Επιμέλεια του Αντώνη Αντωνά.
Σάββατο-Ανάσταση του Λαζάρου: Το Σάββατο του Λαζάρου ή Λαζαροσάββατο είναι η μέρα πριν από την Κυριακή των Βαΐων. Την ημέρα αυτή εορτάζεται η ανάσταση του Λαζάρου από τη Βηθανία, ένα γεγονός το οποίο περιγράφεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Λαογραφικό Κυπριακό ποίημα.
Ἔαρ ἡμῖν ἐπέφανεν, τοῖς πᾶσι τὸ μηνῦον
τὴν τοῦ Λαζάρου ἔγερσιν, ξένον, φρικτὸν σημεῖον.
Ἄνθη καὶ ρόδα εὔοσμα, κατάνυξις ψυχῆς τε,
καὶ λέγω σας, ἀκροαταί, εἰς τὴν χαρὰν νὰ εἶσθε.
Ἀκούσατε τὴν ἔγερσιν τοῦ τεταρταίου φίλου
καὶ τὴν χαράν, ἣν ἔλαβον αἱ ἀδελφαὶ ἐκείνου,
διὰ νὰ καταλάβετε τί εἶναι θεία Ἀγάπη
καὶ πὼς ψυχὴ λυτρώνεται ἀπὸ πικρὸν τὸν Ἅδην,
ὡς καὶ αὐτὸς ὁ Λάζαρος, ὅστις εἶχεν ἀγάπην
μὲ τὸν Δεσπότην τὸν Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Ἀρχίζω τὴν διήγησιν κι ὅλοι ἀκροασθεῖτε
μὲ πόθον καὶ μὲ προσοχήν, γιὰ νὰ ὠφεληθῆτε.
Ὁ Λάζαρος κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηθανίαν
καὶ τὸν Χριστὸν ἐδέχετο μὲ περισσὴν φιλίαν….
Ἡ Μάρθα τοὺς προϋπαντᾶ μὲ θρήνους καὶ μὲ γόους
καὶ προσκυνοῦσα τὸν Χριστόν, λέγει αὐτοὺς τοὺς λόγους:
«Ἂν ἦσο ὧδε, Κύριε, o Λάζαρος, ὁ φίλος
ποτὲ δὲν θὰ ἀπέθνησκεν τὸ βέβαιον ἐκεῖνος.»
Κι ὁ Ἰησοῦς μας ὁ Χριστὸς τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μὴν κλαῖτε, μόνον ἔχετε πίστιν
ὁ γὰρ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσει.»
Λέγ᾿ ἡ Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, ὅσ᾿ ἂν αἰτήσῃς,
Σοῦ τὰ χαρίζει ὁ Θεός, ἂν θέλῃς καὶ ὁρίσῃς».
Τῆς λέγει «ποῦ τεθήκατε τὸν Λάζαρον τὸν φίλον,
ὑπάγετε οὖν ἔμπροσθεν καὶ δείξατέ μοι ἐκεῖνον».
Καὶ παρευθὺς ἐπρόσταξεν τοῦτον νὰ ποιήσουν,
τὸν λίθον ἐκ τοῦ μνήματος νὰ τὸν ἀποκυλίσουν.
Ἐπάνωθεν τοῦ μνήματος ἐστάθην καὶ δακρύζει.
Κι ὡς ἄνθρωπος ἐδάκρυσεν μὲ εὐσπλαχνίαν,
νὰ δείξει τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν ἐπιεικείαν,
καὶ ὡς Θεὸς ἐφώναξεν μίαν φωνὴν μεγάλην,
«Λάζαρε, δεῦρο ἔξελθε», κι ἠκούσθην εἰς τὸν Ἅδην.
Ὁ Ἅδης ἀναστέναξεν, ἔτρεμεν, ἐφοβεῖτον,
ὡς ἤκουσεν τοῦ Ἰησοῦ τὴν θεϊκὴν φωνήν του
τὸν Λάζαρον ἀπέλυσεν εὐθὺς καὶ τὸν ἀφίνει
καὶ τὸν βιάζει μάλιστα μήπως ἐκεῖ ἀπομείνῃ.
Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Λάζαρος ἔξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαῦρος καὶ χλωμὸς καὶ τεταπεινωμένος.
Και την λαμπράν Ανάστασιν όλοι ν’ αξιωθώμεν…
Τον Παντοδύναμον Θεόν ίνα δοξολογώμεν.
Κι εμείς καλώς σας ηύραμεν και να πολυχρονάτε
τυριά πολλά να κάμνετε κι εμάς να μας διάτε. (Δίδεται)
Το πιο πάνω λαογραφικό ποίημα το απάγγελλε ο λαογράφος ποιητάρης Κύπριος Ανδρέας Μαππούρα, με μια λυρική απόδοση που πραγματικά συγκινούσε.
