Εικοσιτρείς προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται Ακαδημαϊκοί, Πρέσβεις ε.τ., Ανώτατοι Στρατιωτικοί εα. Καθηγητές Πανεπιστημίων, Συγγραφείς και Διανοούμενοι, με μακρά ενασχόληση με το Κυπριακό, συνεπέγραψαν Διακήρυξη για την Κύπρο, με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό.
Στη Διακήρυξή τους, οι εικοσιτρείς προσωπικότητες:
● Εκφράζουν την έκπληξή τους για την προθυμία των Κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Κύπρου να συμμετάσχουν σε νέα Πενταμερή, εν μέσω των συνεχιζομένων Τουρκικών παραβιάσεων της Κυπριακής ΑΟΖ, των νέων προκλήσεων στην Αμμόχωστο και τη μετακίνηση της Τουρκικής πλευράς σε νέα διεκδίκηση; «ίση κυριαρχία» και «δύο κράτη».
● Επισημαίνουν ότι στόχος της πολιτικής, που εκφράζεται με τη νέα Πενταμερή, είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η υποκατάστασή της από μια ψευδεπίγραφη ομοσπονδία, διζωνική δικοινοτική, με πολιτική ισότητα, όπως αναφέρεται, η οποία θα συνιστούσε, στην πραγματικότητα, ένα δικέφαλο κράτος, συνομοσπονδιακής μορφής, χωρίς καμία ουσιαστική ανεξαρτησία και κυριαρχία.
● «Η εξίσωση της πλειοψηφίας του 80% των Ελληνοκυπρίων με τη μειοψηφία του 18% των Τουρκοκυπρίων», υπογραμμίζεται, «και η αναγνώριση και νομιμοποίηση των κατεχομένων ως ισοτίμου συνιστώντος μέρους της υποτιθέμενης ομοσπονδίας, στην πραγματικότητα συνομοσπονδίας, θα καθιστούσε την Τουρκική πλευρά κατ’ ισομοιρία “νόμιμο” συνέταιρο πάνω σ’ ολόκληρη την Κύπρο και στο ίδιο μέτρο επικυρίαρχο την Άγκυρα».
● Επισύρουν την προσοχή στο ρόλο της Βρετανικής διπλωματίας, που είχε και έχει πάντα ως στόχο να μην επιτρέψει στην Κύπρο να αποκτήσει πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία, γιατί αυτή, κατά την εκτίμησή της, θα μπορούσε να απειλήσει την ελευθερία δράσεως, αν όχι την ύπαρξη των Βρετανικών βάσεων και τη στρατηγική παρουσία της Μ. Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Συνεχίζει γι’ αυτό τη στρατηγική σύμπραξή της με τον Τουρκικό παράγοντα, την οποία εγκαινίασε από τα μέσα της δεκαετίας του 50 και έχει χαρακτήρα διχοτομικής πολιτικής.
● Υπογραμμίζουν τις ολέθριες συνέπειες που θα είχε η επιβολή μιας τέτοιας δήθεν «λύσεως», η οποία θα συνιστούσε «μια αυτοεπιφερόμενη στρατηγική ήττα για την Ελληνική πλευρά. Συγκεκριμένα:
● η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα σήμαινε την απώλεια του θεμελιακού και διεθνώς ανεγνωρισμένου ερείσματος του Κυπριακού Ελληνισμού, πάνω στο οποίο στηρίζεται η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και το εθνικό του μέλλον.
● Θα αναγνωριζόταν και θα νομιμοποιόταν διεθνώς η Τουρκοποίηση του παρανόμως κατεχομένου μέρους της Κύπρου, ενώ η Άγκυρα θα γινόταν ταυτοχρόνως, μέσω των ελεγχομένων «ισοτίμων» Τουρκοκυπρίων, επικυρίαρχος «συνεταίρος» και στην ελεύθερη Κύπρο.
● Η Τουρκία, με ή χωρίς τον Ερντογάν, θα γιγαντωνόταν γεωπολιτικά και στρατηγικά από την ουσιαστική μετάταξη της Κύπρου στην Τουρκική σφαίρα επιρροής, γεγονός που θα εκμηδένιζε κυριολεκτικά κάθε αυτόνομο γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδος, επαυξάνοντας δραματικά την Τουρκική απειλή εναντίον της και στα άλλα μέτωπα, στα οποία η Άγκυρα προβάλλει διεκδικήσεις και ασκεί πίεση.
● Θα διεμβολίζονταν οι περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου και η στρατηγική παρουσία της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα είχε πλέον το έρεισμα του Κυπριακού Ελληνισμού.
● Τα θαλάσσια σύνορα, η ΑΟΖ και τα δικαιώματα επί των ενεργειακών αποθεμάτων θα άλλαζαν άρδην υπέρ της Άγκυρας στην περιοχή της Κυπριακής ΑΟΖ, με ό,τι αυτό σημαίνει για τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, τους ενεργειακούς πόρους και την αναχαίτιση του Τουρκικού αναθεωρητισμού και επεκτατισμού.
● Η θέση της Κύπρου ως ενός αδελφού, φιλικού κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα άλλαζε ριζικά, εφόσον ο προσανατολισμός και η ψήφος της θα υπέκειτο πλέον στην αναγκαστική Τουρκική συναίνεση. Αντιθέτως, η Τουρκία, μια χώρα που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, θα αποκτούσε λόγο, μέσω Κύπρου, στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και σ’ όλους τους άλλους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
● Οι Έλληνες της Κύπρου θα γίνονταν, ουσιαστικά και τυπικά, όμηροι της Τουρκικής στρατηγικής και η Ελλάδα, ως μέρος της συμφωνίας για τη «λύση» του Κυπριακού, θα παγιδευόταν σε θέση στρατηγικού ομήρου επ’ αόριστον και κατ’ ανεπίστροφο τρόπο».
● ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΛΟΓΟΣ για τον οποίον πρέπει να σπεύσει η Ελληνική πλευρά να δεχθεί μια τέτοια λύση, αναρωτιούνται. Επισημαίνουν ότι είναι γνωστή ή αδιάλλακτη Τουρκική πολιτική και η τακτική της να προβάλλει το δόλωμα της «επιστροφής εδαφών» για ν’ αποσπά συνεχώς νέες υποχωρήσεις. Ένα δείγμα όμως των πραγματικών Τουρκικών προθέσεων είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου Αντιπροέδρου Φουάτ Οκτάϊ για την Αμμόχωστο («Ξεχάστε την Αμμόχωστο. Περαστικά σας»).
● Θέτουν το ερώτημα ποιο νόημα έχει η ακολουθουμένη πολιτική από την Ελληνική πλευρά και η ανεπιφύλακτη προσφορά «πολιτικής ισότητας» προς τους Τουρκοκυπρίους, όταν είναι γνωστή η έννοια που δίνει στην πολιτική ισότητα η Τουρκικά πλευρά και όταν μάλιστα αυτή μετακινείται στην «ίση κυριαρχία» και στα «δύο κράτη», με στόχο να «υποχωρήσουν» στη συνομοσπονδία, που είναι ισότιμη ουσιαστικά με τα δύο κράτη.
● Θα δεχθεί η Ελληνική πλευρά την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ερωτούν, με φενάκη μια δήθεν «λύση», που προάγει την Τουρκοκρατία στην Κύπρο;
● Οι Τουρκοκύπριοι, επισημαίνουν, δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να καταστούν αυτόνομος πόλος. Αυτό είναι φανερό από την ταύτισή τους διαχρονικά με την Άγκυρα, αλλά και από την παρέμβαση της Άγκυρας στις τελευταίες Τουρκοκυπριακές εκλογές.
