Ο Παναγής Τσαλδάρης (Κόρινθος, 1868 – Αθήνα, 17 Μαΐου 1936) ήταν πολιτικός, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας στην περίοδο του Μεσοπολέμου.
Γεννήθηκε στο Καμάρι Κορινθίας και ήταν γιος του Επαμεινώνδα Τσαλδάρη. Η οικογένειά του είχε μικρασιατική καταγωγή που φέρονταν να εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο το 1750. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ανακηρύχθηκε αριστούχος Διδάκτωρ Νομικής το 1889.
Το 1890 διορίστηκε δικηγόρος στην Πάτρα και αμέσως έφυγε στο εξωτερικό για συμπλήρωση σπουδών στο Γκέτινγκεν, στο Βερολίνο, στη Λειψία και στο Παρίσι. Το 1893 επέστρεψε στην Ελλάδα, μετατέθηκε στην Αθήνα όπου και ασχολήθηκε με τη δικηγορία.
Α΄ Περίοδος (1910 – 1922)
Αναμίχθηκε με την πολιτική όπου και εκλέχτηκε πρώτη φορά πληρεξούσιος Αργολιδοκορινθίας στην Αναθεωρητική Βουλή του 1910 (6 Αυγούστου 1910) για την ανάδειξη της Α΄ Αναθεωρητικής Βουλής καθώς και στην ανάδειξη της απλής Βουλής του 1912 (11 Μαρτίου). Από τότε εκλεγόταν συνεχώς, με εξαίρεση τις εκλογές του 1923, στις οποίες αρνήθηκε να μετάσχει. Στη Βουλή συμμετείχε ως Ανεξάρτητος με τον Δημήτριο Γούναρη με τον οποίο συνδέονταν με στενή φιλία. Χρημάτισε Υπουργός Δικαιοσύνης το 1915, στην Κυβέρνηση Γούναρη, Εσωτερικών και Συγκοινωνιών το 1920 και το 1926 στις Κυβερνήσεις Νικόλαου Καλογερόπουλου, Δημητρίου Γούναρη και Αλεξάνδρου Ζαΐμη.
Κατά την περίοδο του Διχασμού μετά την επικράτηση του Κινήματος της Εθνικής Αμύνης ο Π. Τσαλδάρης συνελήφθη και εκτοπίστηκε αρχικά στην Ύδρα και στη συνέχεια στη Σκόπελο, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του εκτοπισμένου επίσης εκεί, Βυζαντινολόγου και καθηγητή του Πανεπιστημίου Σ. Λάμπρου, την Λίνα Λάμπρου που νυμφεύτηκε αργότερα. Στη συνέχεια ανέλαβε ηγετικό στέλεχος στο Κόμμα των Εθνικοφρόνων.
– Το 1919 συμμετείχε ως εκπρόσωπός του στην ίδρυση της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης με έμβλημα ένα κλαδί ελιάς.
– Τον Μάρτιο του 1922 αναγκάσθηκε για λόγους υγείας να μεταβεί στο εξωτερικό.
Β΄ Περίοδος (1922-1935)
Λίγους μήνες μετά, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, όπου είχε επικρατήσει το Κίνημα του 1922 συνελήφθη αμέσως από τους κινηματίες ως «πολιτικός εγκληματίας» και φυλακίστηκε. Τελικά μετά τη Δίκη των Έξι και την εκτέλεση δια τουφεκισμού του Δημητρίου Γούναρη, αποφυλακίστηκε στις 8 Ιανουαρίου 1923 ύστερα από αμνηστία που του δόθηκε. Στις εκλογές του 1923 (στις 16 Δεκεμβρίου) για την εκλογή της Δ΄ Συντακτικής συνέλευσης δεν έλαβε μέρος. Τον Ιανουάριο του 1924 ανέλαβε προσωρινά και από 4 Μαΐου (1924) οριστικά, την αρχηγία του Λαϊκού Κόμματος όπως είχε μετονομαστεί το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δ. Γούναρη από τον Νοέμβριο του 1920.
Το Λαϊκόν Κόμμα υποστήριζε τη Βασιλευόμενη Δημοκρατία ως το καταλληλότερο πολίτευμα για την Ελλάδα. Αλλά σε όλη την δεκαετία του 1920 ο Τσαλδάρης απέφευγε να έρθει σε απευθείας σύγκρουση και ρήξη με τους Φιλελεύθερους για αυτό το ζήτημα επιδεικνύοντας συναινετική διάθεση για να καταλαγιάσουν τα πάθη. Θεωρούσε ότι μοναδική διέξοδος για το πρόβλημα ήταν να ερωτηθεί ο λαός με δημοψήφισμα, όταν όμως τα πράγματα θα ήταν πιο ήρεμα, και να υποταχθούν όλοι στην κρίση του. Στη συνέχεια θα διαφανεί ότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε την παλινόρθωση και για αυτό προσπαθούσε να μετριάσει τα ακραία στοιχεία του Λαϊκού Κόμματος. Σε κάθε περίπτωση ο Τσαλδάρης επέλεξε και επέβαλε την εποικοδομητική αντιπολίτευση.
