Τό νέ­ο γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Άρθρο του Γιώργου Καραμπελιά από το αφιέρωμα στην ιστορική ορθογραφία, στο τεύχος του νέου Λόγιου Ερμή που κυκλοφορεί.
(τεύχος 3, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2011, κυκλοφορεί σε κεντρικά περίπτερα και βιβλιοπωλεία)

 
Τό νέ­ο γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα
Γιῶργος Καραμπελιᾶς
 
Τό γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα πού ἀ­πα­σχο­λεῖ, τα­λα­νί­ζει καί ταυ­το­χρό­νως … ἀ­να­ζω­ο­γο­νεῖ τήν ἑλ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α, δι­α­νύ­ει τήν τρί­τη χι­λι­ε­τί­α τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς του δι­α­δρο­μῆς.
Στήν ἑλ­λη­νι­στι­κή καί τή ρω­μα­ϊ­κή ἐ­πο­χή, ἤ­δη, οἱ ἀτ­τι­κί­ζον­τες συγ­γρα­φεῖς ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά ἐ­πα­νέλ­θουν στό ἀρ­χαῖ­ο ὕ­φος καί ἦ­θος, ἀ­πέ­ναν­τι  στόν κίν­δυ­νο «ἐκ­βαρ­βα­ρι­σμοῦ» τῆς γλώσ­σας. Σή­με­ρα, μέ­σα ἀ­πό τήν φαινομενικά ἀ­δή­ρι­τη λο­γι­κή τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης, ἡ ζων­τα­νή χρή­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἀ­πει­λεῖ­ται εἴ­τε μέ ἐ­ξα­φά­νι­ση εἴ­τε μέ ἀ­πο­μεί­ω­ση. Τό γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται κα­τά συ­νέ­πεια ὡς ἕ­να ἀ­πό τά κομ­βι­κά στοι­χεῖ­α τῆς πο­ρεί­ας καί τῆς ταυ­τό­τη­τας τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἴ­σως τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο στόν πο­λι­τι­σμι­κό το­μέ­α. Καί μπο­ροῦ­με νά δι­α­κρί­νου­με τρεῖς με­γά­λες πε­ρι­ό­δους.
Ὁ ἀρ­χέ­γο­νος δι­μορ­φι­σμό­ς
Γιά χι­λιά­δες χρό­νια, ἐ­πρό­κει­το γιά τή δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση με­τα­ξύ τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς, κα­θο­μι­λου­μέ­νης, λα­ϊ­κῆς ἤ «χυ­δαί­ας» γλώσ­σας καί τῆς γλώσ­σας τῶν λο­γί­ων, τῶν πε­παι­δευ­μέ­νων, τῶν ἱ­ε­ρα­τεί­ων. Ἐ­πρό­κει­το γιά ἔν­τα­ση, σύγ­κρου­ση, ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση ἀ­νά­με­σα στή συγ­χρο­νί­α καί τή δι­α­χρο­νί­α, ἀ­νά­με­σα στή ζων­τα­νή, κα­θη­με­ρι­νή ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς γλώσ­σας καί τήν ἀ­να­φο­ρά σέ μιά ἱ­στο­ρί­α καί μιά πα­ράδο­ση χι­λι­ε­τι­ῶν. Αὐ­τή ἡ δι­μορ­φί­α (δι­μορ­φί­α καί ὄ­χι δι­γλωσ­σία, κα­θώς πρό­κει­ται γιά δυ­ό μορ­φές τῆς ἴ­διας γλώσ­σας καί ὄ­χι γιά πραγ­μα­τι­κή δι­γλωσ­σί­α ὅ­πως στή φραγ­κι­κή Δύ­ση, ὅ­που τά λα­τι­νι­κά ἀν­τι­πα­ρα­τί­θεν­ται στίς ὑ­πό δη­μι­ουρ­γί­αν ἐ­θνι­κές γλῶσ­σες), θά ὁ­δη­γή­σει στή σύγ­κρου­ση καί τόν δι­χα­σμό ἀλ­λά πα­ράλ­λη­λα θά ἀ­πο­τε­λέ­σει καί τό ὑ­πό­βα­θρο γιά τή δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας ὡς μιᾶς ἑ­νια­ίας ζων­τα­νῆς γλώσ­σας γιά τρεῖς ἤ τέσ­σε­ρις χι­λιά­δες χρό­νια!
