Διαφημίστηκε ως η κορωνίδα του επιτελικού κράτους, καθώς σύμφωνα με ανακοινώσεις και διθυραμβικά δημοσιεύματα από μερίδα του Τύπου θα ενίσχυε «τη διαφάνεια, την ακεραιότητα και τη λογοδοσία στη δράση των κυβερνητικών οργάνων, των διοικητικών Αρχών, των κρατικών φορέων και των δημοσίων οργανισμών» και θα βοηθούσε στην πρόληψη, στην αποτροπή, στον εντοπισμό και στην αντιμετώπιση «των φαινομένων απάτης και διαφθοράς». Τα στελέχη της, μάλιστα, σύμφωνα με το σχετικό ΦΕΚ που σκιαγραφούσε τη λειτουργία της, θα έπρεπε να είναι πρόσωπα «εγνωσμένου κύρους, υψηλής επιστημονικής συγκρότησης και επαγγελματικής εμπειρίας σε τομείς που έχουν σχέση με τις αρμοδιότητες της Αρχής».
Από τη Μαρία Παναγιώτου
Ο λόγος για την ενιαία Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ), για την οποία τα ίδια δημοσιεύματα ανέφεραν ότι οι εμπνευστές της είχαν πατήσει στα χνάρια της Ανεξάρτητης Επιτροπής κατά της Διαφθοράς (ICAC) που ιδρύθηκε το 1974 στο Χονγκ Κονγκ και έχει αποτελέσει την έμπνευση για πολλές ταινίες και βιβλία. Ανέφεραν ακόμη -για να δείξουν σε τι αναβαθμισμένα χνάρια βαδίζουμε- ότι πριν από την ίδρυση της ICAC το Χονγκ Κονγκ -πάντα- ήταν ένα από τα πιο διεφθαρμένα μέρη του πλανήτη, ενώ μετά τη δημιουργία της έγινε ένα από τα «καθαρά» κράτη σε ό,τι αφορά τη διαφθορά. Μεγαλόσχημο! Γιατί πίσω, στην (μακρινή για το Χονγκ Κονγκ) Ελλάδα, έναν χρόνο μετά την ίδρυση της Αρχής Διαφάνειας, κι ενώ τώρα πραγματοποιείται πλήρως η στελέχωσή της, πολλά από τα ανώτατα στελέχη που την επανδρώνουν δεν μοιάζει να έχουν τις ικανότητες, τις επιδεξιότητες και τη λάμψη των αδιάφθορων της ICAC. Μάλλον το αντίθετο!
Παράδειγμα σε αυτό είναι ο Μενέλαος Τσουπλάκης, ο οποίος, όπως ανακοινώθηκε την περασμένη Παρασκευή, επιλέχθηκε από το υπουργικό συμβούλιο, έπειτα από εισήγηση του υπουργού Εσωτερικών Τάκη Θεοδωρικάκου, για να στελεχώσει τη θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της νέας Αρχής. Οι κακές γλώσσες, όμως, που έχουν γνωρίσει από κοντά τον κ. Τσουπλάκη, ο οποίος εργάστηκε στο ΣΔΟΕ και στη συνέχεια διετέλεσε για χρόνια προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) (σ.σ.: σημέρα Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων), μιλούν για έναν άνθρωπο που δεν ήταν σε θέση να διεκπεραιώσει μερικές από τις βασικές αρμοδιότητές του, λόγω έλλειψης βασικών, μορφωτικών, τυπικών προσόντων.
Λένε, για παράδειγμα, ότι ορισμένες φορές δεν μπορούσε καν να διεκπεραιώσει τις ΕΔΕ που αναλάμβανε η διεύθυνση στην οποία προΐστατο, γι’ αυτό και τις ανέθετε σε συναδέλφους του. Επισημαίνουν, για του λόγου το αληθές, ότι δεν είχε λάβει καν τη θέση του επιθεωρητή ούτε λάμβανε το σχετικό επίδομα όσο υπηρετούσε στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, όπως οι υφιστάμενοί του, λόγω ακριβώς της έλλειψης τυπικών προσόντων. Δηλαδή, οι υφιστάμενοι του κ. Τσουπλάκη στην υπηρεσία ήταν ανώτεροι από τον κ. Τσουπλάκη. Η ανέλιξή του, μάλιστα, παραμένει για όλους ένα ερώτημα, γι’ αυτό και οι κακές γλώσσες -πάντα- την αποδίδουν σε πολιτική γνωριμία. Ποιος ξέρει;
Άνθρωπος για όλες τις θέσεις
Τον Ιούλιο του 2019, λίγο προτού διοριστεί στη θέση του διοικητή της ΕΥΠ ο Παναγιώτης Κοντολέων, κυριακάτικη φιλο κυβερνητική εφημερίδα γνωστού επιχειρηματία ανακοίνωνε ότι ο κ. Τσουπλάκης είναι το απόλυτο φαβορί για τη μία από τις δύο θέσεις υποδιοικητή της ΕΥΠ, αυτής που έχει να κάνει περισσότερο με θέματα διοικητικής υποστήριξης.
Φαίνεται ότι ο κ. Τσουπλάκης αποτελούσε -για άγνωστους λόγους- πολύφερνη νύφη κυρίως γι’ αυτήν τη μερίδα του Τύπου. Το φαβορί δεν διορίστηκε τελικά στην ΕΥΠ, όμως πριν από λίγους μήνες κατέθεσε τα χαρτιά του για τη θέση του προέδρου της ΕΑΔ, μιας θέσης απαιτητικής αφού η θεσμοθέτηση της ανεξάρτητης Αρχής, πριν από έναν χρόνο, σήμανε αυτόματα την κατάργηση πλήθος σωμάτων ελεγκτών του Δημοσίου, όπως η Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (ΓΕΓΚΑΔ), το Σώμα Ελεγκτών – Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης (ΣΕΕΔΔ), το Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης (ΓΕΔΔ), το Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ) και το Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Εργων (ΣΕΔΕ).
Μία θέση, δηλαδή, από την οποία περνάει ο έλεγχος ολόκληρου του δημοσίου τομέα και για την οποία η αμοιβή έχει οριστεί στο 60% των συνολικών αποδοχών και επιδομάτων, παροχών και αποζημιώσεων του προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Μία θέση λαμπρή, η μισθολογική κατάσταση της οποίας ορίστηκε με βάση τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και όχι αυτές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος.
Τα «άσχετα» μεταπτυχιακά και η πέμπτη θέση στη σειρά μοριοδότησης
Δυστυχώς, όμως, από την αίτηση που κατέθεσε ο κ. Τσουπλάκης μοιάζει σαν να επιβεβαιώθηκαν οι κακές γλώσσες, καθώς μάθαμε ότι διαθέτει μεν ένα πτυχίο από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο όμως απέκτησε έπειτα από σπουδές 23 ετών. Μάθαμε, ακόμη, ότι διαθέτει δύο μεταπτυχιακά, τα οποία είναι εντελώς άσχετα με τη θέση που καταλαμβάνει (το ένα από το University of East London, με θέμα την «Επιστήμη της εργασιακής ψυχολογίας», και το άλλο από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής (πρώην ΤΕΙ), το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, μοιάζει να ολοκλήρωσε σε μηδενικό χρόνο, αντίθετα από το πτυχίο του). Ωστόσο, η περιγραφή της θέσης στο σχετικό ΦΕΚ ζητούσε από τους υποψηφίους να έχουν μεταπτυχιακούς τίτλους «που αποδεικνύουν την επιστημονική εξειδίκευση σε συναφή προς τους σκοπούς της Αρχής ή/και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Διοίκησης γνωστικά αντικείμενα». Επίσης, ο κ. Τσουπλάκης κατέθεσε ότι δεν έχει κανέναν τίτλο που να βεβαιώνει τη γλωσσομάθειά του σε κάποια ξένη γλώσσα, ενώ αυτό αποτελούσε, επίσης, βασική προϋπόθεση για τη θέση. Ούτε καν αγγλικών (!).
Εκτός από το σκανδαλώδες γεγονός ότι η πρόσκληση για τη θέση ανακοινώθηκε τον περασμένο Απρίλιο, δηλαδή στη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν για τον Covid-19 (γεγονός που έκανε την υποβολή αίτησης αδύνατη για κάποιους), υπάρχει κάτι ακόμη πιο σκανδαλώδες: Ο κ. Τσουπλάκης ήταν μόλις πέμπτος στη σχετική μοριοδότηση. Πριν από αυτόν υπήρχαν άνθρωποι με εξαίρετα βιογραφικά, καθώς αίτηση κατέθεσαν ακόμη τρεις πανεπιστημιακοί (με πληθώρα ακαδημαϊκών προσόντων) και ένας επιθεωρητής από τη Δημόσια Διοίκηση.
Ποιο πνευματικό χάρισμα ήταν αυτό που μάγεψε τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, σε σχέση με τον κ. Τσουπλάκη, παραμένει άγνωστο. Κυρίως για τους παλιούς συναδέλφους του στο ΣΔΟΕ, που όταν θέλουν να καταδείξουν την έλλειψη προσόντων του -προφανώς με μια διάθεση υπερβολής- λένε αστειευόμενοι ότι εκείνη την εποχή «έφερνε μόνο τους καφέδες». Και κάπως έτσι η Ελλάδα απομακρύνθηκε ακόμη περισσότερο στον χάρτη από το Χονγκ Κονγκ, ύστερα από αυτόν τον διορισμό. Είναι μάλλον βέβαιο ότι η ICAC του Χονγκ Κονγκ θα είχε απορρίψει την αίτηση του κ. Τσουπλάκη.
Πηγή: Κυριακάτικη Δημοκρατία