Ζέζα Ζήκου
Στα χρόνια των ένθερμων νεανικών αναζητήσεών μας μάθαμε από τον Κάρολο φον Κλάουζεβιτς, τον μέγα θεωρητικό της πολεμικής τέχνης, ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα».
Δηλαδή, όταν η πολιτική, αυτή η σπουδαία άσκηση του νου φθάσει σε αδιέξοδο, λόγω είτε κακών εκτιμήσεων των δεδομένων και άλλων παραμέτρων είτε δόλιων μεθοδεύσεων, τότε οι ηγέτες καταφεύγουν στην «άσκηση της βίας στον ανώτατο δυνατό βαθμό», κατά τη διατύπωση του ίδιου στρατηγού. Και επειδή η πολιτική της Τουρκίας, που βασίζεται στη βία είναι σαφώς πιο άμεσα αποτελεσματική, το «στρατιωτικόν πρόταγμα της ισχύος», περιβάλλεται από αίγλη και δόξα για τον Ερντογάν έναντι της «πολιτικής θεωρίας».
Ωστόσο, η τελευταία φάση του δράματος αυτού που εξελίσσεται εις βάρος μας από τον Τούρκο εχθρό υπό την απειλή νέων απείρως σοβαρότερων επεξεργασμένων διεκδικήσεων, φαίνεται ότι δεν έχει γίνει κατανοητό από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, που έσπευσε με δήλωση-διάγγελμα να εκφράσει την μεγάλη ικανοποίηση για τη νέα αμυντική Συμφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ ότι αποτελεί ηχηρή ψήφο εμπιστοσύνης στη χώρα ως πυλώνα ασφάλειας στην περιοχή! Δεν είναι τυχαίο που αμέσως «δέκα σύγχρονοι Κλαούζεβιτς» υποκλίθηκαν βαθιά μπροστά του…
Και εξηγούμε…
Στο πολιτικό κομμάτι της συμφωνίας, η Αθήνα επεδίωκε να αποσπάσει ορισμένα ανταλλάγματα που να φέρουν τον μανδύα κάποιου είδους εγγύησης έναντι της τουρκικής απειλής. Το… «φάντασμα» της επιστολής του Χένρι Κίσινγκερ προς τον Δημήτρη Μπίτσιο, η οποία έχει πάντως μυθοποιηθεί, εξακολουθεί να… στοιχειώνει πολλούς διπλωμάτες.
Κυκλοφορούσαν με ένταση πληροφορίες, ότι ο κ. Δένδιας κυνηγούσε με ζήλο την ιδέα να ζητήσει ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής. Η ιδέα αυτή, ιδιαίτερα φιλόδοξη, απέτυχε, με δεδομένη και την ανύπαρκτη βούληση εκ μέρους της αμερικανικής πλευράς για κάτι καλύτερο με την Ελλάδα, σε αντίθεση με τη Γαλλία.
Χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα
Στη χώρα που τα λιμάνια ανήκουν σε Κινέζους, τα αεροδρόμια σε Γερμανούς, τα τρένα σε Ιταλούς και τα υπόλοιπα στα νέα αφεντικά που αποκαλούνται επενδυτές, οι βάσεις οι στρατιωτικές ανήκουν –φυσικά– στους Αμερικανούς. Κάθε ελληνική κυβέρνηση -είτε του ΣΥΡΙΖΑ, είτε του Μητσοτάκη- διεκπεραιώνει την ακόρεστη βουλιμία των Αμερικανών «συμμάχων» μας για «στρατιωτικές βάσεις» στην Ελλάδα – στη Σούδα της Κρήτης, στη Λάρισα, στο Βόλο, στην Αλεξανδρούπολη, στο Άκτιο, παντού… Και το ακραία προκλητικό: Αυτή η εκούσια προθυμία προσφέρεται χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα εγγύησης της ακεραιότητας και ασφάλειας του χερσαίου, θαλάσσιου και εναέριου ελληνικού χώρου.
Φαίνεται ότι ξεθώριασαν οι «κόκκινες» γραμμές μας καθώς η «δημιουργική ασάφεια» που διατρέχει τη νέα Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defense Cooperation Agreement – MDCA), είναι καταστροφική σε θέματα εθνικής κυριαρχίας… καθώς δεν αποτρέπει την τουρκική απειλή πολέμου. Η συμφωνία έχει τη διαβόητη πενταετή ισχύ, αλλά στη συνέχεια θα συνεχίσει να ισχύει επ’ αόριστον, εκτός αν μία από τις δύο πλευρές αποφασίσει διαφορετικά.