Βέ­βαι­α, ἡ ἔν­τα­ση ἀ­νά­με­σα στήν ἐ­ξε­λισ­σό­με­νη κα­θη­με­ρι­νή λα­ϊ­κή γλῶσ­σα καί τή γρα­πτή πα­ρά­δο­ση εἶ­ναι δι­α­χρο­νι­κή καί δέν ἀ­φο­ρᾷ μό­νο τούς Ἕλ­λη­νες. Ἡ γλῶσ­σα καί τά ὑ­πάρ­χον­τα γλωσ­σι­κά σύμ­βο­λα, ἡ γρα­φή, ἀ­να­τρο­φο­δο­τοῦν­ται δια­ρκῶς ἀ­πό τίς ξέ­νες γλῶσ­σες καί τήν πα­ρά­δο­ση – τό συσ­σω­ρευ­μέ­νο γλωσ­σι­κό ἀ­πό­θε­μα. Στήν Ἀ­θῆ­να, ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῶν Πει­σι­στρα­τι­δῶν, ὁ Ὅ­μη­ρος θά λει­τουρ­γεῖ ὡς ὁ γρα­πτό­ς κα­νών πού θά δι­α­μορ­φώ­σει, μα­ζί μέ τήν κα­θη­με­ρι­νή γλῶσ­σα τῶν Ἀ­θη­ναί­ων, τήν Ἀτ­τι­κή δι­ά­λε­κτο. Ἡ τε­λευ­ταί­α, μέ­σῳ τῆς κλασ­σι­κῆς φι­λο­λο­γί­ας καί φι­λο­σο­φί­ας, θά με­τα­βλη­θεῖ σέ πα­νελ­λή­νια γλῶσ­σα. Μέ τούς Μα­κε­δό­νες καί τή­ν ἑλ­λη­νι­στι­κή ἐπο­χή, ἡ ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα θά γί­νει ἡ γλῶσ­σα δε­κά­δων ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων ἀν­θρώ­πων σέ ὅ­λο τόν μέ­χρι τό­τε γνω­στό κό­σμο. Ὅ­μως τά ἑλ­λη­νι­κά τῶν Ἑ­βραί­ων, τῶν Αἰ­γυ­πτί­ων, τῶν Συ­ρί­ων, ἤ καί τῶν Ρω­μαί­ων ἀρ­γό­τε­ρα, θά εἶ­ναι γε­μά­τα βαρ­βα­ρι­σμούς καί θά ἐ­πι­φέ­ρουν ἕ­να φτώ­χε­μα στή γλῶσ­σα. Ἦ­ταν ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α τοῦ πρώ­του με­γά­λου δι­χα­σμοῦ. Οἰ ἀτ­τι­κί­ζον­τες συγ­γρα­φεῖς καί οἱ λό­γιοι θά ἀ­πο­πει­ρα­θοῦν νά ἐ­πι­στρέ­ψουν στή γλῶσ­σα τοῦ Πλά­τω­να καί τοῦ Θου­κυ­δί­δη, πι­στεύ­ον­τας πώς ἔ­τσι θά ἀν­τι­στα­θοῦν στήν πα­ρα­κμή τοῦ ἀρ­χαί­ου ἑλ­λη­νι­σμοῦ. (Γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὁ γραμ­μα­τι­κό­ς  Οὐλ­πια­νός, τόν 2ο μ.Χ. αἰ­ῶ­να, θά ἀ­πο­κλη­θεῖ Κει­τού­κει­τος, για­τί προ­τοῦ δο­κι­μά­σει κά­ποι­ο φα­γη­τό δι­ε­ρευ­νοῦ­σε ἄν ἀ­να­φε­ρό­ταν στήν ἀτ­τι­κή γραμ­μα­τεί­α: «κεῖ­ται ἢ οὐ κεῖται»­;)
Ἀν­τί­θε­τα, οἱ νέ­ες δυ­νά­μεις τοῦ εὐ­ρύ­τε­ρου ἑλ­λη­νι­στι­κοῦ καί ἑλ­λη­νο­ρρω­μα­ϊ­κοῦ κό­σμου θά ἐκ­φρα­στοῦν μέ­σα ἀ­πό τή λα­ϊ­κή γλῶσ­σα, τήν «κοι­νή» τῆς ἐ­πο­χῆς. Μέ αὐ­τήν θά κά­νουν οἱ χρι­στια­νοί τή χρι­στι­α­νι­κή θρη­σκεί­α μιά θρη­σκεί­α κα­θο­λι­κῶν ἀ­ξι­ώ­σε­ων καί δι­α­στά­σε­ων. Σέ αὐ­τή θά με­τα­φρα­στοῦν τά βι­βλί­α τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης καί θά γρα­φοῦν τά κεί­με­να τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Ταυ­τό­χρο­να, θά ἀλ­λά­ξει καί ἡ γρα­φή. Ἀ­παι­τεῖ­ται πλέ­ον ἡ εἰ­σα­γω­γή μιᾶς γρα­φῆς πού θά βο­η­θά­ει τούς ἀλ­λο­γε­νεῖς τοῦ με­γά­λου ἑλ­λη­νι­κοῦ κό­σμου, «πίσω ἀπ’ τὸν Ζάγρο ἐδῶ, ἀπὸ τὰ Φράατα πέρα» «ἀ­πὸ τὸν Ζά­γρο ὣς τὰ Φρά­α­τα πέ­ρα», νά μα­θαί­νουν τά ἑλ­λη­νι­κά πού δέν ἦ­ταν μη­τρι­κή τους γλῶσ­σα: θά εἰ­σα­χθοῦν οἱ τό­νοι καί τά πνεύ­μα­τα. Οἱ τό­νοι καί τά πνεύ­μα­τα ἐ­πέ­τρε­παν τήν πρό­σβα­ση σέ ἕ­να τε­ρά­στιο, ἤ­δη, ἀ­πό­θε­μα λέ­ξε­ων, ἀ­κό­μα καί σέ αὐ­τούς πού εἶ­χαν τά ἑλ­λη­νι­κά ὡς μη­τρι­κή γλῶσ­σα, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νά τό γνω­ρί­ζουν ἀ­πό τή μη­τέ­ρα τους ἤ ἀ­πό τίς ντο­πι­ο­λα­λι­ές τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κό­σμου. Οἱ τό­νοι καί τά πνεύ­μα­τα ἀ­πε­τέ­λε­σαν ἕ­να ἐρ­γα­λεῖ­ο ἐκ­δη­μο­κρα­τι­σμοῦ τῆς γλώσ­σας, για­τί δι­ευ­κό­λυ­ναν τήν πρό­σβα­ση τῶν ἀλ­λο­γε­νῶν καί τῶν μή λο­γί­ων στόν ἑλ­λη­νι­κό γρα­πτό λό­γο καί τήν ἑλ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεί­α.
Ἡ ἔν­τα­ση με­τα­ξύ λό­γιας γλώσ­σας καί κα­θο­μι­λου­μέ­νης, σέ ὅ­λη τή μα­κρά πε­ρί­ο­δο με­τα­ξύ τοῦ 3ου π.Χ. καί τοῦ 11ου μ.Χ. αἰ­ῶ­να, θά γνω­ρί­σει πλημ­μυ­ρί­δες καί ἀμ­πώ­τι­δες, ἀ­νά­λο­γα μέ τήν ἱ­στο­ρι­κή συγ­κυ­ρί­α καί τή γε­νι­κό­τε­ρη μοῖρα τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί συγ­γρα­φεῖς, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὅ­ταν ἀ­πευ­θύ­νον­ται στόν λα­ό -σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­τα­γή τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου «ἐ­ὰν μὴ εὔ­ση­μον λό­γον δῶ­τε, πῶς γνω­σθή­σε­ται τὸ λα­λού­με­νον; ἔ­σε­σθε γὰρ εἰς ἀ­έ­ρα λα­λοῦν­τες» (Πρὸς Κο­ριν­θί­ους Α΄, 14, 9)- θά γρά­φουν στή δη­μο­τι­κή τῆς ἐ­πο­χῆς. Τό ἴ­διο θά συμ­βεῖ καί ἀρ­γό­τε­ρα μέ τούς Βί­ους Ἁ­γί­ων, τά Ἀ­ρε­το­λό­για, κ.λπ. Ὅ­ταν ὅ­μως θά ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ τή θε­ο­λο­γί­α, μέ τήν φι­λο­σο­φί­α, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί στίς ἐ­πί­ση­μες ὁ­μι­λί­ες, θά υἱ­ο­θε­τοῦν τήν ἀρ­χα­ΐ­ζου­σα ἤ ἀτ­τι­κί­ζου­σα μορ­φή.
