Λίγα νομικά γνωμικά έχουν γνωρίσει –από τότε που καθένα τους εμφανίσθηκε στην νομικοφιλοσοφική σκέψη– «περιπέτειες» ανάλογες μ’ εκείνες της ρήσης «fiat Justitia et pereat mundus» η οποία, σε κάπως ελεύθερη απόδοση, σημαίνει «ας απονεμηθεί Δικαιοσύνη και ας εκλείψει ο κόσμος».
- Προκόπης Παυλόπουλος (άρθρο στην Καθημερινή)
Είναι δε χαρακτηριστικό, πως οι «περιπέτειες» αυτές οφείλονται κυρίως στους «οπαδούς» εκείνους του γνωμικού οι οποίοι, ιδίως από άγνοια ή παρανόηση, υιοθέτησαν την απόλυτη εκδοχή του –φυσικά όπως την ερμήνευαν κατά περίπτωση– οδηγούμενοι έτσι σε ακρότητες που πόρρω απέχουν από τη γνήσια έννοια του Δικαίου και της Δικαιοσύνης. Και τούτο διότι η ως άνω έννοια ενέχει, οιονεί εκ φύσεως, το στοιχείο της σχετικότητας και απορρίπτει την «αυθεντία», δοθέντος ότι ο Κανόνας Δικαίου είναι δημιούργημα του ανθρώπου, του νομοθέτη, όπως άλλωστε δημιούργημα του ανθρώπου είναι και η απονομή της Δικαιοσύνης, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου από τον δικαστή.
Αρα, ποια απόφαση δικαστή –-σύμφωνα με τον Κανόνα Δικαίου που ερμηνεύει και εφαρμόζει– μπορεί να αιτιολογήσει, κανονιστικώς και φιλοσοφικώς, την κραυγαλέως «εσχατολογική» προτροπή «et pereat mundus»;
I
Η προαναφερόμενη άγνοια ή και παρανόηση μπορούν εύκολα να καταδειχθούν αν γυρίσουμε αιώνες πίσω, αναζητώντας τις «ρίζες» του γνωμικού «fiat Justitia et pereat mundus» και εστιάζοντας σε ορισμένες σκέψεις μεγάλων νομικών του παρελθόντος, οι οποίοι όμως το χρησιμοποίησαν και το «αποκωδικοποίησαν» με μεγάλη φρόνηση.
Α. Αυτό το γνωμικό, λοιπόν, φαίνεται να μνημονεύεται το πρώτον στο βιβλίο –που εμπεριέχει ολόκληρη συλλογή ρήσεων– του Johannes Jacobus Manlius «Loci Communes», το οποίο εκδόθηκε το 1563, δίχως ο συγγραφέας να δίνει επαρκείς πληροφορίες ως προς την καταγωγή του και το νόημα του περιεχομένου του. Δεν απαντάται στη ρωμαϊκή νομική γραμματολογία –παρά τη διατύπωσή του στα λατινικά– γεγονός το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει, έστω και εν μέρει, την άποψη πως το γνωμικό αυτό ίσως «είδε το φως» στις αρχές του Μεσαίωνα, εκπορευόμενο από θρησκευτικούς κύκλους με αρκετή, πλην όμως μονομερή, νομική παιδεία.
1. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι τέτοιοι θρησκευτικονομικοί κύκλοι κατά τον Μεσαίωνα διαπνέονταν από την ακραία –και άκρως υποκριτική, ως υπηρετούσα κατ’ ουσίαν τους στόχους της Ιεράς Εξέτασης– εκδοχή του γνωμικού «fiat Justitia et pereat mundus», βασισμένη στο γράμμα και το πνεύμα μιας συγκεκριμένης ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης, ήτοι της ερμηνείας που συλλαμβάνει τον Θεό ως «αδέκαστο τιμωρό» και που βρίσκει έρεισμα και στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, αλλά μόνο κατά τις απαρχές του, όταν ακόμη κυριαρχούσε ο Δωδεκάδελτος Νόμος και, προς εμπέδωσή του, το «δόγμα» «dura lex, sed lex».
