μου, το ζήτημα αυτό θα αποτελούσε ιδιαίτερο «θεματικό πεδίο», όχι για φευγαλέες αναφορές, μα για σε μια σε βάθος διερεύνησή του.
Αλλά, ακόμα και γενικότερα μιλώντας, υπάρχει άραγε ουσιαστικό πεδίο τοποθέτησης για το ποια εκτιμάται ότι θα είναι (ή θα έπρεπε να είναι, σε δεοντολογικό επίπεδο) η Ελλάδα το 2040; Αξίζει εδώ να παρεκκλίνουμε λιγάκι απ’ το «καθαυτό» θέμα μας σχετικά με το «Κράτος Δικαίου», όμως νομίζω, ότι δεν μιλάμε για ασυσχέτιστα θέματα.
Όλο αυτό το ζήτημα των «προτάσεων», «forum» διαφόρων «επιτροπών» που τελούν υπό την «αιγίδα» των εκάστοτε κυβερνήσεων, περί του «τι δέον γενέσθαι» (που στον πυρήνα τους μπορούν να θεωρηθούν και ένα είδος οιονεί «εκτιμήσεων», όταν δεν αναφέρονται ρητά ως τέτοιες) ώστε η Ελλάδα να μη μείνει πίσω από άλλες Χώρες στην πορεία προς το «μέλλον, αναπόφευκτα θέτει το ζήτημα του πού βρισκόμαστε σήμερα και ΚΥΡΙΩΣ γιατί βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε, υπάρχει μια δικαιολογημένη θα έλεγα επιφύλαξη αν όχι καχυποψία, διότι τέτοιες «μελλοντολογικές» εκτιμήσεις ή και απλώς προτάσεις (στο επίπεδο του «δεοντολογικού») δεν έπαψαν ποτέ στο παρελθόν στη χώρα μας, εκ μέρους επιστημόνων με «βαρείς» ακαδημαϊκούς τίτλους, ή εκ μέρους διαφόρων «επιτροπών σοφών» (προσωπικά, έχω χάσει το μέτρημα πόσες τέτοιες υπήρξαν στη χώρα μας και για πόσες περιστάσεις), ή διαφόρων άλλων φορέων της οικονομίας και της κοινωνίας, όμως, με αμφισβητούμενη πρακτική χρησιμότητα, και συχνά διαπνεόμενες από έναν εμφανή ακαδημαϊσμό που ενίοτε δίνει την εντύπωση ενός χώρου, όπου απλώς, ακαδημαϊκοί συνομιλούν μεταξύ τους σε ένα επίπεδο ελάχιστα κατανοητό για τον μέσο πολίτη, στον οποίο υποτίθεται ότι απευθύνονται και στου οποίου τις απορίες υποτίθεται ότι δίνουν απαντήσεις.
Ιδιαίτερη πάντως σημασία, είχαν πάντα οι επιτροπές «τεχνοκρατών», «σοφών», κ.λπ., των οποίων, εν τούτοις, η αξιοπιστία φαίνεται να μην βρίσκεται πάντοτε στα πιο «αξιοπρεπή» επίπεδα από την άποψη της αποδοχής τους εκ μέρους των πολιτών.
Ας μείνουμε λίγο σ’ αυτό.
Αυτές οι «επιτροπές, δεν σημαίνει ότι θεμελιώνουν τις μεταξύ τους αντίθετες επιστημονικές προσεγγίσεις, αλλά και τα επιστημονικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν, στη βάση ιδιοτελών κριτηρίων, απλώς και μόνο διότι λειτουργούν στα πλαίσια του Κράτους (πολιτικών φορέων) ή της Κυβέρνησης. Όχι ότι αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει, αλλά δεν συμβαίνει εξ ορισμού. Π.χ., ένας νεοφιλελεύθερος και ένας κεϋνσιανός οικονομολόγος, ενώ θα συμπέσουν στην περιγραφή ενός οικονομικού φαινομένου, π.χ., το δημόσιο χρέος είναι χ%, η ανεργία είναι χ%, (οι τυχόν διαφοροποιήσεις στους υπολογισμούς αναμένεται να είναι μάλλον ζήτημα τεχνικής μεθοδολογίας και όχι ιδεολογίας), εν τούτοις, όταν θα φτάσουμε στην ερμηνεία των αιτίων που το παρήγαγαν και στο ζήτημα των πολιτικών που πρέπει να ακολουθηθούν για να ξεπεραστεί αν το φαινόμενο θεωρείται ως αρνητική εξέλιξη των πραγμάτων, ή να διατηρηθεί και υποστηριχθεί αν θεωρείται θετική εξέλιξη, εκεί, θα δούμε αρκετές ενίοτε δε και σημαντικές έως και αγεφύρωτες αποκλίσεις στις απόψεις τους. Όπως, π.χ., οι δυο παραπάνω οικονομολόγοι μας, ας προσθέσουμε τώρα και έναν σοσιαλιστή οικονομολόγο, ασφαλώς και αναμένεται να έχουν σημαντικές αποκλίνουσες επιστημονικές απόψεις για το ζήτημα του ρόλου του Κοινωνικού Κράτους και των κοινωνικών δαπανών, όπως και για το ζήτημα του οικονομικού παρεμβατισμού στην «ελεύθερη» (ιδιωτική) οικονομία. Σε μια Δημοκρατία όμως, που λειτουργεί δημοκρατικά, («περίεργη» επισήμανση, λες και ότι μπορεί μια Δημοκρατία να μη λειτουργεί δημοκρατικά -κι όμως μπορεί στη πράξη!!!), όλες αυτές τις αποκλίνουσες απόψεις και το τι τελικώς επιλέγεται ως η πλέον επικρατούσα, κρίνεται από τον λαό. Σε ό,τι δε αφορά την εμφιλοχώρηση του ιδιοτελούς παράγοντα στην επιστημονική άποψη, κυρίως επιτροπών που