Ὡ­στό­σο, κα­θώς ἡ πα­ρα­γω­γή καί ἀ­να­πα­ρα­γω­γή τῶν ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν γνώ­σε­ων καί τῆς λό­γιας φι­λο­λο­γί­ας καί φι­λο­σο­φί­ας πα­ρέ­με­νε μιά δι­α­δι­κα­σί­α πού ἀ­φο­ροῦ­σε μό­νο ἕ­να μι­κρό κομ­μά­τι τοῦ πλη­θυ­σμοῦ, ἡ δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση λό­γιας καί δη­μώ­δους μορ­φῆς, ὅ­σο με­γά­λη καί ἄν ἦ­ταν, δέν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε κά­ποι­ο ἀ­νυ­πέρ­βλη­το ἐμ­πό­διο γιά τήν κοι­νω­νι­κή ἀ­να­πα­ρα­γω­γή, μέ δε­δο­μέ­νο τόν πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο ἀ­ριθ­μό τῶν λο­γί­ων καί τῶν με­λῶν τῶν ἀ­νώ­τε­ρων τά­ξε­ων. Στίς μή ἀ­ρα­βι­κές μου­σουλ­μα­νι­κές χῶ­ρες τά ἀ­ρα­βι­κά θά ἀ­πο­τε­λοῦν τήν λό­για γλῶσ­σα καί κά­τι ἀ­νά­λο­γο θά συμ­βεῖ μέ τά κι­νε­ζι­κά, τά ἑ­βρα­ϊ­κά κ.λπ.
Ἡ ἑλ­λη­νι­κή δι­μορ­φί­α θά πα­ρα­μείνει στό Βυ­ζάν­τιο ὡς μιά ἀ­πό τίς πιό δη­μο­κρα­τι­κές ἐκ­δο­χές γλωσ­σι­κῆς δι­μορ­φί­ας τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν κοι­νω­νι­ῶν. Ὅ­ταν θά κυ­ρι­αρ­χή­σουν πλή­ρως τά ἑλ­λη­νι­κά ἔ­ναν­τι τῶν λα­τι­νι­κῶν, θά γί­νουν ἀ­πό­πει­ρες ἄρ­σης της, του­λά­χι­στον ἐν μέ­ρει. Γιά τίς ἀ­νάγ­κες τῆς δι­οί­κη­σης, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος ὁ Ζ΄ ὁ Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­το­ς (905-959), θά κω­δι­κο­ποι­ή­σει τίς ἀρ­χές τῆς δι­οι­κη­τι­κῆς ὀρ­γά­νω­σης σέ γλῶσ­σα προ­σι­τή, καί τό ἴ­διο θά ἐ­πι­χει­ρή­σει ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Θ΄ὁ Μο­νο­μά­χο­ς (1042-1055 1000-1054). Ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε δη­λα­δή νά δι­α­μορ­φω­θεῖ μιά γλῶσ­σα κα­τα­νο­η­τή ἀ­πό τίς εὐ­ρύ­τε­ρες μᾶ­ζες τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐμ­πε­ρι­εῖ­χε καί στοι­χεῖ­α τοῦ λό­γιου τυ­πι­κοῦ καί λε­ξι­λο­γί­ου. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ἀ­πό­πει­ρα εἰ­σα­γω­γῆς τῆς «κα­θο­μι­λου­μέ­νης».
Χυ­δαῖ­οι καί κα­θα­ροί
Τό με­γά­λο πρό­βλη­μα θά ἀ­να­κύ­ψει στή­ν Δεύ­τε­ρη Πε­ρί­ο­δο, ὅ­ταν ὁ ἑλ­λη­νι­κός κό­σμος τῆς ὕ­στε­ρης βυ­ζαν­τι­νῆς, τῆς ὀ­θω­μα­νι­κῆς καί τῆς σύγ­χρο­νης πε­ρι­ό­δου, ἕ­ως τόν 20ό αἰ­ῶ­να, θά χρεια­στεῖ νά πε­ρά­σει σέ μιά νέ­α φά­ση ἀ­νά­πτυ­ξης, ὅ­που ὁ γε­ω­με­τρι­κός πολ­λα­πλα­σια­σμός τῶν γνώ­σε­ων καί ἡ ἐ­πέ­κτα­ση τῆς γρα­φῆς, ἡ ἐφεύρεση τῆς τυ­πο­γρα­φί­ας, κα­θώς καί οἱ ἀ­νάγ­κες τῆς ἀν­τί­στα­σης στούς πο­λυ­ποί­κι­λους εἰ­σβο­λεῖς θά ἀ­παι­τοῦν καί θά ἐ­πι­τάσ­σουν τή χρή­ση ἑνός γλωσ­σι­κοῦ ὀ­χή­μα­τος προ­σι­τοῦ σέ εὐ­ρύ­τε­ρες ὁ­μά­δες τοῦ πλη­θυ­σμοῦ. Θά γεν­νη­θεῖ τό­τε τό γνω­στό μας γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα.