2. Μιας και έγινε λόγος για την Παλαιά Διαθήκη, δεν αποκλείεται οι εμπνευστές του γνωμικού «fiat Justitia et pereat mundus» ν’ άντλησαν σκέψεις επί τούτου –φυσικά υπό τη δική τους ακραία εκδοχή– από τον Προφήτη Ησαΐα (6,9): «Δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης». Ομως, μια απλή ανάγνωση του κειμένου του Ησαΐα δείχνει πως ο Προφήτης ήθελε να νουθετήσει τους αλαζόνες για το ότι δίχως το αίσθημα και την πρακτική της Δικαιοσύνης επέρχεται, για κάθε άνθρωπο αλλά ιδίως για τους ισχυρούς και κρατούντες, η τιμωρία του Θεού ως «Θεία Δίκη».
Β. Στη διαιώνιση του γνωμικού «fiat Justitia et pereat mundus», υπό την κατά τ’ ανωτέρω ακραία εκδοχή του –που, κατ’ αποτέλεσμα, διαστρέφει την έννοια της Δικαιοσύνης και την καθιστά «όπλο» στα χέρια του ισχυρού– συνέβαλε καθοριστικώς το γεγονός πως το γνωμικό αυτό χρησιμοποιήθηκε ως αυτοκρατορικό «motto» από τον Φερδινάνδο I΄, «Holy Roman Emperor».
1. O Φερδινάνδος, γόνος της δυναστείας των Αψβούργων και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1619-1637) με έδρα τη Βιέννη, ένιωθε την ανάγκη να τονώσει το αυτοκρατορικό του κύρος και γόητρο με μια ρήση, όπως εκείνη του γνωμικού «fiat Justitia et pereat mundus». Ας μην ξεχνάμε ότι ο Φερδινάνδος ήταν εκείνος ο οποίος, μάλλον με υποκίνηση του Πάπα, πρωταγωνίστησε στον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648), επιχειρώντας, με «αγωνιστικό μανδύα» τον Καθολικισμό, να ενώσει υπό το σκήπτρο του τα επιμέρους γερμανικά κράτη της εποχής και, αυτοθρόως, να εμπεδώσει την ηγεσία του στην «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Εθνους». Για την ιστορία, ο Τριακονταετής Πόλεμος –ο πρώτος οιονεί «παγκόσμιος πόλεμος» για τα δεδομένα της εποχής– εξελίχθηκε σε σύγκρουση μεταξύ Αψβούργων και Βουρβόνων, για να καταλήξει, συμβιβαστικώς, στην ειρηνευτική Συνθήκη της Βεστφαλίας, στις 24.10.1648. Τη Συνθήκη, η οποία καθιέρωσε το «κρατοκεντρικό» σύστημα περιθωριοποιώντας τη φεουδαρχία, ρύθμισε νομικώς τα δεδομένα της ειρήνης και, επιπλέον, έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης Διεθνούς Συνεργασίας και του Διεθνούς Δικαίου.
2. Την ιδεατή, πλην όχι και την ως άνω ακραία, εκδοχή του γνωμικού «fiat Justitia et pereat mundus», όπως άλλωστε ταιριάζει στην όλη φιλοσοφική του κοσμοθεωρία –δηλαδή εκείνη που «αποθεώνει» το ιδεώδες της Δικαιοσύνης και καταδικάζει, απερίφραστα, τον κάθε είδους δεσποτισμό– χρησιμοποίησε ευρέως ο Immanuel Kant στο περίφημο δοκίμιό του (1795) «Zum ewigen Frieden. Ein philosophischer Entwurf» («Προς την αιώνια Ειρήνη. Ενα φιλοσοφικό σχεδίασμα»). Επιπλέον, στον μεγάλο Γερμανό νομομαθή και νομοδιδάσκαλο Rudolph von Jhering –και στον αντίποδα της προμνημονευόμενης ακραίας εκδοχής του γνωμικού «fiat Justitia et gerent mundus»– αποδίδεται η ρήση: «Fiat Justitia et floreat mundus». («Ας απονεμηθεί Δικαιοσύνη και ο κόσμος θα ευημερήσει»). Και τούτο διότι ο Jhering, μέσω αυτής της σκέψης, συλλαμβάνει τη Δικαιοσύνη στις πραγματικές της διαστάσεις, νομικές και φιλοσοφικές. Δηλαδή στις διαστάσεις εκείνες, που καταδεικνύουν ότι η απονομή της Δικαιοσύνης μπορεί να νοηθεί μόνον ως λειτουργία, η οποία είναι προορισμένη να οδηγήσει στην ανθρώπινη ευημερία και ουδέποτε «στο τέλος του Κόσμου».
