Η ΕΝΝΟΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
ΚΑΙ Ο ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ
ΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ
H περί πατρίδας πολιτική αντίληψη των κλασικών Ελλήνων
και η νεώτερη προπαγανδιστική διαστροφή της
σε “πατριωτισμό”, “εθνική ενότητα” και “ομοψυχία”
Οι Έλληνες δεν μάχονταν για «ιδέες», «ιδανικά» και άλλες ιδεολογικοποιημένες (αυτ)απάτες, αλλά για απόλυτα καθορισμένες και χειροπιαστές σημασίες, όπως η πόλη – πατρίδα. Η τελευταία σε πλήρη αντίθεση με τον σημερινό συσκοτισμό της (βλ. «έθνος – κράτος») δεν ήταν μια ιδεολογική αφαίρεση· ήταν πρωταρχικά μια αυτοκυβερνώμενη ανθρώπινη κοινότητα, η οποία αυτοπροσδιοριζόταν βιολογικά (κοινός γεννήτορας και πρόγονοι), χρονικά (κοινή ιστορική διαδρομή), συνειδησιακά (κοινά έθιμα, θεσμοί, σημασίες κ.λπ.) και, μόνο δευτερευόντως, γεωγραφικά. (Ο γεωγραφικός προσδιορισμός της πατρίδας φαίνεται, ότι ιεραρχείτο ως δευτερεύων, αφού αρκετές φορές υποχωρούσε υπό το βάρος άλλων, κοινωνικών, πολιτικών κ.ά. παραγόντων).
Οι αναρίθμητες αποικίες των Ελλήνων ……….
Διαβάστε περισσότερα..
Η αυτοκυβερνώμενη πατρίδα – πόλη αποτελούσε για τους Έλληνες έννοια κατ΄ εξοχήν πολιτική. Στον Επιτάφιο του Περικλέους (όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης) κατονομάζονται οι χειροπιαστές αιτίες, για τις οποίες καλούνταν να πολεμήσουν οι Αθηναίοι: η επιβεβαιωμένη στην πράξη ευνομία τους, οι απεριόριστες ευκαιρίες, που είχε ο καθένας σε αυτή την πόλη για να αναπτύξει τις δυνατότητές του, οι θεσμοί τους ως προϊόν αυθεντικής (=αυτόνομης) συλλογικότητας, η πολιτικώς θεσμισμένη (=έμπρακτη) ταύτιση ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, η αναμφισβήτητη πληρότητα της ζωής τους. Πουθενά στο συναρπαστικό αυτό κείμενο δεν θα βρει κανείς τον μεταγενέστερο πατριδοκάπηλο μελοδραματισμό, ύποπτους συλλογιστικούς ακροβατισμούς (στους οποίους ανέκαθεν επεδίδετο η εθνικιστική προπαγάνδα, βλ. «έθνος – κράτος»), συγκινησιακά φορτισμένες κοινοτοπίες και λοιπά ιδεολογικοποιημένα ξεροκόκκαλα, από αυτά, που πετούν συχνότατα οι έμποροι του πολέμου στις αποβλακωμένες ανθρωπομάζες/κρέας για τα κανόνια τους. |
Το αντιπροσωπευτικότερο επιχείρημα, που μπορεί να επικαλεστεί κανείς σχετικά με το πώς οι Έλληνες της κλασικής εποχής αντιλαμβάνονταν την κατ΄ εξοχήν πολιτική διάσταση της πατρίδας, βρίσκεται στον Ηρόδοτο (Ε΄ 78): «Φαίνεται δε όχι μόνο από ένα παράδειγμα αλλά γενικώς πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η ισηγορία. Διότι όταν οι Αθηναίοι διοικούντο τυραννικά δεν ήσαν καθόλου καλύτεροι στα πολεμικά από κανέναν από τους γείτονές τους, απαλλαγέντες όμως από τους τυράννους έγιναν οι καλύτεροι όλων. Τούτο φανερώνει, ότι όταν ήσαν υποταγμένοι συμπεριφέρονταν εκουσίως ως δειλοί, σκεπτόμενοι, ότι εργάζονται για τον δεσπότη τους, όταν όμως ελευθερώθηκαν, ο καθένας έδειχνε προθυμία να εργαστεί σκεπτόμενος, ότι εργάζεται για τον εαυτό του». Με άλλα λόγια ο άνθρωπος αποκτά πατρίδα μόνο όταν γίνεται πολίτης. Και τότε, αν χρειαστεί, πολεμάει για τον εαυτό του και άρα για την πατρίδα του (και όχι το αντίστροφο). Καμμία σχέση με υπήκοους, που σύρονται στα πεδία των μαχών ωθούμενοι από το ιδεολογικό («εθνικό») κουτόχορτο, που τούς έχει ταϊσει κάποιος πατριδοκάπηλος εξουσιαστής. |