Καί οἱ αἰ­τί­ες εἶ­ναι πολ­λα­πλές. Ἡ ἀ­πό­πει­ρα τοῦ Κων­σταν­τί­νου τοῦ Μο­νο­μά­χου θά μεί­νει ἡ­μι­τε­λής. Ἡ κρί­ση ἡ ὁ­ποί­α θά ἀ­κο­λου­θή­σει τήν ἧτ­τα τοῦ Ρω­μα­νοῦ τοῦ Δι­ο­γέ­νη στή μά­χη του Ματ­ζι­κέ­ρτ (1071), ἡ κα­τά­λη­ψη τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου ἀ­πό τούς Φράγ­κους (1204), ἡ ἐ­ξά­πλω­ση τῶν Ὀ­θω­μα­νῶν Τούρ­κων, μέ ἐ­πι­στέ­γα­σμα τήν Ἅ­λω­ση τοῦ 1453, θά ὑ­πο­χρε­ώ­σουν τό ὕ­στε­ρο Βυ­ζαν­τι­νό κρά­τος καί κοι­νω­νί­α σέ μιά ἀ­μυν­τι­κή λο­γι­κή. Τό ζή­τη­μα πλέ­ον εἶ­ναι ἡ ἄμυ­να, ἡ συν­τή­ρη­ση τῆς πα­ρά­δο­σης. Τά ἀρ­χαῖα κεί­με­να δι­α­σώ­ζον­ται καί ἀν­τι­γρά­φον­ται. Ἀν­θεῖ μέν ἡ μι­κτή λο­γο­τε­χνί­α, ἀλ­λά ἡ Ἄν­να Κο­μνη­νή θά γρά­ψει τήν Ἀ­λε­ξιά­δα ὡς μί­μη­ση, καί γλωσ­σι­κή, τῆς Ἰ­λιά­δος. Τό ἴ­διο γλωσ­σι­κό ὄ­χη­μα θά χρη­σι­μο­ποι­οῦν καί λό­γιοι ὅ­πως ὁ Γε­ώρ­γιος Ἀ­κρο­πο­λί­τη­ς στην Αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς Νι­καί­ας (1205-1261). Ἐξ ἄλ­λου, ἡ φραγ­κι­κή κα­τά­κτη­ση, κυ­ρί­ως, καί ἡ συ­να­κό­λου­θη τουρ­κι­κή θά κα­τα­κερ­μα­τί­σουν τόν ἑλ­λη­νι­κό-βυ­ζαν­τι­νό χῶ­ρο καί θά ἀ­να­πτυ­χθοῦν οἱ δι­ά­λε­κτοι καί τά ἰ­δι­ώ­μα­τα, ἐ­νῷ ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς γλώσ­σας θά συν­τη­ρεῖ­ται ἀ­πό τούς λο­γί­ους μέ τήν στρο­φή πρός τή λό­για καί ἀρ­χα­ΐ­ζου­σα γλωσ­σι­κή μορ­φή, ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή γλῶσ­σα καί ἀ­πό τό δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι.
Τήν ἴ­δια ἐ­πο­χή στήν Ἰ­τα­λί­α, μέ τόν Δάν­τη ἤ τόν Βοκ­κά­κιο, ὁ ἰ­τα­λι­κός ἀν­θρω­πι­σμός χρη­σι­μο­ποι­εῖ καί ἐ­πα­να-ἀ­να­κα­λύ­πτει τά ἀρ­χαῖα ἑλ­λη­νι­κά καί λα­τι­νι­κά κεί­με­να, καλλιεργώντας πα­ράλ­λη­λα τήν νε­ώ­τε­ρη ἰ­τα­λι­κή. Ὁ ἀ­πό «στε­ριά καί θά­λασ­σα» πο­λι­ορ­κη­μέ­νος βυ­ζαν­τι­νός ἀν­θρω­πι­σμός δέν ἔ­χει αὐ­τό τό πε­ρι­θώ­ριο, καθώς τό μό­νο σχε­δό­ν ἔδα­φο­ς πού δι­α­θέ­τει εἶναι ὁ χῶρος τῆς παράδοσης. Στρέφεται ἔτσι πρός τήν ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή γλωσ­σι­κή μορ­φή καί τήν ἐκ νέ­ου ἀ­να­κά­λυ­ψη τῶν ἑλ­λή­νων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως θά κά­νει ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς καί οἱ ἡ­συ­χα­στές. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή τοῦ ἀ­δι­ε­ξό­δου εἶ­ναι ἡ ἐμ­βλη­μα­τι­κή μορ­φή τοῦ Πλή­θω­να-Γε­μι­στοῦ. Τριά­ντα ἑ­φτά χρό­νια πρίν τήν Ἅ­λω­ση, προ­σπα­θεῖ νά πεί­σει τούς Πα­λαι­ο­λό­γους γιά τήν ἀ­νάγ­κη μιᾶς με­ταρ­ρύθ­μι­σης πού θά με­τα­βά­λει τά ὑ­πο­λείμ­μα­τα τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας σέ ἕνα ἑλ­λη­νι­κό ἐ­θνι­κό κρά­τος: Ἐμ­πό­ριο, βι­ο­μη­χα­νί­α, ἀ­γρο­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση κ.λπ. Καί ὅ­μως τό ἀ­νέ­φι­κτο τῆς ἀ­γω­νι­ώ­δους προ­σπά­θειάς του θά ση­μα­δευ­τεῖ ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τήν ἀ­πό­πει­ρα ἐ­πι­στρο­φῆς στήν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή θρη­σκεί­α, ἀλ­λά καί ἀ­πό τό γλωσ­σι­κό ἐρ­γα­λεῖ­ο πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ, τήν ἀρ­χα­ΐ­ζου­σα γλῶσ­σα του. Ἡ βυ­ζαν­τι­νή Ἀ­να­γέν­νη­ση, ἔ­στω in e­x­t­r­e­m­is, θά στη­ρι­ζό­ταν μέ τό ἕ­να πό­δι στόν ἑλ­λη­νι­κό ἀν­θρω­πι­σμό, ἀλ­λά εἶ­χε ἀ­νάγ­κη καί ἀ­πό ἕ­να δεύ­τε­ρο, τή ζων­τα­νή λα­ϊ­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τούς χυ­μούς της. Καί κά­τι τέ­τοι­ο ἀ­που­σί­α­ζε παν­τε­λῶς.
