«Όλα τα κράτη έχουν ιστορία, η Τουρκία έχει ποινικό μητρώο», Νεοκλής Σαρρής.
Επιμέλεια – Έρευνα από Αντώνη Αντωνά
(Όλες οι αποσπασματικές πληροφορίες είναι παρμένες από κοινά ιστορικά στοιχεία, πνευματικής ιδιοκτησίας του Ελληνισμού.)
Πανέλληνες, διαφυλάξτε την μικρή αυτή αποκαλυπτική ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟ. Θα έχετε στη «φαρέτρα» σας πάντα, μια αποστομωτική ιστορική απάντηση προς όλους τους ανθέλληνες, επίδοξους ολετήρες του Ελληνισμού, που στηρίζουν την βάρβαρη Τουρκία……
«Όλοι οι λαοί έχουν ιστορία και οι Τούρκοι ποινικό μητρώο. Στη φράση αυτή, που κυκλοφορεί ευρέως, θέλοντας να καταδείξει πόσο απέχει το τουρκικό κράτος από τον σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο, συμπυκνώνεται η διαχρονική πορεία και συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι άλλων λαών και κρατών. Και το χειρότερο είναι ότι ακόμα και σήμερα, δεν υπάρχουν σημεία και ενδείξεις ότι οι νεοσουλτάνοι της Άγκυρας έχουν πρόθεση να συγχρονιστούν, να συμβαδίσουν και να συμπορευτούν με τα υπόλοιπα κράτη της υφηλίου. Επιμένουν να συντηρούν ένα καθεστώς που θεμελιώθηκε στους διωγμούς και στο αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων, διάφορων φυλών και εθνών, που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο διάβα των Τούρκων. Οι δε σύμμαχοί τους τούς χειροκροτούν και τους επευφημούν οι δόλιοι….»
Απόσπασμα από άρθρο του κ. Κρίνου Ζ. Μακρίδη. Προέδρου Κινήματος Ελληνικής Αντίστασης Κύπρου. (Κ.Ε.Α.)
Συνοπτικά θα παρουσιασθούν ελάχιστα ενδεικτικά εγκλήματα πολέμου της Τουρκίας, από τα μύρια κατά του *Ελληνισμού. Το παρόν, μάλλον αντιπροσωπεύει μια μικρή παράγραφο ή έστω μια σελίδα, από τις χιλιάδες, που πρέπει οι διαπρεπείς μας Έλληνες ιστορικοί να καταγράψουν σε τόμους Μαύρης Βίβλου, για την ανά τους αιώνες βάρβαρη Τουρκία.
*Εν συντομία αναφέρονται εγκλήματα, που διέπραξε η Τουρκία και κατά αδύναμων λαών και μειονοτήτων, ακόμη και κατά των συμμάχων σε όλους τους πολέμους υπέρ ελευθερίας, όταν συμμαχούσε με τους φίλους της Γερμανούς και μαζί διέπρατταν εγκλήματα πολέμου……Παρ΄όλα αυτά μέχρι σήμερα οι αχάριστοι σύμμαχοι την χειροκροτούν και την επιβραβεύουν. ( Ίδε google. Μιλούν οι δόλιοι ολετήρες οι ευεργετηθέντες από τον Ελληνικό Πολιτισμό. …..Μιλούν και πράττουν…..)
Και πάμε στο παρελθόν….στις μαύρες ημέρες και απεχθείς πράξεις των βαρβάρων της πάλαι ποτέ Μωαμεθανικής Αυτοκρατορίας …, αλλά και εν συνεχεία στον 19ον -20ον αιώνα, που η αμετανόητη Τουρκία συνέχισε τα απεχθή της εγκλήματα και συνεχίζει να διεκδικεί εδάφη, ουρανούς και θάλασσες, τόσον της Ελλάδας, όσον και της Κύπρου, που ποτέ δεν της ανήκαν……!
Ενδεικτικά και συνοπτικά αρχίζω από Ελληνική ακριτική Κύπρο…..και τελειώνω με την Μικρασιατική καταστροφή………Αν είναι δυνατόν να έχουν τελειωμό τα ανείπωτα εγκλήματα των βαρβάρων Τούρκων, που μόνο στην άπατη πίθο των Δαναϊδών χωράνε και αν….
Δεν θα επεκταθώ όσον αφορά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, που ήταν και η αρχή όλων των δεινών του Ελληνισμού και για την οποία έγραψα αρκετά άρθρα…., διότι είναι ένα ατελείωτο ιστορικό κεφάλαιο, Σημειώνω μόνο ότι τα εγκλήματα, που διέπραξαν οι βάρβαροι κατά την Άλωση της Πόλης, πραγματικά ούτε αιμοβόρα ζώα δεν θα μπορούσαν να πράξουν….
Καταθέτω μόνο ένα μικρό περιγραφικό απόσπασμα των αυτοπτών μαρτύρων Φραντζή, Δούκα, Κριτόβουλου…
Όπως αναφέρει ο Φραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης. Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει πως ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση. Οι εκκλησίες με πρώτη την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές. Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς. Εάλω η Πόλη. Ήταν η μαύρη μέρα Τρίτη στις 29 Μαϊου 1453.
Κύπρος
Το 1489, το πρώτο έτος της Ενετικής κατοχής, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην χερσόνησο της Καρπασίας, προκαλώντας μεγάλες λεηλασίες και αρπάζοντας αιχμαλώτους που αργότερα πωλούσαν ως σκλάβους. Το 1539 ο τουρκικός στόλος επιτέθηκε και κατέστρεψε τη Λεμεσό.
Το καλοκαίρι του 1570, οι Τούρκοι εισέβαλαν και πάλι στη Κύπρο, αλλά αυτή τη φορά με μια μεγάλης κλίμακας εισβολή….
Τη μέρα που έπεσε η πόλη της Λευκωσίας (9 Σεπτεμβρίου 1570) 20.000 Λευκωσιάτες εκτελέσθηκαν, κάθε εκκλησία, δημόσιο κτίριο, καταστράφηκαν και το παλάτι λεηλατήθηκε, ενώ γυναίκες και παιδιά πηδούσαν από τα ψηλά τείχη πάνω στις μυτερές και σκληρές πέτρες της τάφρου για να σκοτωθούν ούτως ώστε να μην γίνουν σκλάβοι ή να βρεθούν στα χαρέμια των Οθωμανών. Σφαγές και βασανισμοί άμαχων είχαν συνεχιστεί για ακόμη τρεις μέρες.
Οι αυτόπτες μάρτυρες των τραγικών σκηνών, που εκτυλίχθηκαν, όταν κυριεύθηκε η Λευκωσία, αποτυπώνουν τις σφαγές, τους βιασμούς, τις λεηλασίες, τις αιχμαλωσίες και ότι, άλλο φοβερό και αισχρό προκαλεί μια κατάκτηση από βαρβάρους κατακτητές. Σε κάθε μέρος, δεν ακουγόταν παρά ένας ακατάπαυστος θρήνος, δυστυχισμένων γυναικών, πού είχαν αποχωριστεί τους συζύγους τους, τις κραυγές των μικρών παιδιών, που είχαν αποσπαστεί βίαια, από τις αγκάλες των μητέρων τους, στεναγμοί δυστυχισμένων πατέρων, οιμωγές κοριτσιών και αγοριών που αποχωρίστηκαν από τους γονείς τους. Όλοι ήταν δεμένοι πισθάγκωνα και με μαστιγώματα από ράβδους και λαβές σπαθιών προχωρούσαν αιμόφυρτοι και πολλοί ακρωτηριασμένοι. Όσοι αντιστέκονταν τους αποκεφάλιζαν αμέσως. Το ίδιο έπρατταν και στους ηλικιωμένους για να δοκιμάσουν τα σπαθιά τους ( Τους νεαρούς και νεαρές τις προόριζαν για τα σκλαβοπάζαρα και τα χαρέμια τους.) Αλοίμονο σε αυτούς, που προσπαθούσαν να δραπετεύσουν, τους συλλάμβαναν και τους ακρωτηρίαζαν ή τους παλούκωναν…..Άρπαζαν τα βρέφη και τα πετούσαν στους τοίχους. Ο Angelo Calepio εβίωσε το δράμα της μητέρας του που βασανίστηκε οικτρά…Την αποκεφάλισαν τελικά στην ποδιά της υπηρέτριας της, την οποία βίασαν άνω των δέκα βαρβάρων και μετά δολοφόνησαν και αυτή.. Αιχμάλωτος και αιμόφυρτος περπάτησε στους δρόμους τους αιματοβαμμένους της Λευκωσίας. Είδε τα αρχοντικά του συλημένα και τους συγγενείς τους αποκεφαλισμένους. Η πόλη των αρχόντων και δόγηδων ευγενών ανέδιδε τρομερή δυσωδία αίματος και πτωμάτων κατακρεουργημένων.
Και ο Ιωάννης Ποδοκάθαρος, κατά της 9η Σπτεμβρίου 1570, αφού συνελήφθη, από τους Μωαμεθανούς, βίωσε τα δεινά της αιχμαλωσίας, έως την ημέρα που συγκεντρώθηκαν χρήματα από φίλους και συγγενείς του και καταβλήθηκαν λύτρα για την απελευθέρωση του. Από Κωνσταντινούπολη ανεχώρησε για Βενετία, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, μακρυά από την γενέτειρα του που είχε περάσει πλέον υπό τον ζυγό των Οθωμανών, συγγράφοντας τα απομηνημονεύματα του και τα δεινά που βίωσε η αγαπημένη του πατρίδα Κύπρος……
Στις 17 Μαΐου 1573, ο Ιωάννης Ποδοκάθαρος ως εκπρόσωπος των Κυπρίων προσφύγων, που κατέφυγαν στη Βενετία εκφώνησε έναν εμπνευσμένο λόγο ενώπιον του δόγη Alvise Motsenigo, ζητώντας τη βοήθειά του…..