λειτουργούν «συμβουλευτικά» προς την (εκάστοτε) Κυβέρνηση, υπάρχει πάντα η καχυποψία των πολιτών για τον ρόλο «που παίζουν», η οποία απορρέει κυρίως από την καχυποψία των πολιτών για την ίδια τους τη κυβέρνηση, και επομένως για ό,τι αυτή επιλέγει, ακόμα και στο επίπεδο της παροχής επιστημονικών συμβουλών από διάφορες επιτροπές επιστημόνων. Αυτό όπως είπαμε, θα είναι ασφαλώς άδικο αν οι επιστήμονες δεν έχουν σκοπό να μεταβληθούν σε άλλοθι κυβερνητικών επιλογών παρέχοντας πρωτίστως πολιτική στήριξη κάτω από τον επιστημονικό μανδύα, όμως, ενίοτε αυτό όντως συμβαίνει, κι αυτό είναι που πλήττει το κύρος τέτοιων επιστημονικών επιτροπών, με την καχυποψία να κορυφώνεται όταν διαπιστώνεται πως επιχειρείται πάση θυσία μέσω μιας ανοικτής πλέον προπαγάνδας να «περάσουν» οι απόψεις μιας συγκεκριμένης (κυβερνητικής) επιτροπής επιστημόνων, και να περιθωριοποιηθεί ή και θαφτεί κάθε άλλη αντίθετη επιστημονική άποψη στα δημόσια συστημικά ΜΜΕ, ιδίως μάλιστα όταν αυτό γίνεται με την ανοχή των ίδιων των επιστημόνων που μετέχουν σε τέτοιες επιτροπές, που φαίνεται να φοβούνται τον δημόσιο επιστημονικό αντίλογο.
Επανέρχομαι στο ερώτημα : Υπάρχει άραγε ουσιαστικό πεδίο τοποθέτησης για το ποια εκτιμάται ότι θα είναι η Ελλάδα το 2040;
Απαντώ : Όχι, απολύτως κανένα!
Και τούτο διότι, ό,τι η Ελλάδα ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΗ, να πράξει όχι μόνο ως το «2040» μα και ως το «2060», είναι με σαφήνεια προσδιορισμένο από τους εν ισχύει Μνημονιακούς Νόμους, αλλά και τις εκάστοτε ομοίως εν ισχύει δεσμεύσεις προς τα διάφορα Eurogroup που είχαν γίνει, όπως π.χ., εκείνο της 22ας Ιουνίου 2018, όταν και «σφραγίστηκε» η «έξοδος» της Ελλάδας από τα Μνημόνια (που όμως, παραμένουν εν ισχύει!) με τους εκεί διαλαμβανόμενους όρους (ανάμεσα σ’ αυτούς και ο θηριώδης όσο και πανάθλιος όρος η Χώρα μας να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι και το 2060!!!).
Συνεπώς, δεν υπάρχει τίποτα να «εκτιμήσουμε» για το τι πρόκειται το ελληνικό Κράτος να εφαρμόσει ως δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική, εκτός ίσως από το να υπολογίζουμε την κάθε φορά, με βάση τα πλέον πρόσφατα τη κάθε φορά στοιχεία, (όπως π.χ., τη συνεχή διόγκωση του δημοσίου χρέους αντί της μείωσής του), πού θα βρισκόμαστε ως οικονομία και κοινωνία στη κάθε μελλοντική περίοδο που εμπίπτει εντός των Μνημονιακών «προβλέψεων» (ή «εκτιμήσεων») αν θέλετε, που είναι από σήμερα έως το 2060, ποιες θα είναι οι συνέπειες της εφαρμογής αυτών των μέτρων και άλλων υποστηρικτικών τους που ήδη έχουν καταρτιστεί (αυτό ακριβώς έχει κάνει η Επιτροπή Πισσαρίδη της οποίας το ««Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία» είναι ένα κανονικότατο νέο Μνημόνιο).
Όμως, ακόμα κι έτσι, θα έλεγα, πως τα πράγματα, όσο άθλια και αν είναι, και είναι άθλια διότι γνωρίζουν όλοι πως οι όροι που τέθηκαν ως προϋπόθεση «εξόδου» της Χώρας από τα Μνημόνια, είναι όλως διόλου ανέφικτοι, όχι μόνο εξαιτίας των προϋποθέσεων που θέτουν μα και από την υπόθεση, πως οι «εκτιμώμενες» επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας έως το 2006, δεν θα διαταραχθούν από εξωτερικές δυσμενείς εξελίξεις τη διεθνούς οικονομίας, πράγμα που σημαίνει, ότι απλώς στρώθηκε το χαλί προκειμένου να υπάρξει η κατάλληλη δικαιολογία την κατάλληλη στιγμή, που με βεβαιότητα θα συμβεί, αφού με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε πως δεν είναι δυνατό σε σαράντα χρόνια να συνωμοτήσει το Σύμπαν και καμία δυσμενής εξέλιξη να μη συμβεί στην οικονομία μας, εσωτερική ή εξωτερική, ώστε η Ελλάδα να ξανατεθεί υπό την ασφυκτική εποπτεία όπως την προηγούμενη δεκαετία κατά την περίοδο της επιβολής των Μνημονίων, όπου ουσιαστικά, θα γίνω κουραστικός, αλλά θα το ξαναπώ, είχε καταργηθεί τη κυριαρχία του Ελληνικού Κράτους και εξίσου σημαντικό, είχε καταργηθεί κάθε έννοια Κράτους Δικαίου.