Ταυ­τό­χρο­να, ὁ ἑλ­λη­νι­κός λα­ός, στήν Κύ­προ, τόν Πόν­το, τή Νό­τια Ἰ­τα­λί­α, τήν Ἤ­πει­ρο, τήν Κρή­τη καί τά Ἑ­πτά­νη­σα, θά μι­λά­ει καί θά τρα­γου­δά­ει στήν γλῶσ­σα του, ὅ­λο καί πιό ἰ­δι­ω­μα­τι­κή, μέ μό­νο στοι­χεῖ­ο ἑ­νό­τη­τας τόν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό λό­γο καί τά πα­λιά τρα­γού­δια τοῦ γέ­νους (π.χ. τά Ἀ­κρι­τι­κά, τίς Πα­ρα­λο­γές, κ.λπ.).
Ὅ­ταν ὁ ἑλ­λη­νι­σμός, ἀ­πό τά τέ­λη τοῦ 17ου αἰ­ῶ­να καί με­τά, θά εἰ­σέλ­θει σέ μιά νέ­α πε­ρί­ο­δο ἀ­κμῆς, τό γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα θά ἀ­να­κύ­ψει ἐκ νέ­ου καί θά σφρα­γί­σει τήν ἑλ­λη­νι­κή ἱ­στο­ρί­α τρι­ῶν αἰ­ώ­νων. Ἰ­δι­αί­τε­ρα κα­τά τή διά­ρκεια τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να καί στίς ἀρ­χές τοῦ 20οῦ, θά ὁ­δη­γή­σει σέ μί­α ὑπάρξει μιά ἐ­πί­τα­ση τῆς ἀν­τι­πα­ρά­θε­σης, με­τα­ξύ τῶν «χυ­δαι­ο­λο­γούν­των» λο­γί­ων καί τῶν ὀ­πα­δῶν τοῦ «κα­θα­ροῦ» ἰ­δι­ώ­μα­τος.­.. Τώ­ρα πιά, ἡ ἐκ­παί­δευ­ση ἐ­ξα­πλώ­νε­ται στόν νε­ώ­τε­ρο ἑλ­λη­νι­σμό καί στίς ἀρ­χές τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να θά ὑ­πάρ­χουν σχο­λεῖ­α σέ ὅ­λα τά κέν­τρα του. Τό γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα θά ἀ­πο­βεῖ κα­θο­ρι­στι­κό, οἱ ἀν­τι­θέ­σεις θά ὀ­ξυν­θοῦν καί ἀ­πό τά τέ­λη τοῦ 19ου αἰ. ἕ­ως τόν Β΄ Παγκόσμιο Πό­λε­μο, ἄν ὄ­χι καί μέ­χρι τήν δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1970, θά δι­χά­σουν τήν κοι­νω­νί­α μας. Σέ μιά στιγ­μή πού ὁ ἑλ­λη­νι­κός λα­ός χρει­α­ζό­ταν ὅ­λες τίς δυ­νά­μεις του γιά νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τή δι­κή του Ἀ­να­γέν­νη­ση καί νά οἰ­κο­δο­μή­σει ἕ­να σύγ­χρο­νο ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να πρω­τό­τυ­πο πο­λι­τι­στι­κό πρό­τυ­πο, καί κα­τά συ­νέ­πεια μιά γλωσ­σι­κή μορ­φή πού θά συ­νέ­θε­τε δη­μι­ουρ­γι­κά τή δι­α­χρο­νί­α καί τή συγ­χρο­νί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἀ­νά­λω­σε πολ­λές ἀ­πό τίς δυ­νά­μεις του σέ μιά ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση με­τα­ξύ τους. Ἀν­τί νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ ἕ­να γλωσ­σι­κό ὄρ­γα­νο πού θά ἐ­νο­φθάλ­μι­ζε στό σῶ­μα τῆς ζων­τα­νῆς λα­ϊ­κῆς γλώσ­σας στοι­χεῖ­α μιᾶς ἀ­δι­ά­σπα­στης γλωσ­σι­κῆς ἑ­νό­τη­τας, ὅ­πως λέ­ξεις καί σχή­μα­τα, μορ­φο­λο­γι­κά στοι­χεῖ­α, γρα­φή (ἡ ἐξοικείωση μέ τήν ἱ­στο­ρι­κή γρα­φή εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη γιά τήν ἐ­τυ­μο­λο­γική προσέγγιση τῶν λέξεων καί τήν εὐχερῆ πρό­σβα­ση στά πα­λαι­ό­τε­ρα κεί­με­να) κ.λπ., οἱ δυ­νά­μεις μας σπα­τα­λή­θη­καν σέ ἕ­ναν δι­ά­λο­γο πού, πα­ρά τίς δη­μι­ουρ­γι­κές του πλευ­ρές (παράθεση καί ἐπεξεργασία ἐ­πι­χει­ρη­μά­των, ἀνάπτυξη τῶν γλωσσικῶν σπουδῶν κ.λπ.), εἶ­χε κυ­ρί­ως ἀρ­νη­τι­κές συ­νέ­πει­ες:
Ἡ ἐ­πι­μο­νή στήν κα­θα­ρεύ­ου­σα καί τήν ἀρ­χα­ΐ­ζου­σα ἀ­πέ­κο­πτε τούς ἐγ­γραμ­μά­τους ἀ­πό τό λα­ϊ­κό σῶ­μα μέ ἀμ­φί­δρο­με­ς συ­νέπει­ες. Οἱ λό­γιοι πε­ρι­ο­ρί­ζον­ταν σέ συ­ζή­τη­ση καί προ­βλη­μα­τι­σμό με­τα­ξύ ἑ­νός πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νου κύκλου ἐγ­γραμ­μά­των. Κα­τά συ­νέ­πεια καί τό ἐ­πί­πε­δο τοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ πα­ρέ­με­νε χαμηλό, μιά καί ἡ συζήτηση δι­ε­ξά­γον­ταν ἀ­νά­με­σα σέ ἐ­λά­χι­στους ἀν­θρώ­πους καί δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀξιοποιήσει στοι­χεῖ­α τῆς λα­ϊ­κῆς σο­φί­ας καί πα­ρά­δο­σης. Ἐκ πα­ραλ­λή­λου, ἡ ἀ­δυ­να­μί­α πρό­σβα­σης τοῦ εὐ­ρύ­τε­ρου λα­ϊ­κοῦ σώ­μα­τος στόν κό­σμο τῶν ἰ­δε­ῶν, τῆς ἐ­πι­στή­μης, τῆς ὑ­ψη­λῆς τέ­χνης, φτώ­χαι­νε τό λα­ϊ­κό σῶ­μα, κα­θυ­στε­ροῦ­σε τή δι­α­μόρ­φω­ση ἑ­νός ἐ­πε­ξερ­γα­σμέ­νου γλωσ­σι­κοῦ ὀρ­γά­νου, κ.ο.κ. Ὁ δι­χα­σμός μεταξύ δι­α­νο­ου­μέ­νων καί λα­οῦ, πού τό­σο ἔν­το­να καί ἀρ­νη­τι­κά σφρα­γί­ζει τή σύγ­χρο­νη ἑλ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση, σφρα­γί­ζε­ται κα­θο­ρι­στι­κά ἀ­πό αὐ­τόν τόν γλωσ­σι­κό δι­α­φο­ρι­σμό.
