Σταυρούπολη: Είμαστε φασίστες, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι καταδίκες της βίας «από όπου κι αν προέρχεται» είναι χιλιοπαιγμένες ανοησίες, των δήθεν δημοκρατών τού μετώπου της λογικής.

Πριν από 20 χρόνια, ξεκίνησε ένας καινούργιος κύκλος στη χώρα που κατέβαινε όλο και χαμηλότερα, μέχρι που άρχισε να κατρακυλά με ταχύτητα.
H «κατρακύλα» μπορεί να οριστεί ως αποδοχή συμπεριφορών που οι προηγούμενες γενιές θα θεωρούσαν αδιανόητες, εξαιρέσεις που σταδιακά άρχισαν να γίνονται κανόνες.

Η Χρυσή Αυγή δεν είδε φως και μπήκε στη βουλή. Μπήκε με τη βοήθεια του κοινού. Το ακροδεξιό-φασιστικό αφήγημα είχε αποκτήσει πλέον μεγάλη διείσδυση στην κοινωνία και μάλιστα όχι υπόγεια αλλά από κυρίαρχους φορείς επικοινωνίας και κοινωνικής κατασκευής. Ας θυμηθούμε μόνο ότι η τελευταία προηγούμενη Δεξιά κυβέρνηση κόντεψε να βάλει την εγκληματική Χρυσή Αυγή σε θέση κυβερνητικού εταίρου.

Χρυσή Αυγή Βουλή έδρανα

Οι βασικοί λόγοι που αναχαιτίστηκε η Χρυσή Αυγή ήταν δύο:
1. Η οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ προς τους πλέον οικονομικά ασθενέστερους και κάποιοι άλλοι διέξοδοι που δημιουργήθηκαν για την κοινωνία κατά την 4τραετή διακυβέρνησή του
2. Η πολυετής δίκη της Χρυσής Αυγής που έδωσε ισχυρή ώθηση στο αντιφασιστικό κίνημα.
Δεν κερδήθηκε όμως ιδεολογικά, απλά την αναχαίτισαν. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι φασίστες είναι πλέον κομμάτι του κοινωνικού ιστού. Και αναλόγως ξεσαλώνουν ή λουφάζουν…

Όταν η Νέα Δημοκρατία ήταν αντιπολίτευση άνοιξε όλες τις κάνουλες για να ποτίσει την  ακροδεξιά ιδεολογία. Και καλλιέργησε την κανονικοποίηση του φασισμού με στόχο να κερδίσει όσους ψήφους μπορούσε από τους χρήσιμους ηλίθιους.
Στη δε Βόρειο Ελλάδα όπου επικρατούσαν οι ειδικές συνθήκες του Μακεδονικού έπαιξε τα ρέστα της. Επένδυσε μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο και ρευστό, κι έστρεψε την πολιτική της ατζέντα ακροδεξιά, κάνοντας ότι δεν βλέπει τους φασίστες ή βαφτίζοντάς τους εξοργισμένους πολίτες.

Σήμερα, ως κυβέρνηση σήμερα, προκειμένου να διατηρήσει αυτούς τους ψηφοφόρους,  ανέχεται τους φασίστες, δεν σχολιάζει, δεν τολμά καν να κάνει αναφορά στη λέξη φασισμός κι έχει αμολημένους και μερικούς βουλευτές της να τους χαϊδεύουν τ΄ αυτιά με τη ρητορική του μίσους. Γι΄ αυτό φασίστες κι αστυνομία δέρνουν πλάι πλάι, ανενόχλητοι, υπό τη σκέπη τού επιτελικού κράτους. Επειδή η δεξιά παράταξη θα έχει πάντοτε μεγάλη δυσκολία να ονοματίσει τον φασισμό και τον ναζισμό ως το απόλυτο κακό που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε άλλο.

Το δια ταύτα

Μπορεί να μην είναι βολικό στη συνείδηση τής κοινοβουλευτικής αριστεράς να αποδεχτεί ότι οι φασίστες είναι κομμάτι της κοινωνίας και να μιλά για το πρόβλημα σαν να μην υπάρχουν αυτοί μέσα στην κοινωνία, πρέπει όμως να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα αν θέλει να την αντιμετωπίσει. Οφείλει να μιλήσει ανοιχτά όχι μόνο για τους θεσμούς, την πληρωμένη δημοσιογραφία ή την κυβέρνηση που κρατά ίσες αποστάσεις, αλλά και για εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που δεν είναι διατεθειμένο να αποβάλλει τον φασισμό και τα ακροδεξιά του αφηγήματα.
Με αυτή την έννοια είναι μια δευτερεύουσα κουβέντα αν τα επεισόδια στη Σταυρούπολη είναι υποκινούμενα ή όχι.

Ζωή Χαλιδιά

ΔΗΜΟΦΙΛΗ