Οι αρχαίοι Έλληνες διέθεταν ανέκαθεν πλήρη επίγνωση, ότι αποτελούν έθνος με κοινή καταγωγή, γλώσσα, πολιτισμό κ.λπ.. Ωστόσο, αυτό δεν τους έλεγε και πολλά πράγματα από πολιτικής πλευράς. Γνώριζαν, ότι η κοινωνική συνοχή απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα από απλοϊκές ιδεολογικές καταφυγές σε κάποιο «κοινό αίμα» κι ότι εξασφαλίζεται μόνο εάν η έμφαση δοθεί στο πολιτικό μέρος τού προβλήματος. Ο ελληνικός πολιτικός στοχασμός αναδύθηκε από αυτό ακριβώς το «κοινό αίμα», που έχυναν αλύπητα οι Έλληνες στις μεταξύ τους «αντεθνικές» συγκρούσεις και, κυρίως, στον συχνό κοινωνικό πόλεμο εντός των πόλεων. Η κοινή εθνική καταγωγή μπορεί να βοηθήσει στην κοινωνική συνοχή, αλλά δεν μπορεί ούτε να τη δημιουργήσει, ούτε να την διατηρήσει. Γνώριζαν, ότι η επίκληση της κοινής καταγωγής δεν επαρκεί για να αποτρέπει τις κοινωνικές συγκρούσεις κι ότι ήταν επισφαλής βάση, ώστε να θεμελιώσουν επάνω της την πολιτική τους αναζήτηση και πρακτική. Αυτό το έκανε πολύ αργότερα ο νεώτερος Εξουσιασμός επινοώντας το φαιδρό υβρίδιο του «έθνους-κράτους». Το εθνοκράτος παγίωσε στη συλλογική συνείδηση μια αποϊεροποιημένη και χυδαία εδαφική/συνοριακή αντίληψη της πατρίδας.
Στην αρχαία ελληνική πόλη η στράτευση γινόταν περισσότερο αντιληπτή ως τιμή παρά ως υποχρέωση. Αυτό συνέβαινε, διότι ο στρατός ήταν στρατός πολιτών και όχι υπηκόων, ή σκλάβων. Οι οπλίτες/πολίτες, σε αντίθεση με σήμερα, είχαν μια πραγματική -και όχι ιδεολογική- πατρίδα να υπερασπίσουν: π.χ. ως άτομα είχαν ολοκληρωμένη πολιτική οντότητα και όχι τα σημερινά καχεκτικά «πολιτικά δικαιώματα».
Κατά τον ίδιο τρόπο οι αγωνιστές του 1821 αντιλαμβάνονταν την πατρίδα ως κάτι χειροπιαστό κι όχι ως μια αφηρημένη ιδέα. Γι΄ αυτό, η μισθοδοσία των παλληκαριών τους και η δίκαιη διανομή των λαφύρων, απασχολούσαν τούς οπλαρχηγούς το ίδιο με τον σχεδιασμό των συγκρούσεων. Αυτό δεν οφειλόταν στον ελλιπή, λόγω ανυπαρξίας τακτικού στρατού, εφοδιασμό (ο τακτικός στρατός ήταν άλλωστε κάτι, που τους προξενούσε αποστροφή). Απλώς δεν δέχονταν να πολεμήσουν για την «πατρίδα» των κοτσαμπασήδων και των φαναριωτών, που ήσαν αραγμένοι στα μετόπισθεν (αναλόγως έπρατταν και τα πληρώματα των πλοίων). Επίσης, από ένα σημείο και μετά, απαιτούσαν και συμμετοχή στην πολιτική εξουσία. Όποιος διαβάσει, έστω και επί τροχάδην, τα απομνημονεύματα των διαφόρων οπλαρχηγών του 1821 θα διαπιστώσει την πλήρη ομοφωνία τους στο να μήν πολεμούν, κατά το κοινώς λεγόμενο, «για την ψυχή της μάνας τους» αλλά, για «πεζά» υλικά πράγματα, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους πολεμιστές τους: χρήματα, λάφυρα, αγροτικές εκτάσεις, πολιτική συμμετοχή. Κάτι, που (κακώς) θα απογοητεύσει τους γαλουχημένους με τις προπαγανδιστικές αγιογραφίες, που προωθεί το νεοελληνικό εθνοκράτος. |