Τώρα, είμαστε σκυθρωποί και πικραμένοι, με δάκρυα στα μάτια, συνοδευμένοι όχι από άλλους υπηρέτες, μα μόνο από αυτά τα φτωχά παιδιά μας, πραγματική εικόνα δυστυχίας, έχοντας τον φόβο -που συνοδεύεται πάντα με την εξαθλίωση- μήπως και δεν τραβήξει την προσοχή που αξίζει η παρούσα αξιοθρήνητη τύχη μας. Έτσι, αναγκαζόμαστε να παρουσιαστούμε στην Υψηλότητά σας, για να διεκδικήσουμε όχι άλλες τιμές ή άλλες χαρές παρά μονάχα την ελεημοσύνη και την ευσπλαχνία σας…
Είδαμε με τα μάτια μας την αγαπημένη μας πατρίδα κατειλημμένη και κατεστραμμένη, καταπατημένες τις περιουσίες μας, χυμένο τόσο αίμα δικών μας, εμάς που είδαμε να παίρνουν τα παιδιά μας από τα σπλάχνα των μανάδων τους, ακόμα κι εκείνα που είχαν ανάγκη το μητρικό γάλα, να τα αιχμαλωτίζουν και να τα κρατούν ακόμα σε αξιοθρήνητη σκλαβιά….
Την άλωση της Λευκωσίας το 1570 όσο και στον λόγο του το 1573 ενώπιον του δόγη Alvise Μοτσενίγο, έμελλε, δυστυχώς, να τις βιώσουμε και πρόσφατα, το 1974. (Απόσπασμα από άρθρο της διαπρεπούς ιστορικού και ερευνήτριας αγαπητής Νάσας Παταπίου.)
Η Αμμόχωστος, αντιστάθηκε και αμύνθηκε ηρωικά από το Σεπτέμβριο του 1570 μέχρι τον Αύγουστο του 1571.
Η πολιορκία της Αμμοχώστου από τους Τούρκους που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο, από τις 16 Σεπτεμβρίου 1570 μέχρι και την 1η Αυγούστου 1571 και υπήρξε ένα από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα του 16ου αιώνα. Η επική αντίσταση της πόλης με ελάχιστους Κυπρίους και ξένους υπερασπιστές, έναντι του τεράστιου πλήθους πολιορκητών βαρβάρων συγκλόνισε και ενέπνευσε την Ευρώπη. Η πτώση της Αμμοχώστου σήμαινε και την πλήρη κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς, δεδομένου ότι ολόκληρη η υπόλοιπη Κύπρος είχε ήδη καταληφθεί από τον Ιούλιο-Σεπτέμβριο του 1570.
ΑΝΑΚΩΧΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΣΤΟΝ ΥΠΕΡΤΕΡΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ.
ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΔΕΝ ΤΗΡΗΘΗΚΕ ΤΙΠΟΤΑ ΠΑΡ΄ΟΛΟΝ ΟΤΙ ΩΡΚΊΣΘΗΚΑΝ ΕΠΙ ΚΟΡΑΝΙΟΥ.
Οι όροι της συμφωνίας υπεγράφησαν την 1η Αυγούστου 1571. Την επομένη, τα γυναικόπαιδα άρχισαν να επιβιβάζονται σε τουρκικά καράβια κι ακολούθησε η επιβίβαση των ανδρών. Τελικά όλοι αυτοί, αντί να πλεύσουν ασφαλείς προς την ελευθερία, έπλευσαν σιδηροδέσμιοι προς την αιχμαλωσία και την ατίμωση. Ο Λαλά Μουσταφά πασάς κανένα σημείο της συμφωνίας του δεν τήρησε. Στις 5 Αυγούστου 1571 βράδυ, 300 περίπου Κυπρίους και Ενετούς υπερασπιστές της Αμμοχώστου μ’ επικεφαλής τον Αστόρρε Βαγλιόνε, τον Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο, τον φρούραρχο Ανδρέα Βραγαδίνο, τον αρχηγό του πυροβολικού Λουδοβίκο Μαρτινέγκο, τον Ιωάννη Κουϊρίνι, τον διοικητή της Αμμοχώστου ιππότη Δαλλάστι, και τους στρατηγούς Φραγκίσκο Στράκκι, Έκτορα, Λαυρέντιο Τιέπολι και τον Αλβανό στρατηγό Μανώλη Σπηλιώτη, πήγαν στη σκηνή του Μουσταφά πασά για να του παραδώσουν τα κλειδιά της πόλης. Ο Τούρκος αρχηγός ενώ στην αρχή τους δέχθηκε ευγενικά, ύστερα παραμέρισε τις ευγένειες κι απευθύνθηκε στον Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο. Του ζήτησε πρώτα ομήρους για τα πλοία που δάνειζε για την αναχώρηση των Χριστιανών, και ο Βραγαδίνος απάντησε ότι αυτό δεν περιεχόταν στην συμφωνία.
Πες μου, σκύλε, γιατί κρατούσες την πόλη αφού δεν είχες εφόδια; Γιατί δεν παραδόθηκες αλλά μ’ έκανες να χάσω 80.000 από τους καλύτερους άντρες μου;
Με το μαχαίρι του έκοψε το δεξιό αυτί του Βραγαδίνου. Αμέσως μετά διέταξε κι έσφαξαν όλους όσους είχαν πάει στο τουρκικό στρατόπεδο σαν συνοδοί των πιο πάνω αρχηγών, που ήσαν περίπου 300. Αποκεφαλίστηκαν επίσης ο Αστόρρε Βαγλιόνε, ο Λουδοβίκος Μαρτινέγκο, ο Ανδρέας Βραγαδίνος, ο Ιωάννης Κουϊρίνι. Την επομένη οδηγήθηκαν με μαστίγια στην πόλη ο Λαυρέντιος Τιέπολι κι ο Μανώλης Σπηλιώτης, όπου κατακρεουργήθηκαν. Το μαρτύριο του Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου, ο οποίος αντιμετώπισε κάθε δυνατό εξευτελισμό και κάθε είδους βασανιστήρια, συνεχίστηκε μέχρι και την 17η Αυγούστου, οπότε πέθανε ενώ τον έγδερναν.
Η ίδια η πόλη της Αμμοχώστου λεηλατήθηκε άγρια, ο δε πληθυσμός της σφαγιάστηκε.
Στις 9 Ιουλίου του 1821 έλαβε χώρα στην Κύπρο μια από τις πιο φρικτές σελίδες της ιστορίας μας με τις σφαγές και τις λεηλασίες που έκαναν οι Τούρκοι σε βάρος του Ελληνισμού της μεγαλονήσου.
Όντως η 9η Ιουλίου έμελλε να είναι μια από τις πιο φρικτές αλλά και ηρωικές μέρες της Κύπρου. Οι Οθωμανοί, αφού μετά από προδοσία γνώριζαν ότι η Κυπρος βοηθούσε και συμμετείχε στην επανάσταση των Ελλήνων αδελφών τους, συνέλαβαν και απαγχόνισαν τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και σφάγιασαν τους Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κηρυνείας.
Έτσι, στις 9 Ιουλίου 1821, ημέρα Σάββατο, ο Τούρκος δοικητής της Κύπρου, Κιουτσούκ Μεχμέτ, αποφάσισε κατόπιν εγκρίσεως της Υψηλής Πύλης, να σκοτώσει 486 προεστώτες του τόπου, μητροπολίτες, ηγουμένους, ιερομονάχους, δασκάλους, τους οποίους θεωρούσε επικίνδυνους. Εκτέλεσε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και άλλους 3 μητροπολίτες, τον Πάφου Χρύσανθο, Κιτίου Μελέτιο και Κυρηνείας Λαυρέντιο. Θυσιάστηκαν στο βωμό της μεταβάσεως από τον Μεσαίωνα προς τους νέους χρόνους. Η βάναυσος και άθλια των πράξη έλαβε χώρα εντός των τειχών της Λευκωσίας, κεκλεισμένων των θυρών «η πλατεία η προ του σεραγίου μετετράπη εις αληθές μακελλείον, και το αίμα αφθόνως έρρευσεν εις τας αγυιάς της πρωτευούσης». Εκτός από κληρικούς εκτέλεσαν και εκατοντάδες λαϊκούς. Η σφαγή κράτησε όχι πιο λίγο από 30 ημέρες. Τα θύματα συχνά τα έκοβαν σε 4 τεμάχια.
Η υποδούλωση της Κύπρου 1570-1571 ερήμωσε τη μεγαλόνησο, η γη έμεινε ακαλλιέργητη, μέγα μέρος του πληθυσμού χάθηκε, όσοι δεν σφαγιάστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ωστόσο, οι υπόλοιποι κάτοικοι της μεγαλονήσου, θα συνεχίσουν με πείσμα την ιστορική πορεία τους, για περισσότερους από τρεις αιώνες, υπό τον οθωμανικό ζυγό, με την ελπίδα της απελευθέρωσης…..
ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΕΣ
Ολίγες ενδεικτικές Οθωμανικές σφαγές από τις εκατοντάδες, κατά την Ελληνική Επανάσταση
Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Ελλήνων που συντάραξε την οικουμένη το 1821 και ονομάστηκε Εθνική Παλιγγενεσία, εξασφαλίζοντας στο υπόδουλο έθνος την πολυπόθητη ανεξαρτησία του ύστερα από τέσσερεις αιώνες υποταγής στον ξένο κυρίαρχο, αιφνιδίασε τον σουλτάνο και τις δυνάμεις του.
Παρά το γεγονός ότι η Επανάσταση του 1821 προετοιμαζόταν ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις πρώτες του 19ου αιώνα και συγγένευε με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στην ιταλική, τη γερμανική και γαλλική επικράτεια αλλά και στις βρετανικές κτήσεις της Βόρειας Αμερικής, όταν ξέσπασε τελικά εκεί στις αρχές του 1821 απείλησε τη διατήρηση της Ιεράς Συμμαχίας, μέλος της οποίας ήταν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι τεταμένες σχέσεις των Δυτικοευρωπαίων με τους Οθωμανούς Τούρκους δεν μπορούσαν πια να κρυφτούν κάτω από το χαλί των κοινών συμφερόντων και κάθε τουρκική θηριωδία κατά τη διάρκεια του ελληνικού ξεσηκωμού ακουγόταν στα πέρατα της Ευρώπης, υπενθυμίζοντας σε όλους ότι δεν μπορούσαν πια να κωφεύουν στις βιαιότητες και τις σφαγές του μουσουλμανικού στοιχείου έναντι των χριστιανικών ευρωπαϊκών πληθυσμών.