Δύο υπήρξαν τα θεμελιώδη αιτήματα των Λαϊκών αυτήν την περίοδο: η επαναφορά των αξιωματικών που είχαν αποταχθεί λόγω πολιτικών φρονημάτων και η αποτελεσματική απαγόρευση της παρέμβασης των στρατιωτικών στην πολιτική. Στα εσωτερικά ζητήματα το Λαϊκόν Κόμμα, συνεχίζοντας τη Δηλιγιαννική παράδοση, αποσκοπούσε στην άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων της ανάπτυξης και στην σταθεροποίηση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Όσο περισσότερο τα στρώματα διαφοροποιούνταν και όσο πιο περίπλοκα γίνονταν τα προβλήματα. Δε θεωρούσε όμως ότι συνολικά η οικονομική ανάπτυξη ήταν αρνητική. Επικέντρωνε όμως αποκλειστικά στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα θεωρώντας πως η αγροτική παραγωγή ταίριαζε περισσότερο στο χαρακτήρα του ελληνικού έθνους και εμπόδιζε την εμφάνιση έντονων ταξικών ανταγωνισμών, όπως θεωρούσαν ότι επέφερε η ανάπτυξη της βιομηχανίας με την ενδυνάμωση της εργατικής τάξης.
Συγκεκριμένα, θεωρούσε ότι οι αγρότες ήταν ένα συντηρητικό στρώμα σε αντίθεση με τους εργάτες και για αυτό θα έπρεπε να στηριχθούν με δίκαιη διανομή γης, ενώ υποστήριζε την αποκατάσταση των προσφύγων με την παραχώρηση γης. Επιπλέον, υποστήριζε την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής, την αύξηση των εξαγωγών, την απρόσκοπτη επικράτηση των νόμων της αγοράς στον αγροτικό τομέα. Κεντρικό σημείο της οικονομικής πολιτικής ήταν η άκρα λιτότητα και οι ισολογισμένοι προϋπολογισμοί, ώστε οι μικρο αγρότες να απαλλαχθούν από τις φορολογικές επιβαρύνσεις. Το πρόγραμμα αυτό θεωρούσαν οι Λαϊκοί ότι ανταποκρινόταν στα συμφέροντα όχι μόνο των μικρο αγροτών και των μεσοαστικών στρωμάτων, με τα οποία το Λαϊκό Κόμμα είχε ισχυρούς δεσμούς, αλλά και σε χρηματιστικούς κύκλους.
Γενικά
Ο Τσαλδάρης υπεράσπιζε τις ισορροπημένες σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας και για αυτό υποστήριζε τις κοινωνικές ασφαλίσεις και τις συλλογικές συμβάσεις. Ο ίδιος μάλιστα διαφοροποιούταν από την γενικότερη τάση των βουλευτών του Λαϊκού Κόμματος να αρνούνται την ύπαρξη τάξεων. Το 1920 συμμετείχε ως Υπουργός Εσωτερικών στην πεντακομματική Οικουμενική Κυβέρνηση (πλην Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος). Προσπαθούσε να ακολουθήσει συγκρατημένη γραμμή, δείχνοντας κατανόηση για τις διαμαρτυρίες και υποστηρίζοντας τις κοινωνικές παροχές. Αλλά παράλληλα στήριζε την πολιτική των εκτοπίσεων, τη διάλυση των εργατικών οργανώσεων και των αριστερών συνδικαλιστών.
Η γενικότερη μετριοπαθής στάση του στην Οικουμενική και τα λογικά αιτήματα που έθετε, τα οποία γίνονταν αποδεκτά από τα άλλα κόμματα ενίσχυσαν τη μετριοπαθή πτέρυγα στο Κόμμα. Απέρριπτε τη θεσμοθέτηση γερουσίας στη συζήτηση για το νέο Σύνταγμα. Αντίθετα, υποστήριξε να ενταχθούν στο σύνταγμα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας. Επίσης, θεωρούσε πρώτιστο ζήτημα την θεσμοθετημένη προστασία της ιδιοκτησίας. Αυτό τον έφερνε όμως σε σύγκρουση με την πολιτική των απαλλοτριώσεων και ως εκ τούτου με την αγροτική πολιτική και τα αγροτικά στρώματα που επεδίωκε να εκφράσει. Τελικά, το Λαϊκόν Κόμμα θα συναινέσει στο νέο σύνταγμα, αλλά θα αποχωρήσει από την Οικουμενική, διαφωνώντας με τους Φιλελευθέρους στη δημοσιονομική πολιτική.
Ο Τσαλδάρης και το Λαϊκόν Κόμμα διαφωνούσαν κάθετα με την καθιέρωση της Δημοτικής. Υπήρξε συνεπής υποστηρικτής της ισοπολιτείας Ελλήνων και Εβραίων Ελλήνων πολιτών διαφωνώντας με τη θέση του Ελευθέριου Βενιζέλου ότι η ισοπολιτεία αποτελούσε δικαίωμα μόνο των «εξελληνισμένων» της Ισραηλίτικης Κοινότητας της Θεσσαλονίκης και ότι θα έπρεπε να περάσει αρκετός χρόνος μέχρι οι Έλληνες να πεισθούν ότι οι Εβραίοι έχουν ειλικρινή πρόθεση να ενσωματωθούν. Γι’ αυτό κατηγόρησε την κυβέρνηση Βενιζέλου στα 1928 ότι εμπόδιζε την αφομοίωσή τους.