● Γιατί η Ελληνική πλευρά, ερωτούν, δεν αξιοποιεί τα πολιτικά νομικά και στρατηγικά όπλα που διαθέτει; Η απορία μετατρέπεται σε έκπληξη, όταν αναλογισθεί κανείς τα όπλα που διαθέτει η Ελληνική πλευρά και την ευνοϊκή εξέλιξη υπέρ της Κύπρου των στρατηγικών δεδομένων στην περιοχή, που επηρεάζουν το διπλωματικό και το στρατηγικό περιβάλλον και τα οποία θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια άλλη πολιτική και στρατηγική στο Κυπριακό.
● Η διεθνής θέση της Κύπρου, τονίζουν, είναι ισχυρή. Θα καταλύσουμε εμείς οι ίδιοι την Κυπριακή Δημοκρατία;
● Δεν ήταν λογικό, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρατηρούν, να χαραχθεί μια νέα πορεία στο Κυπριακό, με αναφορά το Ευρωπαϊκό κεκτημένο για την εσωτερική συνταγματική πτυχή και αγώνα κατά της Τουρκικής εισβολής και κατοχής, σε ό,τι αφορά τη διεθνή πτυχή; Γιατί το Κυπριακό επανεγκλωβίσθηκε στην πολιτική των ατέλειωτων διακοινοτικών συνομιλιών, που προβάλλουν στη διεθνή κοινή γνώμη μια ψευδή εικόνα του Κυπριακού ως δήθεν διακοινοτικού προβλήματος, ενώ στην ουσία του είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής;
● Η Ελληνική πλευρά δεν έχει κανένα λόγο να νομιμοποιήσει, τονίζουν, τα παράνομα τετελεσμένα γεγονότα, να καταργήσει την Κυπριακή Δημοκρατία και ν’ αποδεχθεί τη θέση για μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα ή κάποια παραλλαγή της και να καταστήσει την Τουρκία πλήρως και αμετάκλητα επικυρίαρχο όλης της Κύπρου.
● Η σχεδιαζόμενη δήθεν «λύση», υπογραμμίζουν, θα ήταν μηχανισμός στα χέρια της Άγκυρας για να επιβάλει τον έλεγχό της πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο και να καταστρέψει, σε προοπτική, τον Κυπριακό Ελληνισμό. Η προβολή της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, ως αποδεκτής «λύσεως», που θα «επανενώσει» την Κύπρο και θα είναι δήθεν συμβατή και με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, είναι πολιτική πλάνη ασύλληπτου μεγέθους, ιδεολογική αυθυποβολή και αυταπάτη. Η εξίσωση της μειοψηφίας με την πλειοψηφία καταλύει κάθε έννοια δημοκρατικής αρχής και λαϊκής κυριαρχίας και είναι μηχανισμός, με τον οποίο η Άγκυρα θα επιβάλει τον έλεγχό της πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο και θα καταστρέψει, σε προοπτική, τον Κυπριακό Ελληνισμό.
● Το παράδοξο, επισημαίνουν, είναι ότι η σπουδή για καταστροφική «λύση» του Κυπριακού εκδηλώνεται σε μια στιγμή που αλλάζουν τα στρατηγικά δεδομένα υπέρ της Ελληνικής πλευράς.
● Η Ελλάδα δεν μπορεί να αποστασιοποιείται από την Κύπρο, με το πρόσχημα της γνωστής πολιτικής: «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται». Συμπαρίσταται ακριβώς σε τί; Στη μεταφορά της Κύπρου στην Τουρκική σφαίρα επιρροής, με τη δική της συναίνεση, με τη φενάκη μιας δήθεν «λύσεως» του Κυπριακού; Στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην ανάδειξη της Άγκυρας σε κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, με τον γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου;
● Αυτό που χρειάζεται σήμερα η Κύπρος, υπογραμμίζουν δεν είναι η συνθηκολόγηση με τον Αττίλα, με ευφημισμούς και παραλογισμούς για δήθεν «λύση». Χρειάζεται μια άλλη πολιτική και στρατηγική, με ασυμβίβαστο αγώνα κατά της Τουρκικής κατοχής, με αξιοποίηση των νέων στρατηγικών δεδομένων και των περιφερειακών στρατηγικών συμμαχιών της Κύπρου και της Ελλάδος.
Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται άμεσα η επενεργοποίηση του Ενιαίου Αμυντικού χώρου μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου, η προώθηση της αμυντικής θωρακίσεως της Κύπρου και η περαιτέρω σύσφιγξη και εξειδίκευση των αμυντικών σχέσεων με τους περιεφειακούς στρατηγικούς συμμάχους της Ελλάδος και της Κύπρου.
Η Κύπρος δεν είναι ο οποιοσδήποτε χώρος. Είναι ένα νησί με τεράστια στρατηγική και γεωπολιτική σημασία, ένα πολύτιμο τμήμα και μια έπαλξη του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Οι Ελληνικές ηγεσίες της Κύπρου και της Ελλάδος δεν μπορούν να υποβαθμίζουν και να υποτιμούν αυτή την πραγματικότηα ή να μη λαμβάνουν υπόψιν στις διαπραγματεύσεις βασικά διδάγματα της στρατηγικής, όπως τα διετύπωσε ο μεγάλος Θουκυδίδης, ότι η συμμετρική διαπραγμάτευση απαιτεί «ίση δύναμη» και «ισορροπία δυνάμεων». Πολύ περισσότερο, όταν είναι γνωστό και πασιφανές ότι η Τουρκία προτάσσει τον στρατηγικό παράγοντα και έχει ως στόχο τον γεωπολιτικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.
● Η Διακήρυξη, καταλήγει, με πρόσκληση στον Κυπριακό λαό να γίνει πάλι πρωταγωνιστής και να αποκρούσει απαράδεκτες λύσεις, όπως έπραξε το 2004 με το Σχέδιο Ανάν.
1. Αντώνης Κουνάδης, Ακαδημαϊκός, πρώην Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών
2. Νικόλαος Κονομής, Ακαδημαϊκός, πρώην Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών
3. Δημήτριος Σκαρβέλης, Στρατηγός ε.α., Ακαδημαϊκός
4. Φράγκος Φραγκούλης, Στρατηγός ε.α., Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΣ, πρώην Υπουργός Εθνικής Άμυνας
5. Κοσμάς Χρηστίδης, Αντιναύαρχος ε.α., Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΝ
6. Ιωάννης Μάζης, Καθηγητής Γεωπολιτικής, Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών
7. Περικλής Νεάρχου, Πρέσβυς ε.τ.
8. Ελευθέριος Καραγιάννης, Πρέσβυς ε.τ.
9. Μανώλης Γούναρης, Πρέσβυς ε.τ.
10. Γιώργος Πουκαμισάς, Πρέσβυς ε.τ.
11. Παναγιώτης Ήφαιστος, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
12. Μάριος Ευρυβιάδης, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ασφάλειας, Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου
13. Κωνσταντίνος Γρίβας, Καθηγητής Γεωπολιτικής, Σχολή Ευελπίδων
14. Δημήτριος Αλευρομάγειρος, Αντιστράτηγος ε.α.
15. Βασίλειος Μαρτζούκος, Αντιναύαρχος ε.α. και Αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
16. Ιωάννης Μπαλτζώης, Αντιστράτηγος ε.α. και Πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
17. Λουκάς Αξελός, Συγγραφέας, Διευθυντής Εκδόσεων «Στοχαστής» -Περ. «Τετράδια»
18. Λαοκράτης Βάσσης, Φιλόλογος, Συγγραφέας
19. Φοίβος Κλόκκαρης, Αντιστράτηγος ε.α., π. Αντιστράτηγος ε.α. π. Υπουργός Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας και π. Υπαρχηγός της Εθνικής Φρουράς
20. Ρωμανός Γιώργος, Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής
21. Κώστας Ιατρίδης, Πτέραρχος ε.α.