Όμως, δεν καταλύθηκε απλώς κατά την διάρκεια της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, αλλά και έκτοτε διατηρείται ως ένα είδος «δεδικασμένου», εφόσον η Δικαιοσύνη που είχε την περίοδο εκείνη νομιμοποιήσει με αποφάσεις της τα διάφορα Μνημόνια (συνολικά ή κατά μέρη πλην όμως επί θεμελιωδών για τη Συνταγματική Τάξη πτυχών τους), με την νομολογία που ήδη δημιούργησε, ό,τι επιβάλλει ως «Μεταμνημονιακό» Κράτος Δικαίου, είναι η κανονικοποίηση του Κράτους Δικαίου όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά την περίοδο των Μνημονίων, δηλαδή, όπως διαμορφώνονταν ενώ βρίσκονταν στη διαδικασία του γίγνεσθαι της κατάλυσής του. Ακόμα και όπου οι διάφορες επιτροπές τεχνοκρατών που τυπικά ή άτυπα δρουν ως κυβερνητικά συμβουλευτικά όργανα, όταν αναφέρονται στη «Δικαιοσύνη», μάλλον εστιάζουν σε τεχνικά ζητήματα στο επίπεδο της λειτουργίας της, (π.χ., στο ζήτημα της ταχύτητας έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων, σε ζητήματα αποσυμφόρησης του όγκου των υποθέσεων κατά δικαστήριο και δικαστή, κ.λπ.), παρά σε τέτοιας μείζονος και κρείσσονος σημασίας ζητήματα, όπως η ανεξαρτησία της, (που αντιμετωπίζεται εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας κυρίως ως ευχολόγιο, παρά ως ουσιαστική παρέμβαση στο ζήτημα, όπως π.χ., να πάψει η ανώτατη ηγεσία της Δικαιοσύνης να διορίζεται από τη Κυβέρνηση), ο ρόλος της ως θεματοφύλακος του Συντάγματος και του γενικότερου εθνικού συμφέροντος, κ.λπ., κ.λπ.
Επομένως, το μείζον για μένα, θα είναι, όταν μιλάμε για το «μέλλον» αυτής τη Χώρας, η κάθε συζήτηση να ξεκινά με το ερώτημα, πώς διαμορφώθηκε το Κράτος Δικαίου κατά την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, τι εγκαθιδρύθηκε ως περιεχόμενό του μέσω της νομολογίας των ανωτάτων ιδίως δικαστηρίων που έκριναν και συνεχίζουν να κρίνουν ζητήματα συνταγματικότητας των Μνημονίων και ποιες ήταν και είναι οι συνέπειές τους σήμερα εφόσον συνεχίζουν να κρίνουν ως συνταγματικές τις Μνημονιακές πολιτικές της δεκαετίας του 2010.
Αυτό είναι το μέγα πολιτικό και κοινωνικό ερώτημα που προσωπικά θα έθετα και θα πρότασσα έναντι κάθε άλλου όταν μιλάμε για το «μέλλον» της Πατρίδας μας.
Να θυμίσω εδώ μια σωστή διαπίστωση ενός παλαιού και μη ευρισκόμενου στη ζωή πολιτικού και πρωθυπουργού, του Γεωργίου Παπανδρέου, «Αλλά το Κράτος Δικαίου δεν ημπορεί να θεμελιωθεί δια το μέλλον εάν δεν έχη συντελεσθή η ηθική κάθαρσις του παρελθόντος» (εις : Γεώργιος Παπανδρέου : Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2009, σελ. 200).
«…η κάθαρσις του παρελθόντος».
Το 2010 η Ύβρις εγκαθίδρυσε την εξουσία της στην Ελλάδα. Όμως, αυτή η «κάθαρση», δεν υπήρξε κάτι το οποίο δεν έγινε από αμέλεια ή έλλειψη του δέοντος ενδιαφέροντος, αντιθέτως, και ως ιδέα απλώς, ήταν αποκρουστέα και απεχθής από όλες τις Μνημονιακές Δυνάμεις, ασφαλώς όχι διότι τα πορίσματα από μια ενδελεχή έρευνα για το τι ακριβώς συνέβη τόσο για να φτάσουμε στα Μνημόνια αλλά και τι ακολούθησε, θα αποδείκνυαν την ορθότητα των Μνημονιακών επιχειρημάτων σε σχέση με τα μέτρα που επέβαλαν, μα ακριβώς διότι θα τα κατέρριπταν : πόσο παράλογο είναι αυτό το επιχείρημα; Γιατί να μην επιθυμεί κάποιος κάτι που ενισχύει τα επιχειρήματά του;
ΙΙΙ
Ασφαλώς, ουδείς μπορεί να χαρακτηριστεί πώς, τυπικά, το Σύνταγμά μας δεν εφαρμόζεται και ότι το Κράτος Δικαίου δεν υφίσταται. Ασφαλώς και υπάρχουν τυπικώς. Και όπως συμβαίνει πάντοτε, ένα κείμενο μπορεί να ισχύει λεκτικά, χωρίς να ισχύει κατ’ ανάγκην και ουσιαστικά, το ίδιο δε συμβαίνει και σε ό,τι αφορά το Κράτος Δικαίου. Στην πολιτική αλλά και στη καθημερινή λειτουργία της (κάθε) Πολιτείας, αυτή τη διάκριση «τύπου» – «ουσίας», αποτελεί, όχι σπάνια, στοιχείο της καθημερινότητας.