Είναι εκπληκτική και ανεκτίμητη η Λαογραφική λυρική γλώσσα στο πιο πάνω ποίημα αλλά και όπως και σε όλα τα ποιήματα των Κύπριων ποιητάρηδων μας, που μας αφήνουν ανεκτίμητη ιστορική λαϊκή κληρονομιά, την οποία πρέπει να διαφυλάσσουμε ως κόρη οφθαλμού και να την αναμεταδίδουμε στη νέα γενιά…
ΑΓΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ – Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ.
Αποσπάσματα από κείμενα και άρθρα της Ιερά Μητρόπολης Κιτίου και παλαιότερα κείμενα μου.
Λάρνακα, το αρχαίο Κίτιο. Μια από τις πιο ωραίες και αρχαίες εκκλησίες της Κύπρου στολίζει την πόλη αυτή του φιλοσόφου Ζήνωνα, τη Λάρνακα: είναι η εκκλησία του αγίου Λαζάρου, του φίλου του Χριστού, κτισμένη πάνω από τον τάφο του αγίου, ο οποίος διετέλεσε, κατά την παράδοση, πρώτος Επίσκοπος Κιτίου. Για λίγα σχετικά και κατατοπιστικά λόγια ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν.
Ο άγιος Λάζαρος, (Ελεάζαρ στα εβραϊκά) ήταν Εβραίος και καταγόταν από τη Βηθανία, μια κώμη τρία περίπου χιλιόμετρα στ’ ανατολικά της Ιερουσαλήμ. Είναι γνωστός ως “τετραήμερος και φίλος του Χριστού”: “τετραήμερος” από το γεγονός της ανάστασης του από το Χριστό τέσσερις μέρες μετά το θάνατο και την ταφή του. “φίλος του Χριστού” γιατί έτσι τον αποκαλεί η Αγία Γραφή , επισημαίνοντας τους φιλικούς δεσμούς του Κυρίου με όλη την οικογένεια: “Ηγάπα [ο Χριστός] την Μάρθαν και την αδελφήν αυτής [Μαρίαν] και τον [αδελφόν αυτών]Λάζαρον”, μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Ιωάννης.
Πολλές φορές ο Χριστός φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους . Κατά τη διάρκεια της τελευταίας πορείας Του από τη Γαλιλαία προς τα Ιεροσόλυμα, όπου πήγαινε για να σταυρωθεί “υπέρ της του κόσμου ζωής”, κι ενώ ακόμα βρισκόταν μακριά, οι δύο αδελφές τον ειδοποίησαν ότι ο αδελφός τους, άρρωστος βαριά, πέθαινε: “Κύριε , ίδε ον φιλείς ασθενεί”. Κι ο Κύριος, που δήλωσε πως αυτή η ασθένεια “ούκ έστι προς θάνατον αλλ’ υπέρ της δόξης του θεού”, καθυστέρησε δύο μέρες κι ύστερα ξεκίνησε για τη Βηθανία, όπου έφθασε τέσσερις μέρες μετά την ταφή του Λαζάρου. Συγκινημένος στάθηκε μπροστά στο μνήμα και – σαν Κύριος της ζωής και του θανάτου – τον επανέφερε στη ζωή παρ’ όλον ότι ήταν “τεταρταίος” και “ήδη ώζε”
Αργότερα ο Λάζαρος αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στο Κίτιο της Κύπρου, φεύγοντας την επιβουλή των αρχιερέων και φαρισαίων που ζητούσαν να τον σκοτώσουν:
“Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν”. (Οι αρχιερείς τότε απεφάσισαν να θανατώσουν και τον Λάζαρον, διότι εξ αιτίας του πολλοί από τους Ιουδαίους έφευγαν και πίστευαν εις τον Ιησούν).
Πιθανότερος χρόνος φυγής του θεωρείται το 33 μ.Χ., και, συγκεκριμένα, ο καιρός του διωγμού που ξέσπασε μετά το λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρος Στεφάνου, οπότε πολλοί χριστιανοί της Ιουδαίας “διασπαρέντες από της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω, διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας”
Κατά την παράδοση της Εκκλησίας ο Λάζαρος ήταν τριάντα ετών το 33 μ.Χ. όταν ο Χριστός τον ανέστησε εκ νεκρών . Έζησε δε άλλα τριάντα χρόνια στο Κίτιο και απέθανε γύρω στο 63 μ.Χ. σε ηλικία εξήντα ετών. Εδώ λοιπόν τον βρήκαν οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, όταν ήλθαν στην Κύπρο το 45 μ.Χ. και τον χειροτόνησαν πρώτο Επίσκοπο Κιτίου. Εποίμανε το ποίμνιό του για δεκαοχτώ χρόνια (45-63 μ.Χ.), οπότε πέθανε για δεύτερη φορά και ετάφη στο Κίτιο, εκεί όπου σήμερα υψώνεται ο βυζαντινός ναός του.
Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες από τη ζωή του ως Επισκόπου στο Κίτιο γιατί δεν διασώθηκαν ή δεν υπήρξαν σχετικές γραπτές πηγές. Το έργο του όμως, όπως κι εκείνο των άλλων Επισκόπων της Κύπρου του πρώτου αιώνα, δεν θα πρέπει να ήταν καθόλου εύκολο λόγω της δύναμης που είχαν οι δυο αντίθετες προς το Χριστιανισμό δυνάμεις: η ειδωλολατρεία από την μια, που, εξ αιτίας της λατρείας της Αφροδίτης, ήταν πολύ δημοφιλής στην Κύπρο. και ο αντιχριστιανικός φανατισμός της εδώ πολυάριθμης και ισχυρής Ιουδαϊκής κοινότητας, από την άλλη, η οποία αντιδρούσε και αντενεργούσε με κάθε τρόπο στο έργο των Χριστιανών. Η Εκκλησία της Κύπρου χρειάστηκε να παλέψει σκληρά για πολύ καιρό ακόμα έως ότου εδραιωθεί.
Ο ναός του αγίου στη Λάρνακα ήταν από πολύ παλιά γνωστός στο χριστιανικό κόσμο και αποτελούσε, μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, απαραίτητο συμπλήρωμα στο προσκύνημα των Αγίων Τόπων. Εκτός αυτού πολλές θεραπείες και άλλα θαύματα επιτελούνταν εδώ με τη χάρη του, όπως μας πληροφορεί στις εντυπώσεις του παλιός ξένος περιηγητής, ο Pietro Della Valle, Ρωμαίος ευγενής, που επισκέφθηκε τη Λάρνακα και το ναό στα 1614 και 1626: όπως αναφέρει, στις επιφυλάξεις του για το αν πρόκειται πράγματι για τον Λάζαρο το φίλο του Χριστού, του δόθηκε η απάντηση ότι “η αλήθεια αυτή αποδεικνύεται από τα θαύματα που ο άγιος επιτελεί στο ναό καθημερινά, θεραπείες κ.ά.”. Θα πρέπει λοιπόν να αποτελούσε μεγάλο προσκύνημα, όχι μόνο για ντόπιους μα και για ξένους προσκυνητές.
Η σημασία του σαν ιερό προσκύνημα επαυξήθηκε σήμερα, μετά την ανεύρεση, στις 23 Νοεμβρίου 1972 (κατά τη διάρκεια εργασιών ανακαίνισης του ναού), μέρους των λειψάνων του αγίου βαθιά κάτω από την αγία Τράπεζα, μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα.
Όπως είναι γνωστό το λείψανο του αγίου είχε πρωτοβρεθεί το 890 μ.Χ. στον τάφο του, μέσα στο μικρό ναό, που υπήρχε την εποχή εκείνη και μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στην οποία ήταν χαραγμένα (όχι όμως στα ελληνικά) τα εξης: “Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού”. Ο τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε, μετέφερε το ιερό λείψανο στην Κωνσταντινούπολη και σ’ αντάλλαγμα έστειλε χρήματα και τεχνίτες για να κτίσουν το ναό που βλέπουμε σήμερα. Είναι όμως αδιανόητο να δεχτούμε ότι οι τότε Κιτιείς είχαν δώσει ολόκληρο το λείψανο χωρίς να κρατήσουν ένα μικρό μέρος για την πόλη τους . Γι΄ αυτό το γεγονός ότι σήμερα βρέθηκε στον τάφο μέρος μόνο λειψάνου και όχι ολόκληρο λείψανο, αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη για την αυθεντικότητά του.
Τη μεταφορά αυτή του ιερού σκήνους από το Κίτιο στην Κωνσταντινούπολη αποθανάτισε ο τότε Επίσκοπος Καισαρείας Αρέθας σε δύο πανηγυρικές ομιλίες, που έγραψε γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Στην πρώτη εκθειάζει το γεγονός της αφίξεως του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη από την Κύπρο, ενώ στη δεύτερη περιγράφει λεπτομερώς την πομπή που σχηματίστηκε από τον αυτοκράτορα για τη μεταφορά του λειψάνου από την Χρυσούπολη στο ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Λέων ΣΤ΄, εκτός από το ναό που έκτισε στο Κίτιο επ’ ονόματι του αγίου Λαζάρου, έκτισε και δεύτερο στην Κωνσταντινούπολη προς τιμή του αγίου. Κατά παράδοση ο εκάστοτε αυτοκράτορας παρευρίσκετο στη λειτουργία κατά το Σάββατο του Λαζάρου σ ΄αυτή την εκκλησία. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, οι Σταυροφόροι, εκτός από τους άλλους θησαυρούς που μετέφεραν στη Δύση, μετέφεραν και το λείψανο του αγίου στη Μασσαλία, απ’ όπου όμως αργότερα χάθηκε. Εκμεταλλευθέντες μάλιστα οι Φράγκοι το γεγονός αυτό καλλιέργησαν παλαιότερα, για λόγους θρησκευτικούς και εθνικιστικούς, τη φήμη ότι εκεί και όχι αλλού έζησε ο Λάζαρος σαν επίσκοπος.
