*Γράφει ο Χρήστος Κ. Μακρίδης
Την ώρα που οι δείκτες της οικονομίας και οι αναλύσεις των ειδικών συνηγορούν ότι επίκειται εκρηκτική συνέχεια, ότι απειλείται η βάση της οικονομικής ασφάλειας των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων συνεπεία της αναπόφευκτης εκτίναξης του δείκτη της ανεργίας, των νέων εργασιακών συνθηκών/ισορροπιών στην αγορά εργασίας/απασχόλησης και της συμπίεσης του ανεκτού επιπέδου διαβίωσης των πολιτών στη “μετά κορονοϊό” εποχή, κάποιοι κάνουν μπίζνες στη γειτονική μας χώρα.
Υπ΄αυτή και μόνο την έννοια, η ίδρυση της Ένωσης Ελληνικών Επιχειρήσεων στα Σκόπια, με τη συμβολή 16 μεγάλων εταιρειών και τη δημιουργία 20.000 θέσεων εργασίας – στο Δ.Σ. της οποίας συμμετέχουν μέλη των ομίλων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, της ΔΕΗ, της ΤΙΤΑΝ και της INTRAKAT – τελεί υπό αιρεσιμότητα. Είναι προφανές ότι το εγχείρημα, δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας που βιώνει η χώρα, χρήζει μιας δεύτερης ανάγνωσης.
Αφού όσο περισσότερο συνειδητοποιούμε τα της επαίσχυντης και εθνικά επιζήμιας συμφωνίας, παρά την όψιμη προσπάθεια κάποιων να απεκδυθούν των ευθυνών τους, αυτή η είδηση αποδεικνύει ότι οι μπίζνες για κάποιους, ήταν, είναι και παραμένουν αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα. Ενδεχόμενα τη λογική τους διατρέχει η ρήση του Milton Friedman: Η κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων είναι να αυξάνουν τα κέρδη τους…
Η ιστορία δείχνει ότι η χώρα, στο πρόσφατο μάλιστα παρελθόν, επιχείρησε, δίχως σχέδιο, με τα γνωστά φαινόμενα του εύκολου και ευκαιριακού πλουτισμού, την περίφημη οικονομική διείσδυση στις χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου. Προσπάθησε να χτίσει πάνω στα ερείπια του υπαρκτού σοσιαλισμού των κρατών της Βαλκανικής, με τις ανέλεγκτες εθνικές μειονότητες, που για αιώνες είχαν τραφεί με αδυσώπητα πάθη. Επί των ημερών της Βιργινίας Τσουδερού, Υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η χώρα επένδυσε πολλά στη λεγόμενη “οικονομική διπλωματία”.
Είναι η εποχή της διεθνοποίησης της παρουσίας των ελληνικών επιχειρήσεων, κατά κύριο λόγο από τη Βόρειο Ελλάδα λόγω της μικρής χιλιομετρικής απόστασης, ελέω χαμηλού κόστους εργασίας, φθηνών πρώτων υλών και φορολογικών κινήτρων. Εποχή στην οποία 3,5 χιλιάδες μονάδες παραγωγής και πολλές εκατοντάδες υποκαταστήματα ελληνικών τραπεζών, επεδίωξαν, μέσω της επένδυσης δισεκατομμυρίων ευρώ και τις δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, τη δημιουργία ισχυρών οικονομικών δεσμών και αμοιβαίων συμφερόντων της χώρας με τις βαλκανικές χώρες…
Για να προλάβω λοιπόν τον αντίλογο, σπεύδω ρητά να υπογραμμίσω ότι: προφανώς η χώρα πρέπει να έχει ανοικτές πόρτες, για ό,τι συμβάλλει στην ισχυροποίηση της οικονομίας, προάγει τη στενή συνεργασία και τα ποικίλα συμφέροντά της στο χώρο της βαλκανικής. Άλλο όμως αυτό κι άλλο η μεταφορά δραστηριοτήτων στις γειτονικές χώρες, την ώρα που η ανεργία θερίζει τις ελπίδες των νέων ανθρώπων, όπως χαρακτηριστικά στην αποβιομηχανοποιημένη Βόρεια Ελλάδα, ενώ η επιβίωση των ανθρώπων της παραγωγής και της εργασίας είναι καθημερινό ζητούμενο.
Συνιστά μέγιστη πρόκληση με πολλαπλές διαστάσεις, όψεις και προεκτάσεις. Δεν μιλούμε για ένα αφηρημένο ηθικό αίτημα, μιλούμε για τη ζωή των ανθρώπων και την προοπτική της κοινωνικής τους συνέχειας/εξέλιξης με τη δημιουργία οικογένειας (δημογραφικό). Γεγονός που θα επιτευχθεί με τη συνεχή βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας, την αύξηση θέσεων απασχόλησης/εργασίας και αυτή του εθνικού εισοδήματος.
Διότι έτσι μόνο θα μπουν εμπόδια στην ανισοκατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, θα αμβλυνθούν εντέλει οι κοινωνικές ανισότητες που γεννά και συντηρεί η φτώχεια.
Έτσι μόνο η κοινωνική πολιτική, ως έκφραση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των πολιτών, θα υπερβεί τη στενή λογική της αναδιανομής της φτώχειας που εξισώνει/ισοπεδώνει τους ανθρώπους προς τα κάτω δίχως κίνητρα και ευκαιρίες για προσωπική εξέλιξη/αυτονομία/πρωτοβουλία, έμπνευση και δημιουργία…
*Πολιτικός Επιστήμων – Τεχ.Γεωπόνος – Παιδαγωγός