Μετά από δεκαετίες προόδου στη μάχη κατά της φτώχειας και της πείνας, οι απώλειες θέσεων εργασίας, οι διαταραχές των αλυσίδων εφοδιασμού, και άλλες οικονομικές εξαρθρώσεις που προκλήθηκαν από την πανδημία, απειλούν να ωθήσουν εκατομμύρια ανθρώπους από την επισιτιστική ασφάλεια στην επισιτιστική ανασφάλεια.
Ο νέος κορωνοϊός έχει κατακλύσει τα συστήματα δημόσιας υγείας και τις οικονομίες σε όλο τον κόσμο. Τώρα είναι έτοιμος να πυροδοτήσει επίσης μια παγκόσμια κρίση πείνας. Μετά από δεκαετίες προόδου στη μάχη κατά της φτώχειας και της πείνας, οι απώλειες θέσεων εργασίας, οι διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού, και άλλες οικονομικές εξαρθρώσεις που προκλήθηκαν από την πανδημία, απειλούν να ωθήσουν εκατομμύρια ανθρώπους από την επισιτιστική ασφάλεια στην επισιτιστική ανασφάλεια -και προς την πλήρη πείνα.
Οι διεθνείς θεσμοί και τα κράτη-μέλη τους πρέπει να ενεργήσουν αποφασιστικά για να αποτρέψουν αυτό το αποτέλεσμα. Διαφορετικά, ρισκάρουν να θέσουν σε κίνηση μια κοστοβόρα και χαοτική εποχή αυξανόμενης πείνας και φτώχειας.
Τον Απρίλιο, προειδοποίησα το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για την ερχόμενη «πανδημία πείνας» (“hunger pandemic”) [1]. Οι επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων που σχετίζονται με τον κορωνοϊό θα γίνουν αισθητές σχεδόν παντού. Ενώ τα έθνη θα εξετάσουν, όπως αρμόζει, πρώτα τα συμφέροντα των δικών τους ανθρώπων, ένας κόσμος χωρίς κοινό σκοπό είναι ένας κόσμος που θα φέρει πολλά προβλήματα. Ο κοινός μας σκοπός πρέπει να είναι να νικήσουμε αυτόν τον ιό, να τον αποτρέψουμε από το να προκαλέσει μια πανδημίας πείνας, και να οικοδομήσουμε πάνω στα κέρδη κατά της φτώχειας και της πείνας τα οποία έχουν καθορίσει το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 30 ετών.
Η πανδημία έφτασε σε μια κρίσιμη καμπή. Δεκαετίες σχετικής επιτυχίας στην καταπολέμηση της φτώχειας και της πείνας είχαν αρχίσει να επιβραδύνονται και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αντιστράφηκαν την στιγμή που έφτασε ο κορωνοϊός. Τα τελευταία 30 χρόνια, τα ποσοστά ακραίας φτώχειας μειώθηκαν κατά περισσότερο από το ήμισυ, από περίπου δύο δισεκατομμύρια το 1990 σε περίπου 700 εκατομμύρια [2] άτομα το 2015, χάρη στην ανάπτυξη που τροφοδοτήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα και τα ισχυρότερα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας, μεταξύ άλλων παραγόντων. Η πείνα μειώθηκε κατά περίπου 25% την ίδια χρονική περίοδο [3]. Αλλά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο αριθμός των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν χρόνια πείνα -δηλαδή, οι άνθρωποι που κοιμούνται πεινασμένοι κάθε βράδυ- έχει αυξηθεί, από 796 εκατομμύρια σε 821 εκατομμύρια [4]. Το ίδιο έχει κάνει και ο αριθμός των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν οξεία πείνα -εκείνοι που ξαφνικά βρίσκονται στο χείλος της ασιτίας αφότου είχαν [στο παρελθόν] γενικά αρκετή τροφή. Η οξεία πείνα έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 70% τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από 80 εκατομμύρια σε 135 εκατομμύρια [5]. Σχεδόν ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι υποφέρουν από χρόνια ή οξεία πείνα σήμερα.
