Ουδείς έχει δικαίωμα να μας γυρίσει στην εποχή Σημίτη, στο δρόμο της Μαδρίτης και του Ελσίνκι!  

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

του Κωνσταντίνου Καράμπελα

Η επιλογή της Ελληνικής Πρεσβείας στις ΗΠΑ να διαφημίσει το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, το γνωστό ΕΛΙΑΜΕΠ, στο επίσημο μέσο ηλεκτρονικής δικτύωσης που χρησιμοποιεί, δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία. Να θυμίσουμε ότι, όπως αποκαλύφθηκε από δημοσιεύματα του Τύπου λίγους μήνες πριν, σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Ανάπτυξης με τίτλο «Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς, διατάξεις για την ανάπτυξη, την έρευνα και την καινοτομία», είχε περιληφθεί συγκεκριμένη διάταξη που πρoέβλεπε χρηματοδότηση της εν λόγω δεξαμενής σκέψης και μόνο αυτής!

Είναι πασιφανές, για να μην κρυβόμαστε, ότι η σχέση του ΕΛΙΑΜΕΠ με την σημερινή Ελληνική κυβέρνηση είναι προνομιακή. Αρκετοί σύμβουλοι και συνεργάτες του Πρωθυπουργού αποτελούν μέλη του. Τα οποία μέλη είχαν την ίδια προνομιακή σχέση και με την κυβέρνηση Κώστα Σημίτη την περίοδο 1996-2004. Και είναι λογικό, καθώς ο χειρισμός των εθνικών θεμάτων σήμερα θυμίζει έντονα την περίοδο εκείνη, ακόμη και σε επίπεδο ρητορικής.

Η στάση του ΕΛΙΑΜΕΠ στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής είναι σταθερή εδώ και χρόνια. Η πολιτική κατευνασμού και υποχωρητικότητας, απέναντι στις αξιώσεις της γειτονικής Τουρκίας, παρουσιάζεται ως μονόδρομος, χάριν της ειρήνης. Δεν θα εξετάσουμε εδώ το παράλογο της υπόθεσης ότι δήθεν διασφαλίζεται η ειρήνη όταν ικανοποιούνται οι αναθεωρητικές βλέψεις και επιθετικές διεκδικήσεις τρίτων. Άλλωστε, η ιστορία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων έχει αποδείξει που οδηγούν τέτοιες επιλογές. Το ίδιο και κάθε αντίστοιχη περίπτωση στην παγκόσμια ιστορία, με κλασσικό παράδειγμα την υποχωρητικότητα των Τσάμπερλειν και Νταλαντιέ απέναντι στον Χίτλερ! Αυτό που θα τονίσουμε, όμως, είναι η επιμονή του ιδρύματος στην καταπάτηση του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Γιατί ουσιαστικά προκρίνει την απεμπόληση των δικαιωμάτων της χώρας που απορρέουν από αυτό.

Στην πραγματικότητα, απαιτείται να απεμπολήσει η Ελλάδα δικαιώματα που όλα τα κυρίαρχα κράτη του πλανήτη απολαμβάνουν. Και αυτό επειδή εκτοξεύει απειλές μια τρίτη χώρα. Όταν, όμως, κάποιος σου απαγορεύει εκείνο που επιτρέπεται, ή καλύτερα επιβάλλεται, για όλους τους άλλους – ακόμα και για εκείνον που απειλεί, τότε ουσιαστικά πρόκειται για την άποψη ότι είσαι «λιγότερο ίσος» από τους υπόλοιπους. Και τι πιο φασιστικό από το να θεωρείται ένας λαός «λιγότερο ίσος» από τους υπόλοιπους;

Τέτοιες απόψεις, λοιπόν, δεν μπορούν παρά να χαρακτηριστούν, όχι απλώς επικίνδυνες και προκλητικές για τον Ελληνικό λαό, αλλά και φασιστικές, που κινούνται εκτός Διεθνούς και Ευρωπαϊκής νομιμότητας.

Στο άναρχο διεθνές σύστημα, βεβαίως, δεν είναι λίγες οι φορές που επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας, με τον μεγάλο να επιβάλλεται στον μικρό. Στη δική μας, όμως, περίπτωση οι δυνατότητες της γείτονος είναι πολύ περιορισμένες για να επιδιώξουν κάτι τέτοιο. Μια βίαιη κίνηση από την απέναντι πλευρά μπορεί να την οδηγήσει σε εφιαλτικά για αυτήν αποτελέσματα. Συνεπώς, δεν δύναται να επιβληθεί  στη χώρα μας με τη βία. Γι αυτό επιχειρεί την επίτευξη των στόχων της μέσα από τη συντήρηση μιας ρητορικής απειλών και την εκμετάλλευση των θέσεων κατευνασμού και υποχωρήσεων που προβάλλουν φορείς όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ και άλλα αντίστοιχα ιδρύματα. Τα οποία, επίσης, για κάποιο περίεργο λόγο έχουν προνομιακές σχέσεις με σημαντική μερίδα του πολιτικού προσωπικού.

Για να ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, τα πράγματα, η χώρα μας με τη  στάση της από το 2004 (περίοδος Κυβέρνησης Καραμανλή) και έπειτα, συμβαδίζει με τη Διεθνή νομιμότητα και αναγνωρίζει ένα ζήτημα στις σχέσεις της με την Τουρκία, την οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας  και της αντίστοιχης ΑΟΖ. Με καθαρότητα, τη θέση αυτή διατυπώνει και το Υπουργείο Εξωτερικών.  Και κανείς δεν έχει το δικαίωμα, ακόμη κι αν κατέχει το αξίωμα του Πρωθυπουργού, να συζητήσει τίποτα περισσότερο από αυτό. Ούτε δικαιούται να αφήνει το τοπίο θολό, κάνοντας τοποθετήσεις που ανοίγουν παράθυρα για παράνομες διεκδικήσεις, υιοθετώντας τις τουρκικές θέσεις.

Εν κατακλείδι, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να επιστρέψει τη χώρα στην περίοδο Κώστα Σημίτη. Στην περίοδο της αναγνώρισης «άλλων διαφορών», της παραβίασης του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου και της υποχωρητικότητας εις βάρος της κυριαρχίας της!

ΔΗΜΟΦΙΛΗ