Γράφει ο ΑΠΕΛΛΗΣ
Κυριακή του «Ασώτου υιού» σήμερα. Αυτή η θρησκευτική αφήγηση, που βασίζεται στην πιο όμορφη και στην πιο βαθιά σε νοήματα, από τις παραβολές του Κυρίου, μου άρεσε πάντα. Με συγκινούσε πάνω από όλα η εικόνα της επιστροφής και ιδιαίτερα η απέραντη αγάπη και η συμπόνια του Πατέρα. Ίσως, επειδή, ο ίδιος αισθανόμουν πάντα ως ένας άσωτος υιός και είχα ανάγκη από έναν τέτοιο Πατέρα.
Το «θεολογείν» ανήκει στους θεολόγους και στους λειτουργούς του θείου, εγώ δεν ανήκω σε αυτούς. Για μένα, η μικρή ιστορία του Ασώτου, οφείλει τη σπουδαιότητα της στην ουσιαστική μεταφορά της με άπειρους τρόπους, στα πεπραγμένα του καθημερινού βίου, της πραγματικής ζωής. Σε αυτό έγκειται η μεγάλη της αξία. Είναι ιδέα φιλοσοφική, όχι μόνο θρησκευτική.
Η μορφή του Ασώτου κυριαρχεί στην παραβολή. Είναι ο πρωταγωνιστής της. Ο φακός εστιάζει πάνω του και τον ακολουθεί στα διάφορα περιστατικά της ασωτείας του. Γλεντοκόπι, γυναίκες, συμπόσια, πολυτέλεια.Η γραμμή των συνεπειών κινείται εξελικτικά πάνω στην απόλυτη ευθεία της λογικής, με βάση την αναπόδραστη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Μια θέση αριστοτελική.
Η σειρά είναι: Αποκοπή-ασωτεία-πτώχευση-δυστυχία-μετάνοια-επιστροφή.
Όλη η ιστορία κινείται ανάμεσα στις δύο άκρες. Την αρχή της αιτίας, που εν προκειμένω είναι, η αποκοπή και η απάρνηση της πατρικής συμβίωσης και τέλος την επιστροφή, που είναι το αποτέλεσμα όλων των ενδιάμεσων οδυνηρών συνεπειών. Μια τέλεια αλληλουχία διέπει την όλη ιστορία.Η απομάκρυνση από αυτό που δίνει την ζωή και την αληθινή ευτυχία, οδηγεί αναπόφευκτα στην παρακμή και στον εκφυλισμό, στην απόλυτη στέρηση και στη δυστυχία. Και αυτή η δυστυχία, στάθηκε πάντα ο γόνιμος κάμπος της ψυχής και του νου, του δυστυχισμένου ασώτου. Γιατί, αυτός ο κάμπος σπέρνεται με ελπίδες και ποτίζεται με δάκρυα για να φυτρώσουν τα ζωοφόρα άνθη της μετάνοιας. Που σημαίνει «αλλάζω νου».Αλλάζω τρόπο ζωής, σκέψης. Τώρα, το Λευκό μου φαίνεται Λευκό, και το Μαύρο το βλέπω Μαύρο. Μετάνοια μπορεί να σημαίνει, πως αναγνωρίζω πλέον τον εαυτό μου, σαν αυτό που αληθινά Είναι. Όχι σαν αυτό, που θα ήθελα να είναι.