Ο μεγαλύτερος παράγοντας που έφερε αυτήν την πρόσφατη άνοδο είναι οι συγκρούσεις. Το 60% των πεινασμένων ανθρώπων ζουν σε χώρες που υποφέρουν από πόλεμο. Πρόκειται για μέρη όπως η Συρία και η Υεμένη, όπου χρόνια πολέμου όχι μόνο αύξησαν την πείνα, αλλά και ανέστειλαν την πρόοδο για γενιές. Η κλιματική αλλαγή έχει επίσης διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ώθηση ορισμένων πληθυσμών στην πείνα, ειδικά σε χώρες όπως το Αφγανιστάν και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπου οι ακραίες κλιματικές συνθήκες έχουν συνδυαστεί με υπάρχουσες συγκρούσεις για να επιδεινώσουν την επισιτιστική ανασφάλεια.
Με την πανδημία της [ασθένειας] COVID-19 να επιδεινώνει αυτές τις υπάρχουσες κρίσεις, οι εκτιμήσεις μας υποδηλώνουν ότι ο αριθμός των ανθρώπων που πάσχουν από οξεία πείνα θα μπορούσε σχεδόν να διπλασιαστεί έως το τέλος του έτους, σε 265 εκατομμύρια ανθρώπους. Επιπλέον 300 εκατομμύρια άνθρωποι θα γίνουν ελλειμματικοί σε θρεπτικά συστατικά (nutrient deficient) -χωρίς να έχουν αρκετές βιταμίνες και μέταλλα στην διατροφή τους για να παραμείνουν υγιείς- σύμφωνα με μια εκτίμηση [6] από την Παγκόσμια Συμμαχία για την Βελτιωμένη Διατροφή (Global Alliance for Improved Nutrition).
Ο κορωνοϊός ενθαρρύνει την πείνα με το να διαταράσσει τις παγκόσμιες και εθνικές οικονομίες. Η χειρότερη ζημιά θα γίνει αισθητή στις χώρες χαμηλού εισοδήματος που είναι λιγότερο εξοπλισμένες για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από την πανδημία. Αλλά οι χώρες που καυχώντο για την δυναμική, αναπτυσσόμενη οικονομία τους πριν από την πανδημία έχουν επίσης αρχίσει να αισθάνονται έντονο πόνο. Μεταξύ των πιο σκληρά πληττόμενων είναι οι χώρες που βασίζονται στις εξαγωγές πρώτων υλών, όπως η Νιγηρία, το Νότιο Σουδάν και η Ζάμπια˙ εκείνες που εξαρτώνται από τον τουρισμό, όπως η Γκάμπια και η Ιορδανία˙ και εκείνες, όπως η Αϊτή και το Νεπάλ, όπου τα εμβάσματα που στέλνονται στην πατρίδα από μετανάστες αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ τους. Τα εθνικά lockdown έχουν ήδη μειώσει τα εισοδήματα πολλών εργαζομένων σε αυτούς τους τομείς. Η παράταση αυτών των περιορισμών θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ζημιά, ειδικά εάν δεν συνοδεύονται από την επέκταση των δικτύων κοινωνικής ασφάλισης.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη το 2020 θα μειωθεί κατά 2,8% [7], σε σύγκριση με 0,1% κατά την χρηματοοικονομική κρίση του 2009. Τέτοιες σημαντικές συστολές στην παγκόσμια οικονομία θα είναι επιβλαβείς για τους φτωχούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Το Παγκόσμιο Ινστιτούτο για την Ανάπτυξη των Οικονομικών (World Institute for Development Economics Research ) του Πανεπιστημίου των Ηνωμένων Εθνών (United Nations University) προτείνει [8] ότι η πτώση του ΑΕΠ κατά 5% θα έθετε επιπλέον 85 εκατομμύρια άτομα σε ακραία φτώχεια (ορίζεται ως η διαβίωση με λιγότερα από 1,90 δολάρια την ημέρα), οδηγώντας αναπόφευκτα σε περισσότερη επισιτιστική ανασφάλεια και πείνα. Μια πτώση 10% θα ωθήσει 180 εκατομμύρια ανθρώπους σε ακραία φτώχεια.
