Δεύτερη ευκαιρία σε υπερχρεωμένα φυσικά και νομικά πρόσωπα φιλοδοξεί να παράσχει ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας. Μία δεύτερη ευκαιρία που, ειδικά για τα νοικοκυριά, θα περνά από 40 κύματα, ενώ τα πολύ χαμηλά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, τα οποία ορίζει, εκτιμάται ότι θα αφήσουν εκτός ρύθμισης χιλιάδες οφειλέτες.
Από τον Βασίλη Παπακωνσταντόπουλο
«δημοκρατία»
Πρόκειται, πάντως, για έναν κώδικα που εισάγει αρκετές καινοτομίες στην πτωχευτική διαδικασία, με στόχο να απλοποιήσει και να επιταχύνει τις διαδικασίες, να δώσει τη δυνατότητα ρύθμισης και αναδιάρθρωσης χρεών προς τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και να συμβάλει στη μείωση του ιδιωτικού χρέους, που ξεπερνά τα 230 δισ. ευρώ.
Ο Κώδικας Διευθέτησης Οφειλών και Παροχής Δεύτερης Ευκαιρίας, που βρίσκεται από την προηγούμενη εβδομάδα σε δημόσια διαβούλευση και αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2021, προβλέπει τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, τη διαδικασία της έγκαιρης προειδοποίησης για την υπερχρέωση για όσους χαρακτηρίζονται οικονομικά ευάλωτοι, την επιδότηση του στεγαστικού δανείου για τα ευάλωτα νοικοκυριά που ρυθμίζουν τις οφειλές τους και την προστασία από πλειστηριασμούς και κατασχέσεις όσων εντάσσονται στη διαδικασία υπερχρέωσης και ρυθμίζουν τις οφειλές τους προτού κοκκινίσουν.
Μέσω ενός αυτοματοποιημένου εξωδικαστικού μηχανισμού, οι οφειλέτες θα μπορούν να ρυθμίζουν με τους πιστωτές τις οφειλές τους που είναι βιώσιμες. Εάν το χρέος δεν είναι βιώσιμο, ο οφειλέτης θα μπορεί να κηρύξει πτώχευση, κατόπιν ρευστοποίησης της περιουσίας του και να διαγράψει το χρέος. Απαλλαγμένος χρεών, θα μπορεί να επιστρέψει στην οικονομική δραστηριότητα ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, σε ένα έτος μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης παρέχεται απαλλαγή από όλα τα χρέη, στην πλειονότητα των οφειλετών, ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις το ανώτατο χρονικό όριο της απαλλαγής είναι τρία έτη, μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης.
Για τα ευάλωτα νοικοκυριά παρέχεται επιδότηση των δανείων πρώτης κατοικίας, στο στάδιο της συνολικής ρύθμισης οφειλών, έτσι ώστε να διασώσουν το σπίτι τους. Εφόσον οι πιστωτές προβούν σε ενέργειες ρευστοποίησης της πρώτης κατοικίας, τότε το κράτος παρεμβαίνει με σκοπό να αποφευχθεί η έξωση. Στο στάδιο της ρευστοποίησης από τους πιστωτές παρέχεται στήριξη από την πολιτεία μέσω της δημιουργίας ενός ιδιωτικού φορέα για την απόκτηση των ακινήτων, ο οποίος θα επιλεγεί από το κράτος μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας. Ο εν λόγω φορέας θα υποχρεούται να αποκτήσει το ακίνητο που συνιστά την πρώτη κατοικία ευάλωτων κοινωνικά ομάδων, η οποία έχει δρομολογηθεί σε διαδικασία πλειστηριασμού, κατόπιν κήρυξης πτώχευσης ή αναγκαστικής εκτέλεσης.
Επιπρόσθετα, ο φορέας υποχρεούται να παραχωρήσει την κατοικία προς χρήση στο ευάλωτο νοικοκυριό για 12 έτη, κατόπιν της καταβολής μισθώματος, το οποίο θα υποστηρίζεται από το κράτος, με τη μορφή επιδόματος ενοικίου. Ετσι, αποφεύγεται μια έξωση που θα επερχόταν εάν αποκτούσε κάποιος τρίτος το ακίνητο.
