Καθώς οι εμβολιασμοί κατά της covid-19 συνεχίζονται, τα πρώτα σημάδια είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικά ως προς τη συμβολή τους στην καταπολέμηση της πανδημίας. H συζήτηση όμως των ημερών διεθνώς, επικεντρώνεται στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Αν και κάθε χώρα της ΕΕ εφαρμόζει δικό της πρόγραμμα ανοσοποίησης σε νομοθετικό επίπεδο, ο εμβολιασμός δεν είναι υποχρεωτικός. Τα ζητήματα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική στην ΕΕ, έχουν καθοριστεί από την γνωστή και ως «Σύμβαση του Οβιέδο», την οποία έχει ενσωματώσει η Ελλάδα στην νομοθεσία της με τον νόμο 2619/1998. Στο άρθρο 5 της σύμβασης προβλέπεται ότι απαιτείται ελεύθερη συναίνεση, κατόπιν ενημέρωσης, για οποιαδήποτε επέμβαση σε θέματα υγείας, με τον εμβολιασμό να εμπίπτει στη συγκεκριμένη πρόβλεψη. Η παρέμβαση στο ανθρώπινο σώμα χωρίς τη συναίνεση του ατόμου απαγορεύεται, σε αντίθετη περιπτωση προσβάλλεται η αρχή της ανθρώπινης αξίας.
Γράφει ο Ανδρέας Παπαμιμίκος από το ethnos.gr
Στην Ελλάδα η πολιτική του εμβολιασμού τίθεται από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών μέσω του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών. Ο ν. 4675/2020, ο οποίος ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 2020, προβλέπει ότι στις περιπτώσεις κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβληθεί από την πολιτεία υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με καθορισμένο εμβόλιο με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου, πρόβλεψη η οποία δύναται να εφαρμοστεί σε συγκεκριμένο μέρος του πληθυσμού (ενδεικτικά στους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας), σε ορισμένο γεωγραφικό χώρο και για ορισμένο χρονικό διάστημα ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας. Με δεδομένο, όμως, ότι αντιμετωπίζουμε μία πανδημία με επιπτώσεις σε ολόκληρο τον πληθυσμό, θα μπορούσε η πολιτεία να αποφασίσει εκτάκτως, εφ’όσον υφίσταται θετική εισήγηση από την Επιτροπή Εμπειρογνομώνων Δημόσιας Υγείας (ΕΕΔΥ), την υποχρέωση εμβολιασμού σε ολόκληρο τον πληθυσμό της χώρας. Για τους άνω των 60 για λόγους που σχετίζονται με τις επιπτώσεις του ιού στην υγεία τους και για τους νεότερους για λόγους αναχαίτισης της μετάδοσης του ιού. Φυσικά, μια τέτοια απόφαση καθίσταται για πολλούς λόγους δύσκολη, ειδικότερα ελλείψει σαφούς νομοθετικού πλαισίου για τις περιπτώσεις της πανδημίας.
Την ανωτέρω πρόβλεψη έρχεται να ενισχύσει ως προς την κοινωνική υποχρέωση εμβολιασμού, ενώπιον της οποίας υποχωρεί το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού του ατόμου στα θέματα υγείας, η απόφαση 2387/2020 του Συμβουλίου Της Επικρατείας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση γονέων παιδιού το οποίο είχε διαγραφεί από παιδικό σταθμό καθώς δεν είχε ακολουθήσει το προβλεπόμενο πρόγραμμα εμβολιασμού, κρίνοντας ότι η αξίωση να μην εμβολιαστεί το νήπιο με το επιχείρημα ότι έχουν εμβολιαστεί τα λοιπά πρόσωπα του περιβάλλοντος του αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας. Κοινώς, το ΣτΕ απεφάνθη ότι δεν μπορεί κανείς να βασίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι τα υπόλοιπα μέλη του κοινωνικού συνόλου θα ανταποκριθούν στην κοινωνική τους υποχρέωση να εμβολιαστούν, εξαιρώντας εαυτόν από την υποχρέωση αυτή. Κυρίως ως προς την πανδημία που βιώνουμε, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε την υποχρέωσή μας να προασπίσουμε τη δημόσια υγεία, καθώς η δημόσια υγεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική και την κοινωνική ευμάρεια.
Δεδομένου ότι ο εμβολιασμός δεν είναι νομικά υποχρεωτικός, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία υπάρχει απόφαση από την πολιτεία για έκτακτη και προσωρινή υποχρέωση και για συγκεκριμένο εμβόλιο, δεν υφίστανται περιθώρια πρωτοβουλίας για τον ιδιωτικό τομέα. Στον εργασιακό χώρο δε δύναται να καταστεί υποχρεωτικός ο εμβολιασμός από τον εργοδότη. Οι αεροπορικές εταιρείες, ομοίως, δε δύνανται να απαιτήσουν από τους επιβάτες τους να έχουν εμβολιαστεί για να ταξιδέψουν, καθώς υφίσταται εναλλακτικός τρόπος διαπίστωσης εάν κάποιος είναι φορέας του ιού μέσω ειδικού τεστ. Δύνανται, όμως, να παράσχουν διευκολύνσεις και προνόμια σε όσους έχουν αποδεδειγμένα εμβολιαστεί, χαράσσοντας έτσι σαφώς την πολιτική τους ως προς τον προτιμότερο τρόπο ταξιδιού κατά την εποχή της covid-19.
Στην περίπτωση της πανδημίας, όμως, δημιουργούνται επιπλοκές εξαιτίας της μη υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού. Αυτές είναι ιδιαίτερα εμφανείς στις μεγάλες πολυπληθείς εταιρείες, όπου ο κίνδυνος μετάδοσης covid-19 είναι εξαιρετικά πιθανός, ενώ δεν είναι πρακτικά εφαρμόσιμα τα καθημερινά ιατρικά τεστ ως ισοδύναμο μέτρο. Καθώς η εταιρεία δεν επιτρέπεται να καταστήσει υποχρεωτικό τον εμβολιασμό, εάν θεσπιστεί μία τέτοια πολιτική, επαφίεται στην κρίση των δικαστηρίων να κρίνουν την ορθότητα της, σταθμίζοντας τον κίνδυνο μετάδοσης covid-19 και του δικαιώματος του εργαζομένου να μην εμβολιαστεί εάν δεν επιθυμεί.
Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση κοινωνικής κι εθνικής αλληλεγγύης των πολιτών η οποία προβλέπεται συνταγματικά στο α. 25 παρ. 4, δίνει και σε αυτή την περίπτωση τη δυνατότητα στην νομοθετική εξουσία να θεσπίσει νέο νόμο, ο οποίος να καθιστά υποχρεωτικό τον εμβολιασμό ειδικά κατά της covid-19, καθώς και τις προϋποθέσεις της υποχρέωσης αυτής.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρότι δεν υφίσταται ενιαία πολιτική εμβολιασμού στα κράτη – μέλη, τα προγράμματα εμβολιασμών συντονίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για λόγους συνοχής. Με δεδομένο ότι, προκειμένου να καταστεί άμεσα υποχρεωτικός ο εμβολιασμός στα κράτη-μέλη απαιτείται Κανονισμός της Ε.Ε., ο οποίος όμως θα αντίκειτο στη σύμβαση του Οβιέδο, έχει επανέλθει η συζήτηση γύρω από το πιστοποιητικό εμβολιασμού ενόψει της νομοθετικής πρότασης της Κομισιόν στις 17 Μαρτίου, πρόταση την οποία κατέθεσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Ως εκ τούτου τίθενται εκ νέου επί τάπητος τα νομικά και πολιτικά ζήτήματα που ανακύπτουν. Παρά το γεγονός ότι ακόμα δεν έχουν καταστεί γνωστές οι πληροφορίες που θα περιέχει το πιστοποιητικό, πώς αυτές θα χρησιμοποιηθούν, τι σημαίνει η θέσπισή του ως προς την ιδιωτικότητα των υποκειμένων κι εάν θα εφαρμοστεί υποχρεωτικά από όλα τα κράτη-μέλη (η Γαλλία έχει ήδη εκφράσει τις αντιρρήσεις της), αποτελεί σίγουρα ένα εργαλείο στη σωστή κατεύθυνση για την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και την επιστροφή στην κανονικότητα.
Εξάλλου, η υποχρέωση προστασίας της δημόσιας υγείας δύναται να αποτελέσει τη νομική βάση για τον υπερκερασμό των νομικών κωλυμάτων που ανακύπτουν από τη θέσπιση του πιστοποιητικού εμβολιασμού ως προς την προστασία της ιδιωτικότητας των υποκειμένων. Καθώς η ιδιωτικότητα είναι προστατευόμενο αλλά όχι απόλυτο αγαθό, ερωτήματα όπως ποια δεδομένα θα περιέχει, ποιοι θα έχουν πρόσβαση σε αυτά, πού θα διατηρούνται και για πόσο χρονικό διάστημα, εάν η συλλογή κι επεξεργασία των δεδομένων υγείας αναφορικά με τον εμβολιασμό ή και την μόλυνση από covid-19 είναι αναλογική του προστατευόμενου έννομου αγαθού της δημόσιας υγείας, δύνανται να απαντηθούν σε ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο θέτοντας τη δημόσια υγεία υπεράνω του δικαιώματος αυτοκαθορισμού στο ζήτημα του εμβολιασμού στην περίπτωση πανδημίας. Ταυτόχρονα, η τεχνολογία η οποία συνέδραμε καθοριστικά έως τώρα στο να διατηρηθεί ένα επίπεδο «κανονικότητας» στις κοινωνικές επαφές, στην εργασία, στην εκπαίδευση και την οικονομία δύναται να συνδράμει στη διασφάλιση της διατήρησης του απαιτούμενου επιπέδου ασφάλειας των δεδομένων που θα εμπεριέχονται στο πιστοποιητικό εμβολιασμού. Επίσης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πολύ σωστά προσανατολίζονται στο να μην περιέχει μόνο πληροφορίες για τον εμβολιασμό, αλλά επίσης να καλύπτει όποιον έχει αντισώματα έχοντας αναρρώσει από την ασθένεια ή όποιον έχει υποβληθεί σε τεστ και επιπλέον να μην αποτελεί διαβατήριο αλλά διευκόλυνση από την ταλαιπωρία της καραντίνας και των πολλαπλών τεστ για όσους ταξιδεύουν.
Σήμερα λοιπόν, παρότι δεν υφίσταται ζήτημα επιβολής του εμβολιασμού, προέχει ηθικά αλλά και νομικά η σωστή ενημέρωση του κοινού που καλείται να εμβολιαστεί κυρίως όμως η προστασία του από αναληθείς και μη επιστημονικές τοποθετήσεις.
Κλείνοντας, πιστεύω πως το πιστοποιητικό εμβολιασμού είναι μια προφανής λύση, για την επιστροφή στην ελευθερία των μετακινήσεων, που γίνεται ασφαλής όμως μόνο μέσω ενός αυστηρού και ξεκάθαρου πλαισίου διαφύλαξης & προστασίας των προσωπικών δεδομένων.