Άλλωστε, εδώ και πολλές δεκαετίες, έχει αναπτυχθεί ένας γόνιμος προβληματισμός πάνω σε ζητήματα (δυσ)λειτουργίας του Δυτικού Κοινοβουλευτικού Συστήματος, και ουσιαστικά αυτό το οποίο ερωτά και για το οποίο διερωτάται, είναι όχι μόνο αν μιλάμε για ένα «Σύστημα» «κουρασμένο» και δυσλειτουργικό, αλλά, κυρίως, αν μιλάμε για ένα «Σύστημα» που έχει χάσει την ίδια την Δημοκρατική του ουσία, με μια κυρίαρχη τάξη πραγμάτων να υποθάλπει την έκπτωση αυτής της Δημοκρατικής ουσίας, την απονεύρωσή της και όχι σπάνια ακόμα και τον παραγκωνισμό Θεμελιωδών Συνταγματικών Προνοιών, εν ονόματι συμφερόντων των οποίων όχι μόνο οι στόχοι μα και οι πραγματικοί τους εκπρόσωποι, δεν είναι πάντα ορατοί.
Στην Ελλάδα, στην οποία και εστιάζουμε, ασφαλώς, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως ζητήματα δυσλειτουργίας της Δημοκρατίας δεν είχαμε και πριν το 2010. Όμως, από την αυγή της δεκαετίας του 2010, αυτό που βιώσαμε, ιδίως κατά την περίοδο της επιβολής των Μνημονίων και της εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος, ήταν ότι η επίθεση εναντίον της Συνταγματικής Έννομης Τάξης, και άρα του Κράτους Δικαίου, έλαβε διαστάσεις ανοικτού πολέμου εναντίον τους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτό το Κράτος Δικαίου και αυτή η Συνταγματική Τάξη, να υποστούν καίρια πλήγματα, πρωτόφαντα τουλάχιστον για την (μεταπολεμική) Ευρώπη, εν καιρώ ειρήνης, από τα οποία δεν έχουν μέχρι στιγμής συνέλθει, ανακτώντας την ισχύ και την κυριαρχία τους.
Και τούτο διότι οι Μνημονιακοί νόμοι, αυτοί ακριβώς που θεμελιώθηκαν πάνω στα ερείπια ή έστω πάνω στην «παράβλεψη» ή την «υπέρβαση» του Συντάγματος και του Κράτους Δικαίου, για λόγους «γενικότερου συμφέροντος», ζουν και βασιλεύουν, και μάλιστα, ενισχύονται διαρκώς. Π.χ., είναι χαρακτηριστικό, πως το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία», γνωστό και ως «Έκθεση Πισσαρίδη» από το όνομα του επικεφαλής της Επιτροπής που συνέταξε το άνω «Σχέδιο», καθηγητή Χριστόφορο Πισσαρίδη, αφού αποτίσει την οφειλόμενη «τιμή» στα «Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής», δηλαδή τα Μνημόνια, για όσα «πέτυχαν» κατά την περίοδο της εγκαθίδρυσής τους, (ενδεικτικά δες σελ. 13 κι εξής, 130 κι εξής), εν τούτοις, όπως σημειώνεται ήδη εν προοιμίω στην Έκθεση, «Η ελληνική οικονομία διολισθαίνει τα τελευταία χρόνια σταδιακά σε χαμηλότερα επίπεδα εισοδημάτων και ευημερίας, υποχωρώντας σε πολλές ουσιώδεις κατηγορίες σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές. Η Έκθεση υπογραμμίζει πως η χαμηλή παραγωγικότητα και η εσωστρέφεια, κεντρικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος και προκύπτουν από την αναποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και των θεσμών». («Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία», σελ. 9). Με άλλα λόγια, τι χρειαζόμαστε; Προφανώς ένα νέο «Πρόγραμμα», προσαρμογής των προηγούμενων Μνημονιακών «προσαρμογών», που παρά την τόσο πολυδιαφημισθείσα «αποτελεσματικότητα» και «τεχνοκρατική» τους αρτιότητα, μόλις λίγο καιρό μετά την επιβολή και του τελευταίου (τρίτου) Μνημονίου το 2015, αλλά και της τόσο πολύδιαφημσθείσας «εξόδου» απ’ αυτά, διαπιστώνονται όσα ανωτέρω εκτίθενται στη σελ. 9 (και πολλά περισσότερα σε όσα αναλυτικά περιλαμβάνονται στις 240 και πλέον σελίδες) του άνω «Σχεδίου», πολύ νωρότερα και από το τρίτο «λάλημα» του ελέκτορος!!! Μπορώ δε βάσιμα να εικάσω, ως μια εντελώς προσωπική εκτίμηση, πως και τούτο το «Σχέδιο» της «Επιτροπής Πισσαρίδη», εντός ολίγου, θα απαιτηθεί να «συμπληρωθεί» από μια άλλη επιτροπή, ίσως πολύ ενωρίτερα από την εκπνοή της δεκαετίας που αποτελεί και τον χρονικό ορίζοντα αυτού του «Σχεδίου» (βλέπε σελ. 47)
IV
Είναι όμως ανάγκη, να προβούμε σε μερικές διευκρινίσεις αναφορικά με το θέμα μας, αυτό του Κράτος Δικαίου.
Όταν μιλάμε για «Κράτος Δικαίου», (ή «Δημοκρατία», κ.λπ.), δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι αναφερόμαστε σε ζητήματα, που έχουν να κάνουν με πολιτικές, κοινωνικές, ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις του καθενός. Μιλώντας όμως σε επίπεδο μιας Κοινωνίας ή ενός Κράτους, εκεί έχουμε να κάνουμε με αντιλήψεις, έτσι όπως αυτές συνθετικά διαμορφώνονται ως η συνισταμένη κυρίαρχη αντίληψη για το ζήτημα αυτό. Μπορούμε δε να πάμε ένα βήμα παραπέρα, ισχυριζόμενοι ότι αυτή κρατούσα αντίληψη (και γενικότερα οι κρατούσες αντιλήψεις για το σύνολο των σημαντικών ζητημάτων που απασχολούν τη Κοινωνία και το Λαό), δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη την αντίληψη και του ίδιου του Λαού, της ίδιας της Κοινωνίας. Λ.χ, στα ολοκληρωτικά καθεστώτα αλλά και σε παρακμιακού τύπου Δημοκρατίες, οι κυρίαρχες αντιλήψεις, ουσιαστικά επιβάλλονται «άνωθεν», από μια μειοψηφούσα ελίτ που τυχαίνει να κατέχει την Εξουσία.