Πολεμικό συμβούλιο (πίνακας του Θ. Βρυζάκη 1819-1878). Στις Κλέφτικες ομάδες (που πολλές φορές συγκέντρωναν εκατοντάδες παληκάρια) ξαναέζησε το πνεύμα των περίφημων συμβουλίων των πολεμιστών της Ιλιάδας, αλλά και των λαϊκών συνελεύσεων (εκκλησιών του Δήμου) της κλασικής εποχής. Έτσι, ο πόλεμος διεξάγεται ελληνικότατα, από μια στοιχειωδώς πολιτική κοινότητα και όχι από έναν στρατό σκλάβων. |
Χιλιετίες πρωτύτερα, ο -ολιγαρχικός- Πλάτων (Πολιτεία VIII, 551 d-e) είχε παραδεχθεί, ότι οι ολιγαρχικοί δεν είναι ικανοί να κάνουν πόλεμο «γιατί είναι αναγκασμένοι, ή να οπλίσουν το πλήθος, οπότε θα το φοβούνται περισσότερο από τους εχθρούς, ή να μην το χρησιμοποιήσουν καθόλου». Το οπλισμένο πλήθος του 1821, σε πλήρη αντίθεση με τους νεοέλληνες απογόνους του, γνώριζε ενστικτωδώς αυτή την αλήθεια και πολεμούσε για τους δικούς του λόγους, οι οποίοι συνήθως δεν είχαν καμμία σχέση με τα πολιτικά «μαγειρέματα» των ελληνικών εξουσιαστικών ομάδων της εποχής. |
Στη σημερινή εποχή η ιερή έννοια της πατρίδας (ίσως η μόνη, για την οποία άξιζε ανέκαθεν να πολεμήσει κανείς) έχει ευτελιστεί σε μια ιδεοληψία για όσους αρέσκονται να στριμώχνουν την πραγματικότητα σε απλοϊκά θρησκευτικά, ή εθνικιστικά σχήματα. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι αρχαίοι Έλληνες, που πολέμησαν για πραγματικά ιερά πράγματα, τα οποία -θεωρητικά τουλάχιστον- αποδέχεται ως ιερά και ο σημερινός κόσμος, δέν το διατυμπάνισαν και δεν τα ιδεολογικοποίησαν ποτέ. Σε αντίθεση με τους ευρεσιτέχνες των διαφόρων ιδεολογιών του πολέμου. |
Γι΄ αυτό ένας πολίτης, που θέλει να είναι πραγματικά τέτοιος, άν ποτέ κληθεί να πολεμήσει, είναι απαραίτητο να αναρωτηθεί ποιός και γιατί πραγματικά τού ζητά να το κάνει. Κι ας διεξάγει όπως μπορεί τον δικό του αντιιδεολογικό πόλεμο. Στην πράξη αυτό μόνο με έναν τρόπο μεταφράζεται: μετατροπή του ιδεολογικοποιημένου «εθνικού» πολέμου σε υλιστικό κοινωνικό, δηλαδή, κατά την απατηλή ορολογία του εθνοκράτους, σε «εμφύλιο», ή «ανταρσία» (ή στα αρχαία ελληνικά στάση). Δηλαδή ταυτόχρονος πόλεμος όσων θέλουν να λέγονται πολίτες, εναντίον, τόσο των «εξωτερικών» όσο και (κυρίως) των εσωτερικών εχθρών – εξουσιαστών της κοινωνίας. Μια σύρραξη με έναν «εξωτερικό» εχθρό, είναι πάντα μια καλή ευκαιρία να διευθετηθεί γρήγορα και εύκολα όλη η ανώμαλη κοινωνική κατάσταση, στην οποία ζούν αλαζονικά επαναπαυμένα τα κοινωνικώς κυρίαρχα παράσιτα. Έτσι οι νικητές του κοινωνικού πολέμου θα έχουν αποκτήσει μια πραγματική (και όχι ιδεολογική) πατρίδα για να υπερασπίσουν. Η θέση περί μετατροπής των «εθνικών» πολέμων σε κοινωνικούς αποτελεί μια μεγάλη συνεισφορά της κλασικής πολιτικής σκέψης, που εγκαινίασαν οι ελληνικές δημοκρατίες, διαμέσου της Γαλλικής Επανάστασης και του επαναστατικού σοσιαλισμού του 19ου αιώνα.
Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος
Σημείωση
Το παραπάνω σχόλιο αποτελείται από αποσπάσματα
από το άρθρο: Η αθλιότητα της ιδεολογικοποίησης του πολέμου.
12.2.2010