Ευτυχώς για τη σύγχρονη νομικοφιλοσοφική σκέψη, η ύστερη ρωμαϊκή νομικοφιλοσοφική γραμματολογία –σαφώς υπό την επιρροή του Στωικισμού και την ανεκτίμητη συμβολή εμβληματικών πολιτικών μορφών, όπως ιδίως ο Αδριανός, ο Αντωνίνος ο Ευσεβής και ο Μάρκος Αυρήλιος– μας άφησε, αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, μια μεγάλη και αναντικατάστατη κληρονομιά ως προς την ιδέα και το ιδεώδες της Δικαιοσύνης. Μια κληρονομιά, η οποία μας έχει –πλην των αδαών ή και των «εραστών» του κάθε είδους δεσποτισμού– απαλλάξει από την προαναφερθείσα ακραία εκδοχή του γνωμικού «fiat Justitia et pereat mundus».
Α. Τούτο συνέβη όταν η ρωμαϊκή νομικοφιλοσοφική σκέψη –βεβαίως υπό την καθοριστική επήρεια της αντίστοιχης αρχαίας ελληνικής σκέψης, όπως εκτίθεται στην συνέχεια– αντέταξε στο, οιονεί «αρχαϊκό», «dura lex sed lex», κατά τ’ ανωτέρω, τη θέση «summum jus, summa injuria» («Η απόλυτη Δικαιοσύνη ισοδυναμεί με την απόλυτη αδικία»).
1. Η θέση αυτή είχε συλλάβει, σε όλη της την έκταση και με απαράμιλλη οξυδέρκεια, την αλήθεια ότι το Δίκαιο –άρα ο νόμος– είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Το ίδιο και η μέσω της ερμηνείας και της εφαρμογής του Δικαίου απονομή της Δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, όταν κανείς προσδίδει στο Δίκαιο και στη Δικαιοσύνη διαστάσεις απολυτότητας, που αγνοούν τη σχετικότητα της ανθρώπινης δημιουργίας, κατ’ αποτέλεσμα οδηγείται στη δικαιολόγηση της αδικίας, εκπορευόμενης από εκείνους, οι οποίοι χρησιμοποιούν το Δίκαιο και τη Δικαιοσύνη για να θεμελιώσουν τη «δεσποτική» τους –σε κάθε πεδίο άσκησης εξουσίας– συμπεριφορά.
2. Αμάχητο τεκμήριο της ως άνω σχετικότητας του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, πάντα κατά την ύστερη ρωμαϊκή νομικοφιλοσοφική σκέψη, συνιστά και το ότι η τελευταία εγκατέλειψε εγκαίρως την αυστηρή προσήλωση της, δήθεν, πληρότητας του Δωδεκάδελτου Νόμου. Και ανέδειξε την ανάγκη συμπλήρωσης του γραπτού νόμου μέσω συγκεκριμένων γενικών αρχών, με γνήσιο ανθρωπιστικό περιεχόμενο, καταφεύγοντας στη διαδικασία του «Jus Praetorium» («Jus Honorarium»), και κατ’ εξοχήν στη διαδικασία της «Cognitio extra ordinem» («Εξαιρετική νομοθετική διαδικασία»).
Β. Αυτή ήταν η βάση, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε, στη συνέχεια, η διατύπωση του έξοχου ορισμού –δίχως να υποτιμάται το ότι «omnis definitio periculosa est»– του Ουλπιανού περί Δικαιοσύνης.