Εν προκειμένω, δεχόμενοι ότι το Κράτος Δικαίου, όπως αυτό διατυπώνεται στο Ελληνικό Σύνταγμα, εκφράζει τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού Λαού, αυτό λοιπόν, το συγκεκριμένο Κράτος Δικαίου, όπως αυτό δηλαδή αποτυπώνεται και περιεχομενοποιείται στο Σύνταγμα, ασφαλώς, πολύ λίγα κοινά σημεία έχει, με την περί αυτού αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού, και άρα των Μνημονίων, κείμενα άκρως νεοφιλελεύθερα.
Επομένως, υπάρχει μια θεμελιώδης αντίθεση μεταξύ του Νεοφιλελεύθερου Κράτους Δικαίου που υπηρετείται και προάγεται στο επίπεδο των κυβερνητικών επιλογών από τις Δυνάμεις εκείνες που ιδεολογικά εκφράζουν και προωθούν διεθνώς αλλά και σε κάθε Χώρα τη Νεοφιλελεύθερη Τάξη Πραγμάτων, μέσα σε ένα συγκρουσιακό πλαίσιο με ήδη υπάρχοντα δικαιικά και νομικά πρότυπα, εγκαθιδρυμένα από την «παλαιά εποχή» (ancien régime), όπου δέσποζαν άλλα πρότυπα οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης εντός του κάθε εθνικού πλαισίου αλλά και διεθνώς. Έτσι, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας κυρίως στη δεκαετία του 2010, υπήρχαν εν ισχύει δύο νομικά καθεστώτα. Ένα «επίσημο», αλλά ανίσχυρο, το Ελληνικό Σύνταγμα και η επ’ αυτού δομημένη Νομική Τάξη της Χώρας, και ένα άτυπο αλλά πανίσχυρο, αυτό του Νεοφιλελεύθερου Δόγματος των δανειστών, πλήρως ασύμβατο με το «επίσημο» τυπικό, και επομένως ό,τι συνέβη ήταν -και είναι τούτο- : το Ελληνικό Σύνταγμα ουσιαστικά να παρακάμπτεται εν ονόματι ενός «γενικότερου συμφέροντος», το οποίο ουδέποτε θεμελιώθηκε στο επίπεδο της διερεύνησής του, αλλά, ίσχυσε «διακηρυκτικώς», με άλλα λόγια, «αυτό είναι, διότι το λέμε εμείς». Και δεν ήταν δυνατό να θεμελιωθεί επί στοιχειωδώς σοβαρών επιχειρημάτων, διότι ουδέποτε η Κρίση διερευνήθηκε ως προς τα αίτιά της, που αν γίνονταν, θα αποτελούσε και την δικαιολογητική βάση των μέτρων του ξεπεράσματός της, πέραν των άλλων πολιτικών αλλά και νομικών συνεπειών που επίσης θα έρχονταν στην επιφάνεια (αλλά πάση θυσία έπρεπε αυτό να μη συμβεί).
Εδώ ο ρόλος του Μνημονιακού Πολιτικού Συστήματος, στην κατάρρευση του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας, των οποίων τα θεσμικά όργανα, εσκεμμένα αντιμετωπίστηκαν από την Ξένη Δύναμη (Τρόϊκα) με τρόπο σκαιό και εξευτελιστικό, υπήρξε αποφασιστικός. Η «ανάγκη» της συνεργασίας με την άνω Ξένη Δύναμη, ουδέ προς στιγμήν αμφισβητήθηκε εκ μέρους του, ως προς την αναγκαιότητά της, ασφαλώς χάρη του «γενικότερου συμφέροντος». Η προοπτική να αφήσουν σε κάποια άλλη διαθέσιμη πολιτική δύναμη (αν βρίσκονταν, τουλάχιστον σε βαθμό που να μπορεί να περάσει τον σκόπελο της αναγκαίας ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή) αυτή την «συνεργασία», δεν φαίνεται να απασχόλησε τον Παλαιοκομματική και Νεοπαλαιοκομματική Εξουσία.
