Σήμερα, ενδεχομένως να υπάρξει κίνηση με το Oruc Reis, καθώς θα συνεδριάσει το υπουργικό συμβούλιο στην Τουρκία.
Την ίδια ώρα, τα ΜΜΕ, τόσο σε Ελλάδα όσο και σε Τουρκία, δίνουν την εικόνα της βαθμηδόν αποκλιμάκωσης. Λογικό είναι αυτό που μεταδίδεται να παραπέμπει σε μια συνεννόηση, που δεν γίνεται κατ΄ ανάγκη απευθείας, αλλά διά των Γερμανών, για παράδειγμα. Εάν ισχύσουν όλα αυτά μέχρι τέλους, τότε Ελλάδα και Τουρκία θα οδηγηθούν σε διάλογο. Με ποιους όρους; Ποια θα είναι η ατζέντα; Αυτό θα είναι το επόμενο σίριαλ.
Την ίδια ώρα και πριν ξεκαθαρίσει το σκηνικό, ακούγονται διάφορες απόψεις και προβάλλονται προσεγγίσεις, από τους οπαδούς της όποιας λύσης με την Τουρκία. Είναι οι ίδιοι που «αναγνωρίζουν» πως η Τουρκία «ασφυκτιά», καθώς ως Έλληνες… μαξιμαλιστές δεν της έχουμε… αφήσει θάλασσα. Λέγεται πως το Καστελόριζο «βρίσκεται πολύ κοντά στην Τουρκία» και μακριά συνεπώς από την Ελλάδα. Αυτή η λογική, βέβαια, δεν απαντάται σε άλλες περιπτώσεις παγκοσμίως. Στη βάση αυτή, όλες οι περιοχές, για παράδειγμα, στα σύνορα της Γαλλίας με τη Γερμανία θα ήταν εκατέρωθεν αμφισβητούμενες και ο ισχυρότερος θα τις «άρπαζε».
Λέγεται, επίσης, όχι μόνο από τουρκικής πλευράς, πως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να αξιοποιήσει τον φυσικό της πλούτο, γιατί θα αντιδράσει η Τουρκία. Τόσο πολύ σέβονται την κυριαρχία της χώρας.
Κι όταν αναφέρονται οι Τούρκοι (και οι συνοδοιπόροι τους) σε ΑΟΖ και «δικαιώματά» τους, εννοούν όλες τις περιοχές. Οι αμφισβητούμενες, γκριζαρισμένες, θεωρούνται τουρκικές ενώ οι υπόλοιπες είναι συνιδιοκτησία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Και οι συμπατριώτες μας οι Τουρκοκύπριοι τι λένε; Δέχονται να αρπάζει η κατοχική Τουρκία την ΑΟΖ της χώρας μας; Για να μην αντιδρούν σε όλα αυτά, μάλλον συμφωνούν (τουλάχιστον, η πολιτική ελίτ). Την Κυπριακή Δημοκρατία την έχουν, προφανώς, «εφεδρεία» για όσα οφέλη τους προσφέρει, λόγω και της ιδιότητάς της ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γνωστό διπλοπόρτι των συμφεροντολόγων, που την «επανένωση» την εννοούν -όπως και οι οπαδοί της όποιας λύσης στις ελεύθερες περιοχές- στη λογική «μαζί και χώρια». Δίπλα-δίπλα.
Είναι προφανές πως οι πολιτικές του κατευνασμού, που υιοθετήθηκαν -κατά καιρούς- από την ελληνική πλευρά, τροφοδοτούν την τουρκική επιθετικότητα. Λειτουργούν ως μύλος στην τουρκική επεκτατική πολιτική της κατοχικής δύναμης.
Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης,κατά την παρέμβασή του στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ανέφερε ότι «η προσέγγιση του κατευνασμού έναντι της Τουρκίας δοκιμάστηκε και απέτυχε. Πρέπει να μετουσιώσουμε τις δηλώσεις αλληλεγγύης σε πράξεις». Απευθυνόταν στους Ευρωπαίους ομολόγους του, που αποφεύγουν να λάβουν αποφάσεις και μέτρα για να αποτρέψουν την τουρκική επιθετικότητα.
Ο Νίκος Αναστασιάδης ήταν έκπαλαι ένας από τους βασικούς εκφραστές της πολιτικής του κατευνασμού. Αυτό αποδεικνύει η πολιτική του διαδρομή. Πριν και μετά την εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Σε κάποια φάση, στην τελευταία, αντελήφθη πως η τακτική αυτή δεν αποδίδει. Το ανέφερε και δημόσια. Το ζητούμενο, πάντα, είναι στην πράξη τι θα κάνει στην επερχόμενη νέα Πενταμερή Διάσκεψη, για την οποία γίνεται λόγος παρασκηνιακά.
Ο κατευνασμός είτε εγκαταλείπεται στην πράξη, προτάσσοντας μια νέα πολιτική, είτε εξακολουθεί να είναι επιλογή. Στο κάτω-κάτω δεν μπορεί να ζητείται από τους εταίρους μας στην Ε.Ε. να εγκαταλείψουν την τακτική αυτή κι όταν αρχίσουν συνομιλίες για το Κυπριακό, το καλάθι με τα δώρα να είναι έτοιμο. Όπως παλιά.
Οι επόμενες ημέρες θα ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Ο Ερντογάν δύσκολα κάνει πίσω. Ό,τι εξαγγέλλει το υλοποιεί. Ακόμη και ένα βήμα να κάνει πίσω ζητά ανταλλάγματα. Η ατζέντα των αξιώσεων της Άγκυρας έχει ήδη διαβιβασθεί. Μέσα σε όλα αυτά -γι’ αυτό και οι πιο πάνω αναφορές περί κατευνασμού- χρειάζεται προσοχή να μην είναι η Κύπρος η παράπλευρη απώλεια μιας «μεγάλης προσπάθειας εκτόνωσης της έντασης». Να μην είναι η Ιφιγένεια στον βωμό της αποκλιμάκωσης. Γιατί, μηνύματα πάνε και έρχονται. Αντί αυτοί που κλιμακώνουν την ένταση να είναι οι αποδέκτες, είναι τα θύματα.
Κώστας Βενιζέλος