Τα Έθνη έχουν υπερηφάνεια

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Όσοι το διαβάσατε το γνωρίζετε. Την προηγούμενη Παρασκευή ανέσυρα από τη μνήμη μου μια άγνωστη στο ευρύ κοινό ιστορία με πρωταγωνιστή τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή και έναν τοπικό εκδότη της Κομοτηνής για να απευθυνθώ στην ελληνική πολιτική ηγεσία.

Από τον Μανώλη Κοττάκη

«ΕΣΤΙΑ»

Όχι στην τουρκική. Και τούτο για να επισημάνω τις παγίδες που υποκρύπτονται για τα εθνικά μας δίκαια από την επανειλημμένη χρήση των όρων dispute και disputed (αμφισβητούμενες περιοχές) κατά τις διαπραγματεύσεις για τις νέες διερευνητικές συνομιλίες Ελλάδας – Τουρκίας. Το όνομα του προέδρου Ερντογάν δεν περιείχετο καν στο κείμενό μου. Το δε επεισόδιο που περιέγραψα ήταν μεταξύ Ελλήνων και πράγματι αφορούσε ύβρη στην τουρκική, την οποία όμως, επειδή δεν γνωρίζω τουρκικά, ήταν αντικειμενικά αδύνατον να αποδώσω στο κείμενό μου.

Ω του θαύματος, την επομένη, λόγω του επιθετικού τίτλου που επελέγη στην πρώτη σελίδα της «δημοκρατίας», πληροφορήθηκα ότι μαζί με τους συναδέλφους μου Δημήτρη Ριζούλη, Ανδρέα Καψαμπέλη και Γιώργο Πατρουδάκη είμαστε στο στόχαστρο του τουρκικού κράτους. Προσωπικά, μάλιστα, κατηγορούμαι ως ο «ιδιοκτήτης του τίτλου». Οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Έγινε διάβημα στον πρέσβη μας Μιχάλη Διάμεση στην Άγκυρα, ασχολήθηκαν με την αφεντιά μας ο Καλίν και ο Τσαβούσογλου, ζητήθηκε από τον ομόλογο του Στέλιου Πέτσα στην Άγκυρα να γίνει παρέμβαση στην ελληνική Δικαιοσύνη για την άσκηση δίωξής μας στην Ελλάδα. Διατυπώθηκε έως και το αίτημα να κλείσει η εφημερίδα και να ζητήσει συγγνώμη εκ μέρους της Ελλάδος η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Βεβαίως, δεν είμαστε οι πρώτοι που γίνονται αποδέκτες της οργής της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας αυτή την περίοδο, σε αυτό το επίπεδο.

Δύο εβδομάδες πριν, η τουρκική δημοκρατία κατέθεσε μήνυση και στους διαχειριστές του ελληνικού ιστολογίου που αναδημοσιεύει τουρκικά νέα, επειδή δημοσίευσαν αναλυτικά ρεπορτάζ με τα ονόματα και τις διευθύνσεις φερόμενων κατά δήλωσή τους δημοσιογράφων τουρκικού τηλεοπτικού σταθμού στο Καστελόριζο. Από την υπόθεση που μας απασχολεί, εν προκειμένω, προκύπτουν τρία ζητήματα. Το πρώτο αφορά την ουσία της, τον πρωτοσέλιδο τίτλο της «δημοκρατίας». Το δεύτερο αφορά την αντίληψη της τουρκικής ηγεσίας για το πώς έχει την Ελλάδα στο μυαλό της συνολικά αυτή την εποχή.

Και το τρίτο είναι η δική μας στάση, διαχρονικά, απέναντι σε ηγέτες, Έλληνες και ξένους, με έμφαση στο πώς εμείς αντιλαμβανόμαστε τον πρόεδρο Ερντογάν. Ως προς το πρώτο, όπως είπα και στον Αντέννα μιλώντας εκ μέρους του ομίλου, ο τίτλος, ναι, ήταν πράγματι επιθετικός, πράγματι σκληρός, πράγματι μη ευγενικός, οριακός. Αλλά δεν στόχευε στο φυσικό πρόσωπο Ερντογάν. Ήταν ένας τίτλος με ισχυρό συμβολισμό, απευθυνόμενος στον αρχηγό του τουρκικού κράτους, ο οποίος έχει την τελική ευθύνη έναντι ημών για τις διαρκείς προσβολές και τις ύβρεις που απευθύνονται προς τον ελληνικό λαό, τις Ένοπλες Δυνάμεις και το ελληνικό πολιτικό σύστημα, από τον περασμένο Ιανουάριο έως σήμερα. Τίποτε δεν γεννάται στο κενό, τίποτε δεν πέφτει από τον ουρανό. Πρώτος το ανέδειξε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος δήλωσε στη ΔΕΘ το εξής: «Ποτέ η ελληνική πλευρά δεν ήταν αυτή που έριξε λάδι στη φωτιά. Και πρέπει να σας πω ότι, επειδή ακούσαμε πάρα πολλά πράγματα τον τελευταίο μήνα, ήμουν πάρα πολύ προσεκτικός».

Και από την πλευρά του ο πρωθυπουργός έπραξε άριστα. Αλλά ο τύπος που προώρισται να εκφράζει την κοινή γνώμη με μεγαλύτερη ελευθερία και αυτονομία είχε υποχρέωση να στείλει ένα μήνυμα στον αρχηγό του τουρκικού κράτους. Μήνυμα για τις δηλώσεις υπουργού του, ο οποίος χαρακτήρισε τον ελληνικό λαό «μεζέ» και «δόλωμα». Μήνυμα για τον πολιτικό εταίρο του εθνικιστή ηγέτη, ο οποίος χλεύαζε τους Έλληνες στρατιώτες ότι «πεθαίνουν από την πείνα» στο Καστελλόριζο και ότι «θα καταλήξουν στον βυθό του Αιγαίου, τροφή για τα ψάρια». Μήνυμα για τις απαξιωτικές αναφορές κορυφαίου Τούρκου για «πεινασμένες ηγεσίες» και «μισοτελειωμένες Ένοπλες Δυνάμεις».

Το ανθολόγιο των ύβρεων και των προσβολών κατά του Έλληνα πρωθυπουργού, των Ενόπλων Δυνάμεων, του ελληνικού λαού δεν έχει τέλος. Το πρωτοσέλιδο ενόχλησε προσωπικά τον πρόεδρο Ερντογάν -στην Ελλάδα, οι πολιτικοί ηγέτες είναι συχνά αντιμέτωποι με πολύ σκληρότερα και σπανίως δίδουν σημασία-, επειδή περιείχε τη λέξη «σιχτίρ». Αφού το επίδικο με τη μήνυση είναι τα όρια της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα, καλούμε τους αξιότιμους γείτονες φίλους να μας υποδείξουν εκείνοι ποια ορολογία θα χρησιμοποιήσουμε την επόμενη φορά που κάποιος από τους Τούρκους αξιωματούχους θα προσβάλει βάναυσα τον ελληνικό λαό. Θα την υιοθετήσουμε ευχαρίστως.

Το δεύτερο θέμα που ανακύπτει από τη συγκεκριμένη υπόθεση, και υπερβαίνει εμάς, είναι πως οι γείτονές μας Τούρκοι συμπεριφέρονται εσχάτως λες και έχουμε συνοσπονδία και συγκυβέρνηση. Εντέλλεται η Πρόεδρος της Δημοκρατίας να καταδικάσει εφημερίδα. Εντέλλεται ο υπουργός Τύπου να προκαλέσει ποινική δίωξη κατά μέσου ενημέρωσης. Εντέλλεται η Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μην επισκεφθεί το Καστελλόριζο, γιατί θεωρείται πρόκληση. Εντέλλεται ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων να μη στείλει εθνοφύλακες στο Καστελλόριζο, γιατί δημιουργεί «τετελεσμένα». Εντέλλεται ο -γνωστός για τα αισθήματά του- ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός να μην κάνει επισκόπηση Τύπου, για να μη μεταδώσει το επίμαχο πρωτοσέλιδό μας – το έπραξε, δυστυχώς. Κάποια παρεξήγηση πρέπει να υπάρχει. Η Ελλάδα παραμένει κυρίαρχο κράτος. Δεν γίναμε επαρχία κανενός, τουλάχιστον ακόμη. Και αυτό πρέπει να καταστεί σαφές. Το διακύβευμα της συνδιοίκησης υπερβαίνει κατά πολύ μια εφημερίδα και τέσσερις δημοσιογράφους. Είναι κάτι ευρύτερο και αφορά την ανεξαρτησία και την κυριαρχία.

Άφησα για το τέλος κάτι προσωπικό. Χαμογελάω όταν ακούω ότι κατηγορούμαι από τον δικηγόρο του Τούρκου προέδρου ότι προσέβαλα πρόσωπο πολιτικού ηγέτη. Όχι γιατί η θητεία μου στην ευπρέπεια αποδεικνύει την πάγια θέση μου ότι επικρίνουμε πολιτικές και θεσμούς – δεν έχουμε κάτι με τα πρόσωπα. Ούτε γιατί, έπειτα από τριάντα χρόνια στη δημοσιογραφία με άσκηση κατά καιρούς σκληρής κριτικής προς υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα, δεν έχει στραφεί ποτέ κανείς εναντίον μου να με κατηγορήσει ούτε για απλή εξύβριση, πόσο μάλλον για συκοφαντική δυσφήμηση.

Χαμογελάω γιατί όποιος αναζητήσει τα γραπτά μου θα ανακαλύψει ότι ήμουν ο μόνος Έλληνας δημοσιογράφος που, κόντρα στο ρεύμα, τάχθηκε το 2016 υπέρ της έκδοσης των οκτώ πραξικοπηματιών αξιωματικών οι οποίοι επιχείρησαν να ανατρέψουν τον Τούρκο πρόεδρο και απείλησαν τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του. Ήμουν ο μόνος Έλλην δημοσιογράφος που φώναζε ότι η Ελλάς δεν πρέπει να χρεωθεί γκιουλενιστές. Και το έπραξα γιατί στην Ελλάδα έχουμε πικρές μνήμες από πρόσφατες περιόδους πολιτικής ανωμαλίας, αντίστοιχες με αυτές που επιχειρήθηκε να επιβληθούν με τη βοήθεια τρίτων δυνάμεων στη γείτονα.

Το γεγονός ότι τάχθηκα ξεκάθαρα υπέρ της έκδοσης, καθώς και ότι υποστήριζα ότι έως το 2015 ο Ερντογάν συμπεριφέρθηκε στην Ελλάδα καλύτερα από τους κεμαλιστές δεν αναιρεί την υποχρέωσή μου και την υποχρέωσή μας ως ομίλου γενικότερα να ασκούμε κριτική στον θεσμό του προέδρου, όταν επιτρέπει τη δημιουργία ατμόσφαιρας τοξικής για τις σχέσεις των δύο λαών και ηγεσιών. Ή όταν η γείτων διεκδικεί κυριαρχία μας σε νησιά που κατοικούνται από Έλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων.

Τα έθνη έχουν αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, πρόεδρε Ερντογάν. Το δε ελληνικό έθνος την έχει, μάλιστα, αναπτυγμένη. Μην το υποτιμάτε και μην το ξεχνάτε ποτέ. Τη λέξη «πατρίδα» την αγαπάμε και εμείς.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