Υψηλή Πύλη και υπόδουλος ελληνισμός βρέθηκαν ξαφνικά στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής επικαιρότητας, η οποία φάνηκε να βγαίνει από τη μακάρια εσωστρέφειά της και να ασχολείται τώρα με τον αγώνα των Ελλήνων, με τα φιλελληνικά αισθήματα που καλλιεργούσαν οι ρομαντικοί αλλά και άλλοι κύκλοι στην καρδιά της Ευρώπης να συμβάλουν καθοριστικά εδώ.
Πλέον κάθε παραφωνία των Οθωμανών σε όρους βιαιότητας και αγριότητας έκανε πάταγο κυριολεκτικά στη Γηραιά Ήπειρο και είχε κολοσσιαίο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη των λαών, στρέφοντας έτσι το ενδιαφέρον με πρωτόγνωρη δυναμική στον ελληνικό αγώνα.
Βιαιότητες σημειώθηκαν πολλές κατά τον ένοπλο ξεσηκωμό των Ελλήνων και τη λυσσαλέα προσπάθεια του κατακτητή να καταπνίξει την επανάσταση, αν και οι παρακάτω ακούστηκαν στα πέρατα του πλανήτη…
Ο Απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ και οι Σφαγές στην Κωνσταντινούπολη (10 Απριλίου 1821)
Με τις πρώτες μαζικές εκδηλώσεις του ελληνικού ξεσηκωμού να επιφέρουν τριγμούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο σουλτάνος δεν θα μπορούσε να μην αντιδράσει στην επανάσταση και στράφηκε στον πρώτο εύκολο στόχο, στη γειτονιά του δηλαδή. Η Υψηλή Πύλη έκρινε πως ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ όχι μόνο δεν ήταν ξένος προς τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στην Πελοπόννησο αλλά και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία του για να συγκρατήσει τους Έλληνες από τον ξεσηκωμό.
Διέταξε έτσι τον απαγχονισμό του και τη σκύλευση του σκηνώματός του επί τρεις μέρες, πριν η σορός του πεταχτεί στη θάλασσα, την ίδια ώρα που επέτρεψε τη σφαγή πολλών επιφανών Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (όπως οι Φαναριώτες) αλλά και άλλων μεγάλων κέντρων της αυτοκρατορίας (επιδρομές, καταλήστευση και σφαγές ιερωμένων και προεστών σε Ανδριανούπολη, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Σμύρνη, Κυδωνίες, Κω, Ρόδο, Κρήτη, Κύπρο κ.λπ.).
Το φονικό μήνυμα του σουλτάνου ήταν μεν ηχηρότατο, αν και η σκληρή και αναιτιολόγητη αντίδρασή του εναντίον της θεσμοθετημένης ηγεσίας του έθνους θεμελίωσε ακόμα περισσότερο την Ελληνική Επανάσταση, αφενός επειδή έπεισε και τους τελευταίους σημαίνοντες Έλληνες να εξέλθουν από τη νομιμότητα και να στηρίξουν το εγχείρημα των Φιλικών, αφετέρου επειδή προκάλεσε τη συμπάθεια του χριστιανικού κόσμου και την ανάπτυξη ισχυρού φιλελληνικού κινήματος στην Ευρώπη.
Οι κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων αναγκάστηκαν να παραδεχθούν πως Έλληνες και Τούρκοι δεν ήταν εύκολο να συμβιώσουν στο εξής. Η λεγόμενη Σφαγή στην Κωνσταντινούπολη του 1821 και η εξαπόλυση πλήθους εξαγριωμένων Τούρκων κατά του ελληνικού στοιχείου της αυτοκρατορίας ήταν το σημείο καμπής…
Η Σφαγή της Σαμοθράκης (1 Σεπτεμβρίου 1821)
Με το κύμα των σφαγών επισκόπων και επιφανών Ελλήνων να συνεχίζεται ως αντίδραση στο ξέσπασμα της επανάστασης, οι Τούρκοι κλιμάκωσαν τις αντιδράσεις τους με ξεριζωμό κοινοτήτων και καταλήστευση περιουσιών. Χαρακτηριστική είναι εδώ η εκτέλεση στο Ηράκλειο (Μεγάλο Κάστρο τότε) του αρχιεπισκόπου Κρήτης Γεράσιμου, πέντε αρχιερέων και πολλών προκρίτων της Μεγαλονήσου (23 Ιουνίου 1821).
Σειρά είχε μετά η Σαμοθράκη, ο ακριτικός αυτός φάρος του ελληνισμού που έμελλε να γράψει τη δική της μαρτυρική συμμετοχή στον ιερό αγώνα της λευτεριάς, πληρώνοντας με το αίμα εκατοντάδων αμάχων. Μια χούφτα προκρίτων της Σαμοθράκης που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία μόλις πληροφορήθηκαν τα γεγονότα στην Πελοπόννησο έπεισαν τους κατοίκους του νησιού να κηρύξουν τον Απρίλιο του 1821 τους εαυτούς τους ελεύθερους και να αρνηθούν να πληρώσουν τους οφειλόμενους στους Τούρκους φόρους. Ταυτοχρόνως, οι κάτοικοι εξασκούνταν στη σκοποβολή και τα στρατιωτικά γυμνάσια έτοιμοι να μιμηθούν το παράδειγμα της 25ης Μαρτίου στην Αγία Λαύρα.
Παρά τη μυστικότητα της προετοιμασίας, η είδηση έφτασε στα αυτιά του σουλτάνου, ο οποίος ξαπέστειλε τον υποναύαρχο καπετάν Μπέη Καρά Αλή για να πνίξει στο αίμα την ανταρσία. Λίγες μέρες αργότερα, όταν οι νησιώτες είδαν κοτζάμ υποναύαρχο του τουρκικού στόλου έξω από τη Σαμοθράκη κατάλαβαν ότι κακό θα επακολουθούσε: 1.000 (ή σύμφωνα με άλλες πηγές 2.000) στρατιώτες έβαλαν να καταλάβουν τη Χώρα του νησιού, με τους κατοίκους να προβάλουν σθεναρή αντίσταση, αν και τα πολεμοφόδια σώθηκαν γρήγορα.
Είχαν φυγαδεύσει βέβαια τα γυναικόπαιδα για να αποφύγουν την αιχμαλωσία και την ατίμωση κι έτσι οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε άγριους βανδαλισμούς σε μια έρημη Χώρα: λεηλάτησαν και έκαψαν τα περισσότερα σπίτια και κατέστρεψαν τις εκκλησίες. Όχι βέβαια ότι χόρτασαν και ο διψασμένος για αίμα καπετάν πασάς κατάφερε να φέρει με δόλο πίσω τους νησιώτες στις εστίες τους. Και τότε ξεκίνησε σφαγή: 700 παλικάρια σφαγιάστηκαν επιτόπου και ακολούθησαν φρικαλεότητες που οι κάτοικοι αποκάλεσαν «ημέρα χαλασμού». Οι άμαχοι-θύματα υπολογίζονται σε εκατοντάδες, ενώ αν πιστέψουμε τον ιατροφιλόσοφο Νικόλαο Φαρδύ, από τις 15.000 κατοίκους της Σαμοθράκης γλίτωσαν μόνο 33 οικογένειες…
Η Σφαγή της Χίου (30 Μαρτίου-2 Απριλίου 1822)
Το 1822 ενορχηστρώθηκε νέα αντίποινα από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ για να τρομοκρατήσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Χίου, σε μια αιματοβαμμένη επιχείρηση που θα κατέληγε στη δολοφονία 50.000 Ελλήνων. Η πρωτοφανούς αγριότητας καταστροφή της Χίου και η ανηλεής σφαγή των κατοίκων της θα θεμελίωνε με το αδικοχαμένο αίμα των Ελλήνων την επανάσταση ακόμα πιο βαθιά, καθώς αντί να κάμψουν το ηθικό των αγωνιστών, το έστειλαν στα ουράνια.
Ως απάντηση σε κίνημα Σαμίων επαναστατών που αποβιβάστηκαν στη Χίο και κατάργησαν την οθωμανική Αρχή, ισχυρή ναυτική δύναμη των Οθωμανών, με διοικητή τον Καρά Αλή, έπειτα από εκτεταμένο κανονιοβολισμό, αποβίβασε πολυάριθμα στρατεύματα (7.000 άντρες) που επιδόθηκαν σε πυρπόληση όλων των περιχώρων και της πρωτεύουσας του νησιού και κατέφυγαν σε ανήκουστες σφαγές: από τους 100.000 κατοίκους, περίπου 30.000 σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν (άλλες πηγές κάνουν λόγο για 42.000 ή ακόμα και 50.000 Χιώτες), ενώ οι υπόλοιποι διέφυγαν με ψαριανά πλοία σε άλλα νησιά αλλά και στην επαναστατημένη Νότια Ελλάδα.
Το αρχοντικό νησί παραδόθηκε στις φλόγες από τον αιμοβόρο κατακτητή, η αγριότητα του οποίου προξένησε αλγεινή εντύπωση σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής. Η Σφαγή της Χίου ξεσήκωσε κύμα φιλελληνισμού σε όλο τον κόσμο, αν και σύντομα οι ψαριανοί πυρπολητές του ελληνικού πολεμικού στόλου θα εκδικούνταν τον αδικοχαμένο πληθυσμό του νησιού: στις 6-7 Ιουνίου, στα στενά του Τσεσμέ απέναντι από τη Χίο, η γενναιότητα των ελλήνων πλοιάρχων επέτρεψε να κερδηθούν σημαντικές μάχες στο Αιγαίο, με αποκορύφωμα την πυρπόληση της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου και 200 ναυτών, καθώς και του ίδιου του Καρά Αλή. Ο ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης κέρδισε δίκαια με το παράτολμο εγχείρημά του την ευγνωμοσύνη και τις καρδιές του πανελληνίου…
Η Άλωση της Νάουσας (13 ή 18 Απριλίου 1822)
Ταυτόχρονα με την επανάσταση στη Νότια Ελλάδα εξεγέρθηκαν οι Σουλιώτες στην Ήπειρο, καθώς και οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες. Η έλλειψη οργάνωσης όμως και η παρουσία ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στις περιοχές αυτές οδήγησαν τις επαναστατικές κινήσεις σε αποτυχία. Φάρος αγριότητας στέκει εδώ η καταστροφή της Νάουσας, ένα ζοφερό ιστορικό γεγονός για το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα μεγάλη ασάφεια και σύγχυση γύρω από την ημερομηνία που άρχισε η πολιορκία και ο χαλασμός της πόλης.
Για την άλωση αναφέρονται άλλες φορές η 6η Απριλίου, άλλες η 10η, άλλες πάλι η 12η-13η και άλλες τέλος η 18η Απριλίου 1822 (με το παλιό ημερολόγιο πάντα). Παρά ταύτα, η ζοφερή πραγματικότητα παραμένει: η φλόγα της επανάστασης ήταν άσβεστη στη Μακεδονία ήδη από τις πρώτες στιγμές του αγώνα και ο εχθρός είχε αποφασίσει από τα τέλη του 1821 να πάρει αυστηρά προληπτικά μέτρα, καθώς εν τω μεταξύ είχε υψωθεί το λάβαρο της επανάστασης στη Μονή Παναγίας Δοβρά (22 Φεβρουαρίου 1822).
Οι αγωνιστές του Βορρά είχαν επιτεθεί ανεπιτυχώς στη Βέροια και επιδόθηκαν σε σφοδρό ανταρτοπόλεμο στις γύρω περιοχές. Όταν μάλιστα στις 12 Μαρτίου 1822 κάπου 200 παλικάρια της επανάστασης κατάφεραν να αποκρούσουν τους 4.000 Τούρκους του Μεχμέτ Αγά στη Μονή Δοβρά, ήταν ξεκάθαρο στους Οθωμανούς ότι η πρόκληση δεν έπρεπε να μείνει χωρίς απάντηση. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το μοναστήρι και οι Έλληνες αποτραβήχτηκαν στη Νάουσα.
Ο βαλής της Θεσσαλονίκης ανέλαβε ο ίδιος την ηγεσία της επίθεσης και επιστράτευσε 20.000 άντρες, την ίδια ώρα που στη Νάουσα ήταν κλεισμένοι 4.000-5.000 επαναστάτες. Όταν οι Ναουσαίοι αρνήθηκαν να παραδώσουν την πόλη στα τέλη Μαρτίου, ξεκίνησε πολιορκία. Τη νύχτα της 12ης Απριλίου τα τουρκικά κανόνια δημιούργησαν ρήγμα στις οχυρώσεις της πόλης και η Νάουσα έπεσε την επόμενη μέρα. Και τότε είναι που έλαβαν χώρα οι μαζικές σφαγές των κατοίκων, με τις νεαρές γυναίκες της Νάουσας να προτιμούν να πέσουν από τον γκρεμό της Αράπιτσας για να μην ατιμαστούν από τον εχθρό.
Οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι εκτιμούνται στις 5.000, την ίδια ώρα που οι κτηνωδίες σε βάρος των αιχμαλώτων και των γυναικόπαιδων έγιναν άλλο ένα τραγικό μνημείο βαρβαρότητας. Τη μανία των Τούρκων εναντίον των αμάχων πιστοποιεί έγγραφο του ίδιου του βαλή Θεσσαλονίκης, Εμπού Λουμπούτ, στο οποίο αναφέρει πως σφάχθηκαν ή απαγχονίστηκαν όλοι οι άντρες αιχμάλωτοι και εξανδραποδίστηκαν οι γυναίκες και τα παιδιά. Μετά την καταστροφή της Νάουσας, η επανάσταση στη Μακεδονία ουσιαστικά έσβησε, αν και συνεχίστηκαν κάποιες εχθροπραξίες στα βουνά. Η επαναστατική δραστηριότητα περιορίστηκε στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου…
Η Καταστροφή της Κάσου (7-8 Ιουνίου 1824)
Η Κάσος ξεσηκώθηκε ήδη από τον Απρίλιο του 1821 και έθεσε στον επαναστατικό αγώνα τη ναυτική της δύναμη. Τα μέχρι τότε ξακουστά εμπορικά οπλίζονται με κανόνια και αρχίζουν την πολεμική τους δράση. Επιχειρούν στη Ρόδο, προσπαθούν να βοηθήσουν τον αγώνα στην Κρήτη μεταφέροντας πολεμοφόδια και τροφή στο επαναστατημένο νησί και προκαλούν πανικό στους Οθωμανούς όπου τους συναντούν.
Προοδευτικά, οι ναυτικές επιχειρήσεις των Κασιωτών γίνονται ολοένα και πιο παράτολμες: καταστρέφουν τουρκικά πλοία στην Αττάλεια, επιχειρούν ριψοκίνδυνες επιδρομές στο Καστελλόριζο και η χάρη τους φτάνει ακόμα και στα αιγυπτιακά λιμάνια. Τον Μάρτιο του 1824 ο σουλτάνος ζητεί απελπισμένος τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και η αρμάδα του ανηφορίζει λίγο αργότερα το Αιγαίο με δύναμη χιλιάδων στρατιωτών.
Οι Κασιώτες συνειδητοποιούν ότι είναι στόχος των Τουρκοαιγυπτίων καθώς έχουν μετατραπεί σε προπύργιο του ένοπλου αγώνα και οχυρώνουν το νησί περιμένοντας την απόβαση. Η Κρήτη είχε ήδη πέσει και η επανάστασή της καταπνίγηκε στο αίμα, αφήνοντας τη Κάσο βορά στον εχθρό. Οι Τουρκοαιγύπτιοι προσπαθούν από τα μέσα Μαΐου να αποβιβαστούν αλλά το ηρωικό νησί απαντά με τις ομοβροντίες των κανονιών του. Είναι όμως μόνο του, καθώς την ηπειρωτική Ελλάδα τη σπαράσσει ο εμφύλιος και η βοήθεια στο νησί δεν έρχεται ποτέ.
Το ξημέρωμα της 7ης Ιουνίου 1824 (παλιά ημερομηνία), ημέρα Σάββατο, ο εχθρικός στόλος αποβιβάζει τις δυνάμεις του στο νησί και ακολουθούν φονικές μάχες, οι οποίες αναγκάζουν τελικά τους αγωνιστές να αποσυρθούν στα βουνά, αφήνοντας τα χωριά και τα γυναικόπαιδα στα χέρια των εχθρών. Οι Τουρκοαιγύπτιοι ρίχτηκαν στη σφαγή, την αρπαγή, τη λεηλασία, τους βιασμούς και σε κάθε είδους κτηνωδία, μεταφέροντας τα κομμένα κεφάλια με τη σέσουλα στον Χουσεΐν Μπέη και υποδουλώνοντας 2.000 γυναικόπαιδα για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Η Κάσος είχε πατηθεί και η οριστική καταστροφή της θα συγκλονίσει τόσο την Ελλάδα όσο και την κοινή γνώμη της Ευρώπης.
Μετά τη σφαγή, η Κάσος των 7.000 ψυχών ερήμωσε. Η λαϊκή μούσα του νησιού τραγούδησε τον οριστικό χαλασμό ως εξής: «Μαύρο πουλάκι κάθεται στης Κάσου τ’ αγριοβούνι / βγάλλει φωνίτσα θλιερή και μαύρο μοιρολόι / Μάνα, κλαμός και βουγκητός εις το νησί της Κάσου! / Η μάνα κλαίει το παιδί και το παιδί τη μάνα / κι ο αερφός την αερφή κι άουρος την καλή του / Μπας και πανούκλα πλάκωσε, μπας και σεισμός εϊνη; / Μηδέ πανούκλα πλάκωσε, μητέ σεισμός εϊνη / Χουσεϊν πασάς επλάκωσεν από την Αλεξάντρα / Γίνονται στίβες τα κορμιά, τα αίματα ποτάμια / Σφάζουν τους γέρους και τις γριές κι όλα τα παλικάρια / τις κοπελιές και τα μωρά στη φλότα τους μπαρκάρουν / σκλάβους να τους πουλήσουσι στης Μπαρμπαριάς τα μέρη / Και μια απ’ τις σκλάβες ήλεγε με θλιερή φωνίτσα / Χίλια κι αν κάμεις, Χουσεϊν, χίλια κι αν μας πουλήσεις / εμείς του Τούρκου το σπαθί ‘εθ θα το φοηθούμε / για θα μας κόψεις ούλους μας, για λευτεριά θα ‘ούμε»…
Η Καταστροφή των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824)
Όπως είπαμε, ο αιγυπτιακός στρατός κλήθηκε από τον σουλτάνο το 1824 για να βοηθήσει την Υψηλή Πύλη, γεγονός που σηματοδότησε το σημείο καμπής του ελληνικού αγώνα. Η εθνική παλιγγενεσία έπνεε πλέον τα λοίσθια, με τους έλληνες χωρισμένους σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και τις δυνάμεις τους αποσυντονισμένες και φθαρμένες από τον εμφύλιο σπαραγμό. Πριν καταπνίξουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο όμως, οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέστειλαν τη φλόγα του ξεσηκωμού στην Κρήτη, κατέστρεψαν την Κάσο και έκαψαν τα Ψαρά, τα δυο ισχυρά προπύργια του ελληνικού στόλου.
Οι Τούρκοι και Αιγύπτιοι του περιβόητου Χουσεΐν επιτέθηκαν στην Κάσο και ο τουρκικός στόλος του Χοσρέφ Πασά στα Ψαρά. Με σπουδαία ναυτική παράδοση στις πλάτες τους, τα Ψαρά ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας (μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες) και διαρκές αγκάθι των Τούρκων, γι’ αυτό και αποφασίστηκε να εξαφανιστούν από προσώπου γης.
Κι έτσι το πρωινό της 20ής Ιουνίου η τουρκική αρμάδα απέπλευσε από τη Μυτιλήνη με προορισμό τα Ψαρά: 176 πλοία και 12.000 άντρες κατάφεραν να αποβιβαστούν στο μαρτυρικό νησί το ίδιο απόγευμα, έπειτα από πρωτοφανή κανονιοβολισμό. Το νησί των 30.000 ψυχών υπερασπίζονταν κάπου 3.000 έλληνες αγωνιστές, διασκορπισμένοι στην επικράτεια των Ψαρών, την ίδια ώρα που τα γυναικόπαιδα δεν φυγαδεύτηκαν. Μέχρι την επόμενη μέρα, η άμυνα του νησιού είχε καμφθεί και τότε ήρθε η πραγματική θηριωδία: με τον εχθρικό στόλο να έχει περικυκλώσει το νησί, τρόπος διαφυγής δεν υπήρχε.
Η σφαγή που ακολούθησε έμελλε με τη ζοφερότητά της να μείνει μνημείο θηριωδίας των τουρκικών σφαγών: από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 δολοφονήθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι. Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, ενώ όσοι κάτοικοι γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά. Η άλωση των Ψαρών επέφερε δεινό πλήγμα στην Ελληνική Επανάσταση, καθώς όχι μόνο χάθηκε μια από τις σημαντικότερες βάσεις του ελληνικού ναυτικού, αλλά διέτρεξαν άμεσο κίνδυνο και όλες οι υπόλοιπες. Την εικόνα της καταστροφής έδωσε όπως ξέρουμε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στο περίφημο επίγραμμά του: «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη / περπατώντας η Δόξα μονάχη / μελετά τα λαμπρά παλληκάρια / και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινωμένο από λίγα χορτάρια / πούχαν μείνει στην έρημη γη».
Η Έξοδος του Μεσολογγίου (10-11 Απριλίου 1826)
Το πολύπαθο Μεσολόγγι ήταν αποφασιστικής σημασίας πόλη για την επαναστατική επικοινωνία Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας, γι’ αυτό και το ήθελε απελπισμένα ο εχθρός στα χέρια του. Είχε μάλιστα αντέξει ήδη την πολιορκία του 1822-1823 των Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη, αν και πλέον ο παντοδύναμος Ιμπραήμ το είχε βάλει στο δικό του στόχαστρο: από το 1825 που είχαν αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο, οι δυνάμεις του τουρκοαιγύπτιου στρατηγού είχαν ερημώσει κυριολεκτικά την περιοχή και είχαν κάμψει τους σημαντικότερους θύλακες αντίστασης.
Το 1826 οι δυνάμεις του Ιμπραήμ ενώθηκαν με εκείνες του Κιουταχή Πασά, που πολιορκούσε ήδη από τον Απρίλιο του 1825 το Μεσολόγγι, την πόλη που είχε δεχτεί δηλαδή τον μεγάλο βρετανό φιλέλληνα Λόρδο Μπάυρον και είχε θρηνήσει τον θάνατο του. Εκεί είχαν πλέον στραμμένα τα βλέμματά τους τόσο το πανελλήνιο όσο και όλη η συμπαθούσα Ευρώπη. Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, λόγω του εμφυλίου, και έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 ψυχές του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί έναν ολόκληρο χρόνο.
Ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ επιχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826, απέτυχε όμως και αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τον Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία, την ίδια ώρα που ο ανηλεής κανονιοβολισμός της πόλης αλλά και η κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι και Κλείσοβας έφερε τους πολιορκημένους σε δεινή θέση, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.
Η κατάσταση μέσα στην πόλη ήταν σε οριακό σημείο, γι’ αυτό και αποφασίστηκε στο συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της 6ης Απριλίου η ηρωική έξοδος (ορίστηκε για τη νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων, 9 προς 10 Απριλίου). Τα μεσάνυχτα -σύμφωνα με το σχέδιο- χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών, αφήνοντας πίσω τους μόνο τους ηλικιωμένους, τους αρρώστους και τους τραυματίες. Το σχέδιο της εξόδου όμως είτε προδόθηκε είτε δεν εφαρμόστηκε όπως είχε σχεδιαστεί και οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τούς μαχητές της ελευθερίας.
Εν τω μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους που εισέβαλλαν από άλλο σημείο της πόλης. Το πρωί της 10ής Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου: γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Η Επανάσταση μετά την πτώση των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί: «Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει / Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει / Τα μάτια η πείνα εμαύρισε’ στα μάτια η μάνα μνέει’ / Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: / Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι; / Οπού συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»…
Β΄ Μέρος
Γενοκτονία των Ασσυρίων
Οι εκτιμήσεις σχετικά με το συνολικό αριθμό των νεκρών είναι ποικίλες. Σύγχρονες εκθέσεις εκτιμούν τον αριθμό των νεκρών στις 250.000. Ορισμένες πηγές που δεν διαθέτουν λεπτομερή στατιστικά στοιχεία υποστηρίζουν μέχρι και 750.000 νεκρούς.
Η γενοκτονία των Ασσυρίων πραγματοποιήθηκε στο ίδιο πλαίσιο με την Γενοκτονία των Αρμενίων και την Γενοκτονία των Ελλήνων. Σε αυτά τα γεγονότα, κοντά στα τρία εκατομμύρια Χριστιανοί της Συριακής, Αρμενικής και της Ελληνικής εκκλησίας δολοφονήθηκαν από το καθεστώς των Νεότουρκων.
Γενοκτονία των Αρμενίων
Ως γενοκτονία των Αρμενίων αναφέρονται τα γεγονότα εξόντωσης Αρμενίων πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σφαγές Αρμενίων είχαν γίνει και ενωρίτερα επί Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, το 1894-96, με τον αριθμό των νεκρών να εκτιμάται μεταξύ 80 και 300 χιλιάδων και τον αριθμό των ορφανών παιδιών σε 50.000.[1] Ωστόσο οι πλέον εκτεταμένες σφαγές Αρμενίων αποδίδονται στο κίνημα των Νεότουρκων (1908-18)[2]. Ως έναρξη της Αρμενικής Γενοκτονίας συμβολικά θεωρείται η 24η Απριλίου του 1915,[3] όταν η ηγεσία της Αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης φυλακίστηκε και εκατοντάδες Αρμένιοι της Πόλης απαγχονίστηκαν. Θεωρείται μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες.[4]
Τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι ο αριθμός των νεκρών Αρμενίων ήταν από 600.000 ως 800.000, ενώ Δυτικές και Αρμενικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των σφαγιασθέντων στο 1.500.000[5].
Η Τουρκία αρνείται την ύπαρξη «γενοκτονίας» και ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε εξόντωση αλλά εκτοπισμός του Αρμενικού πληθυσμού[6]. Το επίσημο τουρκικό κράτος υποστηρίζει πως οι Αρμένιοι αντάρτες υποστήριζαν τα ρωσικά στρατεύματα κατά την εισβολή τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.[7][8] Άλλοι αρνητές, υποστηρίζουν πως δεν υπήρξαν ενέργειες οι οποίες έχουν σκοπό την εξολόθρευση, άρα δεν είναι γενοκτονία[9] Σύμφωνα με τον Μουσταφά Ακιόλ, η γενοκτονία (την αποκαλεί «εθνοκάθαρση») συνέβη εξ αιτίας της κατάρρευσης της «ανεκτικής» Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της ανάδυσης του εθνικισμού. [10]
Η Γενοκτονία των Αρμενίων πραγματοποιήθηκε παράλληλα και με τον ίδιο τρόπο με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Ελλήνων και των Ασσυρίων (Νεστοριανών χριστιανών).[11]
Εκτός από τη δολοφονία ανθρώπων, η γενοκτονία περιλάμβανε και την απαγωγή γυναικών και παιδιών τα οποία εξισλαμίζονταν, άλλαζαν ονόματα και ενσωματώνονταν σε νοικοκυριά μουσουλμάνων (Τούρκων, Κούρδων, Αράβων κ.ά.) ως σύζυγοι ή σκλάβοι. Σύμφωνα με τα έθιμα των τοπικών φυλών, για να αποφεύγονται οι αποδράσεις, οι σκλάβοι μαρκάρονταν με τατουάζ στο πρόσωπο ή το λαιμό. Πόλεις όπως η Χαρπούτ (Δυτική Αρμενία) και η Μεζρέ (Αν. Τουρκία) είχαν γίνει κέντρα εμπορίας Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων σκλάβων. Εκεί “οι πλέον επιθυμητές γυναίκες, κυρίως αυτές από πλούσιες οικογένειες, ζητούνταν από τοπικούς μουσουλμάνους και ελέγχονταν από γιατρούς για αρρώστιες κτλ.” Μετά το τέλος του Α’ Παγκ. Πολέμου, στα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέλαβαν οι σύμμαχοι απελευθερώθηκαν πάνω από 90.000 ορφανά Αρμενίων από την Τουρκία, τη Συρία, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Αρμενία και τη Γεωργία.
Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται ευρέως στις σφαγές και τους εκτοπισμούς εναντίον Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων και των εθνικιστών του Κεμάλ κατά την περίοδο 1914-1923. Τα γεγονότα αυτά κατέληξαν στην εξαφάνιση του ελληνικών κοινοτήτων από την περιοχή όπου διαβιούσαν επί τρεις χιλιετίες.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για αυτές τις πράξεις των Νεότουρκων ήταν η εκτόπιση[2], η εξάντληση από έκθεση σε κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, οι πορείες θανάτου στην έρημο και συχνότατα οι εν ψυχρώ δολοφονίες ή εκτελέσεις.. Ο αριθμός των θυμάτων σύμφωνα με τις περισσότερες Ελληνικές, αλλά και κάποιες ξένες, πηγές υπολογίζεται σε πάνω από 300.000 (το Κεντρικό Συμβούλιο Ποντίων στη Μαύρη Βίβλο του κάνει αναφορά σε 353.000 θύματα) Υπάρχουν ωστόσο και άλλες μεμονωμένες πηγές που κατεβάζουν τα θύματα σε περίπου 100 ως 150 χιλιάδες άτομα [12] Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ)[13] και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα.
Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών εμπεριέχουν πλήθος μαρτυριών για τις δολοφονίες και τους διωγμούς που διαπράχθηκαν κατά των Ποντίων κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κάτι που συνέβη παράλληλα και με διώξεις ή και για πολλούς γενοκτονίες εις βάρος και άλλων πληθυσμών, δηλαδή των Αρμενίων και των Ασσυρίων, με αποτέλεσμα ορισμένοι ερευνητές να θεωρήσουν τις επιμέρους διώξεις ως τμήματα μιας ενιαίας πολιτικής εις βάρος των Ελλήνων ή γενικότερα των Χριστιανών της Μικράς Ασίας.[14][15] [16][17][18]
Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».[19] Το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Η Ελλάδα διεξάγει από τότε μια εκστρατεία για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας Ποντίων. Πέρα από το ελληνικό κράτος ο διωγμός των Ποντίων αναγνωρίζεται επισήμως ως γενοκτονία από την Κύπρο, την Αρμενία, την Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, εννέα πολιτείες των ΗΠΑ (Φλόριντα, Τζώρτζια, Μασαχουσέτη, Νιου Τζέρσεϊ, Νέα Υόρκη, Πενσυλβάνια, Νότια Καρολίνα, Ρόουντ Άιλαντ και από τις 11/9/2019 Καλιφόρνια, ενώ υπάρχει και μια γενική αναφορά -οιονεί αναγνώριση- σε γενοκτονία Ελλήνων και από την πολιτεία της Αλαμπάμα), τη βουλή της αυστραλιανών πολιτειών της Νότιας Αυστραλίας και της Νέας Νότιας Ουαλίας, την Αυστρία (ακολουθούμενη λίγες ημέρες αργότερα από το Δήμο της Βιέννης) και την Ολλανδία. Στο Καναδά οι πόλεις Οττάβα και Τορόντο έχουν αναγνωρίσει την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Ποντιακής γενοκτονίας.
Ωστόσο η Ποντιακή γενοκτονία έχει οριστεί και αναγνωριστεί από τη Διεθνή Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS), ενώ έχει τύχει αναγνώρισης και από μερικές διεθνείς οργανώσεις και φορείς, όπως οι Ευρωπαίοι Δημοκράτες Φοιτητές. Τέλος ψηφίσματα της Γερουσίας των ΗΠΑ κάνουν αναφορά γενικά για γενοκτονία κατά Ελλήνων.
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922 το σώμα του ελληνισμού γέμισε πληγές που ακόμη πονάνε. Η καταστροφή ενός ολοκλήρου πολιτισμού που κτιζόταν επί αιώνες στα παράλια της Μικράς Ασίας, αποτέλεσμα της τουρκικής θηριωδίας, σήμανε τότε την απαρχή μιας άλλης περιπέτειας για τους κατοίκους των ευλογημένων αυτών περιοχών.
Η Μικρά Ασία, υπήρξε κοιτίδα πολλών αρχαίων λαών και πολιτισμών, ενώ έντονη ήταν σ’ αυτήν και η Ελληνική παρουσία ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή. Ειδικότερα, στα παράλια προς το Αιγαίο της Μικράς Ασίας, εγκαταστάθηκαν νωρίς διάφορα Ελληνικά φύλα (Αιολικά, Ιωνικά, Δωρικά), τα οποία ίδρυσαν σημαντικές αποικίες, οι οποίες απέκτησαν μεγάλη ακμή κατά τους ιστορικούς χρόνους και συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του Ελληνικού Πολιτισμού. Σπουδαιότερες από αυτές τις αποικίες, υπήρξαν η Μίλητος, η Φώκαια, η Έφεσος, η Σμύρνη, η Μαγνησία, η Αλικαρνασσός και άλλες.
Ο Μικρασιατικός Ελληνισμός ήταν γεωγραφικά διάσπαρτος σε όλο το μήκος και το πλάτος της Ανατολίας. Η παρουσία του Ελληνικού στοιχείου ήταν ιδιαίτερα έντονη στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα της Μεσογείου κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνος. Αποτελούσε οικονομικό, πολιτιστικό και εθνικό κέντρο, ιδιαίτερα για τους τουρκόφωνους Ελληνορθοδόξους της ενδοχώρας. Γενικά, ο Μικρασιατικός Ελληνισμός δύναται να διαχωρισθεί σε τέσσερις βασικές ομάδες: 1) Της Ιωνίας, 2) της Προποντίδας, 3) της Καππαδοκίας και 4) του Πόντου.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία (Μάιος 1919-Σεπτέμβριος 1922), ήταν η μεγαλύτερη εκστρατεία, την οποία επιχείρησε ο Ελληνικός Στρατός από τους χρόνους της απελευθέρωσης της Ελλάδας.
Η Μικρασιατική Καταστροφή, είναι η μεγαλύτερη εθνική συμφορά στην ιστορία του Ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Τη μεγάλη αυτή συμφορά συνθέτουν, εκτός των άλλων, η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, η πυρπόληση από τους Τούρκους της Σμύρνης, όπου είχαν συρρεύσει και πολλοί Έλληνες από τις γειτονικές περιοχές, οι σφαγές, οι λεηλασίες και άλλες φρικαλεότητες εις βάρος των Ελλήνων και των Αρμενίων χριστιανών, στη Σμύρνη και στις πόλεις και τα χωριά που ανακαταλαμβάνονταν από τον τουρκικό στρατό, οι μαρτυρικές πορείες των αιχμαλώτων και των ομήρων προς το εσωτερικό της Ανατολής, η ακραία τρομοκρατία, ο σκληρός βασανισμός, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων και η εκδίωξη των υπολοίπων από τις πατρογονικές εστίες τους, χωρίς τις περιουσίες τους, από το Μικρασιατικό έδαφος και προ πάντων το κυριολεκτικό ξερίζωμα του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.Ακόμη και οι διασωθέντες από τις σφαγές, τις διώξεις και τις αγριότητες, εγκατέλειψαν τις εστίες τους δυνάμει των περί ανταλλαγής των πληθυσμών διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, με την οποία τερματίστηκε η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Για πρώτη φορά ο ελληνικός κόσμος περιορίστηκε στα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας, στον Νότο της Βαλκανικής χερσονήσου και στην Κύπρο. Το δράμα που βίωσαν όλες οι χριστιανικές ομάδες της Ανατολής, υπήρξε ο επίλογος της επώδυνης διαδικασίας αντικατάστασης της πολυεθνικής μουσουλμανικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από εθνικά κράτη. Η αντίστροφη μέτρηση για τους Έλληνες -όπως και για τις υπόλοιπες χριστιανικές ομάδες- είχε αρχίσει με το πραξικόπημα των Νεότουρκων. Τότε χάθηκε οριστικά το μεγάλο στοίχημα για τη δυνατότητα καθιέρωσης ισοπολιτείας μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων.
Οι Νεότουρκοι με την πολιτική τους όξυναν την κατάσταση. Ήδη, από το 1911 είχαν αποφασίσει τη γενοκτονία των χριστιανών. Σε μια ανταπόκριση του περιοδικού «The Times of London», στις 3 Οκτωβρίου του 1911, με τίτλο «Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους», παρακολουθούμε την επικράτηση των ακραίων σοβινιστικών επιλογών στο συνέδριο του κομιτάτου «Ένωση και πρόοδος» που βρισκόταν ήδη στην εξουσία. Η οθωμανοποίηση (ottomanization) δια της βίας όλων των κατοίκων, αποφασίζεται τελεσίδικα. Το μέσο θα ήταν οι εξοπλισμένοι μουσουλμάνοι.
Η χρυσή ευκαιρία για τον τουρκικό εθνικισμό δόθηκε στη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη συμπαράσταση των Γερμανών συμμάχων του. Οι πρώτοι διωγμοί ξεκινούν από την Ανατολική Θράκη με τη βίαιη μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού. Ακολουθούν μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Δυτικής Μικράς Ασίας για να κορυφωθούν με τη γενοκτονία στο μικρασιατικό Πόντο.
Η ήττα της Τουρκίας και των συμμάχων της δημιούργησε ελπίδες στους υπόδουλους λαούς για τη χειραφέτησή τους. Η Συνθήκη των Σεβρών ρύθμιζε σε ικανοποιητικό βαθμό τις εθνικές διαφορές. Οι Έλληνες έθεσαν υπό τον έλεγχό τους το ένα έκτο του εδάφους της Ανατολής, παρότι το συνολικό ποσοστό τους ήταν αρκετά μεγαλύτερο. Παρόμοια απέκτησαν εθνική στέγη οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι. Οι Τούρκοι παρέμεναν, έτσι και αλλιώς, οι κύριοι του μεγαλύτερου μέρους του εδάφους.
Η εμφάνιση όμως του επιθετικού εθνικιστικού κεμαλικού κινήματος απέτρεψε τη ρύθμιση αυτή. Εν τέλει, η κυρίαρχη στρατοκρατική τάξη των Νεότουρκων -των Τούρκων εθνικιστών δηλαδή- κατάφερε στην κεμαλική εκδοχή της να νικήσει τον ελληνικό στρατό και το τοπικό ελληνικό αντάρτικο κίνημα, να ολοκληρώσει τη γενοκτονία του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού που είχε προαναγγείλει από το 1911, να ελέγξει το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας, να εδραιώσει την εθνικιστική παντουρκιστική ιδεολογία εις βάρος του Ισλάμ και να επιχειρήσει τελικά τη βίαιη μετατροπή των μουσουλμάνων πιστών, σε εθνικά Τούρκους υπηκόους.
Στη Σμύρνη, η κατάσταση χειροτέρευσε απότομα, όταν στις 15 Αυγούστου 1922 δύο ημέρες μετά την τουρκική επίθεση μία ανακοίνωση γνωστοποιούσε την εκκένωση από τον Ελληνικό Στρατό του Αφιόν Καραχισάρ. Η 25η Αυγούστου ήταν η τελευταία ημέρα της παρουσίας των Ελληνικών Αρχών στη Σμύρνη.
Το πρώτο πλήγμα που κατάφεραν οι Τούρκοι κατά των Ελλήνων κατοίκων της Σμύρνης με την είσοδό τους στην πόλη ήταν η εξόντωση του θρησκευτικού και εθνικού ηγέτη τους, του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου. Στις 26 Αυγούστου είχαν φύγει από το λιμάνι της Σμύρνης με ελληνικά πλοία οι τελευταίοι Έλληνες αξιωματούχοι και υπάλληλοι της Ελληνικής Αρμοστείας. Ο μόνος εκπρόσωπος των Ελλήνων που αρνήθηκε να φύγει με τις ελληνικές αρχές ήταν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Πολλοί ξένοι διπλωμάτες του πρότειναν και μετέπειτα να τον βοηθήσουν να διαφύγει. Η απάντηση του ήταν ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει το ποίμνιο του σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Όλες τις προηγούμενες μέρες φρόντιζε πως θα ανακουφίσει τους Έλληνες πρόσφυγες που είχαν συρρεύσει στη Σμύρνη, ακολουθώντας τον υποχωρούντα Ελληνικό στρατό και είχαν εγκατασταθεί στα προαύλια των εκκλησιών, με την ελπίδα ότι θα διαφύγουν με κάποιο καράβι στα απέναντι Ελληνικά νησιά ή στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Το πρωί του Σαββάτου στις 27ης Αυγούστου αρχίζουν να μπαίνουν στην πόλη οι έφιπποι Τσέτες, όπως ονομάζονταν τα άτακτα σώματα του Κεμάλ Αταρτούκ, για να ακολουθήσει μετά ο τακτικός Τουρκικός στρατός του στρατηγού Νουρεντίν μπέη, ο οποίος ορίστηκε από τον Κεμάλ διοικητής της Σμύρνης. Το βράδυ ειδοποιήθηκε ο Μητροπολίτης να μεταβεί στο διοικητήριο, γιατί τον ήθελε ο Τούρκος διοικητής. Όταν μπήκε στο διοικητήριο, ο Νουρεντίν τον κατηγόρησε ότι υποστήριξε τις ελληνικές αρχές κατοχής από την πρώτη ήμερα της άφιξής τους στη Σμύρνη (ήταν γεγονός ότι υποδέχτηκε θερμά όπως όλοι οι Έλληνες της Σμύρνης, τον Ελληνικό στρατό) παρ΄ όλο ότι ήταν Τούρκος υπήκοος, διότι είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία, πράγμα που συνιστούσε κατά τον Νουρεντίν προδοσία εκ μέρους του Χρυσοστόμου. Ο διοικητής του επέτρεψε να φύγει από το διοικητήριο, έξω από το οποίο είχε συγκεντρωθεί όχλος φανατισμένων Τούρκων, ύστερα από ειδοποίηση των τουρκικών αρχών. Τότε ο Νουρεντίν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι και είπε στον Τουρκικό όχλο ότι ο Μητροπολίτης ήταν στην διάθεση τους και ας στον δικάσουν αυτοί όπως νομίζουν. Μόλις βγήκε ο Μητροπολίτης από το διοικητήριο οι φανατισμένοι Τούρκοι έπεσαν πάνω του και άρχισαν να τον διαμελίζουν, να του βγάζουν τα μάτια, να τον κακοποιούν, ένας Τουρκοκρητικός μέσα από τον όχλο, που ο Χρυσόστομος είχε κάποτε εξυπηρετήσει, τον πυροβόλησε για να τον αποτελειώσει και να θέσει τέρμα στο μαρτύριο του. Ο ίδιος αυτός Τουρκοκρητικός, ο οποίος ήταν φρουρός στο διοικητήριο περιέγραψε μετά από λίγες ημέρες σε έναν Έλληνα κρατούμενο τη σκηνή του βασανισμού και του θανάτου του Μητροπολίτη. Από τα λόγια του Τουρκοκρητικού αναφέρονται χαρακτηριστικά τα παρακάτω: «Παρακολούθησα το χάλασμα του δεσπότη σας. Ήμουν με εκείνους που τον τύφλωσαν, που του έβγαζαν τα μάτια και αιμόφυρτο τον έσυραν, από τα γένια και τα μαλλιά, στα σοκάκια του τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθιά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστη παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απάντησε με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες. Το πρόσωπο του το κατάχλομο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε, που δεν ακουγόταν πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε; Έλεγε: Πάτερ, άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»..
Στις 31 Αυγούστου (14 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) οι Τούρκοι στρατιώτες του Νουρεντίν βάση σχεδίου, που τους παρέδωσαν οι Τουρκικές αρχές, άρχισαν να ανάβουν φωτιές στην πόλη. Με βενζίνη ή με πετρέλαιο άναψαν φωτιά πρώτα στην αρμενική συνοικία. Συνέχισαν το εμπρηστικό τους έργο σε όλες ανεξαιρέτως τις ελληνικές συνοικίες. Το αεράκι που διευκόλυνε την φωτιά να απλωθεί από σπίτι σε σπίτι επεκτάθηκε σε έκταση τρεισήμισι χιλιομέτρων. Ορισμένα κτήρια του παραλιακού δρόμου τους έδωσαν εντολή να μην τα πειράξουν, ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες ανατίναξαν όλα τα υπόλοιπα με δυναμίτη. Η φωτιά εμαίνετο όλη την νύχτα και σάρωσε όλη σχεδόν την πόλη. Κάηκαν 55.000 σπίτια από τα οποία τα 43.000 ήταν ελληνικά, τα 10.000 αρμενικά και 2.000 ξένων υπηκόων. Αποτεφρώθηκαν 117 σχολεία κοινοτικά και ιδιωτικά, ελληνικά και αρμενικά, όλα τα νοσοκομεία, 2 μουσεία και πολλά ιδρύματα. Από τις εκκλησίες οι 43 από τις 46.
Πολλοί ξένοι και Έλληνες, αυτόπτες μάρτυρες, περιγράφουν τις φρικώδεις στιγμές των ημερών της πυρπόλησης της Σμύρνης. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι ο εμπρησμός της ήταν προμελετημένος και καλώς οργανωμένος, καθόσον Τούρκοι στρατιώτες μετέφεραν δοχεία με βενζίνη και πετρέλαιο ή έριχναν εμπρηστικές βόμβες. Ως προς την σκοπιμότητα του εμπρησμού της Σμύρνης από τους Τούρκους, αναφερόμαστε στον Αμερικανό Πρόξενο της Σμύρνης George Horton, ο οποίος γράφει σχετικά: «Ο συστηματικός εμπρησμός της Σμύρνης έγινε από τους στρατιώτας του Μουσταφά Κεμάλ με τον σκοπό να εξολοθρευθούν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πια στην Πατρίδα τους. Βέβαιο είναι ακόμη, ότι εκτός από την φωτιά είχαν προσχεδιασθεί και οι σφαγές και οι λεηλασίες. Χιλιάδες υποφέρουν και αποθνήσκουν εις την Σμύρνην. Η κατάσταση αυτών των ανθρώπων υπερβαίνει πάσαν περιγραφήν. Δεν ενθυμούμαι επεισόδιον εις την ιστορίαν παρομοίων ανθρωπίνων συμφορών. Εχοντες οπίσω των τα καιόμενα σπίτια των, οι άνθρωποι αυτοί μένουν επί ώρας και ημέρας εις την προκυμαίαν της Σμύρνης γυναίκες, άνδρες και παιδιά κραυγάζοντες και εκλιπαρούντες πλοία για να φύγουν».
Όταν η φωτιά έσβησε μόνη της αφήνοντας στάχτες και αποκαΐδια, όλοι όσοι εγκατέλειψαν τα καιόμενα σπίτια και χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες από τις εσωτερικές περιοχές που ακολουθούσαν τον αποχωρούντα ελληνικό στρατό και είχαν καταλήξει στην Σμύρνη, κατέφυγαν στην προκυμαία αναζητώντας κάποιο πλεούμενο ή κολυμπώντας προσπαθούσαν να πλησιάσουν και να ανέβουν στα ξένα πλοία ( Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας), που περίμεναν στο λιμάνι. Αλλά οι ξένοι ναύτες τους εμπόδιζαν, τους έσπρωχναν στη θάλασσα με αποτέλεσμα να πνιγούν. Επιπλέον οι Τούρκοι στρατιώτες επέπεσαν πάνω στο πανικόβλητο πλήθος για να το απομακρύνουν από την παραλία, να το απωθήσουν προς τα πίσω, και ταυτόχρονα αποσπούσαν τις νταντάδες και τις γυναίκες για να τις βιάσουν και τελικώς να τις σκοτώσουν.
Όπως γράφει ο Χρ. Αγγελομάτης, «οι δρόμοι της Σμύρνης, ήσαν μαύροι από τους κατερχομένους από το εσωτερικόν πολίτας και στρατιώτας και όλοι έσπευδον προς την προκυμαίαν, με την ιδέαν ότι θα εύρισκον εκεί τα πλοία της σωτηρίας των».
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 οι Τούρκοι έμπαιναν στην Σμύρνη, ενώ οι Έλληνες δεν είχαν άλλη διέξοδο, παρά να πέσουν στη θάλασσα.
Στις 9 Σεπτεμβρίου, ο λαός της Σμύρνης είδε τις κυρίως ελληνικές δυνάμεις ( τη μόνη άμυνα τους έναντι των Τούρκων) να προσπερνούν την πόλη και να επιβιβάζονται στον Τσεσμέ, για την επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Οι σκηνές του πανικού που εκτυλίχθηκαν, στοίχησαν τη ζωή σε εκατοντάδες που πνίγηκαν μόλις 50 μέτρα από τη στεριά, κάτω από τα αδιάφορα μάτια των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων. Όσοι Έλληνες συνελήφθησαν στην προκυμαία της Σμύρνης, στάλθηκαν από τους Τούρκους στα ενδότερα και ελάχιστοι από αυτούς επιβίωσαν. Το τελευταίο πλοίο που εγκατέλειψε τη Σμύρνη ήταν το «ΕΛΛΗ», ενώ το πλήθος απελπισμένο στην προκυμαία έβλεπε να εγκαταλείπεται κυριολεκτικά πλέον στην τύχη του και να επαφίεται στην καλή διάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Καθώς το καράβι έβαλε πλώρη για την Αθήνα, ο Horton έγραφε: · «Μια από τις οξύτερες εντυπώσεις που αποκόμισα από τη Σμύρνη ήταν το αίσθημα της βαθιάς ντροπής, γιατί ανήκα στο ανθρώπινο γένος». Αυτόπτης μάρτυρας του οριστικού θανάτου της βυζαντινής αυτοκρατορίας ο Horton συνεχίζει: · «Και αυτή η παρουσία αυτών των πολεμικών πλοίων στο λιμάνι της Σμύρνης, το Σωτήριον έτος 1922, που παρακολουθούσε ανίσχυρα τις τελευταίες στιγμές των χριστιανών στην Τουρκία, ήταν το πιο λυπητερό και το πιο σημαντικό στοιχείο της όλης ιστορίας».
Ήδη, πριν από την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, τον Αύγουστο του 1922, σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας οι Ελληνικοί πληθυσμοί υπέστησαν παντοειδείς διώξεις από τους Τούρκους και ως εκ τούτου είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τις πόλεις και τα χωριά τους.. Οι σχεδιασμένοι και ανελέητοι διωγμοί είχαν δύο επιδιώξεις. Πρώτη ήταν η εξόντωση των εθνικών μειονοτήτων στην Τουρκία για να επιτευχθεί ο πλήρης εκτουρκισμός, εξισλαμισμός της χώρας, αλλιώς να επιτευχθεί η εθνοκάθαρση στην οποία επέβλεπε η εθνική ιδεολογία των Νεότουρκων – Κεμαλιστών. Η δεύτερη επιδίωξη ήταν η οικονομική και κοινωνική αποδυνάμωση, εξουδετέρωση των Ελλήνων, στα χέρια των οποίων είχαν περιέλθει το εμπόριο, το τραπεζικό σύστημα, η βιομηχανία και το επιστημονικό δυναμικό της Τουρκίας. Για αυτό οι Έλληνες στις μεγάλες πόλεις αποτελούσαν το ανώτερο κοινωνικό στρώμα. Ήταν η αστική τάξη.
«Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού», έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ. Η σφαγή της Σμύρνης συγκλόνισε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Ακόμα και στη Γαλλία -η φιλοτουρκική πολιτική της οποίας καθόριζε την πληροφόρηση που παρείχαν οι δημοσιογράφοι- διογκώθηκαν τα αντιτουρκικά συναισθήματα. Όμως, περισσότερο από τις ανταποκρίσεις και τις ψυχρές επισημάνσεις των διπλωματών, το τρομερό τοπίο εκείνων των ημερών αποκαλύπτεται μέσα από τις μαρτυρίες όσων το έζησαν.
Η συλλογή και η έκδοση των αυθεντικών μαρτυριών έγινε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Μαρτυρίες συγκλονιστικές, που πιστοποιούν την ύπαρξη του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος. Τυχαία επιλέξαμε τις αναμνήσεις της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης. Το Μπουνάρμπασι είχε χίλιους κατοίκους, από τους οποίους οι οκτακόσιοι ήταν Έλληνες:
«…Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι άφησαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατέβαιναν και έσφαζαν τους Έλληνες. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες… Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ´ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και έσφαζαν και σκότωναν.
Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση να αρπάξουν, να σφάξουν, να ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω-γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω-γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ´ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.
Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».
Η καταστροφή της Σμύρνης, της πρωτεύουσας του Μικρασιατικού Ελληνισμού, σήμανε το τέλος της Ελληνικής παράδοσης και της συνεχούς Ελληνικής παρουσίας τριών χιλιετιών στη Μικρά Ασία. Η εκδίωξη του Ελληνικού στοιχείου της Ιωνίας, απετέλεσε έναν ιστορικό βιασμό, καθώς απέκοψε τη Δυτική Μικρά Ασία από τον ενιαίο ιστορικά, Ελληνοχριστιανικό Αιγαιοπελαγίτικο χώρο.
Το κόστος της καταστροφής του 1922 ήταν τεράστιο για τον Ελληνισμό της καθ´ ημάς Ανατολής. Ο Τζορτζ Χόρτον, υπολόγισε σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο τους Έλληνες που εξοντώθηκαν στο σύνολο του μικρασιατικού χώρου κατά τη διάρκεια των εθνικών εκκαθαρίσεων κάτω από βασανιστικές και απάνθρωπες συνθήκες και όχι από συνωστισμό στο λιμάνι της Σμύρνης.
Με βάση την οθωμανική απογραφή, οι Έλληνες στο μικρασιατικό χώρο (Δυτική Μικρά Ασία, Πόντο και Καππαδοκία) ξεπερνούσαν τα δυόμισι εκατομμύρια πριν από την έναρξη του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επόμενη καταγραφή τους γίνεται στην Ελλάδα το 1928. Καταγράφονται λίγο περισσότεροι από ένα εκατομμύριο. Με την συντριπτική πλειοψηφία του 83%, οι ακαδημαϊκοί που αντιπροσωπεύουν τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου, έδωσαν το τίτλο ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ και καλούν τη Τουρκική κυβέρνηση να «Ζητήσει επισήμως συγγνώμη και να προβεί σε επανορθώσεις στους απογόνους των θυμάτων». Για όλους τους Έλληνες , η αναγκαιότητα της προώθησης της διεθνούς αναγνώρισης είναι μεγάλη, γιατί αποτελεί χρέος τιμής. Ας μην παραδώσουμε στη λήθη του χρόνου τον αφανισμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού διότι αυτό νομίζουμε ότι είναι το υπέρτατο εθνικό χρέος μας . Όσο ζουν η μνήμη και η ιστορία αποτυπωμένες, δεν υπάρχουν χαμένες πατρίδες, δεν υπάρχουν χαμένοι πολιτισμοί.
Η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες παραμένει πάντα δυνατή. Γιατί, όπως λέει και ο Όμηρος στην Οδύσσεια: «Και καπνόν μονάχα να δει ελαφροαναβαίνοντα ψηλά από την πατρίδα του κι ας πεθάνει». Πηγή: Ιωάννα Χρυσοχοΐδου (φιλόλογος)
Συγκεκριμένα αναφέρεται από ιστορικές πηγές, το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1918-22, την φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και την σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη πλέον εκδίωξη μεγάλου μέρους του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία.
Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, να επιφέρουν την τελεία καταστροφή του Θρακικού και Μικρασιατικού ελληνισμού μαζί με εκείνον του Πόντου.
Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, (αμφότερες τετραετίες), 1914-1918 και 1920-1924 είναι πράγματι πολύ δύσκολος. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, οι δηώσεις με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον οποίο περιλαμβάνονται μαρτυρικοί βασανισμοί αιχμαλώτων, ακρωτηριασμοί γυναικών, θανάτωση βρεφών (ακόμη κι εμβρύων) βιασμοί (νεαρών ανδρών και κοριτσιών) και ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, απαγωγές γυναικών αλλά και ατέλειωτες πορείες αιχμαλώτων στα περιώνυμα “τάγματα εργασίας”, με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ’αυτά, οι σφαγές, οι βασανιστικοί απαγχονισμοί, τα δημόσια λυντσαρίσματα ιερέων, οι θηριωδίες μέχρι και οι εκτελέσεις επί των αποφάσεων των τουρκικών Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως. Πολλά από τα οστά των θυμάτων σύμφωνα με αρκετές ιστορικές αναφορές όπως το Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας του Χρήστου Αγγελομάτη αλλά και άρθρο της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, πωλήθηκαν από το τουρκικό κράτος σε βιομηχανίες της Μασσαλίας.
Γενοκτονία των Ελλήνων είναι η σκόπιμη και συστηματική εξόντωση, μέχρι το 1923, των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Μικρά Ασίας (κυρίως της Ιωνίας, Καππαδοκίας, Πόντου, Βιθυνίας), αρχής γενομένης με τη Σφαγή του Οικονομείου στις 25 Ιανουαρίου 1913, από τους μηχανισμούς της οθωμανικής κυβέρνησης των εθνικιστών Νεότουρκων και του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ. Θεωρείται μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες.
Η γενοκτονία των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε παράλληλα και κατά τον ίδιο τρόπο όπως με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Οι εκτιμήσεις για τις ανθρώπινες απώλειες την περίοδο από το 1912 ως το 1922 ξεκινούν από 200-300 χιλιάδες και φτάνουν, κατά ορισμένους Έλληνες μελετητές τις 800.000[4] – 1.200.000 ψυχές.
Το 1998 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης από το Τουρκικό Κράτος» Η θεώρηση των γεγονότων αυτών, που για δεκαετίες αποκαλούνταν από τους Έλληνες «Μικρασιατική Καταστροφή», ως γενοκτονίας αποτελεί σημείο αντιλεγόμενο στην Ελλάδα ανάμεσα σε ιστορικούς, διανοούμενους και προσφυγικές οργανώσεις. Όσοι αμφισβητούν την καταλληλότητα του όρου «γενοκτονία» ανήκουν στο κυρίαρχο ρεύμα της κοινότητας των Ελλήνων ιστορικών.
Τέλος Α’ και Β’ μέρους. Το Γ’ μέρος σε επόμενη δημοσίευση
Επιμέλεια – έρευνα του Αντώνη Αντωνά – Συγγραφέα
www.ledrastory.com
cyprushellenica.blogspot.com