Αντέδρασε έντονα στην πολιτική προσέγγισης με την Τουρκία που ακολούθησε ο Βενιζέλος, υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα προέβη σε παραχωρήσεις προς την Τουρκία χωρίς κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα. Επίσης υποστήριξε πως η συμφωνία του 1930 δεν εξασφάλιζε τα δικαιώματα της Ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία και πως η ρύθμιση του ζητήματος των περιουσιών ήταν εις βάρος των Ελληνικών συμφερόντων.
Το 1932 το Κόμμα κέρδισε τις εκλογές. Για να αποτραπεί ένα πραξικόπημα από Φιλελεύθερους στρατιωτικούς που φοβούνταν για τη Δημοκρατία, ο Τσαλδάρης έδωσε γραπτή δήλωση ότι το Κόμμα αναγνώριζε το Δημοκρατικό Καθεστώς ανακουφίζοντας τη φιλελεύθερη κοινή γνώμη. Στη συνέχεια, σχημάτισε Κυβέρνηση Συνεργασίας του Κόμματος του, του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος και των Ελευθεροφρόνων. Πολύ σύντομα όμως τα πράγματα θα οδηγηθούν σε νέες εκλογές και σε μια καθαρή νίκη της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Η νίκη αυτή οδήγησε σε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα του Νικολάου Πλαστήρα, οξύνοντας τις σχέσεις μεταξύ των δύο κομμάτων και ανοίγοντας το δρόμο για εξωκοινοβουλευτικές παρεμβάσεις.
Το Μάρτιο του 1933 ο Τσαλδάρης σχημάτισε Νέα Κυβέρνηση με τον Γεώργιο Κονδύλη υπό τη δική του Προεδρία. Σημαντικό μέλημα της νέας Κυβέρνησης ήταν η αναζήτηση των πρωταίτιων του πραξικοπήματος. Μέσα σε αυτό το κλίμα έλαβε χώρα και η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Τελικά, ο Τσαλδάρης θα επιδείξει ακόμη μια φορά συναινετικός παραχωρώντας αμνηστία και προκαλώντας εσωτερική κρίση στο Κόμμα με αποχωρήσεις σημαντικών στελεχών του. Ο Τσαλδάρης και το Λαϊκό Κόμμα θα αρνηθούν όμως αμνηστία στους διωκόμενους Κομμουνιστές και θα εντείνουν τις διώξεις εναντίον τους.
Ο Αντικομμουνισμός εξάλλου αποτελούσε θεμελιώδη τμήμα του ιδεολογικού πλαισίου και του λόγου των Λαϊκών. Στις εξωκοινοβουλευτικές δικτατορικές λύσεις που υποστήριζαν ολοένα και περισσότερο οι ακραίοι του Κόμματος, η μετριοπαθής ηγεσία των Λαϊκών υπό τον Τσαλδάρη θα λάβει σαφή αρνητική θέση. Στη συνέχεια το Λαϊκόν Κόμμα υπό το φόβο νέου πραξικοπήματος που σχεδίαζε ο Βενιζέλος, κατάργησε κοινοβουλευτικά άρθρα του συντάγματος που περιόριζαν τις ελευθερίες και προώθησε νέο δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Ο ίδιος ο Τσαλδάρης θα αρνηθεί αρχικά την τελευταία αυτή προοπτική, αλλά στη συνέχεια θα υποκύψει πιεζόμενος από τα φιλοβασιλικά στοιχεία της Αντιβενιζελικής Παράταξης, παραμένοντας όμως διστακτικός.
Το 1935 ανετράπη από στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τους αντιστράτηγους Αλέξανδρο Παπάγο και Ρέππα, εξαιτίας ακριβώς της διστακτικής στάσης του. Γενικά, το Λαϊκόν Κόμμα θα στηρίξει τους πραξικοπηματίες που θα επιβάλλουν το δημοψήφισμα και την επάνοδο της Βασιλείας. Η μετριοπαθής και σχετικά φιλοδημοκρατική στάση του Τσαλδάρη ηττήθηκε ολοκληρωτικά οδηγώντας σε όξυνση του Εθνικού Διχασμού.
Απεβίωσε τα ξημερώματα της 17ης Μάη του 1936, την ώρα που κοιμόταν, από ανακοπή καρδιάς. Η κηδεία του έγινε με τιμές πρωθυπουργού εν ενεργεία και τελέστηκε στις 19 Μάη στο Α΄ Νεκροταφείο. Ήταν παντρεμένος με την Λίνα Λάμπρου και δεν είχε παιδιά. Ανιψιός του ήταν ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης.
wikipedia