Εμείς ξέρουμε που θα πάνε!
Μια και σε λίγες ημέρες, στην γιορτή της 25ης Μαρτίου, θα τιμήσουμε τους ήρωες της Επανάστασης, θα, θελα να θυμηθούμε κάποια στιγμιότυπα από τη ζωή του Θ. Κολοκοτρώνη.
Γεννήθηκε στις 3 Απριλίου την Δευτέρα της Λαμπρής στα 1770 στο Ραμαβούνι, Παλαιάς Μεσσηνίας, σ, ένα δένδρο από κάτω, και πέθανε το 1843. Ήταν σχεδόν αγράμματος, αλλά παρ, όλα αυτά είχε ευρύτητα πνεύματος, κριτική δύναμη, πειστικότητα, διέθετε το χάρισμα της ευγλωττίας, γνώριζε την Ιστορία του Γένους μας, ήταν γεννημένος για αρχηγός, θαρρείς σταλμένος από την Μοίρα, για να βοηθήσει με τον ηρωισμό του στην απελευθέρωση της Πατρίδας.
Μέσα από το βιβλίο ‘’Τερτσέτη Άπαντα’’ που αναφέρεται στα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, εκδόσεις ‘’Παρθενών’’ του 1958,ανασύρω το παρακάτω περιστατικό, όπως ακριβώς είναι γραμμένο.
‘’Την αρχιχρονιά του έτους 1843, έτος του θανάτου του, ο γέρο Κολοκοτρώνης ανέβηκε ως το κορφινότερο μέρος της νεοκτισμένης κατοικίας του, να αποφύγει τους πολλούς χαιρετισμούς της ημέρας. Από τα γερατειά και τας ασθενείας επεθύμει ανάπαυσιν, αγνάντευε από τα παράθυρα και την πρασινάδα των ελιών και την πόλιν των Αθηνών. Οι στενοί του γνώριμοι όμως ανέβαιναν και εκεί να του ευχηθούν την καλή χρονιά. Ένας φίλος του, επήγε προς χαιρετισμόν έχοντας μαζί του νέον, νεοφερμένο από τες ακαδημίες της Γερμανίας. Κατά την ομιλία τους, κατά τύχην, επερνούσαν λείψανον νεκρού από τον δρόμον. Είπε τότε ο γέρος: Αν είχαμεν εδώ τον Περσιάνο φιλόσοφο, θα μας έλεγε αν πάγει εις την Κόλασιν ή εις τον Παράδεισον. Είναι καμιά ιστορία; Είπεν ο φίλος.-Είναι απεκρίθη ο γέρος.-Θα μας την ειπείς;-Μετά χαράς.-Τον παλαιόν καιρόν ήλθε εδώ εις τας Αθήνας ένας φιλόσοφος της Περσίας και έκανε παρέα με εκλεκτούς Αθηναίους. Μια φορά, καθήμενοι εις τα μεντέρια τους, επέρασεν λείψανον, καθώς τώρα και ο φιλόσοφος καλεί τον γραμματικό του. Πήγαινε του είπε, να ιδείς αν ο αποθαμένος πηγαίνει εις την κόλασιν ή εις την παράδεισον. Επήγε ο γραμματικός , επέστρεψε.-Πάει Κύριε μου, εις την κόλασιν. Οι Αθηναίοι, φύσει περίεργοι, πλην διά να μη προδώσουν αμάθειαν εις τον Πέρση, εφύλαξαν σιωπή, και δεν ερώτησαν πως μαντεύει τα κρύφια και τα άδηλα. Έπειτα από καιρόν τυχαίνοντας μαζί οι ίδιοι φίλοι, και περνώντας λείψανον, ο Περσιάνος, έστειλε πάλι τον γραμματικό του για να μάθει την πορεία του νεκρού. Επιστρέφει και του λέει ,ότι παγαίνει εις την παράδεισον.-Καλό φθάσιμο, είπε με πρόσωπο χαρούμενο και σοβαρό ο φιλόσοφος. Οι Αθηναίοι τότε του είπαν: Δεν σε ερωτήσαμε την πρώτη φορά, σ΄ερωτούμε τώρα, πως εσύ μαντεύεις την τύχην, διαβάζεις το γραφτό της αθανασίας του καθενός; Ποίον μυστικόν γνώρισμα, ποίον τηλεσκόπιον, χαρίζεις εις τον υποτακτικό σου;-Είναι απλό απεκρίθη, η οργή του κόσμου, η κατάρα των συμπολιτών συνοδεύει εις την θανή τους τούς κακούς ανθρώπους, πρόδρομος τα αναθήματα της κρίσεως του θεού. Αλλά οι ευλογίες των ανθρώπων συνοδεύουν τους αγαθούς άνδρας, καθένας διηγείται με δάκρυα τα αγαθοεργήματά τους, και ρίχνει με τρέμουσαν παλάμην χώμα εις τον τάφον τους.
Πιο πριν κατά το έτος 1826, όταν ο Ιμπραήμ είχε κάνει απόβαση στον Μοριά, οι καπεταναίοι με τον Κολοκοτρώνη ήταν στην Τριπολιτσά, όταν τους ήρθε το μαντάτο της πτώσης του Μεσολογγίου. Ας δούμε πως περιγράφει ο ιστορικός την είδηση: Την ημέραν των Βαΐων έκαμαν γιουρούσι στο Μεσολόγγι οι ήρωες σε τόσες χιλιάδες ασκέρι, σε τόσα κανόνια, χαντάκια, καβαλαριά, εγλύτωσαν 2000 και το γυναικόπεδο έγινε θύμα, μας ήλθε είδησις, μεγάλη Τετράδη, εις το δειλινό, που είχε παύσει η συνέλευσις, και είμεθα εις κάτι ίσκιους, μας ήλθε είδησις, ότι το Μεσολόγγι εχάθη. Έτζι εβάλαμεν τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρινε κανένας , αλλά εμέτραε καθένας με το νου του τον αφανισμό μας. Βλέποντας εγώ την σιωπήν εσηκώθηκα εις το πόδι, και τους ωμίλησα λόγια δια να εμψυχωθούν, τους είπα ότι το Μεσολόγγι εχάθη ενδόξως, και θα μείνει αιώνας αιώνων η ανδρεία, εάν βάλωμεν τα μαύρα και οκνεύσωμεν, θα πάρωμεν το ανάθεμα και θα πάρωμεν το αμάρτημα των αδυνάτων όλων. Με απεκρίθηκαν: Τι να κάμωμεν τώρα Κολοκοτρώνη; Τι να κάμωμεν τους λέγω; Την αυγήν να κάμωμεν συνέλευσιν, ν΄αποφασίσωμεν Κυβέρνησιν πέντε, έξη, οκτώ άτομα διά να μας κυβερνήσουν και μεις να πιάσομεν τα άρματα, ως τα πρωτοπιάσαμεν εις την Επανάστασιν.
Άξιον μνημείον της εποχής εκείνης του αγώνος είναι και η απάντηση του λαού της Μεσσηνίας εις τον Ιμπραΐμη ο οποίος έστειλε στράτευμα να βάλουν φωτιά και τζεκούρι εις τα δένδρα, αν ο λαός δεν προσκυνήσει: ‘’Ότι αυτό οπού μας φοβερίζεις, να μας κόψεις και κάψεις τα καρποφόρα δένδρα μας δεν είναι της πολεμικής έργον διατί τα άψυχα δένδρα δεν εναντιώνονται εις κανέναν, μόνο οι άνθρωποι οπού εναντιώνονται έχουνε στρατεύματα και σκλαβώνεις, και έτσι είναι το δίκαιον του πολέμου, με τους ανθρώπους και όχι με τα άψυχα δένδρα, όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνο πέτρα απάνω στην πέτρα να μην μείνει, ημείς δεν προσκυνούμε, τι τα δένδρα μας αν τα κόψεις και τα κάψεις, την γην δεν θέλει την σηκώσεις, και η ίδια η γη που τα έθρεψε, αυτή η ίδια γης μένει δική μας και τα ματακάνει. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γην μας θα την κάμεις δική σου, βγάλτο από το νου σου.
(Εισαγωγικός λόγος Τερτσέτη 1800-1874, από τα Άπαντα του. (Αναστύλωση Γ. Βαλέτα.
Β. Έκδοση Φλεβάρης 1958).
Η Ειμαρμένη μας έχει ορίσει να φυλάξουμε αυτή τη γη, την ευλογημένη, με όλους τους τρόπους που μπορεί ο καθένας μας, γιατί όπως λέει ο παιάνας:
Όθεν είσθε των Ελλήνων
Κόκαλα εσκορπισμένα
Στη φωνή της σάλπιγγός μου
Τώρα λάβετε πνοήν.
(Μαρτελάος, διάκος από την Ζάκυνθο).
Με εκτίμηση
Αγγελική Π.