Συγκινημένη η Αλέξια μίλησε για την Αμμοχωστο, την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Τρέμω λίγο, γιατί δεν είχα δει πώς έχει εξελιχθεί η κατάσταση, χτες πήγα στη διαμαρτυρία στη Δερύνεια. Το σπίτι μου ήταν στα Βαρώσια. Φύγαμε στην πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής, στις 20 του Ιούλη, ήμουν 10 χρονών τότε. Έξι το πρωί όταν ακούστηκε η σειρήνα, μας σήκωσε η μητέρα μου και μας είπε “κορίτσια γίνεται πόλεμος, πρέπει να φύγουμε”. Τότε ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί.
Σαν παιδιά ακούγαμε τους μεγάλους να μιλούν ψιθυριστά, και αισθανόμασταν ότι μιλούσαν για κάτι πολύ τρομαχτικό και περιμέναμε κάτι τρομερό να συμβεί. Που συνέβη. Είχα πάει στις αγγλικές βάσεις τότε. Φίλοι του πατέρα μου συνεργάζονταν με Άγγλους αξιωματικούς, και μας επέτρεπαν να κοιμόμαστε στα γραφεία τους, ή και έξω, στην περιοχή γύρω, για να είμαστε προστατευμένοι. Μετά επιστρέψαμε κάποια στιγμή στην Αμμόχωστο, και στις 13 Αυγούστου φύγαμε πάλι.
Τον ήχο τον τρομαχτικό, όταν τα αεροπλάνα ρίχνουν τις βόμβες. Νομίζεις ότι διαρκεί για πάντα και κάποια στιγμή εκρήγνυται η βόμβα. Αυτά δεν περνούν. Με κάθε απειλή της Τουρκίας, όλοι οι φίλοι μου, η οικογένειά μου, τραυματιζόμαστε κάθε φορά.
Το σπίτι μου είναι εκεί. Το επισκέφθηκα το 2003. Όταν άνοιξαν για όσα άνοιξαν. Κατοικείται από Τουρκοκύπριους. Δεν πηγαίνω συχνά. Πήγα πρόσφατα και έκανα γύρισμα εκεί.
Την πρώτη φορά που πήγα έμεινα στο απέναντι πεζοδρόμιο και δεν μπορούσα να φύγω. Ήθελα να κοιμηθώ στο πεζοδρόμιο, δεν ήθελα να φύγω. Έβλεπα τον κόσμο στις βεράντες και άκουγα τους ήχους που θα ήταν γνώριμοι, αλλά δεν ήταν οικείοι.