22. Σάββας Καλεντερίδης, Συνταγματάρχης ε.α. και ιδρυτής των εκδόσεων και του ιστοτόπου «Ινφογνώμων»
23. Γιώργος Πετρίκκος, Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής, Ε.Κ.Π.Α. και Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου. Τέως πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδος
Το πλήρες κείμενο
ΠΟΙΑ «ΛΥΣΗ» ΤΕΚΤΑΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ; ΓΙΑΤΙ Η ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΠΕΥΔΟΥΝ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΥΝ ΣΕ ΝΕΑ ΠΕΝΤΑΜΕΡΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ;
Παρακολουθούμε, με έκπληξη και απορία, τις διπλωματικές προσπάθειες για τη σύγκληση νέας, άτυπης Πενταμερούς Διασκέψεως για το Κυπριακό, εν μέσω των συνεχιζομένων παραβιάσεων της Κυπριακής ΑΟΖ και των νέων τουρκικών προκλήσεων στην Κύπρο, που εκδηλώθηκαν αφ’ ενός με τη διεκδίκηση ίσης κυριαρχίας και δύο κρατών για τη «λύση» του Κυπριακού και αφ’ ετέρου μ’ ένα ακόμη βήμα προς την έναρξη του επαπειλούμενου ανοίγματος της περίκλειστης κατεχόμενης πόλεως της Αμμοχώστου.
Η νέα Πενταμερής χρέωνεται ως πρωτοβουλία στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, στο πλαίσιο της εντολής του Συμβουλίου Ασφαλείας για την προσφορά καλών υπηρεσιών, με στόχο την εξεύρεση λύσεως στο Κυπριακό. Εκπορεύεται όμως, στην πραγματικότητα, από τη διπρόσωπη Βρετανική διπλωματία, η οποία συνεχίζει ακόμη και σήμερα τη στρατηγική συμμαχία που συνήψε, από τα μέσα της δεκαετίας του 50, με την Άγκυρα, με άξονα μια διχοτομική πολιτική στο Κυπριακό. Επιδίωξη σήμερα της Βρετανικής πολιτικής είναι η επιβολή μιας «λύσεως», η οποία να βασίζεται στα τετελεσμένα γεγονότα της Τουρκικής εισβολής και κατοχής, με κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και υποκατάσταση της από μια ψευδεπίγραφη ομοσπονδία, διζωνική, δικοινοτική, με πολιτική ισότητα, όπως αναφέρεται, η οποία θα συνιστά, στην πραγματικότητα, ένα δικέφαλο κράτος, συνομοσπονδιακής μορφής, χωρίς καμία ουσιαστική ανεξαρτησία και κυριαρχία. Η εξίσωση της πλειοψηφίας του 80% των Ελληνοκυπρίων με τη μειοψηφία του 18% των Τουρκοκυπρίων και η αναγνώριση και νομιμοποίηση των κατεχομένων ως ισοτίμου συνιστώντος μέρους της υποτιθέμενης ομοσπονδίας, στην πραγματικότητα συνομοσπονδίας, θα καθιστούσε την Τουρκική πλευρά κατ’ ισομοιρία, 50% με 50%, «νόμιμο» συνέταιρο πάνω σ’ ολόκληρη την Κύπρο και στο ίδιο μέτρο επικυρίαρχο την Άγκυρα.
Η Βρετανική σύμπραξη έχει δηλαδή ως στόχο αυτόν που είχε πάντα: η Κυπριακή ανεξαρτησία και κυριαρχία να μην αποκτήσει ποτέ πραγματικό περιεχόμενο, γιατί στην περίπτωση αυτή, κατά τη Βρετανική εκτίμηση, θα μπορούσε να απειλήσει την ελευθερία δράσεως των Βρετανικών βάσεων, που είναι ένα αποικιοκρατικό κατάλοιπο αν όχι την ίδια την ύπαρξή τους, και εντεύθεν την αυτόνομη Βρετανική στρατηγική παρουσία και πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμη και η ημικατεχόμενη Κυπριακή Δημοκρατία ενοχλεί αφάνταστα τη Βρετανική πολιτική, γιατί, ως ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα, μπορεί να έχει δική της πολιτική και να συνάπτει, π.χ., συμφωνίες και συμμαχίες με άλλες χώρες (Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα). Η Μ. Βρετανία προσβλέπει επίσης, κάτω από τις νέες συνθήκες, που έχουν δημιουργηθεί στην περιοχή και μετά την έξοδό της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε προνομιακή στρατηγική συνεργασία με την Άγκυρα.
Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ, ΑΦΟΥ ΕΠΕΒΑΛΕ ΤΗ ΔΙΖΩΝΙΚΗ, ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ, ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ, ΩΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ, ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΗΚΕ ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ «ΙΣΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΔΥΟ ΚΡΑΤΩΝ»
Η Τουρκική πλευρά προβάλλει σήμερα ως νέα διεκδίκηση, μετά τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, την «ίση κυριαρχία» και τα «δύο κράτη». Οι παραλλαγές των Τουρκικών διεκδικήσεων δεν πρέπει να παραπλανούν. Δεδηλωμένος στρατηγικός στόχος της Άγκυρας είναι ο πλήρης έλεγχος της Μεγαλονήσου. Στο πνεύμα αυτό, επιδιώκεται σταθερά η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι το διεθνώς ανεγνωρισμένο έρεισμα του Κυπριακού Ελληνισμού, ο φορέας της συλλογικής ελευθερίας του, των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας του.
Η Άγκυρα, μετά από μια μακρόχρονη, αδιάλλακτη και εκβιαστική στρατηγική για την επιβολή των τετελεσμένων γεγονότων του 1974, επιχειρεί σήμερα να καταφέρει στην Κύπρο τη χαριστική βολή, έχοντας προηγουμένως υποσκάψει τις Ελληνικές θέσεις, με απόσπαση κεφαλαιωδών υποχωρήσεων. Ως αποτέλεσμα των υποχωρήσεων αυτών, η Άγκυρα πιστεύει πως μπορεί σήμερα να επιτύχει το διαχρονικό της στόχο: την κατάλυση δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από ένα μη βιώσιμο συνεταιρικό κράτος, χωρίς πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία, που θα είναι υπό τη δική της επικυριαρχία και γεωπολιτικό έλεγχο.
Η ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΜΙΑΣ ΔΗΘΕΝ «ΛΥΣΕΩΣ» ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ, ΘΑ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΑΥΤΟΕΠΙΦΕΡΟΜΕΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΗΤΤΑ ΜΕ ΟΛΕΘΡΙΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Συγκεκριμένα:
● η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα σήμαινε την απώλεια του θεμελιακού και διεθνώς ανεγνωρισμένου ερείσματος του Κυπριακού Ελληνισμού, πάνω στο οποίο στηρίζεται η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και το εθνικό του μέλλον.
● Θα αναγνωριζόταν και θα νομιμοποιόταν διεθνώς η Τουρκοποίηση του παρανόμως κατεχομένου μέρους της Κύπρου, ενώ η Άγκυρα θα γινόταν ταυτοχρόνως, μέσω των ελεγχομένων «ισοτίμων» Τουρκοκυπρίων, επικυρίαρχος «συνεταίρος» και στην ελεύθερη Κύπρο.
● Η Τουρκία, με ή χωρίς τον Ερντογάν, θα γιγαντωνόταν γεωπολιτικά και στρατηγικά από την ουσιαστική μετάταξη της Κύπρου στην Τουρκική σφαίρα επιρροής, γεγονός που θα εκμηδένιζε κυριολεκτικά κάθε αυτόνομο γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδος, επαυξάνοντας δραματικά την Τουρκική απειλή εναντίον της και στα άλλα μέτωπα, στα οποία η Άγκυρα προβάλλει διεκδικήσεις και ασκεί πίεση.
● Θα διεμβολίζονταν οι περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου και η στρατηγική παρουσία της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα είχε πλέον το έρεισμα του Κυπριακού Ελληνισμού.
● Τα θαλάσσια σύνορα, η ΑΟΖ και τα δικαιώματα επί των ενεργειακών αποθεμάτων θα άλλαζαν άρδην υπέρ της Άγκυρας στην περιοχή της Κυπριακής ΑΟΖ, με ό,τι αυτό σημαίνει για τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, τους ενεργειακούς πόρους και την αναχαίτιση του Τουρκικού αναθεωρητισμού και επεκτατισμού.
● Η θέση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα άλλαζε ριζικά, εφόσον ο προσανατολισμός και η ψήφος της θα υπέκειντο πλέον στην αναγκαστική Τουρκική συναίνεση, γεγονός που θα μετέρεπε την Κύπρο σε δορυφόρο της Άγκυρας. Επιπλέον, η Τουρκία, μια χώρα που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, θα αποκτούσε λόγο, μέσω Κύπρου, στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και σ’ όλους τους άλλους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
● Οι Έλληνες της Κύπρου θα γίνονταν, ουσιαστικά και τυπικά, όμηροι της Τουρκικής στρατηγικής και η Ελλάδα, ως μέρος της συμφωνίας για τη «λύση» του Κυπριακού, θα παγιδευόταν σε θέση στρατηγικού ομήρου επ’ αόριστον και κατ’ ανεπίστροφο τρόπο.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΛΟΓΟΣ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΠΕΥΣΕΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΣΕ ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ «ΛΥΣΗ»;
Ως απάντηση στο ερώτημα αυτό, προβάλλονται τα γνωστά στερεότυπα επιχειρήματα, που δεν αντέχουν σε λογική κριτική. Ότι δηλαδή η πάροδος του χρόνου, χωρίς «λύση», παγιώνει τα τετελεσμένα γεγονότα και ακυρώνει εκ των πραγμάτων κάθε προοπτική και ελπίδα για λύση. Με το σκεπτικό αυτό, η Ελληνική πλευρά είναι εκείνη που πρέπει να επισπεύδει. Το σκεπτικό είναι ορθό, υπό την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχει βούληση και στην άλλη πλευρά για αποδοχή στοιχειωδώς δίκαιης και βιώσιμης λύσεως. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για λύση.
Η Τουρκική στρατηγική όμως δεν έχει δώσει τέτοια δείγματα. Σε μια πρώτη περίοδο, μετά το 1974, ισχυριζόταν ότι το πρόβλημα είχε λυθεί, ντε φάκτο, επί του εδάφους. Αυτό που απέμενε ήταν να το δεχθεί η Ελληνική πλευρά. Σε μεταγενέστερη περίοδο, για λόγους, προφανώς, διπλωματικούς και προπαγανδιστικούς, έγινε πιο «ευέλικτη». Το 1983, παρά την επίσημη τότε ρητορική περί ομοσπονδίας, προχώρησε στην ανακήρυξη χωριστού Τουρκοκυπριακού κράτους, προεικονίζοντας τους στόχους που διακηρύσσει επισήμως σήμερα. Το 2004, η Τουρκική πλευρά αποδέχθηκε το Σχέδιο Ανάν, αφού όμως εξασφάλισε προηγουμένως, με παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις, την ικανοποίηση όλων σχεδόν των απαιτήσεών της. Αξιοποίησε τη θέση αυτή για να παρουσιασθεί διεθνώς με συγκαταβατικό πρόσωπο και να διευκολύνει την επιζητούμενη τότε Ευρωπαϊκή της πορεία.
Η ΑΓΚΥΡΑ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ ΩΣ ΔΟΛΩΜΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΔΑΦΩΝ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΣΠΑ ΥΠΟΧΩΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
Η Άγκυρα, προβάλλοντας ως δόλωμα την επιστροφή μέρους των κατεχομένων εδαφών, επεδίωκε πάντα και επιδιώκει την απόσπαση ολοένα και μεγαλύτερων παραχωρήσεων από την Ελληνική πλευρά, που θα οδηγούσαν στην αποδοχή μιας «λύσεως», που ούτε θα ανέτρεπε ούτε καν θα μετρίαζε ουσιαστικά τα τετελεσμένα γεγονότα. Αντιθέτως, θα τα ανεγνώριζε και θα τα νομιμοποιούσε. Επιπλέον, θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία, θα καθιστούσε «ισότιμο» συνέταιρο την Τουρκοκυπριακή μειοψηφία του 18%, εξισώνοντάς την τεχνητά με την Ελληνική πλειοψηφία του 80% και θα ανεδείκνυε την Άγκυρα σε επικυρίαρχο ολόκληρης της Κύπρου. Η τελευταία, εκτός από τον έλεγχο του συνταγματικού καθεστώτος, μέσω του ισοτίμου ρόλου της μειοψηφίας και της επιβολής των τετελεσμένων της Τουρκικής κατοχής, διεκδικεί επίσης, ανυποχώρητα, δικαιώματα εγγυήτριας δυνάμεως και στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο στο διηνεκές.
Το δέλεαρ, λοιπόν, των εδαφικών «παραχωρήσεων» συνδέεται από την Τουρκική πλευρά με όρους μιας τέτοιας «λύσεως», που, εάν γινόταν αποδεκτή, θα υπήγαγε ολόκληρη την Κύπρο στην Τουρκική επικυριαρχία, με ό,τι αυτό σημαίνει για το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού. Ένα δείγμα των Τουρκικών προθέσεων είναι τα όσα είπε ο Τούρκος Αντιπρόεδρος Φουάτ Οκτάϊ, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην κατεχόμενη Κύπρο: «Ξεχάστε την Αμμόχωστο. Περαστικά σας».
ΠΟΙΟ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΤΗ ΔΙΖΩΝΙΚΗ, ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ, ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ;
Με τους όρους αυτούς, ποιό νόημα έχει επομένως η ακολουθούμενη από την Κύπρο και την Ελλάδα πολιτική στο Κυπριακό, που έχει οδηγήσει σταδιακά, από υποχώρηση σε υποχώρηση, στην αποδοχή, π.χ., ως βάσεως και πλαισίου για τη λύση του Κυπριακού, της λεγόμενης διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα; Υπήρξε μια περίοδος, κατά την οποία το περιεχόμενο της διζωνικής ομοσπονδίας ήταν, υποτίθεται, υπό συζήτηση και διαπραγμάτευση. Το περιεχόμενό της όμως σήμερα, μετά από τους αλλεπάλληλους γύρους διακοινοτικών συνομιλιών, είνα, σε άδρες γραμμές, προσδιορισμένο. Περιλαμβάνει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από μια υποτιθέμενη ομοσπονδία δύο ισοτίμων μερών. Η ισοτιμία σημαίνει ότι δεν θα ήταν δυνατό να λαμβάνεται μια απόφαση, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκικής πλευράς, δηλαδή πρακτικά της Άγκυρας, Το γεγονός αυτό στοιχειοθετεί την κατάλυση κάθε έννοιας δημοκρατικής αρχής, εφόσον η πλειοψηφία θα καθίστατο όμηρος της μειοψηφίας, όπως και κάθε έννοιας ουσιαστικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, εφόσον τον τελευταίο λόγο για τα πάντα θα τον είχε η Άγκυρα.
Τώρα όμως που η επίσημη Ελληνική πλευρά, αγόμενη από το άγχος να επιτύχει μια «λύση», έκανε σημαία της τη διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, που είναι Τουρκο-Βρετανικής προελεύσεως, η Τουρκική πλευρά την εγκατέλειψε επισήμως και διεκδικεί «ίση κυριαρχία» και «δύο κράτη». Η Τουρκική μετακίνηση, μετά τον εγκλωβισμό της Ελληνικής πλευράς στη θέση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, έχει ως στόχο να ωθήσει την Ελληνική πλευρά σε περαιτέρω υποχωρήσεις, στην ανεπιφύλακτη δηλαδή αποδοχή συνομοσπονδίας, η οποία δεν διαφέρει ουσιαστικά από τα δύο κράτη. Επιδιώκει επίσης να παραπέμψει στις καλένδες κάθε ουσιαστική συζήτηση για σημαντική «επιστροφή» εδάφους.
Προφανώς, τόσο η Άγκυρα όσο και η Βρετανική πολιτική έχουν λόγους να προκρίνουν «λύση» συνομοσπονδίας από τα δύο κράτη. Η Άγκυρα για να επεκτείνει την επικυριαρχία της και στην ελεύθερη Κύπρο και να προωθήσει, με βάση την Κύπρο, τον γεωπολιτικό έλεγχο της περιοχής. Η Μ. Βρετανία για ν’ αποτρέψει την πλήρη διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, γεγονός που θα άφηνε μετέωρες τις Βρετανικές βάσεις στην Κύπρο. Τα στρατηγικά Βρετανικά συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα από ένα καθεστώς «εγγυημένης» ανεξαρτησίας, δηλαδή μια Κύπρο, ουσιαστικά διχοτομημένη, χωρίς πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία.
ΘΑ ΔΕΧΘΕΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕ ΦΕΝΑΚΗ ΜΙΑ ΔΗΘΕΝ «ΛΥΣΗ» ΠΟΥ ΠΡΟΑΓΕΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗ ΚΥΠΡΟ;
Η πικρή εμπειρία και το δραματικό αδιέξοδο, στο οποίο έχει οδηγηθεί η Ελληνική πλευρά, η οποία καλείται σήμερα ν’ αποδεχθεί την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας για να «επιτύχει» μια δήθεν «λύση», που προάγει την Τουρκοκρατία στην Κύπρο, με την υπαγωγή ολόκληρης της Κύπρου στην επικυριαρχία της Άγκυρας και της πλειοψηφίας στη μειοψηφία, θα έπρεπε ν’ αποτελέσουν δίδαγμα για την Ελληνική πλευρά, ότι δεν μπορεί να προσέρχεται σε διαπραγματεύσεις, χωρίς σαφείς και σταθερές κόκκινες γραμμές, που προσανατολίζουν και οριοθετούν τον αγώνα της: Πρώτον, με την προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και στην Ευρωπαϊκή νομιμότητα. Ειδικότερα τόσο στις σχετικές αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ και στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας όσο και στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Δεύτερον, με την οικοδόμηση μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης ενότητας και σύμπνοιας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου και μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου. Τρίτον, με την απόρριψη της νομιμοποιήσεως των τετελεσμένων, της καταλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και της αποδοχής της Τουρκικής επικυριαρχίας σ’ ολόκληρη την Κύπρο ως αποδεκτού πλαισίου για τη «λύση» του Κυπριακού.
ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΔΕΝ ΑΞΙΟΠΟΙΕΙ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ, ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΟΠΛΑ ΠΟΥ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΧΩΡΗΣΕΩΝ;
Καταλαμβάνεται γι’ αυτό κανείς από μεγάλη απορία, όταν ακούει την ανώτατη πολιτική ηγεσία στην Ελλάδα και την Κύπρο να υιοθετεί ως αποδεκτή «λύση» τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, τη στιγμή που οι «νέες», φαινομενικά πιο ακραίες θέσεις της Άγκυρας για δύο κράτη, δεν είναι παρά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Η απορία μετατρέπεται σε έκπληξη, όταν αναλογισθεί κανείς τα όπλα που διαθέτει η Ελληνική πλευρά και την ευνοϊκή εξέλιξη υπέρ της Κύπρου των στρατηγικών δεδομένων στην περιοχή, που επηρεάζουν το διπλωματικό και το στρατηγικό περιβάλλον και τα οποία θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια άλλη πολιτική και στρατηγική στο Κυπριακό.
Ο ισχυρισμός ότι οποιαδήποτε άλλη στρατηγική δεν μπορεί να ανατρέψει τα τετελεσμένα γεγονότα και δεν μπορεί να είναι εναλλακτική επιλογή, είναι έωλος, γιατί η ακολουθούμενη πολιτική οδηγεί σε «λύση», χειρότερη ακόμη και από την υπάρχουσα κατάσταση και απειλεί ευθέως την ελευθερία και το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού. Ποιό είναι το υποτιθέμενο κέρδος της Ελληνικής πλευράς από την προωθούμενη «λύση», με βάση τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, την οποία η Τουρκική πλευρά αντιλαμβάνεται σαφώς ως συνομοσπονδία; Η αποτροπή δήθεν της διχοτομήσεως και η «επανένωση» της Κύπρου; Αποτελεί εσχάτη αφέλεια, εμπαιγμό της λογικής και φενακισμό η παρουσίαση της νομιμοποιημένης διχοτομήσεως, της αναγνωρίσεως των τετελεσμένων γεγονότων της Τουρκικής κατοχής και η υπαγωγή ολόκληρης της Κύπρου στην Τουρκική επικυριαρχία και τον Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο ως δήθεν «αποτροπή της διχοτομήσεως» και «επανένωση» της Κύπρου.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΧΥΡΗ, ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ. ΘΑ ΚΑΤΑΛΥΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ;
Η Κυπριακή Δημοκρατία, παρά την Τουρκική κατοχή στο βόρειο τμήμα της, παραμένει διεθνώς:
● το μόνο αναγνωρισμένο κράτος στην Κύπρο, μέλος του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και μόνη πηγή διεθνούς νομιμότητας.
● Η ένταξη ιδιαίτερα της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναβάθμισε και ενίσχυσε την κρατική της υπόσταση. Σημειωτέον, στην Πράξη Προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίζεται σαφώς ότι εντάχθηκε στην ΕΕ ολόκληρη η Κύπρος, περιλαμβανομένου του κατεχομένου τμήματος, εφόσον αυτό αποτελεί μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για την κατεχόμενη Κύπρο, έγινε αναστολή της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, με βάση το Πρωτόκολλο 10, για όσο διάστημα δεν μπορεί η Κυπριακή Δημοκρατία να ασκήσει εκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Η Πράξη Προσχωρήσεως επίσης προσδιορίζει ότι το εσωτερικό καθεστώς είναι συμβατό αφ’ ενός με το Ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο και αφ’ ετέρου με τη διεθνή νομιμότητα, δηλαδή με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, που αφορούν τη διεθνή τάξη, τον παράνομο χαρακτήρα των τετελεσμένων και την επιτακτική ανάγκη τερματισμού τους. Η Ελληνική πλευρά οφείλει, συνεπώς, να απαιτεί ο τερματισμός της παράνομης κατοχής στην Κύπρο να έιναι επίσημη θέση της Ευρωπαϊκή Ενώσεως, γιατί η Πράξη Προσχωρήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι Ευρωπαϊκός νόμος, που αφορά όλες τις χώρες-μέλη και όχι μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο.
Δεν ήταν ενδεδειγμένο, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να χαραχθεί μια νέα πορεία στο Κυπριακό, με αναφορά το Ευρωπαϊκό κεκτημένο για την εσωτερική συνταγματική πτυχή και αγώνα κατά της Τουρκικής εισβολής και κατοχής, σε ό,τι αφορά τη διεθνή πτυχή; Γιατί το Κυπριακό επανεγκλωβίσθηκε στην πολιτική των ατέλειωτων διακοινοτικών συνομιλιών, που προβάλλουν στη διεθνή κοινή γνώμη μια ψευδή εικόνα του Κυπριακού ως δήθεν διακοινοτικού προβλήματος, ενώ στην ουσία του είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής;
Πολύ χειρότερα ακόμη, καλλιεργήθηκε από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο η αβάσιμη ιδέα ότι κλειδί για τη «λύση» του Κυπριακού είναι η «επαναπροσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους. Οι Τουρκοκύπριοι όμως, για προφανείς λόγους, δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν αυτόνομο πόλο από την Άγκυρα.
Πρώτον, γιατί οι έποικοι, που έχουν μεταφερθεί στην Κύπρο, είναι ήδη πλειοψηφία έναντι των Τουρκοκυπρίων.
Δεύτερον, γιατί οι Τουρκοκύπριοι εξαρτώνται οικονομικά από την Άγκυρα και είναι κάτω από τον έλεγχο του κατοχικού στρατού. Όσοι εκτιμούν άκριτα ότι η μεταφορά στους ώμους των Ελληνοκυπρίων της οικονομικής στηρίξεως των Τουρκοκυπρίων, μετά τη «λύση», θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη αυτονομία από την Άγκυρα τους Τουρκοκυπρίους, πλανώνται πλάνην οικτράν. Η εξέλιξη αυτή δεν θα εκτιμηθεί από τους Τουρκοκυπρίους ως αποτέλεσμα της «γενναιοδωρίας» των Ελληνοκυπρίων, αλλά ως «δικαίωμα», που εξασφάλισαν από τη λεόντεια «λύση» που επέβαλε η Άγκυρα.
Τρίτον, γιατί την πολιτική ισότητα δεν θα επέβαλλαν οι Τουρκοκύπριοι, αλλά η Άγκυρα. Αυτή έχει ανάγκη να εργαλειοποιήσει τους Τουρκοκυπρίους ως στρατηγική μειονότητα και να τη χρησιμοποιήσει για τον γεωστρατηγικό έλεγχο της Κύπρου. Η Τουρκία δεν προτάσσει τους Τουρκοκυπρίους στην πολιτική της για το Κυπριακό. Προέχουν γι’ αυτήν τα στρατηγικά της συμφέροντα και ο γωπολιτικός έλεγχος της Κύπρου.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΣΥΡΘΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΙΔΕΟΛΗΠΤΙΚΗ, ΕΤΕΡΟΒΑΡΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΛΕΥΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΥΣ
Για τους συγκεκριμένους αυτούς λόγους, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων επιθυμεί, πράγματι, μια αποδεκτή και βιώσιμη λύση, δεν μπορεί να εκφράσει διαφορετική θέση από εκείνη της Άγκυρας. Αυτό φάνηκε και κατά τις πρόσφατες Τουρκοκυπριακές εκλογές, όπως επίσης σε όλους τους γύρους των διακοινοτικών συνομιλιών και στις δύο προηγούμενες Πενταμερείς Διασκέψεις. Η πάγια ευθυγράμμιση, συμπόρευση και ταύτιση των Τουρκοκυπρίων με την πολιτική της Άγκυρας, σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, δεν πρέπει, προφανώς, να παρασύρει την Ελληνική πλευρά σε μια ιδεοληπτική, ετεροβαρή και ανεδαφική πολιτική για να «προσεγγίσει» δήθεν τους Τουρκοκυπρίους, που συμπορεύονται με την Άγκυρα.
Η Ελληνική πλευρά δεν έχει κανένα λόγο να νομιμοποιήσει τα παράνομα τετελεσμένα γεγονότα, να καταργήσει την Κυπριακή Δημοκρατία και ν’ αποδεχθεί τη θέση για μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα ή κάποια παραλλαγή της, που δεν θα διαφοροποιούσε ουσιαστικά τα δεδομένα και να καταστήσει την Τουρκία πλήρως και αμετάκλητα επικυρίαρχο όλης της Κύπρου.
Στο πνεύμα αυτό, η Κύπρος πρέπει να παραμείνει σταθερά προσηλωμένη στη διεθνή νομιμότητα και στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις για εξεύρεση λύσεως, δεν πρέπει να εκφεύγουν από το πλαίσιο των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ και του Συμβουλίου Ασφαλείας, που αποτελούν ασπίδα για την Κύπρο και στηρίζουν τη διεθνή υπόσταση και αναγνώρισή της. Η απόφαση 353, π.χ., του 1974 της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ αναφέρει ότι «τα πλεονεκτήματα που αποκτήθηκαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις και την Τουρκική κατοχή, δεν θα επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, σύμφωνα με το κεφ. VII του Καταστατικού Χάρτη».
Η διακήρυξη του Χάρτη μπορεί να φαίνεται Πλατωνική και πρακτικά ατελέσφορη. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται η σημασία της νομιμότητας, από πλευράς διεθνούς δικαίου, για τα όσα πράττει μια χώρα. Διαφορετικά, ή Άγκυρα δεν θα ενδιαφερόταν τόσο πολύ και δεν θα κατέβαλλε τόσες διπλωματικές προσπάθειες για την αναγνώριση και τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων. Οι αποφάσεις και τα ψηφίσματα 186/1974, 360/1974, 541/1983 και 550/1984, όπως επίσης το ψήφισμα της 4ης Μαρτίου 1964 του Συμβουλίου Ασφαλείας, έχουν καθοριστική σημασία για τη διεθνή υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την καταδίκη της Τουρκικής εισβολής το 1974 και της ανακηρύξεως του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα, το 1983.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΕΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Επειδή προβάλλονται συχνά ιδέες και σχέδια για απαράδεκτη λύση του Κυπριακού, υπό τον μανδύα των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου Ασφαλείας, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι ο ρόλος και η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας περιορίζεται αποκλειστικά στην αποκατάσταση της διεθνούς τάξεως και ειρήνης. Δεν είναι ρόλος και αρμοδιότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας η επιβολή εσωτερικού καθεστώτος σε μια χώρα και μάλιστα σε βάρος του θύματος, με νομιμοποίηση τετελεσμένων γεγονότων, όπως η Τουρκική εισβολή και κατοχή. Αυτό προβλέπεται ρητά από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, Κεφ Ι, άρθρο 2, παραγρ. 7. Συγκεκριμένα, αναφέρεται: «Καμία διάταξη αυτού του Χάρτη δεν θα δίνει στα Ηνωμένα Έθνη το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε ζητήματα, που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική διαδικασία οποιουδήποτε κράτους και δεν θα αναγκάζει Μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση, σύμφωνα με τους όρους αυτού του Χάρτη».
Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι, αντίθετα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1974 και άλλων μεταγενεστέρων, που απαιτούν τον τερματισμό των τετελεσμένων γεγονότων, η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία συνεπάγεται τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων αυτών και επιπλέον την επιδείνωσή τους, εφόσον για την εγκαθίδρυσή της τίθεται ως αναγκαίος όρος ή κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η υποκατάστασή της από ένα δικέφαλο μόρφωμα, που θα ήταν προϊόν επιβολής και ασυμβίβαστο με τις αρχές του δικαίου και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Η επίκληση επίσης νεωτέρων ψηφισμάτων για την Κύπρο του Συμβουλίου Ασφαλείας, που αναφέρονται στις διαπραγματεύσεις για το εσωτερικό καθεστώς, είναι παραπλανητική. Τα ψηφίσματα αυτά δεν αναιρούν τα παλαιότερα, που αναφέρονται στα θέματα διεθνούς τάξεως και ειρήνης, πάνω στα οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει αρμοδιότητα, αντίθετα με το εσωτερικό καθεστώς, πάνω στο οποίο δεν έχει αρμοδιότητα.
Η επισήμανση αυτή ειναι αναγκαία, επειδή οι προσπάθειες για την επιβολή απαράδεκτης «λύσεως» στο Κυπριακό, παρουσιάζονται, όπως αναφέρθηκε, με τον μανδύα του ΟΗΕ. Ο Γ. Γραμματέας Αντόνιο Γκουτέρες, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν έχει κανένα δικαίωμα να αγνοεί τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας στην άσκηση των «καλών υπηρεσιών του», δηλώνοντας, π.χ., ότι στην άτυπη Πενταμερή Διάσκεψη, που προετοιμάζεται, με δική του πρωτοβουλία, η κάθε πλευρά μπορεί να θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όποιο θέμα θέλει.
Η Ελληνική πλευρά, έχει, προφανώς, ευθύνες για την ανοχή που επιδεικνύει έναντι της στάσεως αυτής του Γ.Γ. του ΟΗΕ, η οποία δεν συνάδει με τον καλώς νοούμενο ρόλο του και την επιβεβλημένη προσήλωσή του στις αρχές του Διεθνούς Οργανισμού που εκπροσωπεί και στις σχετικές αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως και στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η Ελληνική πλευρά, θα έπρεπε να του υπενθυμίσει ότι δικός του ρόλος είναι η εμμονή στην εφαρμογή των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.
ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΗΓΕΣΙΕΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΥΝ ΣΕ ΝΕΑ ΠΕΝΤΑΜΕΡΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ;
Η ανοχή και η αβελτηρία αυτή της ηγεσίας της Ελληνικής πλευράς, είναι, δυστυχώς, μια παράμετρος της γενικότερης προβληματικής, ανεδαφικής και επικίνδυνης ακολουθούμενης πολιτικής. Πώς έφτασε η Ελληνική πλευρά στη σημερινή κατάσταση να δηλώνει ετοιμότητα για συμμετοχή σε Πενταμερή Διάσκεψη, χωρίς καθορισμένη πολιτική βάση και με σημαία τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα; Το γεγονός ότι η Κύπρος δέχθηκε να συμμετάσχει, ως κοινότητα και όχι ως Κυπριακή Δημοκρατία, σε δύο άλλες Πενταμερείς Διασκέψεις, προηγουμένως, δεν δικαιολογεί την επανάληψη ενός λάθους, που θέτει πάνω σε απαράδεκτη βάση το Κυπριακό και υπονομεύει την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Ελληνική πλευρά, υποχωρώντας σε κάθε νέο γύρο διαπραγματεύσεων και αποδεχόμενη κάθε φορά να μη αρχίζει ο νέος γύρος από μηδενική βάση, συσσώρευσε σε βάρος της ένα τεράστιο αρνητικό διαπραγματευτικό κεκτημένο, διολισθαίνοντας σε απαράδεκτες θέσεις, ενώ θα έπρεπε να έχει πάντα ως σταθερή κόκκινη γραμμή τις αποφάσεις της Γ.Σ. του ΟΗΕ, τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Όπως εξελίχθησαν σήμερα τα πράγματα, μετά από τις διαδοχικές, αδιανόητες υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς, υπάρχει πλέον στο τραπέζι προς συζήτηση, με δική μας συναίνεση και χωρίς να υπάρχει κανένας ουσιαστικά λόγος, η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η δημιουργία ενός, προφανέστατα, μη βιώσιμου δικέφαλου κράτους, υπό Τουρκική επικυριαρχία και γεωπολιτικό έλεγχο.
Η ΣΧΕΔΙΑΖΟΜΕΝΗ ΔΗΘΕΝ «ΛΥΣΗ» ΘΑ ΗΤΑΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΕΙ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙ, ΣΕ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ, ΤΟΝ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ
Η προβολή της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, ως αποδεκτής «λύσεως», που θα «επανενώσει» την Κύπρο και θα είναι δήθεν συμβατή και με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, είναι πολιτική πλάνη ασύλληπτου μεγέθους, ιδεολογική αυθυποβολή και αυταπάτη. Η εξίσωση της μειοψηφίας με την πλειοψηφία καταλύει κάθε έννοια δημοκρατικής αρχής και λαϊκής κυριαρχίας και είναι μηχανισμός, με τον οποίο η Άγκυρα θα επιβάλει τον έλεγχό της πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο και θα καταστρέψει, σε προοπτική, τον Κυπριακό Ελληνισμό.
Η προεξοφλούμενη παραμονή των εποίκων, η μεταφορά των οποίων στην Κύπρο αποτελεί έγκλημα πολέμου, με βάση τις σχετικές Συμβάσεις του διεθνούς δικαίου, θα ενίσχυε καταλυτικά τη δημογραφική παράμετρο του ελέγχου των Τουρκοκυπρίων και μέσω του «ισοτίμου» ρόλου που θα τους αναγνωριζόταν στο νέο κράτος, η Άγκυρα θα επέβαλλε τον έλεγχό της πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Τουρκία, με τη συνεργασία των θυμάτων της, θα καθίστατο κυρίαρχη στην Ανατολική Μεσόγειο και θα εκπλήρωνε στόχους, πολύ πιο πέρα από εκείνους, που είχε θέσει, όταν εισέβαλε στην Κύπρο το 1974.
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Η ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ «ΛΥΣΗ» ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΕΚΔΗΛΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ
Το παράδοξο είναι ότι η αυτοκαταστροφική αυτή πολιτική, ασκείται τη στιγμή που συντελούνται στην περιοχή καταλυτικές ανακατατάξεις, που αλλάζουν τα στρατηγικά δεδομένα υπέρ της Ελληνικής πλευράς. Σε μια στιγμή επίσης που κορυφώνεται η επεκτατική και επιθετική Τουρκική πολιτική. Χώρες, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά και η Γαλλία, μεγάλη Μεσογειακή και Ευρωπαϊκή Δύναμη, εκφράζουν ανοικτά την αλληλεγγύη και τη στήριξή τους στην Κύπρο και παίρνουν σαφή θέση κατά του Τουρκικού ηγεμονισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Ελλάδα και Κύπρος δεν είναι μόνες απέναντι στην Τουρκική απειλή. Οι χώρες αυτές συμμερίζονται την αίσθηση των κινδύνων, που δημιουργεί και γι’ αυτές ο Τουρκικός ηγεμονισμός και εκφράζουν την ίδια θέληση για την αναχαίτισή του.
Οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν τη θέση και τον αγώνα της Κύπρου. Δημιουργούν ειδικότερα νέες προϋποθέσεις για την κοινή άμυνα Ελλάδος και Κύπρου, με τη μορφή ενός νέου δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, που θα υποστηρίζεται και από τις περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες Ελλάδος και Κύπρου.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Η Ελλάδα δεν μπορεί να αποστασιοποιείται από την Κύπρο, με το πρόσχημα της γνωστής πολιτικής: «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται». Συμπαρίσταται ακριβώς σε τί; Στη μεταφορά της Κύπρου στην Τουρκική σφαίρα επιρροής, με τη δική της συναίνεση, με τη φενάκη μιας δήθεν «λύσεως» του Κυπριακού; Στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην ανάδειξη της Άγκυρας σε κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, με τον γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου;
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι, το οχυρό του Κυπριακού Ελληνισμού, που στηρίζει την ελευθερία του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την ανεξαρτησία και την κυριαρχία του. Η Τουρκο-Βρετανική συμμαχία, επικουρούμενη κάθε φορά και από άλλες δυνάμεις, προσπάθησε τρεις φορές στο παρελθόν να καταλύσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Το 1963-64, με τον ισχυρισμό, ότι, μετά την αυτόβουλη αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από το κράτος, έπαυσε να υφίσταται η Κυπριακή Δημοκρατία. Το ψήφισμα όμως της 4ης Μαρτίου 1964 του Συμβουλίου Ασφαλείας στήριξε την Κυπριακή Δημοκρατία και απέτρεψε την κατάλυσή της. Το 1974, με το πραξικόπημα της χούντας και την Τουρκική εισβολή. Το 2004, με το Σχέδιο Ανάν. Ο Κυπριακός λαός το απέρριψε, με συντριπτική πλειοψηφία, και στήριξε την Κυπριακή Δημοκρατία.
Επιχειρείται σήμερα μια νέα έφοδος κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, με πρωταγωνιστές, στο παρασκήνιο, τις ίδιες δυνάμεις. Αξιοποιήθηκε το διάστημα αυτό για ασύστολη προπαγάνδα και καλλιέργεια συγχύσεως στο λαό, με την προβολή παραπλανητικών και διχαστικών συνθημάτων. Το πρόβλημα όμως δεν είναι κομματικό ή ιδεολογικό. Είναι καθαρά ορθολογιστικό, με κριτήριο την εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού.
Η ΔΙΖΩΝΙΚΗ, ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ, ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ Ή ΤΑ ΔΥΟ ΚΡΑΤΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ Ν’ ΑΠΟΤΕΛΕΣΟΥΝ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ
Η προβαλλόμενη δήθεν «λύση» της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, την οποία η Τουρκική πλευρά απορρίπτει τώρα και διεκδικεί «ίση κυριαρχία» και «δύο κράτη», για να συμβιβασθεί, προφανώς, σε δεύτερο χρόνο, σε συνομοσπονδία, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει λύση για τον Κυπριακό λαό, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Δεν έχει καμία ισορροπία, καμία δημοκρατική δομή και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καμία δικαιοσύνη ή ανατροπή των παρανόμων τετελεσμένων γεγονότων ή σημαντική επιστροφή κατεχομένων εδαφών. Το ίδιο ισχύει για την παρασκηνιακή Βρετανική πρόταση για δύο «Κοινοτικά Κράτη».
Είναι μια φενάκη, που θα καθιστούσε ομήρους της Άγκυρας τους Έλληνες της Κύπρου και θα άνοιγε το δρόμο για μια νέα Τουρκοκρατία στο νησί και καταστροφή του Ελληνισμού του.
Οι ηγεσίες της Ελλάδος και της Κύπρου επωμίζονται μεγάλες ευθύνες ενώπιον του Κυπριακού και του Ελληνικού λαού, αντιμετωπίζοντας με ακατανόητη σπουδή και προθυμία τη συμμετοχή τους σε μια νέα Πενταμερή. Η τελευταία ενορχηστρώνεται, παρασκηνιακά, από τη Βρετανική διπλωματία, σε συνεργασία με την Άγκυρα, και έχει ως στόχο να παγιδεύσει την Ελληνική πλευρά σ’ ένα σχέδιο δήθεν «λύσεως» του Κυπριακού, που οδηγεί στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, με Ελληνική συγκατάθεση.
Ιδιαίτερες ευθύνες έχουν επίσης οι ηγεσίες των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων της Κύπρου, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, που υποστηρίζουν άκριτα και αναφανδόν μια αδιέξοδη και αυτοκαταστροφική «λύση», όπως επίσης οι ηγεσίες των κομμάτων και των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, που πρέπει να τοποθετηθούν και να κινητοποιηθούν για την αποτροπή μιας παράλογης και αυτοεπιφερόμενης στρατηγικής εθνικής ήττας.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΤΤΙΛΑ, ΑΛΛΑ Η ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Αυτό που χρειάζεται σήμερα η Κύπρος δεν είναι η συνθηκολόγηση με τον Αττίλα, με ευφημισμούς και παραλογισμούς για δήθεν «λύση». Χρειάζεται μια άλλη πολιτική και στρατηγική, με ασυμβίβαστο αγώνα κατά της Τουρκικής κατοχής, με αξιοποίηση των νέων στρατηγικών δεδομένων και των περιφερειακών στρατηγικών συμμαχιών της Κύπρου και της Ελλάδος.
Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται άμεσα:
● η επενεργοποίηση του Ενιαίου Αμυντικού χώρου μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου,
● η προώθηση της αμυντικής θωρακίσεως της Κύπρου,
● η περαιτέρω σύσφιγξη και εξειδίκευση των αμυντικών σχέσεων με τους περιεφειακούς στρατηγικούς συμμάχους της Ελλάδος και της Κύπρου.
Η Κύπρος δεν είναι ο οποιοσδήποτε χώρος. Είναι ένα νησί με τεράστια στρατηγική και γεωπολιτική σημασία, ένα πολύτιμο τμήμα και μια έπαλξη του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Οι Ελληνικές ηγεσίες της Κύπρου και της Ελλάδος δεν μπορούν να υποβαθμίζουν και να υποτιμούν αυτή την πραγματικότηα ή να μη λαμβάνουν υπόψιν στις διαπραγματεύσεις βασικά διδάγματα της στρατηγικής, όπως τα διετύπωσε ο μεγάλος Θουκυδίδης, ότι η συμμετρική διαπραγμάτευση απαιτεί «ίση δύναμη» και «ισορροπία δυνάμεων». Πολύ περισσότερο, όταν είναι γνωστό και πασιφανές ότι η Τουρκία προτάσσει τον στρατηγικό παράγοντα και έχει ως στόχο τον γεωπολιτικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.
Ο Κυπριακός, όπως και ο Ελληνικός λαός, αντιμετώπισαν στην μακρόχρονη, αλλά και στην πρόσφατη ιστορία τους μεγάλες προκλήσεις για την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία.Δεν λιποψύχησαν και δεν κάμφθηκαν μπροστά στο μέγεθος των κινδύνων. Ένα ορόσημο είναι η Επανάσταση του 1821, της οποίας εορτάζουμε φέτος την επέτειο των 200 χρόνων. Ένα άλλο ήταν η αντίσταση στον Φασισμό και στο Ναζισμό. Ένα τρίτο είναι οι αγώνες του Κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση και ελευθερία που συνεχίζονται σήμερα εναντίον της Τουρκικής κατοχής.
Ο Κυπριακός λαός έδωσε ένα δείγμα της ωριμότητας και της αποφασιστηκότητάς του, με την απόρριψη του Σχεδίο Ανάν το 2004. Οι συνθήκες σήμερα ζητούν πάλι απ’ αυτόν να γίνει πρωταγωνιστής και ν’ απορρίψει νέα ολέθρια σχέδια, που, με την επίφαση μιας δήθεν «λύσεως», απεργάζονται την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη νομιμοποίηση της Τουρκικής κατοχής, την καταπάτηση των δικαιωμάτων του και την υπαγωγή της Κύπρου στην Τουρκική επικυριαρχία και γεωπολιτικό έλεγχο.
Η λύση του Κυπριακού δεν μπορεί να αγνοεί κατάφωρα το διεθνές δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και κάθε έννοια πραγματικής ελευθερίας, δημοκρατίας και δικαιοσύνης.
1. Αντώνης Κουνάδης, Ακαδημαϊκός, πρώην Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών
2. Νικόλαος Κονομής, Ακαδημαϊκός, πρώην Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών
3. Δημήτριος Σκαρβέλης, Στρατηγός ε.α., Ακαδημαϊκός
4. Φράγκος Φραγκούλης, Στρατηγός ε.α., Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΣ, πρώην Υπουργός Εθνικής Άμυνας
5. Κοσμάς Χρηστίδης, Αντιναύαρχος ε.α., Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΝ
6. Ιωάννης Μάζης, Καθηγητής Γεωπολιτικής, Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών
7. Περικλής Νεάρχου, Πρέσβυς ε.τ.
8. Ελευθέριος Καραγιάννης, Πρέσβυς ε.τ.
9. Μανώλης Γούναρης, Πρέσβυς ε.τ.
10. Γιώργος Πουκαμισάς, Πρέσβυς ε.τ.
11. Παναγιώτης Ήφαιστος, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
12. Μάριος Ευρυβιάδης, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ασφάλειας, Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου
13. Κωνσταντίνος Γρίβας, Καθηγητής Γεωπολιτικής, Σχολή Ευελπίδων
14. Δημήτριος Αλευρομάγειρος, Αντιστράτηγος ε.α.
15. Βασίλειος Μαρτζούκος, Αντιναύαρχος ε.α. και Αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
16. Ιωάννης Μπαλτζώης, Αντιστράτηγος ε.α. και Πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
17. Λουκάς Αξελός, Συγγραφέας, Διευθυντής Εκδόσεων «Στοχαστής» -Περ. «Τετράδια»
18. Λαοκράτης Βάσσης, Φιλόλογος, Συγγραφέας
19. Φοίβος Κλόκκαρης, Αντιστράτηγος ε.α., π. Αντιστράτηγος ε.α. π. Υπουργός Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας και π. Υπαρχηγός της Εθνικής Φρουράς
20. Ρωμανός Γιώργος, Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής
21. Κώστας Ιατρίδης, Πτέραρχος ε.α.
22. Σάββας Καλεντερίδης, Συνταγματάρχης ε.α. και ιδρυτής των εκδόσεων και του ιστοτόπου «Ινφογνώμων»
23. Γιώργος Πετρίκκος, Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής, Ε.Κ.Π.Α. και Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου. Τέως πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδος