Ἀδειάζει σιγὰ σιγὰ πάλι ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ καλύτερα παιδιά της… Εἶναι ἡ ἀνάγκη βλέπεις καὶ ἡ ἐλπίδα, καὶ τὸ ἀθῶο βλέμμα τοῦ πεινασμένου παιδιοῦ σου ποὺ σὲ ὁδήγησαν στὴν ξένη γῆ. Βᾶστα καρδιὰ καὶ θὰ ‘ρθει πάλι ἡ λευτεριά…!
Ἀπὸ τὸν “Ευρυτάνα ιχνηλάτη”
“Ο καμένος κέδρος με το ρετσινωμένο έλατο σκορπούν τη μοσχοβολιά τους από το παλιό πετροκάλυβο δίπλα στη ρεματιά. Η γιαγιά βγάζει από την πυροστιά τη γάστρα με την πίτα και ο γέροντας σερβίρει ολόγυρα από τη χάλκινη κανάτα το άγιο τσιπουράκι που κυλάει, όμοιο διάφανο κεχριμπάρι, στα ρακοπότηρα της παρέας. Αφήνει κατάχαμα το κανατάκι και πυρώνει τα ροζιασμένα χέρια του πάνω απ’ το τζάκι.
Ένα παραπονιάρικο κλαρίνο μόλις που ακούγεται από το τρανζίστορ που κρέμεται με το δερμάτινο λουρί του από ένα καρφί στον τοίχο. Έξω το κρύο είναι τσουχτερό και η νύχτα απλώθηκε νωρίς. Μουγκρίζουν τα ευρυτανικά βουνά από τα αστραπόβροντα και της βροχής οι πρώτες στάλες χοροπηδάνε στον τσίγκο.
Η παρέα στρώθηκε ολόγυρα, άλλοι στα σκαμνιά, άλλοι κατάχαμα στα χρωματιστά κιλίμια στο σανιδένιο πάτωμα. Και η κουβέντα ανάβει κι εκείνη όπως τα κούτσουρα που τριζοβολάνε στο μαυρισμένο τζάκι. Είναι ωραία απόψε εδώ. Ζωήρεψε και η φωνή του μπάρμπα Μήτρου που έπιασε να λέει ιστορίες από τα παλιά. Τα παιδιά κρέμονται από τα χείλια του, οι μεγαλύτεροι κουνάνε κάθε τόσο το κεφάλι. Κι ο γέροντας από τα σοβαρά πηδάει στα αστεία. Μολογάει καμώματα και αθώες χωριάτικες φάρσες
κι όλο και συμπληρώνει κάποιος και από κάτι, με τα χαχανητά να δίνουν και να παίρνουν σε τούτο το φτωχοκάλυβο.
Και να που ήρθε η κουβέντα και στα δικά σου. Κάποιος λείπει απόψε απ’ την παρέα κι είσαι εσύ ξενιτεμένε μας αδερφέ. Μα και για σένα μιλάμε, σα να είσαι εδώ σιμά μας. Όλοι τώρα για σένα λένε. Θυμώνται τις ζαβολιές στα μικράτα σου και γελάνε και εκεί απάνω είναι που πέφτει κι η ξαφνική σιωπή. Η γιαγιά σφουγγίζει τα ματάκια της: “που να ‘ναι τώρα το παιδάκι μου, σε ποιες ξένες πολιτείες;” μονολογεί και τα παιδιά με σκυμμένα τα κεφάλια βάλθηκαν να κοιτάνε τα άδεια ποτήρια που γυροφέρνουν ανάμεσα στα δάχτυλα.
Ο γέροντας δε λέει κουβέντα. Σηκώνεται με κόπο και ρίχνει κι άλλο κούτσουρο στη φωτιά. Γιομίζει ξανά τα ρακοπότηρα. Κανένας δεν αρνείται το κέρασμά του. Η βροχή δυνάμωσε. Η γιαγιά σερβίρει την πίτα της…
(Αφιερωμένο σε σένα ξενιτεμένε αδερφέ μας Ευρυτάνα …
Καλή αντάμωση…)”
“Ευρυτάνας ιχνηλάτης”
Ἀφιερωμένο καὶ ἀπὸ μένα σὲ ὃλους τοὺς Ἓλληνες ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ πάρουν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ξένη γῆ… / “Ανιχνευτές”