Το μεγαλειώδες στοιχείο της ιστορίας του Ασώτου, συνίσταται στη δυνατότητα της διαχρονικής μεταφορά της, τόσο στις μικρές ιστορίες των ατόμων, όσο και στις μεγάλες ιστορίες των εθνών. Του δικού μας έθνους για παράδειγμα. Το στοιχείο του ιερού, που είναι το ένα από τους δύο πόλους, μαζί με το αισθητικό (πολιτικό), που καθορίζει την έλλογη ανθρώπινη ύπαρξη, διαπερνά τους αιώνες μέσα σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Όχι όμως με την ίδια ένταση σε κάθε εποχή, ούτε στον ίδιο βαθμό επιρροής. Και αυτό ανεξάρτητα από το όνομα της θεότητας που οι ‘Ελληνες έχουμε σε κάθε εποχή έχουμε λατρέψει. Βλέποντας πανοραμικά την ιστορία του ελληνικού Έθνους, διαπιστώνουμε, ότι κάθε μεγάλη αλλαγή, γεμάτη κινδύνους και αγωνία, συνέβαινε πάντα μετά από μια περίοδο υποχώρησης του ιερού στοιχείου και υπερίσχυσης του αισθητικού στην ελληνική κοινωνία. Ας πάρω μερικά παραδείγματα.
Λίγοι γνωρίζουν, ότι στην αρχαϊκή περίοδο, 6ο και αρχές 5ου π.Χ αιώνα, υπήρξε μια υποχώρηση του ιερού, κάτω από την επίδραση των Ιώνων φιλοσόφων και μιας αίσθησης γενικότερης αυτονόμησης της ανθρώπινης αξίας, έναντι της θεϊκής αυθεντίας. Αυτό διαπιστώνεται και από τη μελέτη των αναθηματικών γραφών της εποχής εκείνης, στην πολύ ωραία μελέτη του Χρ. Καρούζου «Περικαλλές Άγαλμα». Αυτή η υποχώρηση της αυθεντικότητας της παράδοσης κατά τους αρχαϊκούς χρόνους και κατά συνέπεια της θρησκευτικότητας, που στην καλύτερη περίπτωση ακολουθούσε μόνο τους λατρευτικούς τύπους, διαδέχεται και αποτυπώνεται στην αγωνία της περιόδου των «Μηδικών». Τότε, που οι Έλληνες μπροστά στον κίνδυνο, συνειδητοποιούν την «ύβρι» και επιστρέφουν πάλι στους θεούς. Σαν άσωτοι υιοί, τους ικετεύουν για τη σωτηρία των πόλεων, αλλά αυτή την φορά από τα βάθη της ψυχής τους. Και όταν πλέον ο κίνδυνος είχε περάσει και μάλιστα νικηφόρα, ουδείς τολμούσε πλέον να αμφισβητήσει δημοσίως, ότι όλα αυτά δεν οφείλονταν στην βοήθεια των θεών. Το στοιχείο της θρησκευτικότητας επέστρεψε τόσο δυνατό, μετά από εκείνη την περιπέτεια, ώστε όχι μόνο οδήγησε στην ανέγερση μεγαλοπρεπών ναών όπως της Παλλάδας Αθηνάς, αλλά ακόμη και 70 χρόνια μετά, κανείς στην αρχαία Αθήνα δε μπορούσε δημοσίως να αναφερθεί με τρόπο αιρετικό για τους θεούς, για να θυμηθούμε τους Πρωταγόρα και Αναξαγόρα.
Μετά την πρόσκαιρη αυτή αναζωπύρωση της θρησκευτικότητας, μια νέα κατάσταση ηθικής παρακμής και υποχώρησης του ιερού, σημειώνεται κατά τη διάρκεια της αλεξανδρινής εποχής, των πλούσιων ηγεμόνων και των ανακτόρων, που οδηγεί στο τέλος της Ελληνικής κυριαρχίας των πόλεων κρατών από τους Ρωμαίους. Όλα τούτα μοιάζουν συνέπειες μιας συγκεκριμένης αιτιότητας, και μιας απόλυτης λογικής. Και άλλα παραδείγματα μέσα στους αιώνες διαδέχονται σαν σημεία παλμογραφήματος τις διακυμάνσεις του ιερού με τις εθνικές δοκιμασίες.
Στο Βυζάντιο, οι Άβαροι και οι Άραβες αργότερα, δοκιμάζουν την θρησκευτική πίστη τον βυζαντινών μετά από μεγάλες περιόδους θρησκευτικής κατάπτωσης και εσωτερικής παρακμής του κράτους. Ήδη από την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204, πολλοί λόγιοι αποδίδουν τις καταστροφές σε τιμωρία για την απάρνηση της θρησκευτικότητας.Το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι αρχαίοι συγγραφείς για τα κακά του καιρού τους, μιας και η βασική ιδέα εδώ, δηλαδή αυτή της «ανταπόδωσης», είναι διαχρονική και κυριαρχεί σε όλες τις θρησκευτικές εκφάνσεις των Ελλήνων. Αποκορύφωμα όλων αυτών ίσως να θεωρείται το 1453, περίοδο επίσης μεγάλης ηθικής, πολιτικής και θρησκευτικής κατάπτωσης, που σήμανε το τέλος, του τελευταίου τμήματος, της πάλαι ποτέ μεγάλης ελληνικής αυτοκρατορίας.
Και πάλι, όμως, σαν άσωτος υιός, το ελληνικό Έθνος, γύρισε στην θρησκευτικότητα του. Μέσα στη σκλαβιά και στη δυστυχία πιάστηκε από τις ρίζες της εθνικής του παράδοσης και από τα κλαδιά της πίστης του σε ένα θεό Πατέρα. Που δεν είναι τιμωρός όπως ορισμένοι, εύκολα θα νομίσουν, αλλά πειθήνιος και υπάκουος στη θέληση του υιού του, όπως ακριβώς τον περιγράφει η παραβολή. Δεν τον τιμωρεί, τον υπακούει. Δεν τον διώχνει, φεύγει μόνος του αυτόβουλα. Για αυτό επιστρέφει. Γνωρίζει, ότι αυτός που δεν τον έδιωξε, δεν μπορεί παρά να τον συγχωρήσει και να τον ξαναδεχθεί. Στο κάτω-κάτω, είναι ο Πατέρας του. Με τον ίδιο τρόπο η Αθηνά συγχώρεσε την προσβολή του «άγους» και άπλωσε την ευλογία της πάλι πάνω από την πόλη. Οι παραλληλισμοί, είναι συμβατικοί χάριν της συνεννόησης και της αναλογίας πάνω σε διαφορετικά παραδείγματα, όπου η συνέπεια των πράξεων των αυτόβουλων όντων, δεν θα πρέπει να θεωρείται ως μια θεία τιμωρία, αλλά περισσότερο σαν μια τελολογική ανάπτυξη των επιλογών. Μια γεύση του καρπού της γνώσης, για την αλήθεια των πραγμάτων και της ύπαρξης. Γνώση, που όπως έλεγαν και οι αρχαίοι πατέρες μας «κόποις» αποκτάται, και ιδρώτοις και αιμάτοις.
Και σε όποιον αναγνώστη δεν αρέσει η λέξη θεός και θρησκευτικό συναίσθημα, λόγω αθεισμού, ή σε όποιον προτιμά ένα άλλο όνομα για τον θεό, το πράγμα επί της ουσίας είναι αδιάφορο. Ας αλλάξει τους όρους και αντί για θεό ας πει, μόνο παράδοση και πνεύμα προγονικό, ή ας πει Δίας και Αθηνά. Δεν θα έχει καμμία σημασία. Η ιστορία του ασώτου, πέρα και έξω από τη μεταφυσική της διάσταση, διατρέχει με αιτιακό τρόπο και σε πραγματικό χρόνο τα γεγονότα της επικαιρότητας.
Σήμερα, ο ελληνικός λαός επιστρέφει σαν τον άσωτο υιό. Ήρθε στα συγκαλά του. Αφυπνίστηκε από την νάρκη της κραιπάλης και της ασωτείας. Τώρα, δεν ακούει πια τα ωραία τραγούδια των ευρωπαϊκών Σειρήνων, αλλά τις βλασφήμιες και τις απειλές δανειστών και τοκογλύφων. Οι φίλοι των συμποσίων τον εγκατέλειψαν. Όταν δεν έχεις μία, δεν είσαι κανένας.Τα τελευταία 40 χρόνια της απόλυτης απάρνησης και της ευδαιμονίας, τον έκαναν να πρέπει να μάθει τώρα, να τρώει ξυλοκέρατα με τους χοίρους. Να συναγωνίζεται στους κάδους των σκουπιδιών με τις γάτες. Θυμάται τη στοργή της πατρικής οικίας, τότε που ήταν κύριος στην περιουσία του και αναστενάζει.
Όμως, τι ωραία που η παραβολή τελειώνει! Πόσο αισιόδοξα! Δεν τον αφήνει να μένει αμετάκλητα μέσα στη θλίψη, του επιφυλάσσει καλό τέλος. Το εκπληκτικό είναι, ότι αυτό δεν εξαρτάται παρά μόνο από αυτόν τον ίδιο. Μόνο με τη δική του απόφαση. Μόνο αυτή χρειάζεται και η επιστροφή είναι δεδομένη. Πόσο δύσκολη απόφαση όμως, όταν θα πρέπει να προηγηθεί η μετάνοια. Και πριν την αλλαγή του νου, η αυτογνωσία και η αυτοκριτική. Να καταλάβει ότι, πρόδωσε τα όσια και ιερά και τα πατρικά κειμήλια του πνεύματος και του πολιτισμού του. Ότι προτίμησε τους γυαλισμένους τσίγκους και άφησε στην άκρη τα αληθινά τιμαλφή κοσμήματα του πατρικού οίκου, τα νάματα της παράδοσης της οικογένειας-έθνους του.
Τότε θα καταλάβει πόσων εντολών παραβάτης υπήρξε. Του «παν μέτρον άριστον», του «μηδέν άγαν» του «εγκρατεύεστε», του «μη τα υψηλά φρονείτε», και πολλών άλλων αποθησαυρισμένων στο χρόνο πατρικών ρημάτων. Θα νιώσει, ότι απαρνήθηκε την βασική αρετή των Ελλήνων, τη μόνη που μπορεί να τιθασσεύσει την ορμητική του φύση και να τον εξαρμονίσει με την λιτή γη του. Και αυτή την αρετή την λένε ολιγάρκεια και την αδελφή της την λένε αυτάρκεια και των δύο τους την μάνα την λένε ελευθερία.
Κάπως έτσι, ο Ξέρξης απόρησε όταν του είπαν, ότι αυτοί οι άνθρωποι που του αντιστέκονται στις Θερμοπύλες και στον Μαραθώνα, ήταν πτωχοί. Και δεν πολεμούσαν για κανένα βασιλιά και για καμιά πολυτελή ζωή και αγαθά γεμάτη, ώστε δικαιολογημένα να αντισταθούν για όλα αυτά, για να τα διατηρήσουν. Μέχρι εκεί έφτανε το μυαλό του Ξέρξη. Μέχρι εκεί φτάνουν και τα μυαλά των εγχώριων υποτακτικών και των ευρωπαίων αφεντικών τους. Μένει μόνο η απόφαση του μετανοημένου. Να επιστρέψει ξανά στα του Οίκου του. Δυνατός ξανά και τιμημένος.
Σήμερα ο ελληνικός λαός, για μια ακόμη φορά, θα εφαρμόσει ως πράξη στη ιστορία του, την σκηνή της επιστροφής του Ασώτου στην παράδοση και στον πολιτισμό του. Τώρα, που τα σκηνικά της παλιάς παράστασης καταρρέουν φθαρμένα και που οι ρεκλάμες με τα ονόματα των ηθοποιών, ξεβάφουν βρεγμένες από την βροχή, το μόνο στοιχείο που μπορεί να εμπνέει έναν αληθινό πατριωτισμό, είναι αυτό της προσήλωσης στην αυθεντικότητα. Σε κάθε επίπεδο της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής.