Όραμα του Παύλου Μπακογιάννη, να γεφυρώσει το μίσος Αριστερών – Δεξιών
Κίσινγκερ προς Άλντο Μόρο: Σταμάτα να φλερτάρεις με τους κομμουνιστές, γιατί θα το πληρώσεις ακριβά… (you will pay it dearly)”
Πραγματικοί εχθροί του καθεστώτος, είναι πάντα αυτοί που προτάσσουν την Εθνική ενότητα των γηγενών, απέναντι στα διχαστικά σχέδια των ιμπεριαλιστών τοκογλύφων.
Ήταν 26 Σεπτεμβρίου 1989 όταν ο δημοσιογράφος και πολιτικός έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη.
Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, συμπληρώνεται σήμερα από τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, ο οποίος έπεσε νεκρός από τις σφαίρες της 17 Νοέμβρη.
Ήταν πρωί της 26ης Σεπτέμβρη του 1989, όταν ο πολιτικός και δημοσιογράφος έπεσε νεκρός μπροστά στο γραφείο του από το περίστροφο της τρομοκρατικής οργάνωσης στην οδό Ομήρου, που σύμφωνα με το δικαστήριο κρατούσε ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Σε μία ταραγμένη περίοδο για την πολιτική ζωή του τόπου, με το σκάνδαλο Κοσκωτά, η δολοφονία Μπακογιάννη αποτέλεσε τη χαριστική βολή σε ένα πολιτικό σύστημα που κατέρρεε.
Ο Παύλος Μπακογιάννης είχε καταγωγή από την Ευρυτανία. Γιος ιερέα, κατάφερε με πολλές θυσίες να σπουδάσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο έχοντας πυξίδα σε κάθε του κίνηση την ιδιαίτερη του πατρίδα. Δίχως να γνωρίζει τη γλώσσα, έφυγε στη Δυτική Γερμανία όπου απέκτησε πτυχίο Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Μονάχου, ενώ ανακηρύχθηκε κατόπιν Διδάκτωρ των Κοινωνικών Επιστημών, στο Πανεπιστήμιο της Κωστάντσας. Στο Μόναχο δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και για 10 χρόνια, ήταν διευθυντής του ελληνόφωνου προγράμματος της ραδιοφωνίας της Βαυαρίας. Σε μία πτήση του προς Ελλάδα, έμαθε στο αεροδρόμιο για τη χούντα. Άφησε το αεροπλάνο να φύγει και πήγε αμέσως να κάνει αντιδικτατορική εκπομπή, ενώ σύντομα ξεκίνησε επαφές με πολιτικές ομάδες του εξωτερικού, γεγονός που ενόχλησε τη Χούντα, που του αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια.
Τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο Παύλος Μπακογιάννης επέστρεψε στην Ελλάδα, παντρεύτηκε τη Ντόρα Μητσοτάκη, με την οποία έκανε δύο παιδιά. Την Αλεξία και τον Κώστα, ενώ παράλληλα είναι αναπληρωτής του Δημήτρη Χορν στη διεύθυνση της ΕΡΤ. Από το Νοέμβριο του 1985 συνδέεται πολιτικά με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ενώ το 1989 εκλέγεται βουλευτής Ευρυτανίας. Στην κυβέρνηση του μεγάλου συμβιβασμού το Τζαννετάκη, υπήρξε διαπραγματευτής της Νέας Δημοκρατίας στις συζητήσεις με το Συνασπισμό, ενώ εισηγείται την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου. Όραμα του να γεφυρώσει το μίσος Αριστερών – Δεξιών, γεγονός που άρχισε να ενοχλεί ορισμένους αμετανόητους και κατά πολλούς όπλισε το χέρι των τρομοκρατών.
Στην ιστορία έχει μείνει ίσως η σημαντικότερη φράση – παρακαταθήκη του στις νεώτερες γενιές, πως «στις Δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα«, ενώ η επισήμανση του πως «μπορούμε και διαφωνούμε, γιατί μπορούμε να συνυπάρχουμε», είναι ίσως πιο επίκαιρη από ποτέ.