Συνεπώς : δεν έχει πράγματι, κανένα νόημα να συζητά κάποιος το αν το Κράτος Δικαίου καταλύθηκε ή όχι στην περίοδο των Μνημονίων, με κάποιον, ο οποίος θα επιχειρηματολογεί πως ακριβώς εν ονόματι αυτού του Κράτους Δικαίου επιβλήθηκαν τα Μνημόνια, και πως ακριβώς εν ονόματι αυτού του (Νεοφιλελεύθερου) Κράτους Δικαίου, παραβλήθηκαν εκείνες οι από παλιά ερχόμενες συνταγματικές αγκυλώσεις που καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την ακώλυτη «θεραπευτική» εφαρμογή των Μνημονιακών ρυθμίσεων στην βαριά «ασθενούσα» ελληνική οικονομία αλλά και κοινωνία (στο επίπεδο των νοοτροπιών ζωής που είχε αναπτύξει), και επομένως, έστω και ατύπως, έπρεπε να παραβλεφθεί ο «τύπος» της υπακοής στο Σύνταγμα μπρος στην «ουσία» της «σωτηρίας» του «ασθενούς» που ακούει στο όνομα «Ελλάδα». Το ότι το υπάρχον Σύνταγμα δεν άλλαξε ολοκληρωτικά την δεκαετία του 2010, ώστε να είναι ένα καθαρόαιμο νεοφιλελεύθερο Σύνταγμα, αυτό οφείλεται στο ότι δεν ήταν τόσο ανόητοι ώστε να μην αντιλαμβάνονταν τις συνέπειες ενός σε τέτοιο βαθμό συνταγματικού πραξικοπήματος. Αυτό ευελπιστούν ότι θα το πετύχουν, και εκ των πραγμάτων φαίνεται πως δεν ευελπιστούν χωρίς λόγο, σταδιακά και αθορύβως πλέον, είτε σιγά – σιγά, ξηλώνοντας την μια συνταγματική πρόνοια μετά την άλλη, ή, ίσως δε αυτό να είναι και το πλέον πιθανό σενάριο, παραβλέποντας το Σύνταγμα, πάντα εν ονόματι ενός γενικότερου συμφέροντος και μιας παρούσας «μεγάλης απειλής», που δεν θα μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά με τον τρόπο αυτό, ενώ, μένει και η πλάγια οδός, μέσω της επιχειρούμενης υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, του δικαίου δηλαδή τη νεοφιλελεύθερης Ευρώπης, ακόμα και έναντι των εθνικών Συνταγματικών Χαρτών των Χωρών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τα πρωτόλεια συμπτώματα αυτής της στρατηγικής ήδη τα βιώνουμε (Πολωνία, Γερμανία, κ.λπ,), που με απλά λόγια λέει τούτο : «Εσείς κρατήστε το Σύνταγμά σας, μονάχα που θα ισχύει ό,τι δεν θα αντιτίθεται προς τις υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, έστω και αν προσκρούουν στο Σύνταγμά σας». Τόσο απλά, το Νεοφιλελεύθερο Κράτος Δικαίου θα εγκαθιδρυθεί σταδιακά και σε κάποιο βάθος χρόνου ασφαλώς, όσο δεν θα υπάρχει ουσιαστική αντίδραση προς αυτήν την εξέλιξη. Ό,τι θα προσκρούει στο Σύνταγμα, με κάποιον τρόπο που δεν θα είναι καθόλου δύσκολο να εφευρεθεί, θα προκαλείται μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο θα στηρίζει, όπως προσωπικά πιστεύω, τις αποφάσεις του προφανώς κατά προτεραιότητα στις κοινοτικές πηγές δικαίου, (ακόμα και σε απλές αναφορές ανωτάτων κοινοτικών αξιωματούχων) με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.
V
Επίσης πρέπει να γίνει και μια άλλη επισήμανση.
Λέμε (ενδεικτικά) : το Κράτος Δικαίου ΕΙΝΑΙ (τούτο ή το άλλο)…, η Δημοκρατία ΕΙΝΑΙ (τούτο ή το άλλο)…, Θεμέλιο του πολιτεύματος ΕΙΝΑΙ η λαϊκή κυριαρχία (άρθρ. 1, παρ. 2 Συντάγματος)…
ΕΙΝΑΙ, λοιπόν…
Λέγοντας επομένως, πως, π.χ., το Κράτος Δικαίου ΕΙΝΑΙ, ή ότι η Δημοκρατία ΕΙΝΑΙ, σημαίνει πως το Κράτος Δικαίου ΔΕΝ φαίνεται να ΕΙΝΑΙ «κάτι τι» το διαφορετικό από αυτό που η συνείδησή μας, το καθιστά αντιληπτό ως ένα «αντικείμενο» που ήδη υπάρχει (και υπήρχε), δηλαδή το Κράτος Δικαίου. Έχω συνείδηση του Κράτους Δικαίου, διαφορετικά, ακόμα και αν υπήρχε δεν θα το αντιλαμβανόμουν. Έχω συνείδηση δηλαδή του περιεχομένου του, όπως εγώ το προσδιορίζω. Με άλλα λόγια, το Κράτος Δικαίου, είναι κατ΄ αρχήν ένα «κενό» περιεχομένου πλάσμα της νόησης, (πράγμα που δεν ισχύει προφανώς στην περιοχή του υπερβατικού, το οποίο η (κάθε) ιδεολογία το «γεμίζει» με τις αρχές και τα προτάγματά της. Εξ ου και η διαφορετικότητα του περιεχομένου. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τη Δημοκρατία, και άλλα παρόμοια «ΕΙΝΑΙ», δηλαδή, «οντότητες».
Το Κράτος Δικαίου, ως τέτοιο υπάρχει εκεί, απέναντι στη συνείδησή μου, ως συνειδητοποιημένη οντότητα, και «περιμένει» να «γεμίσει» με περιεχόμενο ως απόρροια συνειδητοποιημένων και συνειδητοποιούμενων (στο γίγνεσθαί τους) αντιλήψεών μας γι’ αυτό, πράγμα που αναλαμβάνουν να κάνουν οι πολιτισμικές, οι πολιτικέ, οι οικονομικές και οι κοινωνικές διεργασίες που εξελίσσονται διαρκώς στο χρόνο και στον χώρο. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν «Κράτη Δικαίου», «Δημοκρατίες», «Δικαιώματα», κ.λπ., ανάλογα με τις δοθείσες σ’ αυτά νοηματοδοτήσεις, οι οποίες πάντως αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, μεταξύ των διαφόρων πολιτισμικών προτύπων, αν και, επί του παρόντος, ως φαίνεται, όχι στο επίπεδο των πυρηνικών τους αξιών και αρχών, αλλά, στο επίπεδο των περιφερειακών τους επαφών (και τριβών).
