Ακριβώς 80 χρόνια πριν. Βαρέσανε οι καμπάνες στα χωριά μας. Αναφέρομαι κυρίως στα χωριά και τη συλλογική δράση των κοινωνιών μας εκεί. Στην ορεινή Ολυμπία με πρωτεύουσα και πνευματικό κέντρο την Ανδρίτσαινα.
Γράφει ο Βύρων Γ. Πολύδωρας
Εννοείται, χρησιμοποιώ το σχήμα λόγου: το μέρος αντί του όλου. Ό,τι συνέβαινε στον τόπο μου, συνέβαινε σε όλη την Ελλάδα. Όταν χάραζε λοιπόν, σε κάθε σπίτι γίνονταν ένα εγερτήριο που δεν είχε ματαγίνει. Ούτε όταν πήγαιναν στο χωράφι για όργωμα και σπαρτό, ή όταν πήγαιναν για θερισμό ή για βόσκηση των γιδοπροβάτων τους. Εκείνα τα χαράματα όλοι στο πόδι. Από τα μωρά να κλαίνε για το ξάφνιασμα στην κούνια, μέχρι τους παππούδες που άναβαν το τζάκι και έβαζαν το μπρίκι για έναν καφέ. Όλοι οι παππούδες και οι σαραντάρηδες γονείς των στρατευσίμων – σημειωτέον – ήσαν πολεμιστές είτε το 1897, είτε του 1912 και 13 (Α΄ και Β΄ Βαλκανικών), είτε της νικηφόρας προέλασης στη Μικρασία, η οποία όμως κατέληξε σε καταστροφή, κυρίως λόγω των πολλαπλών και αλλεπάλληλων πολιτικών προδοσιών που από την πολιτική εμπάθεια των Αθηνών είχαν μεταφερθεί και ετελούντο εθνοεγκληματικά στο μέτωπο.
Γιατί από την Προποντίδα μέχρι την Πισιδία οι Έλληνες στρατιώτες νικούσαν. Οι αξιωματικοί τους όμως κατά το πλείστον (χωρισμένοι σε διάφορες φατρίες αποτάκτων) ασκούνταν σε δολοπλοκίες και διαβολές. Ο στρατός μας περνούσε την φρικτή Αλμυρά Έρημο, έδινε νικηφόρες μάχες στη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ, διέβαινε τον Σαγγάριο και έφθανε 20 χιλιόμετρα πρό της Αγκύρας. Μια μάχη μόνο έχασε. Τη δεύτερη στο Εσκί Σεχίρ. Από κακή τύχη. Και στο Αλί Βεράν, όπου εβλήθημεν με πυροβόλα εκτός βεληνεκούς που τα είχαν προμηθευτεί οι Τούρκοι από τους Αγγλο-Γάλλους σε αντάλλαγμα με τα πετρέλαια της Μοσούλης. Σε μας δεν έδιναν ούτε πολεμικό δάνειο που τους ζητούσαν οι Γούναρης και Πρωτοπαπαδάκης. Είναι θρασεία και παράλογη ταυτόχρονα η απάντηση του Λόϋδ Τζώρτζ στο αίτημά μας. Έλεγαν οι Έλληνες πρωθυπουργοί: Πολεμάμε τον Τούρκο όπως μας υποδείξατε, σύμφωνα με τη συμφωνία των Σεβρών. Απάντηση του Λόϋδ Τζώρτζ: Και τους 100.000 Άγγλους και Νεοζηλανδούς της Καλλίπολης ποιός θα μας τους φέρει πίσω; Ανταπάντηση: Μα εμείς τον Κεμάλ πολεμάμε που μαζί με τον Γερμανό Φον Σάντερς σας έσφαξαν στην Καλλίπολη. Τελική απάντηση: Όμως εσείς είχατε τότε ουδετερότητα (αυτός είναι ο πολιτικός σουρρεαλισμός εν πολέμω και όταν το συμφέρον ορίζεται από λυκανθρώπους).
Ύστερα ήρθε η καταστροφή. Ο Κεμάλ με τους Τσέτες έσφαξε τους αμάχους της Σμύρνης και έκαψε τα Ελληνικά σπίτια-αρχοντόσπιτα και σκότωσε τον εθνομάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης, σύροντάς τον στους δρόμους, ακρωτηριάζοντάς τον, τυφλώνοντάς τον και κατακρεουργώντας τον με μανία μέχρι θανάτου.
Ας επανέλθουμε όμως στην 28η Οκτωβρίου, τα ξημερώματα: Βαρέσανε οι καμπάνες. Είχε έρθει το σήμα. ΟΧΙ! Πόλεμος τιμής! Ξανά για την ελευθερία. Οι άλλες χώρες της Ευρώπης, μάθαμε ύστερα, παραδίδονταν η μία μετά την άλλη ωσάν όρνιθες. Έμενε μόνο η Ελλάδα κάστρο άπαρτο. Και φυσικά η Αγγλία.