Ἀ­πέ­ναν­τι στόν κα­θα­ρο­λο­γι­σμό ἀ­να­πτύσ­σε­ται μιά ἀν­τί­δρα­ση πού ὅ­μως θά ὁ­δη­γη­θεῖ συ­χνά στό ἀν­τί­θε­το ἄ­κρο. Ὁ Βη­λα­ρᾶ­ς θά μι­λή­σει πρῶ­τος γιά τή φω­νη­τι­κή (κανονικά: φωνολογική) γρα­φή (Η ρο­μέ­η­κη γλό­σα) καί στή συ­νέ­χεια θά ἀ­κο­λου­θή­σει ὁ ψυ­χα­ρι­σμός, ἡ «φω­νη­τι­κή» γρα­φή, ἀ­κό­μα καί ἡ πρόταση γιά υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. Ἡ συγ­χρο­νί­α στήν πιό πε­ζή καί ἐρ­γα­λεια­κή μορ­φή της (ἡ γλῶσ­σα εἶ­ναι μό­νο ἐρ­γα­λεῖ­ο ἐπικοινωνίας καί ὄ­χι συμ­πύ­κνω­ση ἱ­στο­ρί­ας, πα­ρά­δο­σης, ταυ­τό­τη­τας, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πέ­τρε­ψε τήν δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἴ­διας της ὑπόστασης τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ), ἀν­τι­κα­θι­στᾷ πλέον τήν ἀ­πο­στε­ω­μέ­νη δι­α­χρο­νι­κό­τη­τα. Εὐ­νο­εῖ­ται ἡ μι­κρό­τε­ρη προ­σπά­θεια γιά τήν ἐ­κμά­θη­ση τῆς γλώσ­σας, μιά καί πρό­κει­ται γιά ἕ­να ἁ­πλό «ἐρ­γα­λεῖ­ο». Οἱ μα­θη­τές δέν πρέ­πει νά «κου­ρά­ζον­ται» γιά νά μά­θουν τή γλῶσ­σα, ἀλ­λά νά ἀ­φι­ε­ρώ­νον­ται στήν ἀ­πο­θη­σαύ­ρι­ση ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν καί «πρα­κτι­κῶν» γνώ­σε­ων. Ἔ­τσι, ἀ­πό τήν ἀν­τί­δρα­ση στά «γραμ­μα­τι­κά» καί στήν τυ­ραν­νί­α τοῦ συν­τα­κτι­κοῦ πού πε­ρι­έ­γρα­φε ὁ Ἰ­ώ­ση­πος Μοι­σι­ό­δα­ξ ὡς «γραμ­μα­τι­κὴν κα­κο­φυ­ΐ­αν»  καί κα­τα­κε­ραύ­νω­νε ὁ Ἀ­δα­μάν­τιος Κο­ρα­ῆς [«πε­ρισ­σό­τε­ρον ἤ­θε­λε ὠ­φε­λή­σει τὸ γέ­νος σή­με­ρον ὅ­στις καί­ει πα­ρὰ ὅ­στις γρά­φει Γραμ­μα­τι­κάς»], φτά­σα­με στό ἀν­τί­θε­το ἄ­κρο: στήν τυ­ραν­νί­α τοῦ πρα­κτι­κοῦ λό­γου καί τήν ἐρ­γα­λεια­κή ἀ­πο­δο­τι­κό­τη­τα, ξε­χνών­τας πώς ἡ ἐ­κμά­θη­ση μιᾶς γλώσ­σας, καί μά­λι­στα μέ τέ­τοι­α ἱ­στο­ρί­α καί πλοῦ­το, ἀ­πο­τε­λεῖ μί­α πο­λι­τι­στι­κή καί γνω­στι­κή δι­α­δι­κα­σί­α πρώ­του με­γέ­θους, ση­μα­το­δο­τεῖ τήν ἴ­δια τήν πρόσκτη­ση μιᾶς συλ­λο­γι­κῆς ταυ­τό­τη­τας.
Μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο, ἕ­να μέ­ρος τῆς γλωσ­σι­κῆς καί κοι­νω­νι­κῆς ἀ­ρι­στε­ρᾶς, πού βρίσκονταν σέ σύγ­κρου­ση μέ τόν γλωσ­σα­μυν­το­ρι­σμό, τήν κοι­νω­νι­κή καί γλωσ­σι­κή δε­ξιά, θά με­τα­βλη­θεῖ στόν ὑ­πο­στη­ρι­κτή τῆς ἰ­σο­πέ­δω­σης τῆς γλωσ­σι­κῆς μορ­φῆς.
Ὡ­στό­σο, ὅ­σο κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ἡ κα­θα­ρεύ­ου­σα, ἡ ἀρ­χα­ΐ­ζου­σα καί ἡ τυ­πο­λα­τρι­κή ἀρ­χαι­ο­γνω­σί­α, οἱ ἐρ­γα­λεια­κές δι­α­στά­σεις τοῦ δη­μο­τι­κι­σμοῦ δέν το­νί­ζον­ταν. Αὐ­τό θά γί­νει μό­νο ἀ­πό τή στιγ­μή πού, με­τά τή με­τα­πο­λί­τευ­ση, ἡ δη­μο­τι­κή θά κυ­ρι­αρ­χή­σει ἀ­κό­μα καί ὡς ἐ­πί­ση­μη γλῶσ­σα τοῦ κρά­τους καί το γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα θα εἰ­σέλ­θει σέ μιά Τρί­τη Πε­ρί­ο­δο.
Ἰ­σο­πέ­δω­ση καί ἀν­τί­στα­ση
Στίς συν­θῆ­κες, πλέον, τοῦ παγ­κο­σμι­ο­ποι­ού­με­νου κα­πι­τα­λι­σμοῦ, οἱ ἄρ­χου­σες τά­ξεις, ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν μι­κρῶν καί ἐ­ξαρ­τη­μέ­νων χω­ρῶν, δέν ἐ­πι­μέ­νουν στή δι­α­τή­ρη­ση τῆς πα­ρά­δο­σης καί τῆς ταυ­τό­τη­τας ὡς ἐγ­χώ­ρι­ων με­σο­λα­βη­τῶν τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας τους. Ἀν­τι­θέ­τως, ἀ­ξι­ο­δο­τοῦν καί προ­ά­γουν τήν ἰσο­πέ­δω­ση τῶν ταυ­το­τή­των πού συ­νι­στοῦν ἐμ­πό­διο σέ αὐ­τή τήν «πραγ­μα­τι­κή ὑ­πα­γω­γή». Ἐ­θνι­κές γλῶσ­σες, πα­ρα­δό­σεις, ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τες, ἀ­κό­μα καί ἐγ­χώ­ρια πο­λι­τι­κά καί προ­νοια­κά συ­στή­μα­τα, θά πρέ­πει νά ὑ­πο­βαθ­μι­στοῦν ἤ ἀ­κό­μα καί νά ἐ­ξα­λει­φθοῦν. Ἡ γλωσ­σι­κή συγ­χρο­νία, στήν πιό χυ­δαί­α συ­χνά ἐκ­δο­χή της, θά πρέ­πει νά ὀ­βε­λί­σει κά­θε στοι­χεῖ­ο δι­α­χρο­νί­ας. Σή­με­ρα χρει­α­ζό­μα­στε τά ἀγ­γλι­κά ὡς παγ­κό­σμια l­i­n­g­ua f­r­a­n­ca καί οἱ ἐγ­χώ­ρι­ες γλῶσ­σες ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­να ἀ­κό­μα ἐμ­πό­διο στήν χω­ρίς ὅ­ρια ἐ­πέ­κτα­ση τῶν δι­α­δι­κα­σι­ῶν τῆς κε­φα­λαια­κῆς ἀ­ξι­ο­ποί­η­σης.
Μιά ὁ­ρι­σμέ­νη ἐρ­γα­λεια­κή ἀν­τί­λη­ψη γιά τή γλῶσ­σα παύ­ει πλέ­ον νά ἀ­πο­τε­λεῖ τό ὄρ­γα­νο τοῦ ἀ­κραί­ου δη­μο­τι­κι­σμοῦ, ἴ­σως καί λα­ϊ­κι­σμοῦ, και με­τα­στρέ­φε­ται σέ μη­χα­νι­σμό τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης. Οἱ ἐγ­χώ­ριοι ἐκ­δο­τι­κοί μη­χα­νι­σμοί καί οἱ τε­χνο­κρά­τες εἰ­σά­γουν πλέον τήν «ἁ­πλού­στευ­ση» τῆς γρα­φῆς καί τῆς γλώσ­σας, τή λε­κτι­κή ἰ­σο­πέ­δω­ση, τήν ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρι­κή γρα­φή, καί στη­ρί­ζουν τόν ὀ­βε­λι­σμό τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρ­χαί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν ἀ­πό τήν ἐκ­παι­δευ­τι­κή δι­α­δι­κα­σί­α. Οἱ του­ρι­στι­κοί ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ες, οἱ ἐ­πι­χει­ρή­σεις τῆς «νέ­ας οἰ­κο­νο­μί­ας» καί τό με­γά­λο πο­λυ­ε­θνι­κό κε­φά­λαι­ο προ­ω­θοῦν ἤ­δη τή λα­τι­νι­κή γρα­φή καί τά g­r­e­e­k­l­i­sh ὡς προ­θά­λα­μο γιά στα­δια­κή του­λά­χι­στον ὑ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἀ­πό τήν ἀγ­γλι­κή.
Γιά τη­ν ι­δε­ο­λο­γι­κή στη­ρι­ξη αὐ­τοῦ τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος ἐ­πι­στρα­τεύ­ε­ται ὁ ἐρ­γα­λεια­κός ἰ­σο­πε­δω­τι­σμός. «Ἡ γλῶσ­σα δέν κιν­δυ­νεύ­ει» δι­α­κη­ρύτ­τουν οἱ «ἐκ­συγ­χρο­νι­στές», κε­κρά­κτες τῶν με­γά­λων ἐκ­δο­τι­κῶν συγ­κρο­τη­μά­των καί τῶν πο­λυ­ε­θνι­κῶν, ἐν­δε­δυ­μέ­νοι «τά πα­λιά δο­ξα­σμέ­να κου­ρέ­λια» τοῦ ἀ­γω­νι­στι­κοῦ δη­μο­τι­κι­σμοῦ (καί μα­ζί τους δυ­στυ­χῶς καί με­ρι­κοί εἰ­λι­κρι­νεῖς καί κα­θυ­στε­ρη­μέ­νοι δημοτικιστές, καθηλωμένοι στόν κύκλο τῆς πα­λαι­ᾶς γλωσ­σι­κῆς ἀν­τι­πα­ρά­θε­σης). Προ­βάλ­λουν καί πά­λι, λοι­πόν, τόν «κίν­δυ­νο» τοῦ «γλωσ­σι­κοῦ ἐ­θνι­κι­σμοῦ ἤ κα­θα­ρο­λο­γι­σμοῦ». Συ­σκο­τί­ζον­τας τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση δη­μο­τι­κι­σμοῦ καί κα­θα­ρεύ­ου­σας ἔ­χει σή­με­ρα ὑ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ἀ­πό μί­α νέ­α, ἀ­πό τήν ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση με­τα­ξύ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας στή συγ­χρο­νί­α καί τή δι­α­χρο­νί­α της, καί τῶν μη­χα­νι­σμῶν ἐκ­πτώ­χευ­σης καί πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­σής της, τῆς γλωσ­σι­κῆς παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης καί ἰ­σο­πέ­δω­σης. Τώ­ρα πιά ὁ Βη­λα­ρᾶς καί ὁ Βούλ­γα­ρης, ὁ Κο­ρα­ῆς καί ὁ Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δης, ὁ Σο­λω­μός καί ὁ Πα­πα­δι­α­μάν­της βρί­σκον­ται στό ἴ­διο στρα­τό­πε­δο. Καί στό ἀ­πέ­ναν­τι γνω­ρί­ζο­με ποι­οί βρί­σκον­ται, γνω­ρί­ζο­με τά ἐκ­δο­τι­κά συγ­κρο­τή­μα­τα, τούς πο­λι­τι­κούς, τούς δι­α­νο­ού­με­νους ὑ­πη­ρε­σί­ας, πού, στό ὄ­νο­μα μιᾶς ξε­πε­ρα­σμέ­νης ἀν­τί­θε­σης καί τῆς ἀν­τί­λη­ψης πώς «ἡ γλῶσ­σα δέν κιν­δυ­νεύ­ει», συν­τάσ­σον­ται σή­με­ρα μέ τούς ὀ­πα­δούς τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης.
Ἡ θέ­ση μας σέ αὐ­τό τό νέ­ο γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα πού ἔ­χει ἀ­να­κύ­ψει δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά εἶ­ναι μιά στά­ση ἐνερ­γοῦ ἀν­τί­στα­σης. Μιά ἐκ νέ­ου ἀ­ξι­ο­δό­τη­ση τῆς γλώσ­σας μας ἀ­πό τό­ν Ὅ­μη­ρο μέ­χρι τόν Μα­κρυ­γιά­ννη καί τόν Σε­φέ­ρη. Στήν πα­ρά­δο­σή μας, τῶν τε­λευ­ταί­ων αἰ­ώ­νων, ἔ­χου­με τήν κόκ­κι­νη γραμ­μή πού μᾶς ὁ­δη­γεῖ. Εἶ­ναι ἡ γλωσ­σι­κή πα­ρά­δο­ση τοῦ ἔ­πους τοῦ Δι­γε­νῆ Ἀ­κρί­τη στό Βυ­ζάν­τιο, τῆ­ς Ἐ­ρω­φί­λης καί τοῦ Ἐ­ρω­τό­κρι­του στήν Ἐ­νε­το­κρα­τού­με­νη Κρή­τη, – λό­για ἔρ­γα ὑ­ψη­λῆς τέ­χνης πού ἔ­γι­ναν ταυ­τό­χρο­να καί δη­μο­τι­κά ἄσμα­τα πού τά ἀ­πο­μνη­μό­νευ­ε καί τά τρα­γου­δοῦ­σε ὁ ἀ­γράμ­μα­τος λα­ός, ἐμ­πλου­τί­ζον­τας τήν κα­θη­με­ρι­νή του γλῶσ­σα καί τά τρα­γού­δια του. Καί ξα­νά­παιρ­νε αὐ­τά τά τρα­γού­δια ὁ Σο­λω­μός γιά νά τά κά­νει ὑ­ψη­λή τέ­χνη καί ὁ Ρή­γας γιά νά τά κά­νει Θού­ριους. Ἔ­χου­με τή με­γά­λη Ἑ­πτα­νη­σια­κή πα­ρά­δο­ση πού θά γεν­νή­σει τόν Σο­λω­μό καί τόν Κάλ­βο. Ἔ­χου­με τήν ἀρ­χαι­ο­γνω­σί­α καί τόν δη­μο­τι­κι­σμό τοῦ Μα­νόλη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δη, στόν δρό­μο πού χά­ρα­ξε ὁ Δη­μη­τρά­κης Κα­ταρ­τζῆς, οἱ Δη­μη­τρι­εῖς, ὁ Ρή­γας Φε­ραῖο­ς καί, ἀ­πό μιά ἄλ­λη ἀ­φε­τη­ρί­α, ὁ Ἀ­δα­μάν­τιος Κο­ρα­ῆς. Ἔ­χου­με τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ Πα­πα­δι­α­μάν­τη καί τοῦ Κα­βά­φη, τοῦ Πι­κι­ώ­νη καί τοῦ Κώ­στα Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου. Μιά γλῶσ­σα ζων­τα­νή πού στη­ρί­ζε­ται στή μη­τρι­κή μας γλῶσ­σα, ἐ­νῷ ταυ­τό­χρο­να ἀ­νοί­γε­ται θαρ­ρα­λέ­α στόν θη­σαυ­ρό τῶν χι­λι­ε­τι­ῶν τῆς γλωσ­σι­κῆς μας πα­ρά­δο­σης, ἀ­να­χω­νεύ­ον­τας διαρκῶς νέ­α στοι­χεῖ­α ἀ­πό αὐ­τή, ἀλ­λά καί ἀ­πό τή σύγ­χρο­νη ζω­ή καί τίς ξέ­νες γλῶσ­σες.
Ἐ­πι­τέ­λους μιά σύν­θε­ση, πού δέν θά εἶ­ναι ἄ­μυ­να, ἁ­πλή «ἐ­πι­στρο­φή» στήν πα­ρά­δο­ση, ὅ­πως ἔ­κα­νε κά­πο­τε ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς ἤ ὁ … Πλή­θω­νας, ἀλ­λά ἐ­νερ­γός καί δη­μι­ουρ­γι­κή ἀν­τί­στα­ση. Νά ‘μα­στε λοι­πόν πά­λι στό αἴ­τη­μα τοῦ Σο­λω­μοῦ: «μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸ νοῦ μου πά­ρεξ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ γλώσ­σα;»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