Με τη συμφωνία, οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις μπορούν να χρησιμοποιούν όλες(!) τις ελληνικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Δυστυχώς, για πολλοστή φορά απέτυχε μια ελληνική κυβέρνηση να πείσει την Ουάσιγκτον να καταλάβει τις δυνατότητες της χώρας και ταυτόχρονα να αντιληφθεί πόσο κρίσιμο, αλλά και επικίνδυνο είναι το γεωπολιτικό μας «οικόπεδο». Να καταλάβουν δηλαδή οι Αμερικανοί ότι εδώ είναι, από πολλές απόψεις, το τελευταίο σύνορο της Δύσης.
Αλλά, η χώρα παραμένει εγκλωβισμένη στο σύνδρομο των προστατών και του προτεκτοράτου για την ασφάλειά μας! Όμως στον σημερινό κόσμο δεν υπάρχουν προτεκτοράτα και προστάτες, όπως συνέβαινε τον 19ο αιώνα.
Πάσχουμε, ως Έλληνες, από μια πρωτοφανή «σχιζοφρενή» αντιμετώπιση του ρόλου των Μεγάλων Δυνάμεων. Ζητάει την προστασία τους για την ασφάλεια της χώρας. Ελπίζει, υπερτιμά την πραγματικότητα, απογοητεύεται όταν δεν επαληθεύονται οι προσδοκίες του και άντε πάλι από την αρχή. Όσο κακός είναι ο αντιαμερικανισμός, τόσο επικίνδυνη είναι η αντίληψη ότι οι ΗΠΑ θα «καθαρίσουν» για εμάς αν συμβεί κάτι με την Τουρκία. Και ταυτόχρονα, δεν σταματάμε ποτέ την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που βασιζόταν στην αρχή ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να στηρίζεται ποτέ μόνο σε έναν παγκόσμιο πυλώνα.
Η Ελλάδα έδωσε στους Αμερικανούς ό,τι σχεδόν είχαν ζητήσει. Τους τα είχε δώσει η κυβέρνηση Τσίπρα και με την αμυντική συμφωνία που υπέγραψαν οι Δένδιας και Πομπέο, οι όποιες στρατιωτικές διευκολύνσεις επεκτάθηκαν και κυρίως προσέλαβαν θεσμική μορφή. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα έδωσε τοις μετρητοίς πάρα πολλά, αλλά εισέπραξε ελάχιστα.
«Εθνικό συμφέρον» η παραχώρηση στρατιωτικών διευκολύνσεων στους Αμερικανούς
Κι αν η Ουάσιγκτον δεν ήταν έτοιμη να εγγυηθεί την ελληνική εθνική ασφάλεια, θα έπρεπε να δώσει ανταλλάγματα σε άλλα επίπεδα (π.χ. δωρεάν παραχώρηση προηγμένων οπλικών συστημάτων), που να αντιστοιχούν στις προσφερόμενες στρατιωτικές διευκολύνσεις. Κι αν ούτε αυτό ήταν διατεθειμένη να δώσει, τότε δεν θα έπρεπε να της παραχωρηθούν διευκολύνσεις, ή τουλάχιστον να παραμείνουν θεσμικά μετέωρες. Πώς να συμβεί αυτό, όμως, όταν το εγχώριο πολιτικό σύστημα θεωρεί ότι και μόνο η παραχώρηση στους Αμερικανούς στρατιωτικών διευκολύνσεων εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον;
Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ του Μπάιντεν έχουν διαβεί τον Ρουβίκωνα της πιο ενεργού σύγκρουσης με την Κίνα με τη στρατηγική συμμαχία AUKUS στην περιοχή της Ινδίας-Ειρηνικού. Οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν ότι θα βοηθήσουν την Αυστραλία να αποκτήσει πυρηνοκίνητα υποβρύχια. Η στρατηγική συμμαχία των τριών πλευρών ονομάστηκε AUKUS -από τα αρχικά Αυστραλίας (Australia), Ηνωμένου Βασιλείου (United Kingdon) και ΗΠΑ (United States).
Αλλά στο νέο μεγάλο παιχνίδι δεν υπάρχει χώρος για την Ελλάδα. Αντίθετα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί να σπρώξει την Τουρκία οριστικά στην αγκαλιά ενός παραδοσιακού αντιπάλου ή ενός αναδυόμενου ευρασιατικού γίγαντα.
Αυτά.