Στα σπίτια όλα του χωριού μας μια αθόρυβη δράση. Ίσως με βουβά δάκρυα. Οι έχοντες φύλλο επιστράτευσης, φορούσαν τα ρούχα τους σα να πήγαιναν σε γιορτή, τις αρβύλες τους με προκαδούρα, την τραγιάσκα τους και το σακούλι που τους ετοίμαζαν ταυτόχρονα οι μανάδες τους, τοποθετώντας μέσα δυο αλλαξιές εσώρουχα, μια μάλλινη φανέλα και δυο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες. Στο χώρισμα του σακουλιού από την άλλη μεριά, μια κουλούρα ψωμί, ίσως μισό καρβέλι, λίγο τυρί (άσπρο, σκληρό και αλμυρό), μια χούφτα ελιές και διπλωμένο προσεκτικά λίγο χοιρινό παστό. Το πέρναγαν στον ώμο τους με το χοντρό κορδόνι του και έσκυβαν λίγο για να δεχθούν το φιλί στο μάγουλο και το σταύρωμα στο μέτωπο με την παλάμη της μάνας. Και χαιρετώντας με το χέρι ψηλά, περνούσαν με βήμα αποφασιστικό και ύφος σοβαρό και προσεχτικά μη τους ξεφύγει κανένα δάκρυ την πόρτα, έβγαιναν στην αυλή και από εκεί στον δρόμο. Εκεί συναντιούνταν με τους άλλους συγχωριανούς, φίλους, συγγενείς, κουμπάρους που έφευγαν για τον ίδιο προορισμό. Για τον ίδιο σκοπό. Για τη νίκη ή τη θανή. Συνειδητά (ούτε τυχαία, ούτε κατά διαταγή, ούτε αναγκαστικά, και ας είχαν το «φύλλο πορείας» και κατατάξεως στο χέρι).
Στα σταυροδρόμια των καλντεριμένιων δρόμων συναντιούνταν με άλλες ομάδες που έρχονταν από τα διπλανά χωριά. Μιλούμε για την ορεινή Ολυμπία. Για τα συμβάντα, όπως τα ξέρω από άμεσες αφηγήσεις του πατέρα μου και των μεγαλύτερων αδελφών μου, στη γενέτειρά μου, Περιβόλια ή Γάρδιτσα, και τα άλλα χωριά Δραγώγιον, Πετράλωνα ή Βέρβιτσα, Στόμιο ή Σμαρλίνα, Φιγαλία ή Παύλιτσα, Λυνίσταινα, συγκεκριμένα. Και από κάποιον ορεινό δρόμο παράλληλο άκουγες και κάποια ανδρική χορωδία να τραγουδά με βήμα και με βροντερή φωνή κάποιο δημοτικό τραγούδι-εμβατήριο, π.χ. «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά, στους κάμπους πέφτει χιόνι…». Τότε υπήρχε ζωή στα χωριά μας. Σήμερα ερημιά.
Η πεζοπορία των στρατευσίμων οδηγούσε και έφθανε μετά από 4 ώρες στην κωμόπολη (Κοπανάκι Μεσσηνίας) όπου περνούσε και είχε σταθμό επιβίβασης το τραίνο. Από εκεί στην Καλαμάτα. Όπου θα συντάσσονταν σε τάγματα και συντάγματα της 9ης μεραρχίας Καλαμών. Και από εκεί ντυμένοι με τις στολές τους και οπλισμένοι με τα ατομικά τυφέκιά τους και τα ομαδικά πολυβόλα τους, κατ’ ευθείαν για το μέτωπο με τις γρήγορες αμαξοστοιχίες και πλατφόρμες, όπου «επιβιβάζονταν» επίσης μουλάρια, πολύτιμα για τον ορεινό πόλεμο, πυροβόλα και βαρειά εφόδια (βλήματα πυροβόλων και λοιπά υλικά πολέμου).
Από τα χωριά της ορεινής Ολυμπίας στρατολογήθηκαν εκείνες τις ώρες γύρω στις 40 διμοιρίες. Κάθε χωριό και διμοιρία. Μυστικά είχαν ειδοποιηθεί και λάβει σημείωμα επιστρατεύσεως και φύλλο πορείας λίγες εβδομάδες πριν. Αυτή η άψογη από πλευράς μυστικότητας και κίνησης την κατάλληλη στιγμή επιχείρηση (στρατολόγησης και επιστράτευσης) άρχισε στις 16 Αυγούστου, όταν οι Ιταλοί χτύπησαν με υποβρύχιο και βύθισαν την «Έλλη» ανήμερα της Παναγίας στο λιμάνι της Τήνου. Ο Μεταξάς δήλωνε ότι αγνοούσε (δήθεν) τον θρασύ δράστη του χτυπήματος της «Έλλης».