«Η διάρκεια της μίσθωσης ορίζεται σε 12 έτη. Το μίσθωμα ορίζεται με βάση απόδοση που αντιστοιχεί προς το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τραπέζης της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αναθεώρηση του μισθώματος γίνεται ετησίως στην επέτειο της κατάρτισης της μίσθωσης» αναφέρει χαρακτηριστικά το άρθρο 166 του σχεδίου νόμου.
Από ιδιοκτήτες, ενοικιαστές στα σπίτια τους!
Το τίμημα, πάντως, που καλείται να πληρώσει κάποιος για να μην τον πετάξουν έξω από το σπίτι του είναι υψηλό. Αφού συναινέσει στη ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του, η πρώτη κατοικία του περνά στα χέρια του ιδιωτικού φορέα και ο ίδιος μετατρέπεται από ιδιοκτήτης σε ενοικιαστής για 12 έτη, καταβάλλοντας μίσθωμα στον φορέα, το οποίο θα υποστηρίζεται από το κράτος, με τη μορφή επιδόματος ενοικίου. Μετά το πέρας της δωδεκαετίας θα έχει τη δυνατότητα να ξαναπάρει την κυριότητα του ακινήτου του, καταβάλλοντας τίμημα επαναγοράς που θα συνδέεται με την εμπορική αξία του ακινήτου.
Ουσιαστικά στον πολίτη, που κινδυνεύει να χάσει την πρώτη κατοικία του, παρέχονται με τον νέο κώδικα δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να ρευστοποιήσει όλα τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία και να λάβει κρατική επιδότηση του δανείου της πρώτης κατοικίας, στο στάδιο της συνολικής ρύθμισης οφειλών. Η δεύτερη είναι να γίνει ενοικιαστής στο σπίτι του (με επιδότηση ενοικίου από το κράτος), εφόσον οι πιστωτές προβούν σε ενέργειες ρευστοποίησης της πρώτης κατοικίας.
Τα αγκάθια
Ο φορέας υποχρεούται, όπως είπαμε, να παραχωρήσει την κατοικία προς χρήση στο ευάλωτο νοικοκυριό για 12 έτη, κατόπιν της καταβολής μισθώματος, το οποίο θα υποστηρίζεται από το κράτος, με τη μορφή επιδόματος ενοικίου. Υπάρχουν, όμως, κάποια «αγκάθια» στη διαδικασία, τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Πρώτον, αν ο οφειλέτης θελήσει να επαναγοράσει το σπίτι του νωρίτερα, θα επιβαρυνθεί με τα διαφυγόντα κέρδη του ιδιωτικού φορέα, που προκύπτουν από τη διαφορά σε σχέση με όσα θα εισέπραττε αν η επαναγορά γινόταν σε 12 έτη. Δεύτερον, τα μισθώματα που θα καταβάλλει δεν αφαιρούνται από το τίμημα επαναγοράς. Δηλαδή και θα πληρώνει ενοίκιο και θα αγοράσει το σπίτι του μετά χωρίς να συμψηφίζονται τα ποσά που έδωσε ως ενοίκιο. Τρίτον, αν καθυστερήσει έως και τρία μισθώματα θα του γίνεται έξωση, εκτός αν πληρώσει τις οφειλές στο σύνολό τους εντός μηνός από τη σχετική όχληση του μισθωτή. Η καταγγελία επέρχεται αυτοδικαίως με την άκαρπη παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας ενός μηνός.
Παράλληλα, για όσο χρόνο ο οφειλέτης λαμβάνει επίδομα στέγασης, παραιτείται έναντι του Δημοσίου του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου για τη διαπίστωση ότι οι προϋποθέσεις παροχής του επιδόματος συνεχίζουν να ισχύουν. Σε αντίθετη περίπτωση, η αρμόδια υπηρεσία του Δημοσίου θέτει προθεσμία για τη διακοπή παροχής του.
Το έτερο και ίσως μεγαλύτερο «αγκάθι» έγκειται στο ποια λογίζονται «ευάλωτα νοικοκυριά», ώστε να λάβουν την επιδότηση ενοικίου. Ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας ορίζει ότι είναι εκείνα τα οποία δικαιούνται ήδη το στεγαστικό επίδομα, για τα οποία ισχύουν πολύ χαμηλά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, κάτι που αναμένεται να αφήσει εκτός ρύθμισης μεγάλη μερίδα των οφειλετών.
Ειδικότερα, τα εισοδηματικά όρια για τους ευάλωτους είναι 7.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, 10.500 ευρώ για νοικοκυριό αποτελούμενο από δύο μέλη, 14.000 ευρώ για νοικοκυριό αποτελούμενο από τρία μέλη ή μονογονεϊκή οικογένεια με ένα ανήλικο μέλος, 17.500 ευρώ για νοικοκυριό αποτελούμενο από τέσσερα ή μονογονεϊκή οικογένεια με δύο ανήλικα μέλη και 21.000 ευρώ για νοικοκυριό αποτελούμενο από πέντε μέλη και πάνω ή μονογονεϊκή οικογένεια με τρία ανήλικα μέλη και πάνω.
Οσον αφορά τα περιουσιακά κριτήρια, η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας του νοικοκυριού στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό δεν μπορεί να υπερβαίνει στο σύνολό της το ποσό των 120.000 ευρώ για το μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενη κατά 15.000 ευρώ για κάθε πρόσθετο μέλος και έως του ποσού των 180.000 ευρώ. Τέλος, το συνολικό ύψος των καταθέσεων του νοικοκυριού ή/και η τρέχουσα αξία μετοχών, ομολόγων κ.λπ., όπως προκύπτουν από την τελευταία εκκαθαρισμένη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια του κατωτέρω πίνακα για κάθε τύπο νοικοκυριού, έως και το ποσό των 21.000 ευρώ.
Ο μηχανισμός της έγκαιρης προειδοποίησης
Με τον κώδικα εισάγεται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, προληπτικός μηχανισμός για την έγκαιρη προειδοποίηση του οφειλέτη, έτσι ώστε να μην οδηγηθεί σε διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ο μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης θεσπίζει διαδικασίες ενημέρωσης και παροχής στήριξης στα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα, προκειμένου να μπορέσουν να καλύψουν ή να αναδιαρθρώσουν τις οφειλές τους για να αποφύγουν τις διαδικασίες ρευστοποίησης.
Πώς θα γίνεται η εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών
Εισάγεται ένα ολοκληρωμένο και αυτοματοποιημένο πλαίσιο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας, μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, τόσο για φυσικά όσο και για νομικά πρόσωπα. Η διαδικασία είναι αμιγώς εξωδικαστική και εμπιστευτική μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών. Διεξάγεται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας και παρέχει τη δυνατότητα για την αναδιάρθρωση των οφειλών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας «κουρέματος» της οφειλής. Η παροχή ρύθμισης αποφασίζεται από την πλειονότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και, στην περίπτωση που ακολουθηθεί η πρόταση ρύθμισης που προέκυψε από υπολογιστικό εργαλείο, είναι υποχρεωτική η εφαρμογή της από το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς φορείς. Η διαδικασία διαρκεί για μέγιστο χρονικό διάστημα δύο μηνών, εντός των οποίων είτε επιτυγχάνεται ρύθμιση είτε τερματίζεται η διαδικασία με την τυχόν άρνηση των τραπεζικών ιδρυμάτων να προτείνουν ρύθμιση ή με την άρνηση του οφειλέτη προς την προτεινόμενη ρύθμιση. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα προβλέπεται αναστολή της αναγκαστικής ρευστοποίησης των εξασφαλιστικών στοιχείων του οφειλέτη.
Πότε γίνεται εξυγίανση και ποια η διαδικασία πτώχευσης
Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης οφειλών και με σκοπό να αποφύγουν την πτώχευση, οι επιχειρήσεις δύνανται να προσφύγουν στη διαδικασία της εξυγίανσης. Χρειάζεται η συναίνεση δύο κατηγοριών πιστωτών, αυτών που έχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις και των υπολοίπων πιστωτών, σε ποσοστό 50% κάθε κατηγορίας. Ωστόσο, η επιτευχθείσα με τον τρόπο αυτόν συμφωνία επικυρώνεται από το δικαστήριο μόνον εάν συναινέσει ποσοστό 60% πιστωτών όλων των κατηγοριών, οπότε στην περίπτωση αυτή επέρχεται και αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων των ενέγγυων πιστωτών. Οι πιστωτές που μειοψήφησαν δεσμεύονται από τη συμφωνία, εφόσον ικανοποιείται η βασική αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών που ανήκουν στην ίδια κατηγορία (εκτός εάν συντρέχουν σοβαροί εμπορικοί ή κοινωνικοί λόγοι). Τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν επηρεάζονται από τη συμφωνία εξυγίανσης και οι απαιτήσεις τους δεν καταλαμβάνονται από αναστολή καταδιωκτικών μέτρων.
Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η επίτευξη προληπτικής αναδιάρθρωσης οφειλών δρομολογείται η διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, με ταυτόχρονη απαλλαγή του οφειλέτη από τα υπόλοιπα των οφειλών του. Στην περίπτωση των νομικών προσώπων, ήδη με την απόφαση κήρυξης της πτώχευσης αποφασίζεται η ρευστοποίηση είτε του συνόλου της επιχείρησης είτε των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων αυτής και αν δεν επιτευχθεί η πώληση ως σύνολο εντός 18 μηνών, εκποιούνται τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία. Στην περίπτωση των φυσικών προσώπων, αυτά οφείλουν να συνεισφέρουν και με τα εισοδήματά τους που υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, πέραν της ρευστοποίησης των λοιπών περιουσιακών στοιχείων τους, ώσπου να επέλθει η απαλλαγή τους.
Οι διαδικασίες της πτώχευσης συστηματοποιούνται και απλοποιούνται προς τον σκοπό της ταχείας διεκπεραίωσης. Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπεται μια σειρά καινοτομιών, όπως η χρήση ηλεκτρονικών μέσων που διασφαλίζουν διαφάνεια και δημοσιότητα, η κατάργηση προσκόμισης δικαιολογητικών (τα οποία θα ανακτώνται ηλεκτρονικά), η εισαγωγή ποσοτικών κριτηρίων που θα καθορίζουν ευχερέστερα την παύση πληρωμών, η άμεση έναρξη των διαδικασιών ρευστοποίησης, η αυτόματη αναπροσαρμογή της τιμής πρώτης προσφοράς στις διαδικασίες πλειστηριασμού, εφόσον αναδειχθούν άγονοι, η βελτίωση του θεσμού των διαχειριστών αφερεγγυότητας.
Επίσης, θεσπίζονται απλοποιημένες διαδικασίες για τις πτωχεύσεις «μικρού αντικειμένου», έτσι ώστε να κινούνται και να περαιώνονται με ταχύτητα οι διαδικασίες κήρυξης της πτώχευσης, της ρευστοποίησης και της συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών.
Η πτώχευση συνοδεύεται απαρέγκλιτα από την απαλλαγή οφειλών. Αυτή η διαδικασία υλοποιείται γρήγορα, μέσα σε ένα έτος, εάν οι οφειλέτες απολέσουν την περιουσία τους, εκτός αν προβληθούν ενστάσεις για δόλια πτώχευση ή απόκρυψη στοιχείων από τους πιστωτές. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που οι οφειλέτες δεν διαθέτουν περιουσία, τότε η απαλλαγή οφειλών πραγματοποιείται σε τρία έτη, οπότε και θα πρέπει να καταβάλουν το υπόλοιπο του εισοδήματός τους που περισσεύει μετά την κάλυψη των εύλογων δαπανών διαβίωσης.