ΑΝ Ο ΚΕΜΑΛ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΗΚΕ ΩΣ ΑΤΑΤΟΥΡΚ – «ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ» – Ο ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΔΙΕΔΙΚΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΟ-ΟΘΩΜΑΝΩΝ
«Νενίκηκά σε Ατατούρκ». Αυτήν τη φράση θα μπορούσε να πει ο Ερντογάν ως παραλλαγή του «Νενίκηκά σε Σολομών» του Ιουστινιανού όταν εγκαινίασε την Αγία Σοφία το 537 μ.Χ. Ασφαλώς η βυζαντινή Αγιά Σοφιά δεν είναι γέννημα του οθωμανικού πολιτισμού για το οποίο μπορεί ο Τούρκος Πρόεδρος να καυχηθεί, ωστόσο σε συμβολικό επίπεδο η μετατροπή του ναού σε τζαμί και τα «εγκαίνια» στις 24 Ιουνίου αποτελούν ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο του Κεμαλισμού.
Στις 27 Μαρτίου 2018, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξεπέρασε κατά μία μέρα τον ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ στο πηδάλιο της διακυβέρνησης της χώρας. Εκείνη την ημέρα ο Τούρκος Πρόεδρος συμπλήρωσε 5.492 ημέρες στην εξουσία, σπάζοντας το ρεκόρ του Μουσταφά Κεμάλ (5.491 ημέρες), και αποτελεί έκτοτε τον μακροβιότερο εν ενεργεία ηγέτη στη σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας.
Αδιαμφισβήτητα, Ερντογάν και Κεμάλ τείνουν να εκφράζουν δύο διαφορετικούς κόσμους και όψεις του ίδιου, όμως, νομίσματος της Τουρκίας. Το πέρασμα του χρόνου και το τέλος της εποχής Ερντογάν, όταν αυτό επέλθει, θα αποδείξουν ποιος θα αφήσει πιο βαθύ αποτύπωμα στην ιστορία της χώρας.
Κράτος vs Aυτοκρατορία
Σε αντίθεση με την κοντόφθαλμη ψηφοθηρική πολιτική σε Ελλάδα και Κύπρο που σχεδιάζεται στη βάση εβδομαδιαίων δημοσκοπήσεων, η Τουρκία και ο ίδιος ο Ερντογάν απέδειξαν διαχρονικά ότι έχουν μακρόπνοα στρατηγικά σχέδια τα οποία εφαρμόζουν υπομονετικά αλλά και αποφασιστικά. Αυτό ισχύει και για εσωτερικά ζητήματα. Από το 2013 συστήθηκε η επιτροπή για να ανατρέψει το Διάταγμα του Κεμάλ του 1934 με σκοπό την μετατροπή της Αγίας Σοφίας και το πέτυχε 6 χρόνια αργότερα. Προσωπικό στοίχημα για τον ίδιο τον Ερντογάν είναι να ξεπεράσει σε φήμη και επιτεύγματα τον Κεμάλ, τον ιδρυτή του σύγχρονου κράτους της Τουρκίας. Αν ο Μουσταφά Κεμάλ είχε το προσωνύμιο «Ατατούρκ», που σημαίνει πατέρας των Τούρκων, ο Ερντογάν διεκδικεί πλέον να μείνει στην ιστορία ως ο πατέρας των νεο-οθωμανών.
Ο νεο-σουλτάνος Ερντογάν, αφού επέζησε πραξικοπήματος, σκανδάλων διαφθοράς, οικονομικών κρίσεων και ΔΝΤ, μαζικών διαμαρτυριών, τρομοκρατικών επιθέσεων και αφού άνοιξε πολεμικά μέτωπα σε Συρία, Λιβύη προκαλώντας, παράλληλα, σε Μεσόγειο και Αιγαίο δείχνει αποφασισμένος, αν του επιτρέψει η υγεία του, να παραμείνει στο πηδάλιο μέχρι την δεκαετία του 2030. Ο Μουσταφά Κεμάλ έμεινε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που έδιωξε τους ιμπεριαλιστές και ίδρυσε κράτος και ο Ερντογάν επιδιώκει να γραφτεί στην ιστορία ως εκείνος που έδιωξε τους απίστους και επανίδρυσε αυτοκρατορία.
Προσωπικό στοίχημα για τον ίδιο τον Ερντογάν είναι να ξεπεράσει σε φήμη και επιτεύγματα τον Κεμάλ, τον ιδρυτή του σύγχρονου κράτους της Τουρκίας.