Η στρατηγική του σκέψη δούλευε στο έπακρο. Οι αποφάσεις είχαν ληφθεί. Δεν έμενε ούτε στιγμή αμηχανίας, δισταγμού ή αυταπάτης. Τα συμβαίνοντα και συζητούμενα στη Ρώμη τα γνώριζε αυτοστιγμεί. Και η γνώση του (από τις σπουδαίες υπηρεσίες πληροφοριών που διέθετε) μετατρέπονταν σε δράση. Ένα απειροελάχιστο δείγμα δράσης: Σε κάθε χωριό υπήρχαν βάρδιες όλη τη νύχτα και μέρα να περιμένουν το «σήμα» από τον μοναδικό ασύρματο ή το μοναδικό χειροκίνητο τηλέφωνο. Και σε δύο ή τρεις μη στρατεύσιμους πολίτες είχε δοθεί από ένας μικρός κατάλογος για προφορική ειδοποίηση ότι «φεύγεις τώρα» και επίδοση του σημειώματος. Στους ίδιους, λίγες μέρες πριν, οι «στρατολόγοι πολίτες» κάτι είχαν ψιθυρίσει στο αυτί. Κάτι σαν «έσο έτοιμος». Τα υπόλοιπα, στις συζητήσεις στο τζάκι. Για το ποιά είναι η ιστορία της Ελλάδας. Ποιοί είμαστε εμείς οι ίδιοι. Οι σύγχρονοι «Εχετλαίοι». Από τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα, το ʼ21 μέχρι τότε. Να τονισθεί ότι μια σπίθα εκδίκησης για τη Μικρασιατική Καταστροφή (στην άδικη και την προδοτική για τα ελληνικά όπλα) σιγόφεγγε στην ψυχή των Ελλήνων μια πρόσθετη σκέψη: Να ξεντροπιασθούν. Να μη χάσουν ξανά. Να εκδικηθούν. Δεν απείχε γαρ το ʼ22 από το ʼ40 παρά μόνον δεκαοκτώ χρόνια.
Έτσι ξεκινήσαμε. Σε λίγες μέρες ήμασταν στο μέτωπο. Σε όλη την γραμμή των πρόσω. Η διαταγή ήταν μία: Να απαντήσουν στο πρώτο «μπαμ». Έστω στα τυφλά. Για να αιφνιδιάσουν τους επιτιθέμενους Ιταλούς, στις 5:30 το πρωΐ. Που νόμιζαν πως θα μας έπιαναν στον ύπνο. Πολεμήσαμε από τον Καλαμά ποταμό μέχρι το Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά, τη Χειμάρρα και σ’ όλα τα βουνά. Ο οιηματίας και ιταμός Μουσολίνι (όπως σήμερα ο Ερντογάν) εκαυχάτο ότι διαθέτει 1.000.000 λόγχες για να μας λιώσει. Οι υπερφίαλοι και φτερωτοί (είχαν στα καπέλα τους γελοία φτερά, κάτι σαν φασιανού) Ιταλοί έχαναν και παρεδίδοντο κατά διλοχίες και συλλαμβάνονταν από εμάς αιχμάλωτοι. Εμείς ελευθερώσαμε όλη τη Βόρειο Ήπειρο. Οι σύμμαχοι δεν μας την έδωσαν. Σ’ εκείνες τις μεταπολεμικές διευθετήσεις, μάς έδωσαν τα Δωδεκάνησα, (περιλαμβανομένου και του συμπλέγματος του Καστελορίζου) που «άλλωστε τα είχαμε προαπελευθερώσει με αποστολές από τη Μέση Ανατολή, τον Σεπτέμβριο 1943, σαν αποτέλεσμα ενός παράδοξου και ανήθικου διλήμματος που μας έθεσαν τότε: ή τη Βόρειο Ήπειρο ή τα Δωδεκάνησα!!! Πήραμε λοιπόν τα Δωδεκάνησα με αντίτιμο το αίμα μας και τα μέλη από τους ακρωτηριασμούς μας. Νικητές όντες στο μέτωπο της Αλβανίας υποχρεωθήκαμε σε οπισθοχώρηση. Ο Γερμανός παρέκαμπτε τα οχυρά Ρούπελ (που δεν έπεσαν) και μέσω Σερβίας στις 9 Απριλίου ʼ41 έμπαινε στη Θεσσαλονίκη. Οι νικητές στρατιώτες μας κλαίοντες γύριζαν στα χωριά τους. Όχι όλοι. Πολλοί άφησαν τα κόκκαλά τους άταφα μάλιστα (γύρω στις 15.000) στη Βόρειο Ήπειρο και στην άλλη κατακτημένη Αλβανία. Άλλοι γύρισαν χωρίς πόδια. Με πατερίτσες. Μας τσάκισαν τα χιόνια εκείνου του πρώϊμου χειμώνα.
Ο πρώτος ξάδερφός μου, ο Σωτήρης, γυρνούσε νικητής με άλλους ήρωες του μετώπου, οπότε ένα Στούκας τους θέρισε, ύπουλα και άτιμα και έξω από κάθε κανόνα του δικαίου του πολέμου, ενώ πλησίαζαν πεζοπόροι στον χωματόδρομο (και άοπλοι;) στην πόλη των Γρεβενών. Τον έκλαψαν, όλο το χωριό, με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια. «Έτσι πολεμήσαμε». Όπως μας δείχνει ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης στους ρεαλιστικότατους πίνακές του (που τους σχεδίαζε πολεμώντας ο ίδιος στο μέτωπο) και όπως ψάλλει επικολυρικά ο Ελύτης στο «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».
Β.Γ.Π.