Οι λιμοί συνήθως δεν προέρχονται από την έλλειψη τροφής, αλλά από υπερπληθωριστικές αυξήσεις τιμών ή κατάρρευση στις αλυσίδες εφοδιασμού που καθιστούν αδύνατη τη μεταφορά τροφίμων σε ορισμένες περιοχές. Η πανδημία έχει διαταράξει τις αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων και άλλων σημαντικών προϊόντων τόσο μεταξύ των εθνών όσο και εντός των χωρών. Ακόμα και κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι αλυσίδες εφοδιασμού συνέχισαν να κινούνται. Αλλά τώρα, δεν είναι εύκολο ό, τι παράγεται σε μια χώρα να μεταφερθεί σε μια άλλη. Αυτό θα μπορούσε να είναι καταστροφικό για την υποσαχάρια Αφρική, η οποία εισάγει περίπου 40 εκατομμύρια τόνους δημητριακών κάθε χρόνο από όλο τον κόσμο για να καλύψει κενά στην τοπική παραγωγή τροφίμων.
Βραχυπρόθεσμα, οι ανθρωπιστές ανησυχούν περισσότερο για την παροχή τροφής σε όσους κινδυνεύουν να λιμοκτονήσουν. Σε δέκα χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας, της Υεμένης και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι ανά χώρα βρίσκονται ήδη στα πρόθυρα της πείνας. Μακροπρόθεσμα, η πανδημία θα μπορούσε να οδηγήσει σε λιμό περίπου 35 χώρες, συμπεριλαμβανομένων του Αφγανιστάν, της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας και της Αϊτής.
Σχεδόν 100 εκατομμύρια άνθρωποι λαμβάνουν ήδη βοήθεια από το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων (World Food Programme) -και περίπου 30 εκατομμύρια από αυτούς εξαρτώνται από εμάς για να παραμείνουν ζωντανοί. Χωρίς αυτήν την βοήθεια, οι αναλυτές του WFP φοβούνται ότι 300.000 άνθρωποι θα μπορούσαν να λιμοκτονήσουν μέχρι θανάτου σε όλο τον κόσμο κάθε μέρα για τους επόμενους τρεις μήνες, κυρίως σε χώρες που έχουν υποφέρει από πόλεμο.
Παρόμοια με τις συγκρούσεις, οι επισιτιστικές κρίσεις δημιουργούν αστάθεια. Οι πρόσφυγες ξεχύνονται από τα σύνορα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μετατρέπουν ήδη ευάλωτες περιοχές σε πιθανά σημεία ανάφλεξης. Η έρευνά μας δείχνει ότι για κάθε 1% εκατό αύξηση της πείνας σε μια δεδομένη χώρα, υπάρχει μια αύξηση 2% στη μετανάστευση από αυτήν την χώρα.
Ο κόσμος δεν έχει δει παγκόσμια κρίση αυτής της κλίμακας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεκάδες εκατομμύρια ζωές είναι στην κόψη του ξυραφιού. Η πανδημία απειλεί να αναιρέσει δεκαετίες προόδου που έχουν άρει εκατομμύρια ανθρώπους από την ακραία φτώχεια. Οι προηγμένες χώρες, πολλές από τις οποίες έχουν ήδη ενισχύσει τις οικονομίες τους με τρισεκατομμύρια δολάρια σε πακέτα [οικονομικής] τόνωσης, μπορούν και πρέπει να κάνουν περισσότερα. Όμως, η βοήθεια πρέπει να προέρχεται από περισσότερα μέρη κι όχι μόνο από απλά τους συνηθισμένους κορυφαίους δωρητές προς τους διεθνείς οργανισμούς. Για παράδειγμα, οι διεθνείς δανειοδοτικοί οργανισμοί, πρέπει να συνεργαστούν με τις αναπτυσσόμενες χώρες για την ενίσχυση της υγείας, της εκπαίδευσης και άλλων δικτύων κοινωνικής ασφάλισης κατά την διάρκεια και μετά από αυτήν την κρίση. Σε αυτές τις αναπτυσσόμενες χώρες, εκατομμύρια σκληρά εργαζόμενοι μικροεπιχειρηματίες -ξενοδόχοι, καταστηματάρχες, ξεναγοί και οδηγοί ταξί- έχουν χάσει εντελώς τα προς το ζην και την ικανότητά τους να στηρίζουν τις οικογένειές τους.
