Η πεποίθησή μας που βασίζεται σε ντοκουμέντα και όχι εικασίες, είναι ότι υπάρχει διολίσθηση στην εθνική γραμμή και τον τρόπο αντίδρασης της κυβέρνησης έναντι των των πρόσφατων τουρκικών προκλήσεων, σε σχέση με τις θέσεις και τις διεκδικήσεις μας στο Δικαστήριο της Χάγης το 1976.
Υπάρχει διολίσθηση γιατί η κυβέρνηση δεν καταδεικνύει τις ωμές, παράνομες και απροκάλυπτες, σύμφωνα και με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας στην υφαλοκρηπίδα, στην οποία δεν επιτρέπεται καμία έρευνα χωρίς την άδεια και συναίνεσή μας. Δικαίωμα μας που προκύπτει όπως αποκάλυψε ο Μπάμπης Παπασπύρος στο olympia.gr ακόμα και από νομολογία του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης!
Τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με βάση την απόφαση της 11ηςΣεπτεμβρίου 1976, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είχε επισημάνει εγκαίρως ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, σε σχετική αλληλογραφία του με τον ΥΠΕΞ Νίκο Δένδια στις 10 Δεκεμβρίου 2019. Ήταν λίγο πριν την Σύνοδο των ΥΠΕΞ και την Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις 12 Δεκεμβρίου 2019, όταν ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος είχε τονίσει πόσο ενισχυτική για τις Ελληνικές θέσεις, απέναντι στις μονομερείς προκλητικές και ανυπόστατες ενέργειες της Τουρκίας με το «τουρκολιβυκό μνημόνιο», θα μπορούσε να είναι η παραπάνω απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Και για την ακρίβεια, ο Προκόπης Παυλόπουλος είχε επισημάνει: «Πέραν όμως όλων των προηγουμένων, δηλαδή πέραν του ανυποστάτου, το «Μνημόνιο» αυτό ουδόλως παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Προς την κατεύθυνση αυτή πάγια είναι η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, με πλειάδα αποφάσεων.
Για εμάς έχει ιδιαίτερη σημασία το σκεπτικό αρ. 29 της Διάταξης (Ordonnance) του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης της 11ης Σεπτεμβρίου 1976, για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Κατά το σκεπτικό αυτό «είναι προφανές ότι μονομερείς παραχωρήσεις από ένα Κράτος ή έρευνες που γίνονται μονομερώς από το Κράτος αυτό σε αμφισβητούμενες περιοχές, δεν δημιουργούν κανένα νέο δικαίωμα υπέρ αυτού ούτε στερούν το άλλο Κράτος από τα κατά το Διεθνές Δίκαιο δικαίωματά του».
Εδώ το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης καθιερώνει τον κανόνα «resinter alios acta», με την έννοια ότι συμφωνίες, όπως το ως άνω «Μνημόνιο», ουδεμία νομική σημασία και επίπτωση έχουν έναντι τρίτων. Πολλώ μάλλον, όταν το «Μνημόνιο» αυτό δεν έχει καν νομική υπόσταση και σημασία ούτε για το ένα από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη, ήτοι την Λιβύη, αφού οι δικές της αρμόδιες αρχές -π.χ. το Κοινοβούλιο της Λιβύης- θεωρεί το «Μνημόνιο» ανυπόστατο».