Κατάρρευση σημαντικού αριθμού Μικρομεσαίων επιχειρήσεως ΜμΕ, οι οποίες αποτελούν τον κορμό της απασχόλησης στη χώρα μας, θα έχει ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στην εθνική οικονομία, επισημαίνεται σε έρευνα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.
To Κέντρο Μελετών και Εκπαίδευσης Χρηματοοικονομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΚΕΜΕΧ)* έχει ήδη ξεκινήσει την ανάλυση των πρώτων δεδομένων για την ποσοτικοποίηση της επίδρασης της πανδημίας στην εγχώρια οικονομία και ειδικά στις πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), οι οποίες αποτελούν και τον πυρήνα της ελληνικής οικονομίας.
Από τα πρώτα συμπεράσματα είναι ότι οι ΜμΕ θα βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης και η ευπάθειά τους στο σοκ της προσφοράς αλλά και της ζήτησης θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων.
Τη δεδομένη χρονική στιγμή, είμαστε στην πρώτη φάση της κρίσης, όπου οι ΜμΕ βρίσκονται ακόμη σε κρίση ρευστότητας, η οποία όμως θα μετατραπεί σε κρίση εταιρικής φερεγγυότητας (δεύτερη φάση), με μαζικές πτωχεύσεις στους επόμενους 12-18 μήνες.
Μια κατάρρευση σημαντικού αριθμού ΜμΕ, οι οποίες αποτελούν τον κορμό της απασχόλησης στη χώρα μας, θα έχει ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στην εθνική οικονομία, τις προοπτικές ανάπτυξης, την εργασία, τις προσδοκίες των ξένων επενδυτών, ακόμη και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος ενδέχεται να τεθεί υπό νέα πίεση από την εμφάνιση μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η πανευρωπαϊκή μελέτη ερευνά ποιοι τομείς πλήττονται ιδιαίτερα από την κρίση και προκύπτει ότι μεταφορές, κατασκευές, χονδρικό και λιανικό εμπόριο, αεροπορικές μεταφορές, υπηρεσίες διαμονής και τροφίμων, ακίνητα, επαγγελματικές υπηρεσίες και λοιπές προσωπικές υπηρεσίες θα είναι οι πιο ευάλωτοι.
Η Ελλάδα είναι στην υψηλότερη θέση σε συγκέντρωση στους πέντε πρώτους τομείς με αρνητικές επιδράσεις με 73,6%, η Ιταλία ακολουθεί με 71%, η Γαλλία και οι Κάτω Χώρες με 67%, το Βέλγιο με 64% και η Ισπανία 63%. Οι παραπάνω τομείς αποτελούν σχεδόν το 90% της εργασίας στη χώρα μας.
Από την ανάλυση των πρώτων στοιχείων προκύπτει ότι ο βαθμός στον οποίο η κρίση της πανδημίας Covid-19 θα διαταράξει την παγκόσμια αλλά και την εγχώρια οικονομία εξακολουθεί να είναι αβέβαιος. Η ανάλυση των ερευνητών δείχνει ότι από το σύνολο των 820-830 χιλ. εγχώριων ΜμΕ, είναι πιθανόν έως και το 25%, δηλαδή έως και 200 χιλ. περίπου επιχειρηματικές οντότητες, να βρεθούν σε οριακές συνθήκες λειτουργίας το 2021. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΟΟΣΑ (20 Απριλίου 2020), το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να φτάσει το 50% σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην Ελλάδα αλλά και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η επιτυχία των κυβερνητικών πολιτικών στην αγορά εργασίας θα επιδράσει καταλυτικά στα επίπεδα αφερεγγυότητας των ΜμΕ. Παράλληλα, η αναβολή πληρωμής φόρων και δανείων χρέους θα οδηγήσει σε αύξηση του χρέους των ΜμΕ από ένα ήδη υψηλό επίπεδο. Οι διαρθρωτικές αλλαγές και η παρατεταμένα μειωμένη ζήτηση σε ορισμένους τομείς θα αλλάξουν επίσης τις προοπτικές κερδοφορίας των επιχειρήσεων και την ικανότητα αντιμετώπισης αυτών των υποχρεώσεων.
Συνεπώς, η εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ των νέων δανείων και των πτωχεύσεων θα είναι μια κρίσιμη πρόκληση.
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφτείτε την ιστοσελίδα του ΚΕΜΕΧ.
*Οι συγγραφείς της έρευνας είναι ο Δημήτρης Καινούργιος, Αν. Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών & Διευθυντής Κέντρου Μελετών και Εκπαίδευσης Χρηματοοικονομικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), ([email protected]) και ο Δρ. Γεώργιος A. Σαββάκης, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών και ΚΕΜΕΧ, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), ([email protected]).