Η περίφημη αυτή αρχαία εκκλησία του αγίου Λαζάρου, κτισμένη όπως αναφέρθηκε, πάνω στον τάφο του, είναι ότι πολυτιμότερο έχει να επιδείξει η Λάρνακα. Ποιος να μπει μέσα και να μη κατανυγεί! Ένα πρωτοχριστιανικό μεγαλείο τη χαρακτηρίζει, ένα “δωρικό” μεγαλείο, που σε εντυπωσιάζει και σε συναρπάζει. Μα και το περίφημο εικονοστάσι της που, με τα ξυλόγλυπτα αριστουργήματά του, μοιάζει με τεράστια χρυσοκέντητη δανδέλλα, ποιος να το αντικρίσει και να μη νοιώσει κατάνυξη και θαυμασμό! Αναρίθμητες μορφές στολίζουν τα εκτεταμένα πλάτη και ύψη του: μορφές πάγκαλες, πανάγιες, μορφές “μυστικές” γεμάτες “ειρήνη του Θεού που υπερέχει πάντα νούν”, μορφές αγίων που σε κάθε λειτουργία κι εσπερινό λες και κατεβάζουν τον ουρανό στη γη. Μοιάζει, αληθινά, το πανώριο εικονοστάσι με “νοητό στερέωμα” κι οι εικόνες του “αστέρες πολύφωτοι” – αληθινός πίνακας “πανηγύρεως πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων” – (Εβρ. Ιβ’23), πίνακας που θυμίζει τόσο ζωντανά τον κόσμο του “επέκεινα”!
Η εκκλησία του αγίου Λαζάρου είναι μια από τις τρεις εκκλησίες με τρεις τρούλους που υπάρχουν στην Κύπρο. Οι τρεις αυτές εκκλησίες (η ερειπωμένη εκκλησία που κτίστηκε στο διάδρομο που οδηγεί από τη βασιλική του αγίου Επιφανίου στο βαπτιστήριό της, η εκκλησία του Απ. Βαρνάβα και αυτή του αγίου Λαζάρου) διαφέρουν από τις άλλες πολύτρουλλες εκκλησίες της Κύπρου και αποτελούν ιδιαίτερο τύπο, στον οποίο συνδυάζονται τρεις συνεπτυγμένοι εγγεγραμμένοι σταυροειδείς με τρούλο.
Κτίστηκε στα τέλη του 9ου αιώνα, γύρω στο 890 μ.Χ., από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα Στ’ το Σοφό. Κτισμένη εξ ολοκλήρου από πέτρα, είναι τρίκλιτη, με τους τρεις τρούλους στο μεσαίο κλίτος. Οι τρεις τρούλοι είναι σήμερα κομμένοι. Κατερρίφθησαν τον καιρό της Τουρκοκρατίας όταν, κατά την παράδοση, Τούρκος αξιωματούχος διέταξε την κατεδάφιση τους επειδή, μπαίνοντας στο λιμάνι της Λάρνακας, προσευχήθηκε εκλαμβάνοντάς τους σαν θόλους τουρκικού τεμένους. Σύμφωνα με άλλη άποψη, καταστράφηκαν από σεισμό, άγνωστο πότε.Το 1734 όταν επισκέφθηκε την εκκλησία ο Ρώσσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ, ήταν ήδη κατεσραμμένοι.
Στα τέλη της Φραγκοκρατίας κτίστηκε η στοά, που βλέπουμε στη νότια πλευρά του ναού. Το 1857 κτίστηκε το σημερινό καμπαναριό. Μέχρι τότε ο ναός εστερείτο λιθόκτιστου κωδωνοστασίου γι’ αυτό και οι καμπάνες ήταν τοποθετημένες πάνω σε ξύλινο βάθρο. Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι, από το 1571 που κατέλαβαν την Κύπρο, μέχρι τα μέσα σχεδόν του 19ου αιώνα, δεν επέτρεπαν την ύπαρξη καμπαναριών ούτε τη χρήση καμπάνων στις χριστιανικές εκκλησίες. Μόλις το 1856 το επέτρεψαν, ύστερα από απαίτηση της ορθόδοξης χριστιανικής Ρωσσίας, αλλά μόνο κατόπιν βεζυρικής άδειας. Στη Λευκωσία μόλις το 1858 επετράπη να στηθεί μια και μόνη καμπάνα στον ι. Ναό Φανερωμένης. Στη Λάρνακα, αντίθετα, ο ναός του αγίου Λαζάρου είχε καμπάνες πολύ πριν το 1856, γενόμενες σιωπηρά ανεκτές από τους Τούρκους κι αυτό γιατί οι Λαρνακείς είχαν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων λόγω της υπάρξεως των Προξενείων και μεγάλης ευρωπαϊκής παροικίας στην πόλη τους. Κατά την περίοδο όμως της Φραγκοκρατίας, ο ναός θα πρέπει να είχε άλλο εξ ίσου επιβλητικό καμπαναριό, αν κρίνουμε από παλιά σχέδια της Λάρνακας που δημοσίευσαν στην Ευρώπη περιηγητές των περασμένων αιώνων και όπου ο άγιος Λάζαρος διακρίνεται με τους τρούλους του ακέραιους και με ψηλό καμπαναριό. Τούτο θα πρέπει να κατεδαφίστηκε αργότερα από τους Τούρκους. Επειδή οι Βυζαντινοί δεν έκτιζαν ψηλά καμπαναριά, υποθέτουμε ότι τούτο θα είχε κτισθεί κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας, κατά το πρότυπο των ψηλών ιταλικών καμπαναριών. (Την ιταλική αυτή επίδραση τη βλέπουμε ακόμα και σήμερα στα καμπαναριά όλων των παλαιών εκκλησιών της Λάρνακας).
Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι, εξαιρετικής τέχνης, θεωρείται ένα από τα ωραιότερα στην Κύπρο και είναι (όπως και το εξ ίσου θαυμάσιο εικονοστάσι του ναού του Τρυπιώτη στη Λευκωσία), έργο του δόκιμου λεπτουργού Χατζησάββα Ταλιαδώρου, που καταγόταν από την ενορία Τρυπιώτη. Η κατασκευή του άρχισε το 1773 και τελείωσε το 1782. Λίγο αργότερα, το 1793-1797 επιχρυσώθηκε και συμπληρώθηκε η αγιογράφησή του από το ζωγράφο Μιχαήλ Προσκυνητή ή Χατζημιχαήλ και τους συνεργάτες του. Το εικονοστάσι κοσμούν συνολικά 120 εικόνες θαυμάσιας τέχνης: 13 μεγάλες στην κάτω σειρά και 60 μικρότερες πάνω (σε δύο σειρές από 30 εικόνες η καθεμμία), 25 στη βημόθυρα των τριών πυλών του ιερού και 4 στο σύμπλεγμα του Εσταυρωμένου στην κορυφή με συμβολική παράστασή του “πελεκάνου” στη βάση του σταυρού. Οι υπόλοιπες είναι 16 μικρές κυκλικές εικόνες στο ήμισυ του ύψους του εικονοστασίου και 2 στην κορυφή.
Αριστούργημα ξυλογλυπτικής τέχνης αποτελεί επίσης η αγία Τράπεζα, έργο κι αυτό του 1773, καθώς και ο δεσποτικός θρόνος, πάνω στον οποίο υπάρχει εικόνα του αγίου Λαζάρου ως Επισκόπου με ημερομηνία 1734.
Μέσα στο ναό φυλάσσονται και οι εξής πολύτιμες και αρχαίες εικόνες, που ίσως να ανήκαν σε παλαιότερο εικονοστάσι: μια του αγίου Λαζάρου ως Επισκόπου, φέροντος “πολυσταύριον φελόνιον”, (μέσα 16ου αιώνα), και μια της Αναστάσεως του Λαζάρου, εξ ίσου παλαιά, βυζαντινής λαϊκής τεχνοτροπίας. Αξιοσημείωτες είναι τέλος και τέσσερις άλλες μεγάλες εικόνες που, τοποθετημένες σε ξυλόγλυπτα τέμπλα, κοσμούν τους τέσσερις πεσσούς του κεντρικού θόλου: της Παναγίας με ρωσσικό διάκοσμο, της αναστάσεως του Λαζάρου, του αγίου Νικολάου και του αγίου Γεωργίου με σκηνές από το βίο του περιμετρικά της κεντρικής παραστάσεως, έργο του 1717 του Ιακώβου Μόσκου του Κρητός.
Φαίνεται ότι, παλαιότερα, ολόκληρος ο ναός ήταν αγιογραφημένος, γιατί μέχρι τον περασμένο αιώνα σώζονταν μερικές τοιχογραφίες στους πεσσούς του κεντρικού θόλου. Οι τοιχογραφίες του ναού καταστράφηκαν απο άγνωστη αιτία κατά την πολύκαιρη διάρκεια ύπαρξης του ναού ή κατ’ άλλη εκδοχή πρέπει να καταστράφηκαν, πιθανότατα, από την πολλή υγρασία που επικρατεί στην περιοχή της Λάρνακας και ειδικότερα της ενορίας Σκάλας, όπου το υψόμετρο ελάχιστα διαφέρει εκείνου της θάλασσας. (Μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα μάλιστα οι περιοχές νοτιοδυτικά του ναού μέχρι την Αλυκή αποτελούσαν λιμνώδεις εκτάσεις, γνωστές σαν “λίμνες τ’ άι Λαζάρου”).
ΛΑΪΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Το πέρασμα του αγίου Λαζάρου από το Κίτιο συνδέθηκε με διάφορες παραδόσεις. Σύμφωνα με μια τέτοια παράδοση, στα τριάντα αυτά χρόνια που έζησε μετά την ανάστασή του, δεν γέλασε ποτέ -εκτός από μια φορά , όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο δοχείο, οπότε χαμογέλασε λέγοντας: “ο πηλός κλέβει τον πηλό”-συγκλονισμένος από το θέαμα των αλυτρώτων ψυχών, που είδε στον άδη κατά την εκεί τετραήμερη παραμονή του. (Δεν είχε λάβει ακόμα χώραν η λυτρωτική θυσία του Χριστού πάνω στο σταυρό και η Ανάστασή Του, η οποία και ελύτρωσε τον άνθρωπο από τα δεσμά του άδη και της αιώνιας καταδίκης).
Μια άλλη παράδοση συνδέει το πέρασμα του αγίου από το Κίτιο-Λάρνακα με τις εκεί πλησίον ευρισκόμενες Αλυκές. Η παράδοση αυτή θέλει τις Αλυκές την εποχή εκείνη απέραντο αμπέλι . Διψασμένος οδοιπόρος ο άγιος, κάποια μέρα, ζήτησε από τον ιδιοκτήτη λίγο σταφύλι για να ξεδιψάσει. Εκείνος αρνήθηκε κι όταν ο άγιος του έδειξε ένα καλάθι που φαινόταν να είναι γεμάτο σταφύλι, εκείνος απάντησε ότι περιέχει άλας. Τότε ο άγιος, για να τιμωρήσει την κακία και υποκρισία των ανθρώπων εκείνων, μετέτρεψε δια θαύματος το απέραντο αμπέλι σε λίμνη άλατος.
Εκτός από αυτά, υπάρχει και παράδοση περί επισκέψεως της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Κύπρο και ειδικά στο Κίτιο, για συνάντηση του Λαζάρου. Η παράδοση αυτή , αγιορείτικης προελεύσεως, αναφέρει ότι ο Λάζαρος εθλίβετο πολύ που δεν έβλεπε τη Μητέρα του Κυρίου. Γι αυτό, ύστερα από σχετική συνεννόηση, έστειλε πλοίο στην Παλαιστίνη και την παρέλαβε μαζί με τον ευαγγελιστή Ιωάννη και άλλους μαθητές, για να τους φέρει στην Κύπρο. Πριν φθάσουν όμως εδώ μεγάλη τρικυμία και ενάντιος άνεμος τους παρέσυρε μέχρι το βόρειο Αιγαίο, στις ακτές του όρους Άθω (δηλαδή του Αγίου Όρους). Εκεί η Παναγία, μετέστρεψε στη χριστιανική πίστη τους ειδωλολάτρες κατοίκους και ζήτησε από τον Υιόν Της σκέπη και προστασία για όσους θα ασκούνται χριστιανικά στο όρος τούτο. Επειτα αναχώρησε και έφθασε, επί τέλους, στην Κύπρο, στο Κίτιο, όπου συνάντησε το Λάζαρο, στον οποίο έφερε δώρο επισκοπικό ωμοφόριο και επιμανίκια, τα οποία είχε κάμει με τα ίδιά της τα χέρια. Και αφού ευλόγησε την κατά Κίτιον Εκκλησία επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα.
Είναι τόσο ισχυρή και τόσο διαδεδομένη σ’ ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο, μηδέ της Ρωσσίας εξαιρουμένης, η παράδοση για την έλευση και χειροτονία του αγίου Λαζάρου στο Κίτιο, ώστε η έλλειψη σχετικών γραπτών πηγών του πρώτου αιώνα να μην αναιρεί, πιστεύομε, την πραγματικότητά της. Βοώσαν παράδοσιν αποτελεί εξ’ άλλου και ο αρχαίος ναός του αγίου, κτισμένος πάνω στον κατά παράδοση τάφο του.
