Απόστολος Αποστόλου*
Ποιος φοβάται τη Δημοκρατία σήμερα; Οι ομολογητές της κακής τύχης μας; Οι μπερτόδουλοι του συστήματος; Τα ορφανά των πολιτικών κομμάτων; Οι οπισθοβατικοί της νεοκουλτούρας; Η οχλική αγέλη που φοβάται να ρισκάρει;
Η Δημοκρατία οδηγείται με σταθερό βηματισμό στη λαιμητόμο. Όλο το δημοκρατικό σύστημα (ή εκείνο που ο Ρ. Αρον ονόμαζε αιρετή μοναρχία) κηδεύεται μεγαλοπρεπώςαπό το τεχνοκρατικό νεοσύστημα.
Πρέπει με κάθε τρόπο να επικρατήσει το τεχνοκρατικό νεοσύστημα, γι’ αυτό χρησιμοποιείται παντός είδους προπαγάνδα στη πολιορκημένη κοινωνία μαζί με άφθονες συνθηματολογίες, επελάσεις από παραλογίες που σκηνοθετούνται από τα σκοτεινά συμφέροντα, σπηλαιόβιες πρακτικές, και «υπέροχους» λιβελλους.
Εδώ και καιρό η βιοπολιτική που έχει εισβάλει στη ζωή μας, ως εξουσία πληροφόρησης, τρομοκρατίας, δυναστείας, απόλαυσης, αποβλάκωσης, θεάματος, νέας παράδοξης λογικής, και ως συναινετικός εκβιασμός, μας έχει εγκαταστήσει μια εφαρμογή απαίτησης, εκείνη της ανθρωπολογικής μεταβολής. Ο άνθρωπος πρέπει να αλλάξει τη κανονικότητα του, να αποχαρακτηριστεί, να ακινητοποιηθεί ως μαριονέτα που την κινούν τα νήματα, να καταστεί ενεργούμενο, παθητικός αποδοχέας.
Το τεχνοκρατικό νεοσύστημα μελετώντας τις αδυναμίες της Δημοκρατίας, έχει καταγράψει τις ατέλειες της. Μια από αυτές, αλλά πολύ σημαντική, είναι η διαφορά του κράτους εξαιρέσεως (όπως αναφέρεται στα εγχειρίδια της πολιτική κοινωνιολογία) και του κράτους δικαίου. Το κράτος εξαιρέσεως συστηματοποιεί το παρακράτος και το κράτος δικαίου νομιμοποιεί το παρα-θεσμικό πλαίσιο. Σπερματικά το ένα υπάρχει στο άλλο.
Η «νομιμοποίηση» της απονομιμοποιημένης λειτουργίας τόσο του κράτους εξαιρέσεως, όσο και του κράτους δικαίου, συντελείται με επιτυχία από το πολίτευμα της Δημοκρατίας. Δείτε πολύ πρόσφατα το νόμο 4682/2020 όπως επίσης και την ερμηνεία του άρθρου 151 του νέου Ποινικού Κώδικα από αρμόδιους πολιτικούς παράγοντες πωςλειτουργούν στο παρα-θεσμικό πλαίσιο, και την ίδια στιγμή την επίσης πολύ πρόσφατη διάρρηξη στο σπίτι της εισαγγελέως Τουλουπάκη ως δράση κακοποιών, λένε, αλλά μάλλον εντάσσεται στο κράτος εξαιρέσεως (παρακράτος). Παντού κατατίθεται ως δικαιολογία μια διαφανή επίφαση νομιμότητας.
Τι επιπλέον όμως επιθυμεί να επιβάλει το τεχνοκρατικό νεοσύστημα; Πρώτον: Οι θεσμοί θα αποτελούν φαινόμενα αντιθέσεων του κέντρου εξουσίας, και ως εκ’ τούτου θα έχουν μια γενική παθολογία, που σημαίνει ότι θα αυτονομούνται διαρκώς από τη κοινωνική τους αποστολή. Και δεύτερον: Θα λειτουργούν στο φάσμα της θεσμικήςυποκρισίας της συναίνεσης που θα απαιτεί τη διαθεσιμότητα των πολιτών/υπηκόων στις αποφάσεις της εξουσίας. Αυτό βέβαια δεν είναι το μόνο που απαιτεί το τεχνοκρατικό νεοσύστημα. Επιθυμεί να υπάρξει κάτι άγνωστο που θα εργαλειοποιηθεί, ας πούμε, μια απειλή, όπου η εξουσία να πάψει να μας επιτηρεί και να επιτηρούμε εμείς τον εαυτό μας για να προστατευτούμε από την απειλή. Με άλλα λόγια η απειλή να παραλύει τη κίνηση της σημασίας των πραγμάτων και να ιδρύει μια νέα σημασία. Θα αποτελεί η απειλή το υπό-σύστημα που θα συμβάλλει στη δόμηση των άλλων συστημάτων. Επί προσθέτως οι διαχειριστές της εξουσία, δηλαδή, οι «εργολάβοι» της «δημοκρατικής» μας λειτουργίας,θέλοντας να επιβάλουν το τεχνοκρατικό νεοσύστημα καταργούν τα αυτονόητα της δημοκρατικής έκφρασης και επιβάλουν νεόκοπες έννοιες.
Μια από αυτές είναι η θεωρία της συνωμοσίας. Εδώ έχει χυθεί πολύ μελάνι ήδη από τον 19ο αιώνα. Από τον Κάρλ Πόπερ στον Brian Kelley το διανοητιλίκι έχει καταθέσει πολλούς παιάνες κενολογίας και ρηχότητας για τη θεωρία της συνωμοσιολογίας. Ωστόσο σε κάποιες «μικροπρομηθεϊκές» αναλύσεις τους, υπάρχει η διάκριση μεταξύ «αδικαιολόγητων θεωριών συνωμοσίας» UCT που καλύπτονται από μια «κυκλική συλλογιστική» (και ω της αήττητης επιστημονικής ανοησίας κάποιοι ψυχολόγοι αναφέρονται και στον συνωμοσιακό ιδεασμό. Ανοησίες επί ματαίω.) αλλά και τωνδικαιολογημένων υποψιών που αποκαλούνται συνωμοσιολογία από τα κέντρα εξουσίας γιατί η καθεστωτική ψυχωσική βαρβαρότητα φοβάται τη πτώση της.
Σήμερα η κριτική στο τεχνοκρατικό νεοσύστημα παίρνει το όνομα της συνωμοσιολογίας. Η διαφωνία, η αντίθεση, η άλλη επιστημονική τεκμηρίωση, μετατρέπονται σε συνωμοσιολογίες. Ό, τι απομακρύνεται από τις επαναλήψεις του όμοιου χρεώνεται ως συνομοσιολογικό.
Το κύκλωμα ζωή-κοινωνία, φύση-πολιτισμός όπως θα έλεγε ο Λεβύ Στρώς από το τεχνοκρατικό νεοσύστημα δεν αναγνωρίζεται. Και αυτό γιατί το τεχνοκρατικό νεοσύστημα επενδύει σε μια αντίστροφη «ιδεολογία» όχι εκείνης που ξεκινά από μια πραγματική σχέση σε μια φανταστική σχέση, αλλά στην αντίστιξη του φανταστικού-συμβολικού που υπερέχει στο πραγματικό. Τίποτα δεν θεωρείται επιβεβαιωμένο αν δεν εγκριθεί από τα ιεροεξεταστικά συμβούλια του τεχνοκρατικού νεοσυστήματος.
Το μάτριξ είναι εδώ. Η Δημοκρατία γίνεται τηλεοπτική διαδικτυακή στιγμή, γίνεται κυνισμός, ένα νόημα που αιμορραγεί, μια χαμερπή εικονογράφηση, ένα τραύλισμα, ένα ψέλλισμα και μια ακυρολογία. Στη χοάνη της χημικής μετάλλαξης της, η Δημοκρατία ασκεί λογοκρισία, βάζει σε εφαρμογή νόμους για να ταπεινώσουν, να περιθωριοποιήσουν, και να τρομοκρατήσουν τη κοινωνία.
Εξασθενισμένη η Δημοκρατία από την άκρα αναπηρία της να προχωρήσει σε περισσότερη ελευθερία ζητά αποκλειστικά και μόνο τη συναίνεση από όλες τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις, και εκείνες με μια ανερμάτιστη φυγή προς την απολυταρχία την παρέχουν με προθυμία. Τα παραδείγματα από την ελληνική πραγματικότητα που διαθέτουμε μια Δημοκρατία υψηλού κινδύνου είναι πολλά. Οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις του ελληνικού κοινοβουλίου, βάζουν πλάτη, ευθυγραμμίζονται και με την εφαρμογή του νόμο 4682/2020 και με τους ερμηνευτικούς συμπερασμούς του άρθρου 151 του νέου Ποινικού Κώδικα.
Θα θυμίσουμε τα όσα έλεγε κάποτε ο Μισέλ Φουκώ και κυρίως να τα θυμίσουμε στους αήττητους και ιταμά ηττημένους αριστερούς και αριστερόστροφους με τα μεγαλόπρεπα ρητορικά γαρούφαλλα του δειλινού της επαναστάσεως. «Είμαστε – έλεγε ο Μισέλ Φουκώ- υπέρ της μη “συναινεσιακότητας” και κάθε φορά θα πρέπει να αναρωτιόμαστε τι ποσοστό “συναινεσιακότητας” εμπεριέχονται στις σχέσεις εξουσίας.»
Τα παραπάνω για τους νυμφίους της επανάστασης, αλλά και για τους νεοφιλελεύθερους ετοιμοϋπνηδες με τα χαρτονένια όνειρα της παγκοσμιοποίησης, ας μάθουν -τελικά και οι δύο- ότι ο τόπος χρειάζεται περισσότερη Δημοκρατία, αυτή είναι η λύση, περισσότερη πολυφωνία και όχι λογοκρισία. Το 1771 στην Αγγλία καταργήθηκαν νόμοι λογοκρισίας γιατί η σάτιρα των John Wilkies και Samuel Johnson που παιζόταν από πόλη σε πόλη ανέτρεψε καταστάσεις και έφερε διεκδικήσεις που τελικά πραγματοποιήθηκαν.
Η λύση που συμβαδίζει με τα ιστορικά δεδομένα είναι περισσότερη Δημοκρατία που θα συντονίζεται με περισσότερη Αξιοκρατία, αλλιώς η καρικατούρα της ιστορίας θα μας κοροϊδεύει και πάλι. Το τσουνάμι έρχεται, η κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης με τη μικροπρεπή στενοκεφαλιά τους δεν το έχουν δει ακόμη. Θα το δουν στα ποσοστά τους σύντομα. Οι γλυκομεσονύχτιοι πολιτικοί ανοητότεροι των ανοήτων θα λουστούν τον σαρκασμό των καιρών.
Απόστολος Αποστόλου
Δρ.Φιλοσοφίας