Το τέλος της ειδωλολατρίας
Καθ’ όλην τη διάρκεια της πολιτικής θητείας του ως Προέδρου, ο Ερντογάν συστηματικά απομακρύνθηκε από τα κοσμικά θεμέλια που έθεσε ο Ατατούρκ στη δεκαετία του 1920 και του ’30, ενθαρρύνοντας την στροφή προς τον συντηρητισμό και την θρησκευτικότητα τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στην κοινωνία. Στην Τουρκία, όπως και στα κατεχόμενα, ο Μουσταφά Κεμάλ αποτελεί κάτι σαν είδωλο, έναν ημίθεο που τις τελευταίες οκτώ δεκαετίες δεν τόλμησε σχεδόν κανείς να αμφισβητήσει. Το πορτραίτο και τα αγάλματά του βρίσκονται σε κάθε σχολική τάξη, γραφείο, πλατεία, δημόσιο κτήριο και στρατό.
Ωστόσο, οι ακραίοι ισλαμιστές άρχισαν εδώ και καιρό να θεωρούν προσβολή την λατρεία προς τον Κεμάλ, σε σημείο που κατηγορούν τους κεμαλιστές ότι ασκούν κάποιου είδους ειδωλολατρία. Επειδή, πλέον, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάποιοι δήθεν ευαίσθητοι και υπέρμαχοι των απανταχού μειονοτήτων «Ε/κ» υπαινίχθηκαν ότι «δεν περίμεναν να νοσταλγήσουν τον Κεμάλ Ατατούρκ», κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο Κεμάλ ενοποίησε το τουρκικό έθνος, αφού πρώτα διέπραξε γενοκτονία εναντίον όλων των χριστιανικών και άλλων μειονοτήτων στην επικράτεια της χώρας. Επιπλέον, το 1974, κεμαλιστής ήταν και ο Μπουλέντ Ετσεβίτ που διέταξε και εκτέλεσε το σχέδιο Αττίλα στην Κύπρο.
Απεξάρτηση από δυτικούς
Kαθόλου τυχαία δεν πρέπει να θεωρείται η ημερομηνία που επέλεξε ο Ταγίπ Ερντογάν για να ανοίξει την Αγία Σοφία για μουσουλμανική προσευχή. Η 24η Ιουλίου είναι μια συμβολική ημερομηνία, καθώς εκείνη την ημέρα είχε υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάνης, την οποία ο ίδιος ο Ερντογάν θεωρεί ως επιζήμια για την Τουρκία και μια ήττα του Κεμάλ που υπέκυψε στα δυτικά συμφέροντα. Η τουρκική ηγεσία του ΑΚΡ σήμερα αισθάνεται λιγότερο υποχρεωμένη να ακολουθήσει μια φιλοδυτική πορεία και να ευθυγραμμιστεί με τις ΗΠΑ. Η Άγκυρα πλέον αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μια ανερχόμενη δύναμη, με μια μεγάλη οικονομία, που διαθέτει έναν ισχυρό στρατό ο οποίος είναι ικανός να διεξάγει και να κερδίζει πολέμους. Πράγματι, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις διεξήγαγαν επιτυχημένες επιχειρήσεις μάχης στο Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη χωρίς αμερικανική υποστήριξη. Όπως σημειώνουν αναλυτές, η αυξανόμενη εμπιστοσύνη της Τουρκίας είναι επίσης εμφανής στην ίδρυση στρατιωτικών βάσεων στο Κατάρ και τη Σομαλία, χώρες που βρίσκονται πολύ μακριά. Το πιο σημαντικό είναι ότι η αμυντική βιομηχανία της έχει αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία πέντε χρόνια και τώρα είναι ένας τομέας υψηλής τεχνολογίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Τουρκία του Ερντογάν έχει εμπιστοσύνη – ίσως πάρα πολύ – στην ικανότητά της να αντιμετωπίζει εξωτερικές προκλήσεις.
Τρόπος διοίκησης
Δεν είναι όμως μόνον οι συμβολικές αλλαγές στις οποίες προβαίνει ο Ερντογάν, αλλά και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα, οι οποίες δύσκολα στο μέλλον μπορούν να αναθεωρηθούν. Ιστορικά μπορεί να αναγνωριστεί το γεγονός ότι με τον Κεμάλ η τουρκική γλώσσα εκσυγχρονίστηκε και συστηματοποιήθηκε, αφού το λατινικό αλφάβητο αντικατέστησε ένα αρχαϊκό αραβικό. Σε επίπεδο οικονομίας ξεκίνησαν μαζικές βιομηχανικές πρωτοβουλίες, ενώ στην παιδεία έγινε αντικατάσταση βιβλίων ιστορίας για την σφυρηλάτηση μιας νέας τουρκικής ταυτότητας –που θα άφηνε πίσω τον παλιό οθωμανικό τρόπο σκέψης. Σ’ αυτό βοήθησε, σε σημαντικό βαθμό, μια μεγάλη πλειοψηφία των φτωχών Τούρκων, των αστών και των αγροτών. Αντιθέτως, στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακόμη και στις μέρες της δόξας, όταν ο Υψηλή Πύλη έλεγχε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, οι περισσότεροι απλοί Τούρκοι ήταν μέρος των φτωχών αγροτών. Αυτό που ενδιέφερε τον Σουλτάνο ήταν να μαζεύει το χαράτσι, από τους υπηκόους του. Το εμπόριο, τα χρηματοοικονομικά και άλλα επαγγέλματα μονοπωλήθηκαν από μια μικρή, μορφωμένη ελίτ, που πολλές φορές την αποτελούσαν μη-μουσουλμάνοι – Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι. Σήμερα στην Τουρκία κυβερνά πάλι μια μικρή ελίτ, την οποία, ωστόσο, αποτελούν στενοί συγγενείς και έμπιστοι φίλοι του Ερντογάν.
Σε κάθε περίπτωση, το 2023 αποτελεί ορόσημο για την Τουρκία, καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση του τουρκικού κράτους. Όλες οι κινήσεις Ερντογάν αποσκοπούν στο να συνδυάσει το κλείσιμο του κύκλου της περιόδου του Μουσταφά Κεμάλ και να γράψει αυτός την πρώτη σελίδα στην ιστορία της νεο-οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο «Ντονμές Κεμάλ» και ο σιωνισμός
Ένα σημείο κλειδί που ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό τον αυξανόμενο αντισημιτισμό επί διακυβέρνησης ΑΚΡ-Ερντογάν είναι η διάχυτη αντίληψη που προωθείται ότι ο Κεμάλ ήταν εβραϊκής καταγωγής από την αίρεση των Ντονμέδων της Θεσσαλονίκης. Οι Ντονμέδες ανήκαν εξωτερικά στο ισλάμ, αλλά στα κρυφά ασπάζονταν τον Ιουδαϊσμό. Χωρίς να εξετάζεται αν οι φήμες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, είναι ιστορικό γεγονός ότι ανάμεσα στους επιφανείς Ντονμέδες ήταν και ο Σεμσί Εφέντι, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος και μέντορας του Κεμάλ. Ξένοι μελετητές αναφέρουν μάλιστα ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και του εμφύσησε το πνεύμα του «εκσυγχρονισμού» και του «εξευρωπαϊσμού». Μετά από χρόνια, ο Σεμσί Εφέντι, απέκτησε μεγάλη φήμη στην πορεία της τουρκικής εκπαίδευσης, αφού ίδρυσε πολλά ιδιωτικά σχολεία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και συχνά ήταν στόχος επιθέσεων φανατικών μουσουλμάνων. Επιπλέον, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο από τον Κεμάλ αποδίδεται στην επιρροή που ασκούσε πάνω του ο στενός του φίλος Τόμας Γουίμορ, ο οποίος διέθετε ισχυρές γνωριμίες στην αμερικανική κοινωνία, κυρίως πρόσωπα από τον χώρο της πολιτικής και της οικονομίας, όπως η οικογένεια Ροκφέλερ. Aκραίοι Τούρκοι ισλαμιστές θεωρούν την απόφαση του Ερντογάν να μετατρέψει την Αγία Σοφιά σε τζαμί ως απάντηση στους κεμαλικούς και τους «σιωνιστές υποστηρικτές τους». Οι ισλαμιστές δεν συγχωρούν ποτέ, μάλιστα, ότι η Άγκυρα με Πρόεδρο τον στενό συνεργάτη και αφοσιωμένο βοηθό του Κεμάλ, Μουσταφά Ισμέτ Ινονού, υπήρξε το 1949 η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ, μόλις έναν χρόνο μετά τη δημιουργία του.
Μάριος Πούλλαδος