Ο νεοοθωμανισμός νοείται επί δύο αλληλένδετων διαστάσεων, την εξωτερική και την εσωτερική.
Η εξωτερική διάσταση αφορά τις γνωστές ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας. Η εσωτερική διάσταση, αφορούσα την εμπέδωση εσωτερικής ομοιογένειας, απηχεί επίσης τη δυνατότητα της Τουρκίας να προχωρήσει στον πολλαπλασιασμό της εμπλοκής της στις γειτονικές περιφέρειες.
Μπορεί κάποιος εύκολα να διαπιστώσει μεγάλες διακυμάνσεις στην στρατηγική σχέση των ΗΠΑ με την Τουρκία κατά το πρόσφατο –ψυχροπολεμικό και μεταψυχροπολεμικό– παρελθόν, αλλά και κατά την τρέχουσα περίοδο των συντελούμενων αλλαγών στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Ανεξαρτήτων των διακυμάνσεων («γράμμα Johnson» το 1963 προς αποτροπή σχεδιαζόμενης τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, η λεγόμενη «κρίση του οπίου» το 1971, αμερικανικό εμπάργκο στην πώληση όπλων κατά την επαύριον του Αττίλα το 1974), Ουάσιγκτον και Άγκυρα συμπορεύτηκαν επί σειρά δεκαετιών στην βάση μιας κοινής στρατηγικής στοχοθεσίας ως απόρροια κοινών –κυρίως ψυχροπολεμικών– διακυβευμάτων και αναγκών. Πλέον, παρατηρείται μια σταδιακή μετάλλαξη της στρατηγικής σχέσης, στοιχείο το οποίο εξετάζεται υπό το αναλυτικό φως της θεωρίας των συμμαχιών.
Η υψηλή γεωπολιτική αξία της Τουρκίας επαληθεύεται μέσω μιας σειράς σταθερών μεταβλητών, όπως και αντίστροφα η αξία των ΗΠΑ για την ασφάλειά της, εμπεδώνοντας την σημασία διατήρησης της στρατηγικής σχέσης των δύο δρώντων. Ωστόσο, η προοπτική της συνέχισης αυτής της σχέσης της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον εσχάτως τίθεται σε αμφισβήτηση εξαιτίας νέων προκλήσεων όπως η μεταλλαγή των απειλών, η απόκλιση συμφερόντων, η μεταστροφή της τουρκικής στρατηγικής εικόνας και η αλλαγή προτεραιοτήτων εκ μέρους της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής.
Σε αυτό το πλαίσιο, τίθενται τα θεωρητικά και πραγματολογικά ερωτήματα της παρούσας μελέτης:
-Τι παρωθεί τα κράτη να συμπράττουν; Ποιες είναι οι παρεμβαίνουσες μεταβλητές για την διατήρηση μιας συμμαχικής σχέσης;
-Ποια είναι τα όρια της αμερικανοτουρκικής στρατηγικής συνεργασίας;
-Ποιες παράμετροι στο επίπεδο του διεθνούς συστήματος, αλλά και σε εκείνο της εσωτερικής δομής, διαμορφώνουν εν τέλει την στρατηγική σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας;
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Το αναλυτικό υπόβαθρο της μελέτης εδράζεται στην θεωρία συμμαχιών και ενδεικτικά στο κεκτημένο, το οποίο μας έχουν παράσχει κατά κύριο λόγο οι Stephen Walt και Glenn Snyder. Ο πρώτος παράγοντας, ο οποίος καθορίζει την πορεία μιας συμμαχίας, είναι –τρόπον τινά– ο «βαθμός χρησιμότητάς» της. Τουτέστιν, η εκτίμηση από πλευράς του αδύναμου μέρους του βαθμού της απειλής την οποία καλείται να διαχειριστεί, ή συνεκδοχικά η εκτίμηση για την θέση του στην περιφερειακή κατανομή ισχύος, συνιστούν διαμορφωτικές συνιστώσες της στρατηγικής συμπεριφοράς του και το εξωθούν στην σύμπραξη ή όχι. Το επίπεδο της απειλής ελέγχεται βάσει των παραμέτρων της γεωγραφικής εγγύτητας, της ισορροπίας επιθετικών δυνατοτήτων, της ισορροπίας λανθάνουσας ισχύος και των εκλαμβανομένων προθέσεων, και η εν λόγω διαδικασία αποτελεί μια ορθολογική συνεκτίμηση παραμέτρων [1].
