Κορωνοϊός και η εκδίκηση του Κέυνς

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Του Γεωργίου Παπασίμου
Δικηγόρου

Η πανδημία του κορωνοϊού έχει μετατραπεί σε τιμωρό, αφενός της παγκοσμιοποίησης, αφού οι προηγηθείσες γεωπολιτικές αντιπαλότητες έχουν γιγαντωθεί και η περίοδος της λεγόμενης pax Americana, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989, φαντάζει μια μακρινή ανάμνηση και αφετέρου του παγκόσμιου καπιταλισμού ως συστήματος εκμεταλλευτικής ανάπτυξης, που διατηρούσε όμως την κοινωνική ταξική ισορροπία. Έναντι αυτών των σοβαρών συνθηκών, που μπορούν να συνταράξουν συθέμελα το ισχύον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στο οποίο κυριαρχούν φεουδαρχικού τύπου συνθήκες, φαίνεται ότι η επαναφορά του κεϋνσιανισμού, στην καθαρή μορφή που είχε εμφανιστεί στην μεταπολεμική περίοδο επάνω στις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί την μοναδική αναγκαία λύση.
Αυτό συνάγεται από την πολιτική που ήδη έχει εξαγγείλει και προωθεί ο Μπάιντεν στις Η.Π.Α. Ήδη έχει ανακοινωθεί ότι προωθούνται έργα υποδομών με αποκλειστικά δημόσιες επενδύσεις ύψους 2 τρις δολαρίων και πρόγραμμα κοινωνικών δαπανών ύψους 1 τρις δολαρίων, καθώς και αυξήσεις των μισθών. Αν σε αυτά προστεθούν και τα 5 τρις δολάρια που έχουν ήδη κατευθυνθεί ως απάντηση στην πανδημία του Covid-19, πρόκειται για το γιγαντιαίο ποσό των 8 τρις δολαρίων, μέσω του οποίου η Μέκκα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος επιχειρεί να αποφύγει τη θανατηφόρα ύφεση και την πλήρη απώλεια της παγκόσμιας ηγεμονίας.
Για την κάλυψη αυτών των τεραστίων κρατικών δαπανών, η προεδρία του Μπάιντεν προωθεί παράλληλα την αύξηση της φορολογίας στα κέρδη των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων για πρώτη φόρα, προτείνοντας σε όλη τη διεθνή κοινότητα ένα ενιαίο σύστημα φορολόγησης των μεγάλων πολυεθνικών κολοσσών, με βάση το οποίο οι επιμέρους χώρες όπου αυτοί δραστηριοποιούνται, θα μοιράζονται τα έσοδα που θα προκύπτουν από τη φορολόγησή τους. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η φορολόγηση τω μεγάλων πολυεθνικών, που έχουν πωλήσεις άνω των 20 δις δολαρίων, ανάλογα με τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται σε κάθε επιμέρους χώρα. Επίσης, προτείνεται η καθιέρωση ενός διεθνούς ελάχιστου φορολογικού συντελεστή ύψους 21%, ο οποίος θα δίνει το δικαίωμα στις κυβερνήσεις να απαιτούν από τις εταιρείες να πληρώνουν μέχρι την κάλυψη του ποσοστού αυτού, ακόμα και αν αυτές λογιστικά εξάγουν το τζίρο και τα κέρδη τους σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με τον ΟΑΣΑ, υπολογίζεται ότι ο φόρος αυτός θα αποφέρει δημόσια έσοδα άνω των 100 δις δολαρίων το χρόνο.
Πρόκειται για πλήρη ανατροπή του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου παραδείγματος, που καθιερώθηκε κυρίως στον δυτικό κόσμο από τη δεκαετία του ’70 με πρωτεργάτες τη Θάτσερ και τον Ρήγκαν και έχει δημιουργήσει τεράστιες ανισότητες μεταξύ των εθνών και των κοινωνιών και πληγές στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, που δεν μπορούν πλέον να αποκρυβούν.
Έτσι το κράτος επιστρατεύεται και πάλι ως σωτήρας, με επενδύσεις από δημόσιες δαπάνες. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι η αναγγελία αυτής της πολιτικής έχει επιφέρει έντονη κριτική από τους εκπροσώπους των μεγάλων επενδυτικών ομίλων, που χαρακτηρίζουν τον Μπάιντεν οπισθοδρομικό εν σχέσει με την επιλογή των αμιγώς δημόσιων δαπανών, και όχι αυτήν της σύμπραξης με τον ιδιωτικό τομέα, με μόχλευση δημοσίων και ιδιωτικών κεφαλαίων.
Εάν δεν αλλάξει κάτι στην πορεία, θα πρόκειται για επαναφορά της πραγματικής κεϋνσιανής λογικής, σύμφωνα με την οποία οι δημόσιες επενδύσεις δημιουργούν το απαραίτητο πλαίσιο εμπιστοσύνης και ισορροπίας στην οικονομία, το οποίο στη συνέχεια μεταφέρεται και στις ιδιωτικές επενδύσεις, ενταγμένες σε ένα ευρύτερο επωφελές πρόγραμμα ανάπτυξης. Δημιουργούνται δηλαδή εκείνες οι συνθήκες του λεγόμενου ενάρετου οικονομικού κύκλου, όπου το χρήμα περνάει στην παραγωγή και στην κατανάλωση, δημιουργώντας απασχόληση και εισόδημα στις πλατιές μάζες και δεν μετατρέπεται σε εικονικό νεκρό πλούτο στα χέρια λίγων νεο-φεουδαρχών του σημερινού παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού καπιταλιστικού ζόμπι.
Παρά την τεράστια αυτή αλλαγή παραδείγματος, που προωθείται από τις Η.Π.Α., αλλά και άλλους παγκόσμιους πόλους (Κίνα, Ινδία, Ρωσία κ.λπ.), η Ευρώπη παραμένει δέσμια στον αδιέξοδο και επικίνδυνο γερμανικό οικονομικό εθνικισμό, συρόμενη στις ράγες της καταστροφικής πλέον μονεταριστικής οικονομικής λογικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ταμείο ανάκαμψης, το οποίο προβλέπει ελάχιστα χρήματα (750 δις ευρώ) εν σχέσει με τα 8 τρις δολάρια των Η.Π.Α., παραμένει ουσιαστικά ανενεργό, έχοντας για μια ακόμα φορά εγκλωβιστεί στα δίχτυα του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