Κατά το Σάββατο του Λαζάρου υπήρχε παλαιότερα στη Λάρνακα – όπως και σε πλείστα άλλα μέρη της Κύπρου – το έθιμο να περιέρχονται τα παιδιά, κατά ομάδες, τα σπίτια και να τραγουδούν το άσμα του Λαζάρου ή κάλαντα του Λαζάρου. Το έθιμο αυτό αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία στην ενορία Σκάλας (Αγίου Λαζάρου), όπου γινόταν ολόκληρη ιεροτελεστία με αναπαράσταση της εγέρσεως του αγίου. Περιγραφή του εθίμου, όπως γινόταν στα τέλη του περασμένου αιώνα, έχει ως εξής:
΄΄Οι επίτροποι και οι διάκονοι του ναού έντυναν ένα αγόρι της περιοχής, το Λαζαρόπαιδο, με κίτρινες μαργαρίτες που είχαν πλεχθεί ειδικά για τη γιορτή. Ο μητροπολίτης με τους ιερείς και τους πιστούς περίμεναν στο μεγάλο δωμάτιο υποδοχής, τραγουδώντας πένθιμα άσματα με τη συνοδεία πένθιμης μουσικής. Το Λαζαρόπαιδο έπεφτε στη συνέχεια σε ένα στρώμα από λουλούδια και φύλλα, τριαντάφυλλα, ανθούς πορτοκαλιάς και ροδιάς, κλαδιά δάφνης, μυρσίνης και φοινικιάς. Ο πρωτοπαπάς διάβαζε το ευαγγέλιο και όταν έφθανε στη φράση “Λάζαρε δεύρο έξω” ύψωνε τη φωνή του, όπως αναφέρεται ότι είχε κάμει κι ο Χριστός. Ενώ ακουγόταν αυτή η φράση, οι ιερείς κι οι διάκονοι τοποθετούσαν το σταυρό στο κεφάλι του παιδιού, το θυμιάτιζαν και το ράντιζαν με κλαδιά μυρσίνης βουτηγμένα σε αγίασμα. Ο υποτιθέμενος νεκρός Λάζαρος τότε “αναστηνόταν”. Το Λαζαρόπαιδο σηκωνόταν, οι γυναίκες το ράντιζαν με ροδόσταγμο, το έραιναν με ροδοπέταλα κι έβαζαν στο στόμα του γλυκό, μια γουλιά κρασί και μια μπουκιά ψωμί. Τότε οι φλογέρες , τα βιολιά και τα λαγούτα, μαζί με την εκκλησιαστική χορωδία, άρχιζαν ένα χαρμόσυνο ύμνο τον οποίο τραγουδούσε μαζί και η κοινότητα. Όποιος πλησίαζε, φώναζε δυνατά : “Ο Λάζαρος αναστήθηκε…”. Κατόπιν οι Σκαλιώτες, (Λαρνακιώτες) που αποτελούσαν την επιτροπή για τη γιορτή, άρχιζαν να μοιράζουν κόλλυβα, φαγητά ποτά, γλυκίσματα και ψωμιά. Πρόσφεραν επίσης κουμανταρία (το περίφημο γλυκό κυπριακό κρασί) και ζιβανία (τσίπουρο). Συγχρόνως ράντιζαν τον κόσμο με ροδόσταγμο από ασημένιες μυροχόες (μερρέχες) και θυμιάτιζαν για το βάσκανο μάτι. Έτσι τελείωνε η ιεροτελεστία στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Λαζάρου. Κατόπιν η επιτροπή για την γιορτή κι ολόκληρη η “πομπή του Λαζάρου”, με αναμμένα κεριά, πήγαιναν μέχρις αργά τη νύχτα στα σπίτια όπου υπήρχαν αυτοσχέδια “στρώματα του Λαζάρου”, στολισμένα με λουλούδια και κλαδιά. Στα σπίτια κερνούσαν τους επιτρόπους και τους ιερείς, προσφέροντάς τους γλυκά , ψωμιά, τσιγάρα, χρήματα κ.ά. Η διαδρομή της λιτανείας αυτής ήταν καθορισμένη.΄΄
Απόσπασμα από Ιερομ. Σωφρόνιο Γ. Μιχαηλίδη
Λάρνακα – Κύπρος
Μερικά ενδεικτικά αποσπάσματα από ποιητικές – συλλογές φίλων διαπρεπών Κυπρίων συγγραφέων και ποιητών, που διατηρούν και αναμεταδίδουν την πλούσια λαογραφική παράδοση της Κύπρου.
Διπλή Ανάσταση.
Του αείμνηστου αγαπητού μου καθηγητή Κώστα Κακούλλα.
«…Και όταν πια η αγωνία του κόσμου είχε φτάσει στο κατακόρυφο, προβάλλει από την Αγία Πόρτα η ευλαβική μορφή του Παπά-Αλέξη. Στο αντίκρυσμα της κάθε ψιθύρισμα σταμάτησε γιατί ο παπάς ήτανε το πιο αγαπητό πρόσωπο στο χωριό…»
Αδελφοί μου να με συγχωρήσετε, που άθελα, μου, σας έκανα να περιμένετε. Την ώρα που αδημονούσατε για την αργοπορία μου, εγώ λειτουργούσα στην σπηλιά της Αγίας Φωτεινής.
Χρόνια τώρα κάθε Χριστούγεννα και Λαμπρή έρχονται μυστικά οι κρυφοί Χριστιανοί απ΄ το γειτονικό Τουρκοχώρι..Ακούνε την λειτουργία και παίρνουνε την Θεία Μετάληψη…Κρατήστε μυστικά ότι σας είπα, γιατί αλοίμονο, αν μαθευτεί στο Τουρκοχώρι…
Με συγκίνηση ακούσαμε την ξαφνική αποκάλυψη του Παπά-Αλέξη, που σε λίγο άρχισε ήσυχα, ήσυχα την λειτουργία του…».
Το διήγημα του « Ο θάνατος του άγνωστου παλληκαριού», διασκευάσθηκε σε δράμα και ανέβηκε επί σκηνής.
Γράφει, ο φίλτατος καλός μου φίλος Αντώνης Γαβριήλ Παπάς από το Κίτι, Λάρνακας, στην κυπριακή διάλεκτο, για την αγαπημένη του πατρίδα: ( Απόσπασμα)
Άνοιξη στο νησί μας.
«Ήρτεν ξανά η Άνοιξη, η Κύπρος πρασινίζει,/ ‘οπου βρεθείς τζι όπου σταθείς η γη μουσκομυρίζει,/ Εν΄ η πιο όμορφη εποχή πο΄ χουμε στο νησί μας,/ ανθίζουν κάμποι τζιαι βουνά, σιαίρεται η ψυσιή μας./ Ανθίζουν τ΄ αγριολούλουδα, ούλλα παντού ανθίζουν,/τες μυρωδκιές τζιαι την χαρά στον τόπο μας σκορπίζουν,/ Ζούμε στο πιο όμορφο νησί πάνω στον κόσμο,/ μουσκομυρίζει όπου πας βασιλιτζιά τζιαι δκυόσμο…»
Γράφει, η Μαρούλα Τζιούβα Παϊκου, πρώτη ξαδέλφη του αείμνηστου, απ΄ όλους, αγαπητού πρώην κοινοτάρχη (Μουχτάρη) της Λάρνακας Κώστα Τζιούβα, που ήταν παντρεμένος με την αείμνηστη αγαπημένη θεία Δέσποινα, μια ανεκτίμητη «αγία» γυναίκα.
Απόσπασμα από το βιβλίο της «Η Βιολέτα ανθίζει στην Λάρνακα.»
«Η μοσχοβολιά του ροδοστάματος απάνου στο μαχαλεπί ή στα χοντρουλά λουκούμια, τα γεμάτα με καβουρδισμένα αμύγδαλα ή του χαλβα της μαγείρισσας. Και σ΄αυτές όλες τις μυρωδιές ανακατευόταν κι η μυρωδιά του πατσουλιού, γιασεμιού, φουλιού, μουσιέτας και χέννας, μυρουδιές, που κουβαλούσαν οι καλυμμένες με σεντόνια χανούμισσες ή οι ασκέπαστες κόρες τους που βγαίναν να σεργιανίσουν στα γραφικά σοκάκια της Λάρνακας…»
Γράφει, ο φίλτατος ανεκτίμητος φίλος συγγραφέας και ποιητής Κώστας Κατσώνης …
«Εγώ δεν μπορώ να θέλω τίποτ΄ άλλο. Δεν έχω δικαίωμα στην ευτυχία σας. Δεν έχω μερτικό στην πίκρα και την χαρά σας. Εμάς εδώ πάνω μας έχει ταράξει ο ήλιος αδελφέ μου. Μας περιλούζει σαν καυτό μολύβι, λες και είναι ο χάρος και εκδικιέται, γιατί είχαμε τολμήσει, να ζήσουμε, λες κι΄ είν΄ η κόλαση που τιμωρεί τις αμαρτίες μας…»`
( Απόσπασμα από το διήγημα «Γράμμα από τον ουρανό.»)
Γράφει, ο συγγραφέας – ποιητής – ζωγράφος παιδικός μου φίλος Κίκης Κύπαρης: ( Απόσπασμα)
«Με τι την φτιάξαμε την χαρά μας τέλος πάντων./ Πως την μετατρέψαμε έτσι, πως την καταντήσαμε έτσι,/ τόσο ρευστή, τόσο ευάλωτη;/Τούτο το Καλοκαίρι μείναμε χωρίς τα χελιδόνια…/Μόνο την ανάμνηση τους έχουμε/ να σπαθίζει τους ουρανούς της ψυχής μας, καρδιά μου…/Και ύστερα μας λένε…να ζούμε…/ ΤΙΠΟΤΑ/ Εγώ και εσύ καρδιά μου, χάσαμε την έννοια του ήχου και της ζωής…»
Γράφει, ο παιδικός φίλος Σταύρος Σιδεράς:
Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι ποιητές δεν πεθαίνουν ποτέ…»
«…Όταν ο χρόνος αργά ή γρήγορα φέρει τον ανονείρευτο ύπνο, που αποκοιμίζει τους νεκρούς, της λησμονιάς η σιγαλιά θα φτερουγίσει απαλά πάνω από το νεκρικό μου στρώμα…είπε χαμογελώντας ο Ορέστης..
Δεν θέλω να γράφεις τέτοιους μακάβριους στίχους είπε η Μπεθ….
Μα δεν τους έχω γράψει εγώ είπε ο Ορέστης, συνεχίζοντας να χαμογελά.
Αλλά ποιος;
Ο Λόρδος Βύρωνας, λίγο προτού πεθάνει στο Μεσολόγγι, πολεμώντας για την ελευθερία. Δεν είναι νεκρός όμως…»
Επιμέλεια του Αντώνη Αντωνά – Συγγραφέα
www.ledrastory.com cyprushellenica.blogspot.com