VΙ
Συνεπώς, και με αυτό κλείνω, το ζήτημα της προάσπισης του Κράτος Δικαίου, στη διαπάλη μεταξύ Νεοφιλελευθερισμού και της Δημοκρατίας όπως τη βιώσαμε πριν καταστεί ο πρώτος η αδιαμφισβήτητη Κυρίαρχη Τάξη Πραγμάτων, με όλα της τα προβλήματα, τη Δημοκρατία δηλαδή που έχει στον πυρήνα της το Κοινωνικό Κράτος και μια ιδιωτική οικονομία να λειτουργεί υπό κοινωνικό έλεγχο, όχι στην έννοια της ρύθμισης των λειτουργιών της, αλλά της επιβολής ενός πλαισίου ότι δεν θα λειτουργεί ασυστόλως από άποψη αρχών και μέσων και χωρίς να συμβάλλει στην συνολική ευημερία της Κοινωνίας και του Λαού, είναι ένα ζήτημα υπάρξεως.
Ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Η κάθε ιδεολογία, επιχειρεί να «γεμίσει» τις λέξεις με το περιεχόμενο που απορρέει απ’ αυτήν. Όμως, τούτα τα «περιεχόμενα», δεν αποτελούν απλά «γλωσσικά» και «γραμματικά» ή πνευματικά αν θέλετε γυμνάσματα. Όταν «γεμίζουμε» με νοήματα τη λέξη «Κράτος Δικαίου», τη λέξη «Δημοκρατία», τη λέξη «Κυριαρχία, τη λέξη «Δικαιοσύνη», τη λέξη «Παιδεία», κ.λπ., όλες τούτες οι λέξεις, απ΄ τη στιγμή που νοηματοδοτηθούν, και κυρίως όπως αυτές νοηματοδοτηθούν από την Εξουσία, απ΄ την ίδια αυτή στιγμή, θα αρχίσουν να παράγουν καθημερινά πρακτικά αποτελέσματα, θα αρχίσουν να έχουν συνέπειες στη ζωή του κάθε ανθρώπου και της Χώρας συνολικά.
Το ερώτημα λοιπόν, αν το Κράτος Δικαίου, που αποτελεί και το αντικείμενο του παρόντος άρθρου, έχει αποκατασταθεί από τα πλήγματα που δέχτηκε κατά την περίοδο εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, παραμένει ένα ερώτημα ρητορικό, διότι το Δίκαιο άπαξ και έχει πληγεί, δεν αποκαθίσταται δια της σιωπής για τα πλήγματα που δέχτηκε, αλλά, δια της πανηγυρικής του αποκαταστάσεως, δηλαδή, με την τυπική (που εδώ είναι και ουσιαστική) άρση εκείνων των εμποδίων και την αφαίρεση των δεσμών που του είχαν επιβληθεί, άλλως, ομιλούμε τελείως θεωρητικά. Η πρακτική εν προκειμένω πανηγυρική αποκατάσταση του Κράτους Δικαίου, θα είναι η άρση όλων των νόμων που είχαν ληφθεί με ένα Νομοθετικό Σώμα και μια Εκτελεστική Εξουσία υπό καθεστώς πολιορκίας εκ μέρους των δανειστών, που κυριολεκτικώς αλώνιζαν σε υπουργεία και σε όλο τον κρατικό και δημόσιο τομέα, ελέγχοντας και επιβάλλοντας τις απαιτήσεις τους.
Η άρση αυτή πρέπει να γίνει, έστω και για λόγους συμβολικούς, αν αυτό είναι το μέγιστο που μπορεί να κάνει το (Νέο)Παλαιοκομματικό Σύστημα Εξουσίας.
Όταν το ίδιο το Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας αναγνώριζε κατά την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, πως βρισκόμασταν σε «πόλεμο» και πως η Ελλάδα είχε μεταβληθεί σε «πειραματόζωο», ακόμα και αν παραβλέψω ό,τι άλλο μας συνέβη, θα αρκούσαν αυτές οι δύο λέξεις ώστε να θεμελιώσω τον ισχυρισμό πως την ίδια στιγμή που διατυπώνονταν αυτές οι λέξεις, την ίδια στιγμή, τυπικά και ουσιαστικά το Κράτος Δικαίου καταργούνταν στη πράξη.
Διότι πώς θα μπορούσε να υπάρχει Κράτος Δικαίου και να εκπροσωπεί όχι μια Δημοκρατία ή ένα Συνταγματικό Χάρτη, αλλά, ένα «πειραματόζωο» ή ένα Κράτος υπό την Κατοχή Ξένης Δύναμης, αφού, αυτό που συνέβη με τον «πόλεμο» που «δίναμε», ήταν πως τον είχαμε χάσει, διότι πως αλλιώς δικαιολογείται η ουσιαστική παράδοση της εθνικής μας κυριαρχίας και των τυχών της Χώρας και του Λαού στην παντοδύναμη Τρόϊκα, που πλέον, από «επιτιθέμενη» ΞΕΝΗ Δύναμη που ήταν, κατέστη εσωτερική Κατοχική Δύναμη (αυτό δεν εννοούσανε όταν λέγανε (κάποιοι) ότι βρισκόμαστε σε «πόλεμο», πράγμα που απαιτεί εκτός από έναν αμυνόμενο και (τουλάχιστον) έναν επιτιθέμενο);
Το «Κράτος Δικαίου», όμως, δεν βρίσκεται μαζί μας ΣΗΜΕΡΑ, ούτε μας συνοδεύει στο ταξίδι μας στο «μέλλον».
Το «Κράτος Δικαίου», βρίσκεται εκεί ακριβώς (στο χρόνο, διότι ο τόπος είναι ο ίδιος) όπου είχε καταλυθεί. Οι Νόμοι που το κατέλυσαν, ισχύουν, οι συμπεριφορές που το έπληξαν βαριά, δεν καταδικάστηκαν urbi et orbi με τρόπο ηχηρό και πανηγυρικό, ως εάν να επιδιώκεται το «πράγμα» να πέσει στη λησμονιά, να μη μιλάμε γι΄ αυτό.
Όμως, ουδέποτε το μέλλον κατακτήθηκε μέσα από ηχηρές σιωπές για κρίσιμα ζητήματα που αποτελούν τα πλέον σταθερά και ισχυρά θεμέλια κάθε Πολιτείας και κάθε Λαού, που θέλει να δώσει τη μάχη του μέλλοντος. Διότι εδώ, μιλάμε για θεμέλια που δεν έχουν να κάνουν με ζητήματα αποτελεσματικής οργάνωσης και λειτουργίας της Κοινωνίας, της Οικονομίας, του Κράτους, της Δημοκρατίας, μα αποτελούν τα κατ’ εξοχήν στοιχεία ενός κρίσιμου παράγοντα, του πλέον κρίσιμου, αυτού που δίνει δύναμη και κουράγιο στη πορεία προς το μέλλον, δηλαδή, της ύπαρξης ενός Οράματος γι΄ αυτό το «μέλλον» και τον «αγώνα» που πρέπει να δοθεί για την κατάκτησή του. Κι ένα τέτοιο «Όραμα» ΔΕΝ διαθέτουμε ως λαός, ως έθνος, εξόν και αν υπάρχει και το αγνοώ. Και λέω ότι ΔΕΝ υπάρχει, διότι εν προκειμένω, σε ένα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ για την κατάκτηση ενός ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΦΙΚΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ, δεν αρκεί να διατυπώσεις ένα όραμα «στο χαρτί», ούτε να «εκφωνηθεί» από τα χείλη ανθρώπων που μόνο ηγετικό κύρος δεν διαθέτουν, μα απαιτεί την ύπαρξη ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ «ΗΓΕΤΩΝ» ΜΕ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΜΕΝΕΣ «ΗΓΕΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ», απαιτεί όντως ΗΓΕΤΕΣ. Και αν αληθεύει ότι ένας ηγέτης αναδεικνύει τις ικανότητές του κυρίως μέσα σε «φουρτουνιασμένες θάλασσες», τότε, προσωπικά, τέτοιον ηγέτη αδυνατώ να εντοπίσω στο τρέχον πολιτικό προσωπικό της Χώρας. Δεν λέω ότι δεν υπάρχει (ενδεχομένως). Λέω ότι δεν τον διακρίνω. Ίσως όμως αυτό συμβεί στο (ελπίζω όχι πολύ μακρινό) μέλλον…
Κι αν το Κράτος Δικαίου δεν βρίσκεται σήμερα μαζί μας, κείται επί των ερειπίων του «οικοδομήθηκαν» τα Μνημόνια, ερείπιο και το ίδιο, εφόσον δεν αποκαταστάθηκε, και, ας μη το ξεχνάμε, ίσως ένας κίνδυνος ακόμα μεγαλύτερος είναι η ψευδαίσθηση ότι υπάρχει και ζούμε εντός του.
Ναι όντως ζούμε «εντός» ενός Κράτους, αλλά όχι αυτό του Δικαίου.
Ζούμε εντός ενός Κράτους, που χωρίς ακόμα να απαντήσει στα μεγάλα «γιατί;», λίγα χρόνια πριν λεηλάτησε εκατομμύρια ζωές, (σε ένα Κράτος ολ΄΄ιγων ούτως ή άλλων εκατομμυρίων ανθρώπων), έκλεψε περιουσίες, έστειλε στα ξένα εκατοντάδες χιλιάδες ελληνόπουλα, οδήγησε στην αυτοχειρία χιλιάδες συνανθρώπους μας που δεν άντεξαν τη «σωτήρια θεραπεία» που μας επέβαλαν άθλιοι «γιατροί», εξευτέλισε την ίδια την Δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά πλέον δεν μας ενοχλούν καθόλου, περισσότερο ενοχλούμαστε όταν τα αναφέρουμε, πράγμα που «χαλάει» την «ηρεμία» που έχουμε «κατακτήσει» μέσα στο βασίλειο της ψευδαίσθησης πως με αυτό τον τρόπο, ό,τι θλιβερό αφήνουμε ΖΩΝΤΑΝΟ πίσω μας, δεν θα μας ενοχλήσει στο μέλλον!
«Εστέναξεν ο Δεσμώτης και επρόσθεσε με πικρόν χαμόγελον : – Θ’ ακούσης να λέγουν πως ο Προμηθεύς εσώθη από κάποιον Ηρακλέα. Ψεύμα ! η κακία του ανθρώπου εδημιούργησεν έναν μύθον, και αυτός ήτο ο πρώτος καρπός της προς τους ανθρώπους ευεργεσίας μας. Τότε είπον οι άνθρωποι μεταξύ των : « – Ας ησυχάσωμεν πλέον δια τον Προμηθέα, τον ευεργέτην μας, τον έσωσε ο Ηρακλής.» « – Αφού λοιπόν εσώθη, ας μη σκεπτώμεθα πλέον δι’ αυτόν.» Και επίστευσαν εις το ίδιον ψεύμα των. Από την στιγμήν εκείνην το μαρτύριόν μου διαιωνίσθη, ο δε κόσμος πιστεύσας ότι ο δεσμώτης ηλευθερώθη, τον ελησμόνησαν εις τα δεσμά! Το ψεύμα είναι το μόνον γνήσιον νόμισμα, με το οποίον η αλήθεια επληρώθη.» (Π. Δημητρακόπουλος : Επιλογή από το έργο του – Σηδηρά Διαθήκη, Χρυσή Διαθήκη, Κριτήριον, Η Σκουπιδιάδα, σελ. 171).
Ο Δεσμώτης είναι το Κράτος Δικαίου. Η περιγραφή αρμόζει στην περίσταση.