Οι κυβερνήσεις σε αυτές τις χώρες μπορούν, με κάποια βοήθεια, να διαθέσουν χρήματα για να βοηθήσουν τις οικογένειες να προχωρήσουν μέσα από την κρίση. Για παράδειγμα, το WFP συνεργάζεται με τη μεταβατική κυβέρνηση στο Σουδάν για να βοηθήσει στην ενίσχυση του Προγράμματος Οικογενειακής Στήριξης προκειμένου να προστατεύσει άτομα που κινδυνεύουν να διολισθήσουν στην ακραία φτώχεια.
Η καταπολέμηση μιας πανδημίας πείνας και η βοήθεια για την εξάλειψη της φτώχειας και της πείνας θα απαιτήσουν όχι μόνο δημόσιες επενδύσεις στην κοινωνική προστασία, αλλά και μεγαλύτερη δράση από ιδιωτικές επιχειρήσεις μέσω άμεσων επενδύσεων και μέσω συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα σε τομείς όπως η γεωργία. Μια κοινή μελέτη από το WFP, τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (UN Food and Agriculture Organization) και το Διεθνές Ταμείο Γεωργικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UN International Fund for Agricultural Development) υπολογίζει ότι πρόσθετες επενδύσεις ύψους 265 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως [9] -μόλις το 0,3% του προβλεπόμενου παγκόσμιου εισοδήματος- θα μπορούσαν να εξαλείψουν την φτώχεια και την πείνα έως το 2030. Αυτό μπορεί να φαίνεται σαν ένα τεράστιο ποσό, αλλά είναι εντελώς μέσα στις δυνατότητες των πλούσιων χωρών, των θεσμών και των ατόμων να το κινητοποιήσουν.
Η πιθανότητα μιας απότομης αύξησης της πείνας ως αποτέλεσμα της πανδημίας της COVID-19 είναι σοβαρή, ακόμη και τρομακτική. Αλλά παραμένω αισιόδοξος. Συχνά πρέπει να καλέσω τους παγκόσμιους ηγέτες για να υποστηρίξουν την αποστολή του WFP και συνήθως έχουν προχωρήσει για να βοηθήσουν. Για παράδειγμα, οι συνεισφορές από τις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκαν από κάτω από 2 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε πάνω από 3 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως τα τελευταία τρία χρόνια. Αυτή η γενναιοδωρία, και η γενναιοδωρία των φορολογουμένων και των δωρητών που υποστηρίζουν ανθρωπιστικούς σκοπούς, είναι απελπιστικά αναγκαία. Τα κέρδη που επιτεύχθηκαν κατά της φτώχειας και της πείνας τις τελευταίες δεκαετίες είναι έχουν κερδηθεί με πολύ σκληρές μάχες για να παραδοθούν τώρα.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.wfp.org/news/wfp-chief-warns-hunger-pandemic-covid-19-spread…
[2] https://www.worldbank.org/en/topic/poverty/overview
[3] http://www.fao.org/3/a-i4646e.pdf
[4] https://www.efe.com/efe/english/life/un-report-global-hunger-on-the-rise….
[5] https://www.ifpri.org/blog/global-report-food-crises-135-million-55-coun…
[6] https://www.ifpri.org/blog/biblical-steroids-and-across-generations-comi…
[7] https://www.imf.org/en/Publications/WEO/Issues/2020/04/14/weo-april-2020
[8] https://www.wider.unu.edu/sites/default/files/Publications/Working-paper…
[9] http://www.fao.org/3/a-i4951e.pdf
Ο DAVID M. BEASLEY είναι εκτελεστικός διευθυντής στο World Food Programme των Ηνωμένων Εθνών.