1. Ο Ουλπιανός παρέδωσε στη Νομική Επιστήμη και στην περί αυτήν φιλοσοφική σκέψη τον ακόλουθο ορισμό για τη Δικαιοσύνη: «Justitia est constans et perpetua voluntas, ius suum cuique tribuendi». Στηριζόμενος, κατά βάση, στην έννοια της αναλογικής Ισότητας και, κατ’ επέκταση, της αναλογικής Δικαιοσύνης, ο ορισμός αυτός βρίσκεται στον αντίποδα του γνωμικού «fiat Justitia et pereat mundus», δοθέντος ότι αποκλείει τη σύλληψη της Δικαιοσύνης με τρόπο απόλυτο και, όλως αντιθέτως, την προσαρμόζει στα ανθρώπινα μέτρα της, ως προϊόν του ανθρώπινου νόμου και της απονομής της από τον άνθρωπο.
2. Ο ορισμός του Ουλπιανού για τη Δικαιοσύνη αποτέλεσε μία από τις «κορωνίδες» του μετέπειτα Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, καθώς ο Ιουστινιανός την αξιοποίησε, δεόντως, στη νομική του παραγωγή και στις κωδικοποιήσεις της. Ο ορισμός αυτός βρήκε έτσι την οριστική του καταξίωση στα «Βασιλικά» (Βιβλίο ΙΙ, τίτλος Ι, D.Ι.1.), όπου, με παραπομπή στον Ουλπιανό, η Δικαιοσύνη ορίζεται ως «σταθερά βούλησις και διηνεκής, εκάστω το ίδιο απονέμουσα δίκαιον».
3. Για την ιστορική, νομική και φιλοσοφική ακρίβεια, ο ορισμός του Ουλπιανού οφείλει πολλά στον στοχασμό του Αριστοτέλους περί Ισότητας και Δικαιοσύνης. Και τούτο διότι η μελέτη των έργων του Αριστοτέλους –ιδίως δε η μελέτη των «Ηθικών Μεγάλων», των «Ηθικών Νικομαχείων» και των «Ηθικών Ευδημείων»– αποδεικνύει ευχερώς πως ήταν ο Σταγειρίτης, ο οποίος πρώτος συνέλαβε την ουσία της Δικαιοσύνης μέσα από την ολοκληρωμένη σύλληψη της αρχής της Ισότητας, ως αναλογικής Ισότητας. Για παράδειγμα, στα «Ηθικά Μεγάλα» (Βιβλίο ΙΙ, κεφ. ΙΙΙ) ο Αριστοτέλης διερωτάται, με εντυπωσιακή για την εποχή πληρότητα: «Πότερον δέ ποτε το δίκαιον εστί το τη εντεύξει το ίσον εκάστω αποδιδόναι;».
Από όσα συντόμως εκτέθηκαν καθίσταται, όπως πιστεύω, σαφές ότι η άκριτη αποδοχή και χρήση του νομικού γνωμικού «fiat Justitia et pereat mundus», δίχως μια βαθύτερη θεώρηση της εννοιολογικής καταγωγής της Δικαιοσύνης μέσα στον χρόνο, είναι άκρως δηλωτική ιδίως άγνοιας ή και παρανόησης, όπως ήδη εκτέθηκε στην αρχή αυτής της –οπωσδήποτε ατελούς– ανάλυσης. Και οι κίνδυνοι μιας τέτοιας άγνοιας ή και παρανόησης γίνονται πολύ μεγαλύτεροι, όταν βαρύνουν λειτουργούς ή και συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης, καθώς και διδάσκοντες το Δίκαιο. Διότι, στην περίπτωσή τους, τα πραγματικά «θύματα» αυτής της άγνοιας ή και παρανόησης είναι από την μια πλευρά εκείνοι, τους οποίους αφορά η απονομή της Δικαιοσύνης.
Και, από την άλλη πλευρά, οι διδασκόμενοι το Δίκαιο, των οποίων η νομική συνείδηση και η αντίστοιχη αντίληψη διαποτίζεται από ιδεοληψίες, που κάθε άλλο παρά ανταποκρίνονται στο ιδεώδες της Δικαιοσύνης, ως «αιγίδας» υπεράσπισης τόσο της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, όσο και της εν γένει αρμονικής συνύπαρξης των ανθρώπων στο πλαίσιο του οικείου κοινωνικού συνόλου.
*Ο Προκόπης Παυλόπουλος είναι είναι τέως Προέδρος της Δημοκρατίας και επίτιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ.