Υπήρξε ηθοποιός με εντυπωσιακή σκηνική εμφάνιση, ψηλός, εύσωμος και με έντονη φωνή. Εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και κατέκτησε το κοινό παίζοντας συνήθως δραματικούς ρόλους. Θεωρούνταν σκηνικός «βασιλιάς των αρχαίων δραμάτων» και εισέπραξε την αγάπη και τα χειροκροτήματα του κοινού.
Από τον Ελευθέριο Σκιαδά
«δημοκρατία»
Ο Γρηγόριος Σταυρόπουλος (1856-1914) όπου κι αν εμφανιζόταν, από το παλαιό θέατρο «Μπούκουρα έως το Δημοτικό Θέατρο και το θέατρο της Ομόνοιας, γινόταν αποδέκτης ενθουσιασμού και επευφημιών. Γόνος οικογένειας ηθοποιών, συνεπής επαγγελματίας, χαριτολόγος και νοικοκύρης, άρχισε την καριέρα του το 1888 με τους περίφημους Ταβουλάρηδες στους «Διδύμους», διασκευή του έργου του Σαίξπηρ «Κωμωδία των παρεξηγήσεων», και την ολοκλήρωσε αφήνοντας την τελευταία του πνοή πάνω στο θεατρικό σανίδι, σε ηλικία 58 ετών.
Το 1914 ανέβαιναν στο θέατρο Αθήναιον οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, σε αριστοτεχνική μετάφραση που είχε κάνει αρκετά χρόνια νωρίτερα ο Γεώργιος Σουρής. Πρωταγωνιστούσαν ο Ευάγγελος Δαμάσκος (1874-1942) και ο Γρ. Σταυρόπουλος, αμφότεροι αγαπημένοι του κοινού. Το θέατρο ήταν γεμάτο, αλλά μόνον από άνδρες, αφού λόγω της αθυροστομίας ακόμη και οι ηθοποιοί ήταν μόνον άνδρες. Ο πολυτάλαντος Σώτος Πετράς στο έργο του «Θέατρα και Θεατρίνοι της Παληάς Αθήνας» μας περιγράφει τι συνέβη στο θέατρο Αθήναιον και μετατράπηκε η κωμωδία σε δράμα.
Η πρώτη πράξη ολοκληρώθηκε με επιτυχία και τρεις φορές βγήκε επί σκηνής όλος ο θίασος. Δαμάσκος και Σταυρόπουλος αποθεώθηκαν και ο δεύτερος αισθανόταν ιδιαίτερα ευτυχής με το νέο έργο, διότι στις προηγούμενες παραστάσεις του ο θίασος έπαιζε τη «Σμυρνιωτοπούλα» και ο ίδιος ήταν υποχρεωμένος να παριστάνει τον πεθαμένο σε μια ολόκληρη πράξη του έργου. Τον είχαν ξαπλωμένο σε μια πόρτα επί μία ώρα, ώσπου εμφανιζόταν να βρικολακιάζει! Τώρα πλέον η επιτυχία που είχαν οι «Νεφέλες» εξασφάλιζαν έσοδα στους ηθοποιούς, που ήταν όλοι ικανοποιημένοι.
Πρόθυμα, λοιπόν, έβγαιναν στη δεύτερη πράξη. Ιδιαίτερα το δίδυμο Δαμάσκου – Σταυρόπουλου είχε δαιμονισμένο κέφι και ο δεύτερος πείραζε τον πρώτο με διάφορους τρόπους. Του έγραφε στον καθρέφτη του καμαρινιού του προτού βγουν στη σκηνή: «Σε συγχαίρω όλο-ψύχος για την αποψινή σου επιτυχία»! Και ο Δαμάσκος τού απαντούσε στον ίδιο καθρέφτη: «Μην ξανακάνεις καλαμπούρι ανορθόγραφο, γιατί δεν κάνει να… ψυχρανθούμε»! Καλαμπουρίζοντας, λοιπόν, βγήκαν και στη σκηνή.
Ο Σταυρόπουλος άρχισε με μια έμμετρη φράση, αλλά σταμάτησε απότομα, πλησίασε τον Δαμάσκο και του είπε στ’ αυτί: «Βαγγέλη, μ’ έπιασε μια περίεργη ζαλάδα. Κράτησέ με…» «Δεν βαριέσαι. Δεν είναι τίποτα, συνέχισε» τον καθησύχαζε ο Δαμάσκος. «Κλείστε την αυλαία, ζαλίζομαι πολύ» είπε με τρεμάμενη φωνή ο Σταυρόπουλος. Ο συνάδελφός του, ετοιμόλογος και ψύχραιμος πάντα, που ήθελε να του δώσει θάρρος και να τον βοηθήσει, έστησε μόνος του ένα έμμετρο τετράστιχο, εκτός κειμένου και το απήγγειλε δυνατά: «Ελα, βρε συ, και μ’ έσκασες! Τι έχεις; Θα μιλήσεις; Κάτσε, λοιπόν, και πες μου τα, αλλά χωρίς ν’ αργήσεις».
Ξεψύχησε στην αγκαλιά του Δαμάσκου
Ο Δαμάσκος προσπάθησε να βάλει τον συνάδελφό του να κάτσει σε ένα παγκάκι της σκηνής, αλλά δεν πρόλαβε. Ξεψύχησε στην αγκαλιά του από συγκοπή της καρδιάς. Σε λίγο ο Δαμάσκος ανήγγελε τον θάνατο του Σταυρόπουλου στους θεατές και ακολούθησε μια τραγική σκηνή. Οι ηθοποιοί, ντυμένοι και μακιγιαρισμένοι όπως ήταν, μετέφεραν τον νεκρό ηθοποιό πάνω στην πόρτα που έκανε τα προηγούμενα βράδια τον ψευτοπεθαμένο. Ορισμένοι βρήκαν το τέλος του τραγικό, ενώ άλλοι θεώρησαν ότι με τον θάνατό του στο σανίδι γνώρισε την υπέρτατη ευτυχία και δόξα.
Ακόμα τρία αδέλφια του, όλοι ηθοποιοί, έφυγαν πριν από εκείνον από τη ζωή. Ο ένας εξ αυτών, αδελφός του από διαφορετικό πατέρα, ο οποίος και τον έβγαλε στο θέατρο, ο Ιωάννης Βασιλειάδης, εργάστηκε και ως θιασάρχης στο εξωτερικό και στην περιέργεια.