Ο βαθμός, δηλαδή, στον οποίο ο αδύναμος εταίρος θεωρεί ότι χρειάζεται την εξωτερική εξισορρόπηση καθορίζει και τον βαθμό προσήλωσής του (commitment) στον ισχυρό εταίρο. Αντιστρόφως, η σημασία της στρατηγικής σχέσης για τον ισχυρό εταίρο διαμορφώνει και τις συνθήκες διατήρησης της δικής του προσήλωσης. Κατ’ αναλογία, στην περίπτωση της απειλής του ισχυρού προς τον ανίσχυρο στις διακρατικές σχέσεις, ο Παναγιώτης Ήφαιστος παραθέτει αναλυτικά το σύνολο των διακυβευμάτων και του στρατηγικού πλαισίου εξ αφορμής της καταστροφής των Μηλίων από τους Αθηναίους όπως την περιγράφει ο Θουκυδίδης στην «Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου». Επί της παρούσης, καταγράφονται σημειολογικά: α) η ανορθολογική ανάλυση των διλημμάτων ασφαλείας και του διεθνούς συστήματος, β) η απουσία φιλοσοφίας διεθνών σχέσεων η οποία να συνεκτιμά τα χαρακτηριστικά και τις παθογένειες των διακρατικών σχέσεων, γ) η ουτοπική αντί της ρεαλιστικής εκτίμησης του στρατηγικού περιβάλλοντος, δ) η λανθασμένα αντιλαμβανόμενη ταύτιση ενδοκρατικού και διακρατικού δικαίου, ε) η απουσία συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής εξαιτίας του προαναφερθέντος ανορθολογισμού κατά την χάραξή της, στ) η αδυναμία αποτροπής της Αθήνας επί τη βάση κατοχής επαρκούς ισχύος, εγκαθίδρυσης ευρύτερων εξισορροπητικών συμπράξεων (πελατειακές σχέσεις) και έμφασης στα συγκλίνοντα συμφέροντα [2].
Ο δεύτερος παράγοντας έχει περιγραφεί υπό το βάρος της ψυχροπολεμικής συγκυρίας, κατά την οποία γνώρισε άνθιση η συζήτηση περί της θεωρίας των συμμαχιών. Εστιάζει στην ιδεολογική συγγένεια των συμμάχων κατά το πρότυπο της σύγκρουσης των δύο πολιτικοοικονομικών συστημάτων –καπιταλιστικού και κομμουνιστικού– του περασμένου αιώνα. Στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας συσχετισμών ισχύος και στρατηγικών αφηγημάτων, η εν λόγω υπόθεση δύναται να λάβει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η ιδεολογία ή η θρησκεία δεν ορίζονται ως ανεξάρτητες μεταβλητές, αλλά ως στρατηγικά μέσα επίτευξης κρατικών σκοπών. Υπ’ αυτό το πρίσμα της αυστηρά κρατοκεντρικής ανάλυσης, αν η επίκληση μιας συγκεκριμένης στρατηγικής εικόνας εκ μέρους του ενός δρώντα διαφέρει πλήρως από εκείνη του άλλου, τότε προκύπτει διάσταση στρατηγικής συμπεριφοράς, η οποία δημιουργεί προφανή προσκόμματα στην στρατηγική συνεργασία. Η περίπτωση της Τουρκίας, αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα υπό την έννοια ότι η χάραξη μιας στρατηγικής με άξονα την ανάληψη της ηγεσίας του μουσουλμανικού κόσμου εκ μέρους της Άγκυρας προϋποθέτει ορισμένες κινήσεις ουσίας στην διακρατική σκακιέρα εκ προοιμίου αντίθετες προς τις αμερικανικές ή ακόμα περισσότερο τις ισραηλινές στρατηγικές στοχεύσεις στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με τον βαθμό σύγκλισης των συμφερόντων. Όταν υπάρχει μια θεσμική δομή, όπως αυτή του ΝΑΤΟ, το ενδεχόμενο απόκλισης συμφερόντων χάνει ως ένα βαθμό την σημασία του. Με άλλα λόγια, η συμμαχία προσφέρει μια θεσμική δομή, η οποία κατοχυρώνει και εμπεδώνει κάποια μείζονα κοινά συμφέροντα. Υπό αυτή την έννοια, ένα κράτος μπορεί να παρωθηθεί προς μια συμμαχική υποχρέωση, εκτός επιμέρους συμφερόντων του, προκειμένου να μη διαρραγεί η θεσμική δομή η οποία εξασφαλίζει τα μείζονα συμφέροντά του. Εντούτοις, ποια είναι αντιληπτά όρια άρνησης εκπλήρωσης των συμμαχικών υποχρεώσεων; Αποτελεί κοινό τόπο ότι το διεθνές σύστημα είναι συγκρουσιογενές και ανταγωνιστικό, η συνεργασία επιτυγχάνεται υπό όρους και αναμφίλεκτα δεν ταυτίζεται με την αρμονία, καθώς απαιτεί μερική και όχι κατ’ ανάγκη πλήρη σύγκλιση συμφερόντων [3].
Γι’ αυτό το λόγο, η επιλογή της συνεργασίας στην διεθνή πολιτική είναι ευκαιριακή. Η αβεβαιότητα για τις προθέσεις των άλλων στρέφει τα κράτη προς τη μέριμνα για την ασφάλειά τους, ανεξαρτήτως επιμέρους συνθηκών δικαιϊκού ή άλλου περιεχομένου. Ένα κλασικότατο παράδειγμα σύγκλισης συμφερόντων αναφέρεται στην πιθανότητα δύο κρατικοί δρώντες να ευθυγραμμίζουν τα στρατηγικά συμφέροντά τους (strategic alignment) ενώπιον μιας κοινής απειλής [4]. Υπ’ αυτούς τους όρους, ακόμη κι αν είναι εχθροί, πιθανόν να έχουν έναν μείζονα κοινό εχθρό και γι’ αυτό το λόγο, να αλληλοβοηθούνται εκ των πραγμάτων, πέραν δηλαδή οιωνδήποτε έγγραφων δεσμεύσεων. Κατά συνέπεια, όντως η θεσμική δομή αυξάνει το κόστος διάρρηξης μιας συμμαχικής σχέσης, αλλά αυτή και πάλι δεν αποκλείεται σαν επιλογή.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Στο περιπτωσιολογικό σκέλος, ανακύπτουν ορισμένα δεδομένα αναφορικά με την σημασία της γεωγραφικής ζώνης, η οποία περιβάλλει την Τουρκία. Το πρώτο αφορά τη μετακύλιση του αμερικανικού στρατηγικού βάρους από την Ευρώπη στον Ειρηνικό με σκοπό την εξισορρόπηση της ανόδου της Κίνας. Ο Αμερικανός πρώην υπουργός Άμυνας, Leon Panetta, δήλωνε χαρακτηριστικά ότι η αναλογία 50-50 όσον αφορά τις ναυτικές δυνάμεις στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό μεταλλάσσεται σταδιακά με τελικό στόχο την αναλογία 40-60 [5]. Επίσης, το έγγραφο περί «στρατηγικού οδικού χάρτη» του Υπουργείου Άμυνας τον Ιανουάριο του 2012 αναφερόταν σε «αμερικανικά συμφέροντα σε επίπεδο οικονομίας και ασφάλειας», τα οποία είναι «αδιαμφισβήτητα ταυτισμένα με τις εξελίξεις σε μια περιοχή εκτεινόμενη από τον Δυτικό Ειρηνικό και την Ανατολική Ασία έως την περιοχή του Ινδικού Ωκεανού και τη Νότια Ασία» [6].
Κατά τα λεγόμενα, μάλιστα, της πρώην υπουργού Εξωτερικών, Hillary Clinton, «καθώς [οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στον Ιράκ] εκλείπουν, θα χρειαστούμε να επιταχύνουμε τις προσπάθειες να στραφούμε προς νέες παγκόσμιες πραγματικότητες» [7]. Προφανώς, αυτό δε σημαίνει ότι το αμερικανικό ενδιαφέρον θα εκλείψει για την γεωπολιτικά κρίσιμη περιφέρεια της Μέσης Ανατολής. Η κυριαρχία μιας και μόνης δύναμης στη Μέση Ανατολή θα σημάνει την αναβάθμισή της σε έναν περιφερειακό ηγεμόνα με δυνατότητα άσκησης πλανητικής πολιτικής, και τεράστιους πόρους, και αυτό προφανώς ενδιαφέρει τις ΗΠΑ όσο το διεθνές σύστημα είναι άναρχο και η ισχύς καταμετράται σχετικά-συγκριτικά και όχι με απόλυτους όρους [8].
Το δεύτερο δεδομένο συνδέεται με την ίδια την κάμψη της ρωσικής ισχύος και το νέο μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον. Η διάλυση της ΕΣΣΔ, η στρατηγική περιστολή από την Ανατολική Ευρώπη και η δημιουργία ενός τεράστιου κενού ισχύος (power vacuum) στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία καλλιέργησαν την πεποίθηση ότι η κινεζική ισχυροποίηση συνιστά πλέον τη μεγαλύτερη –αν όχι τη μοναδική– πρόκληση για την Ουάσιγκτον. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Ευρύτερη Μέση Ανατολή χάνει μέρος της σημασίας της ως ανάχωμα μιας δυνητικής ρωσικής καθόδου και κατ’ επέκταση οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή χάνουν μέρος της γεωπολιτικής αξίας τους.
Tο διεθνές σύστημα συνιστά την γενική εικόνα συσχετισμών και ισορροπιών και η ανάλυσή της προσφέρει πολλές απαντήσεις περί των δεδομένων τα οποία συναπαρτίζουν τα κριτήρια ορθολογικής χάραξης της υψηλής στρατηγικής από πλευράς ιδιαιτέρως των Μεγάλων Δυνάμεων. Συνεπώς, υπό την οπτική μιας ανάλυσης στο επίπεδο του διεθνούς συστήματος συνυφαίνεται ότι η ειρήνη και η σταθεροποίηση στον διεθνή χώρο συνάδει με την ισορροπία ισχύος και κατ’ επέκταση με τους διακρατικούς συσχετισμούς. Η έννοια της ισορροπίας ισχύος συνδέεται με μια σειρά φαινομένων της διεθνούς πολιτικής, όπως η άνιση ανάπτυξη (uneven growth) [9] η οποία δύναται να διαταράξει την εν λόγω ισορροπία, καθώς και ο παρεπόμενος φόβος του απειλούμενου απέναντι στον απειλούντα όταν οι δυνατότητες του δεύτερου αυξάνονται κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο έναντι του πρώτου. Ο Arnold Wolfers αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «[όταν] ένα κράτος εμπλέκεται σε ανταγωνισμό παγκόσμιας κλίμακας, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα [σ.σ. το 1962], τείνει να εκλαμβάνει οιαδήποτε αλλαγή στην ισορροπία ισχύος η οποία ευνοεί τον ανταγωνιστή, ως τουλάχιστον έμμεση απειλή προς την επιβίωσή του» [10]. Αντιστρόφως, παραφράζοντας τον Wolfers, θα δύνατο να αναφερθεί ότι οιαδήποτε αλλαγή στην ισορροπία ισχύος εις βάρος του ανταγωνιστή συντείνει είτε προς την παύση είτε έστω προς την κάμψη της συνεπαγόμενης απειλής, αναλόγως με τον βαθμό του χάσματος ισχύος το οποίο προκύπτει.
Το τρίτο σχετίζεται με την αλλαγή των γεωπολιτικών δεδομένων με το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική [11] και τις αναφυόμενες προκλήσεις προς τα κλασικά αξιώματα των Sir Halford Mackinder και Nicholas Spykman [12]. Υπό γεωπολιτικούς όρους, το «άνοιγμα» των θαλασσίων διόδων στην Αρκτική προσφέρει σταδιακά μια έξοδο στους ωκεανούς για την Ρωσία, με την αξία της Τουρκίας ως μέρος του αγγλοσαξονικού δόγματος της ανάσχεσης να περιορίζεται. Η ανάσχεση της Ρωσίας ή παλαιότερα της ΕΣΣΔ από τα «θερμά νερά» αντιπροσωπεύει την διαχρονική προτεραιότητα για τους Δυτικούς, και στην Τουρκία έχει απονεμηθεί ο σημαντικότατος ρόλος του κομβικού κράτους χάριν των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων. Η ανάκυψη νέων διόδων στην Αρκτική, κατά συνέπεια, θα παρωθούσε την Άγκυρα να αναζητήσει άλλους παράγοντες οι οποίοι θα την καταστήσουν γεωστρατηγικά «χρήσιμη», είτε για τις Δυτικές δυνάμεις είτε για την Ρωσία.
Τα τρία παραπάνω δεδομένα απεικονίζουν την ενδοσυστημική αλλαγή των τελευταίων δύο δεκαετιών, η οποία περιορίζει το επίπεδο της προσήλωσης του αμερικανικού παράγοντα στην Τουρκία. Όπως αναφέρθηκε, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ έχουν πάψει να εστιάζουν την προσοχή τους στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, ιδιαιτέρως όσο η διεθνής οικονομία συνεχίζει να είναι «πετρελαιοκεντρική» [13]. Ωστόσο, ο παράγοντας «Κίνα» δημιουργεί νέες προκλήσεις.
Από την πλευρά της Άγκυρας, η αύξηση των συντελεστών ισχύος και η βελτίωση της θέσης της στην περιφερειακή κατανομή ισχύος έχουν καλλιεργήσει την πεποίθηση [14] ότι είναι σε θέση να μειώσει την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ. Άλλωστε, η προσπάθεια ανάληψης ηγεμονικού ρόλου στην περιφέρεια ταυτίζεται με την ανάγκη στρατηγικής αυτονόμησης. Ο περιφερειακός ηγεμόνας δεν δύναται να έχει εξωτερικές εξαρτήσεις, αλλά οφείλει να εξασφαλίζει στο μέγιστο βαθμό την αυτοβοήθειά του. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η ανθίζουσα τουρκική αμυντική βιομηχανία και η επιδίωξη αυτονόμησής της μέσω προγραμμάτων συμπαραγωγής. Το συγκεκριμένο στοιχείο συνυφαίνεται με τρεις αλληλένδετους παράγοντες [15].
Πρώτον, ενδεχόμενη εξάρτηση από τρίτους δρώντες πλήττει το κύρος και το στρατηγικό βάρος του κράτους. Ο ισχυρός δρών οφείλει να έχει την δυνατότητα να παράγει οτιδήποτε είναι ζωτικά χρήσιμο για τον ίδιο, διασφαλίζοντας εμπεδωμένη την αξιοπιστία και το ειδικό βάρος του ως προς τους αντιπάλους, αλλά και τους συμμάχους του.
Δεύτερον, ενδεχόμενη εξάρτηση ταυτίζεται με τον διαρκή κίνδυνο αναστολής της παροχής εξοπλιστικού υλικού, γεγονός το οποίο αφήνει τον δρώντα εκτεθειμένο όταν αυτός δεν διαθέτει την ανάλογη τεχνολογία και τεχνογνωσία ώστε να αυτονομηθεί. Το συγκεκριμένο στοιχείο αποκτά ανησυχητική διάσταση ιδιαιτέρως εν καιρώ πολεμικής σύρραξης ή κλιμακούμενης κρίσης.
Τρίτον, οι συμφωνίες παροχής εξοπλιστικού υλικού δύνανται να συμπεριλαμβάνουν πολιτικούς όρους, οι οποίοι να περιορίζουν την αυτονομία του δρώντα. Σε αυτή την περίπτωση, δεν δυνάμεθα πλέον καν να αναφερόμαστε σε «Μεγάλη Δύναμη». Κατά συνέπεια, η βελτίωση της θέσης στην περιφερειακή κατανομή ισχύος μεγιστοποιεί τις αξιώσεις, οι οποίες εν συνεχεία συνδέονται με την επιθυμία στρατηγικής αυτονόμησης και εν τέλει, μείωσης των εξαρτήσεων.
Ακολούθως, η «ισλαμοποίηση» της τουρκικής στρατηγικής συμπεριφοράς αποτελεί παρατηρούμενο γεγονός, ανεξαρτήτως αν πραγματοποιήθηκε ως αποτέλεσμα της ιδεολογικής προσήλωσης των νέων ελίτ στο Ισλάμ ή αν η θρησκεία επιλέχθηκε ως το ιδανικό εργαλείο στρατηγικής διείσδυσης στη Μέση Ανατολή, στη Βόρειο Αφρική και ευρύτερα στο μουσουλμανικό κόσμο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η Τουρκία έπρεπε να λάβει ορισμένες πολιτικές αποφάσεις ενάντια στην βούληση και στις προτεραιότητες των ΗΠΑ –και του Ισραήλ– και έτσι, να διαρρήξει την προκείμενη στρατηγική σχέση της. Όσο ο νεοοθωμανισμός αποκτά χαρακτηριστικά εγγύτερα στον επαναστατισμό του Martin Wight [16], δηλαδή ενός ηθικοπλαστικού ιδεολογήματος με επίκεντρο και κυρίαρχο ένα συγκεκριμένο κράτος, τόσο οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις εισέρχονται σε περίοδο εντάσεων. Σε συνάρτηση με τα λεγόμενα του Wight, το ενδοκρατικό σύστημα του επαναστατικού κράτους εξομοιώνεται με το διακρατικό. Γι’ αυτόν τον λόγο, όσο ο νεο-οθωμανισμός παράγει μια ηθικοπλαστική ρητορική, τόσο ορίζεται ως επαναστατικό ιδεολόγημα. Η ανάγκη νομιμοποίησης [17] στο εσωτερικό μίας μαξιμαλιστικής στρατηγικής συμπεριφοράς προς το εξωτερικό, ιδιαιτέρως όταν το εν λόγω εσωτερικό είναι ανομοιογενές, θρησκευτικά και εθνοτικά διαφοροποιημένο, και ουσιαστικά συγκρουσιογενές, καθιστά τα όρια μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας δυσδιάκριτα.
Αξίζει να υπενθυμισθεί το συχνά λησμονημένο στοιχείο ότι ο νεοοθωμανισμός –στο ιδεολογικό πλαίσιο του οποίου εκδιπλώνεται το Νταβουτόγλειο «στρατηγικό βάθος»– νοείται επί δύο αλληλένδετων διαστάσεων, ήτοι την εξωτερική και την εσωτερική. Η εξωτερική διάσταση αφορά τις γνωστές ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας. Η εσωτερική διάσταση, αφορούσα την εμπέδωση εσωτερικής ομοιογένειας, απηχεί επίσης τη δυνατότητα της χώρας να προχωρήσει στον πολλαπλασιασμό της εμπλοκής της στις γειτονικές περιφέρειες. Με απλά λόγια, ο νεοοθωμανισμός συνιστά ένα μοντέλο αποτελεσματικής –διά του ισλαμικού δεσποτισμού– διαχείρισης μιας πολυεθνικής ανθρωπολογίας, η οποία έχει τις βάσεις της στο ιστορικό κεκτημένο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υπ’ αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία οιουδήποτε ηγεμονικού εγχειρήματος συνδέεται με την εξισορρόπηση των εσωτερικών μετώπων και ειδικά εκείνου με τους Κούρδους. Συνεπώς, η στρατηγική οφείλει να αποκτήσει εσωτερική νομιμοποίηση διά της εξασφάλισης της εσωτερικής συνοχής και με προκείμενο τη νομιμοποίηση των αξιώσεων. Ο Νταβούτογλου δείχνει να αντιλαμβάνεται το διακύβευμα και γι’ αυτόν τον λόγο, διατυπώνει ένα αφήγημα ως μανδύα του εκπεφρασμένου αναθεωρητισμού του. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Ιωάννης Μάζης:
«Ο Νταβούτογλου δεν σταματά ούτε λεπτό να επικρίνει το εθνικιστικό πρότυπο του εκσυγχρονισμού και της εκκοσμίκευσης που επέβαλε η κεμαλική ελίτ στην τουρκική κοινωνία και καταγγέλλει το προκύψαν κοινωνικό φαινόμενο της “διχασμένης προσωπικότητας” της τουρκικής κοινωνίας. Προτείνει δε τον ανακαθορισμό των περιόδων ιστορικής εξέλιξης των μη-Δυτικών (δηλαδή και των ισλαμικών) κοινωνιών στον εικοστό πρώτο αιώνα» [18].
Η εν λόγω επισήμανση στηρίζεται ακριβώς στις δύο διαστάσεις του ορισμού του νεοοθωμανισμού. Αφ’ ενός υπογραμμίζεται η λανθασμένη υιοθέτηση του νεωτερικού προτύπου από τον Κεμάλ ως ανεδαφική λόγω του πολυδιάστατου ταυτοτικού προσδιορισμού της ανθρωπολογίας του κράτους, αφ’ ετέρου επισημαίνεται το παράθυρο ευκαιρίας της Τουρκίας προς το μουσουλμανικό κόσμο λόγω της ανολοκλήρωτης διαδικασίας αποαποικιοποίησης. Η αποχώρηση των Δυτικών, δηλαδή, δεν υπήρξε οριστική λόγω της συνέχισης ύπαρξης φίλιων προς την Δύση καθεστώτων. Έτσι, οι ισλαμικές κοινωνίες δεν απόλαυσαν μια πραγματική αυτοδιάθεση.
Τα γεγονότα της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης» και η παγίωση της αντι-ισραηλινής ρητορικής παγίωσαν μια τουρκική πολιτική εξαιρετικά φιλική προς ισλαμιστικά καθεστώτα όπως εκείνο του Μόρσι στην Αίγυπτο, και εχθρική προς τα φιλοδυτικά καθεστώτα, τα οποία στιγματίστηκαν ως απομεινάρια της αποικιοκρατικής περιόδου. Με την αποτυχία του «τουρκικού μοντέλου», το οποίο αφορούσε την τουρκική απόπειρα επικοινωνίας της στρατηγικής εικόνας ότι μουσουλμανική ανθρωπολογία και δυτικότροπο πολιτικοοικονομικό σύστημα (κοινοβουλευτική δημοκρατία και οικονομία της αγοράς) δύνανται να είναι δύο απόλυτα συμβατές έννοιες, η Άγκυρα επέλεξε να θυσιάσει το εν λόγω πρότυπο της «εκδυτικισμένης ισλαμικής δημοκρατίας» στον βωμό μιας διαφορετικής, πλέον, θέασης της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Όπως ενδεικτικά συμπυκνώνει ο Αχμέτ Νταβούτογλου:
«Η αποξένωση ή ακόμη και η αποκοπή ως ένα βαθμό της Τουρκίας από την κουλτούρα, την πολιτική και τις εσωτερικές ισορροπίες της περιοχής εξάλειψε την δυνατότητα παρακολούθησης των ρυθμών των συντελούμενων αλλαγών στην περιοχή και οι γενικότερες προκαταλήψεις αναφορικά με την [αρνητική] εικόνα του Άραβα καθιερώθηκαν στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής» [19].
Η εν λόγω επιλογή οδήγησε τις ΗΠΑ και την Τουρκία να υποστηρίζουν ανταγωνιστικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Εντούτοις, το κυριότερο σημείο διάστασης αφορά την απόκλιση συμφερόντων ως προς το μέλλον των Κούρδων. Η υιοθέτηση συγκεκριμένων προτεραιοτήτων εκ μέρους των ΗΠΑ ως προς την θέση και τον ρόλο των Κούρδων στη Μέση Ανατολή, και η διατήρηση των στρατηγικών δεσμεύσεών τους προς το Ισραήλ, είναι a priori αντίθετες με την τουρκική πολιτική προσέγγισης του Ιράν προς αποτροπή ίδρυσης ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 2015, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ahmet Davutoğlu, σημείωνε ότι «επιχειρώντας εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και του PKK ταυτόχρονα, πετύχαμε να αποτρέψουμε τη νομιμοποίηση του δεύτερου. Έως ότου το PYD αλλάξει την στάση του, θα συνεχίσουμε να το βλέπουμε με τον ίδιο τρόπο που βλέπουμε το PKK»[20]. Σκοπός, δηλαδή, της Τουρκίας ήταν να ταυτίσει το Ισλαμικό Κράτος με το PKK ως δύο τρομοκρατικές οργανώσεις, οι οποίες πρέπει να εξαλειφθούν και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο το PKK να καταστεί εταίρος της Δύσης στη μάχη εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Όπως έχει καταστήσει σαφές ο Erdoğan, «για εμάς [σ.σ. τους Τούρκους] το PKK είναι ό,τι και το Ισλαμικό Κράτος» [21].
Προφανώς, η εν λόγω πολιτική της Άγκυρας βρήκε πλήρως αντίθετη την Ουάσιγκτον, η οποία έχει επωφεληθεί ποικιλοτρόπως –μεταξύ άλλων στην σταθεροποίηση της κατάστασης στο Ιράκ και στην αντιμετώπιση του ισλαμικού εξτρεμισμού– από την επιχειρησιακή δράση των Κούρδων στην «καρδιά» της Μέσης Ανατολής. Όσον αφορά την περίπτωση της Συρίας, η Τουρκία επιθυμεί την ανάδυση ενός σουνιτικού καθεστώτος, το οποίο θα είναι συγγενές προς την ίδια, θα επιτρέπει την οικονομική διείσδυσή της στη Μέση Ανατολή και θα αντιμάχεται την προοπτική αυτονόμησης των Κούρδων στην Βόρειο Συρία. Υπό αυτή την οπτική, η Τουρκία έχει φθάσει να υποστηρίζει όχι μόνο μετριοπαθείς δυνάμεις της ενωμένης αντιπολίτευσης αλλά και εξτρεμιστικές ομάδες όπως η Jabhat al-Nusra και η Ahrar al-Sham [22]. Οι συγκεκριμένες ομάδες συνιστούν φυσικούς εχθρούς της αμερικανικής πολιτικής στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή και δεν μπορούν φυσικά να υποστηρίζονται ιδιαίτερα από ένας κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ.
Όπως και στην περίπτωση του Ιράκ, οι ΗΠΑ στηρίζουν την εγκαθίδρυση μιας πλουραλιστικής κρατικής δομής προκειμένου να επιτευχθεί η ενσωμάτωση των ετεροτήτων μη επιθυμώντας, εντούτοις, να προχωρήσουν σε μια εκτεταμένη [χερσαία] επέμβαση δεδομένου του κόστους εμπλοκής και της αδυναμίας εσωτερικής νομιμοποίησης, μετά την εμπειρία της κοστοβόρας παραμονής τους στο Ιράκ. Όπως σημείωσε ο πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ashton Carter, αναφορικά με τους στόχους τους στην Συρία, και συγκεκριμένα το μεταπολεμικό πλαίσιο, που επιθυμούν να δημιουργηθεί:
«Το αποτέλεσμα, στο οποίο στοχεύουμε, είναι εκείνο που θα θέσει εκτός εξουσίας τον Bashar al-Assad καθώς και όσους ταυτίστηκαν με τα εγκλήματά του στην Συρία […] Οι δομές διακυβέρνησης στην Δαμασκό και στο Ιράκ να παραμείνουν ως έχουν υπό έναν ανοιχτό τρόπο διακυβέρνησης ο οποίος θα είναι πλουραλιστικός ούτως ώστε να συμπεριλάβει τους Αλαουίτες και άλλους. Έπειτα, αυτοί θα στραφούν στην υποχρέωση ανάκτησης της εδαφικής κυριαρχίας από το Ισλαμικό Κράτος προς ανατολάς υπό ένα σχεδιασμό παρόμοιο με ό,τι προσπαθούμε να επιτύχουμε με την Βαγδάτη στα δυτικά του Ιράκ» [23].
ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΣΕ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ
Η μεταλλαγή επί τριών επιπέδων διαμόρφωσης στρατηγικής έχει καθορίσει την αναγκαιότητα της εξωτερικής εξισορρόπησης και τον βαθμό προσήλωσης στο ισχυρό μέρος της συμμαχικής σχέσης. Όπως διαφάνηκε, λαμβάνει χώρα μια πολυεπίπεδη μετάβαση ως προς την ανακατανομή ισχύος στο περιφερειακό επίπεδο, την εκ νέου οριοθέτηση ζωτικών συμφερόντων και την ιδιοσυστασία πολιτειακής δομής και συμπαρομαρτούσα στρατηγική εικόνα όσον αφορά την Τουρκία. Συνεπώς, τα δεδομένα συγκρότησης και συγκράτησης της αμερικανοτουρκικής συμμαχικής σχέσης έχουν περιοριστεί σημαντικά.
Οι εξελίξεις στο επιχειρησιακό μέτωπο της τουρκοκουρδικής σύγκρουσης με τα πλήγματα εις βάρος των Κούρδων είναι αναμφίβολα αξιοσημείωτες, αλλά δεν αναιρούν το γεγονός της ύπαρξης μιας διακριτής πληθυσμιακής οντότητας, η οποία είναι φιλοδυτική, προσφέροντας λύσεις στην υλοποιούμενη αμερικανική στρατηγική δεδομένης και της σταδιακής [ανακλαστικής] ταύτισης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με αντιδυτικές ομάδες συμφερόντων.
Η άνοδος των τουρκικών υλικών συντελεστών ισχύος και η προσέγγιση με το Ιράν και την Ρωσία συνιστούν επιπρόσθετους παράγοντες καλλιέργειας της πεποίθησης στην Άγκυρα ότι η στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ δεν αποτελεί sine qua non όρο επιβίωσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται όσον αφορά την ενίσχυση των διλημμάτων ασφαλείας για την ίδια. Γι’ αυτούς τους λόγους και ενόσω η Τουρκία συνεχίζει να αυτο-παρουσιάζεται ως επίδοξος ηγεμόνας, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα συνεχίσουν να διέρχονται Συμπληγάδες και κατ’ επέκταση η τουρκική θέση στην περιφέρεια θα τίθεται εν κινδύνω.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Stephen M. Walt, The origins of alliances, (New York: Cornell university press, 1987), 21-26. Ο Stephen Walt ταύτισε την ανάλυσή του περί της διαδικασίας συγκρότησης και διατήρησης μιας συμμαχίας με την έννοια της απειλής και συγκεκριμένα, με εκείνη της ισορροπίας της αντιληπτής απειλής (balance of threat) μεταξύ διαφορετικών κρατικών δρώντων. Επίσης, βλ.: Glenn H. Snyder, Alliance politics, (New York: Cornell university press, 1997).
[2] Παναγιώτης Ήφαιστος, Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας, (Αθήνα: Ποιότητα, 2002), 301-302.
[3] Robert Axelrod and Robert Keohane, “Achieving cooperation under anarchy: Strategies and institutions”, World politics, Vol. 38, No. 1 (1985), 226.
[4] Μάρκος Τρούλης, Αμερικανοτουρκικές σχέσεις: Θεωρία συμμαχιών και γεωπολιτική συνεκτίμηση, (Αθήνα: Λειμών, 2019), 20.
[5] Όπως παρατίθεται εντός του: Konstantinos Ifantis, “The US and Turkey in the fog of regional uncertainty”, Hellenic Observatory papers on Greece and Southeast Europe, Vol. 73 (2013), 5.
[6] Όπως παρατίθεται εντός του: Ifantis, ‘The US and Turkey in the fog of regional uncertainty’, 4.
[7] William C. Martel, Grand strategy in theory and practice: The need for an effective American foreign policy, (New York: Cambridge university press, 2015), 331.
[8] Περί της συγκεκριμένης προβληματικής, βλ.: John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, (Αθήνα: Ποιότητα, 2007), 100-103.
[9] Όπως σημειώνει ο Joseph Grieco, αναφορικά με την προβληματική της κατανομής των πόρων, των σχετικών κερδών και της άνισης ανάπτυξης: «Ωθούμενα από ένα ενδιαφέρον για επιβίωση και ανεξαρτησία, τα κράτη είναι εντόνως ευαίσθητα σε οιαδήποτε διάρρηξη των σχετικών τους δυνατοτήτων. Οι δυνατότητες συνιστούν οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά μέσα των οποίων η χρήση επιτρέπει στο κράτος είτε να εισάγει τις αλλαγές τις οποίες επιθυμεί στην συμπεριφορά άλλων κρατών είτε να αντισταθεί στις ανεπιθύμητες αλλαγές τις οποίες επιθυμούν άλλοι επί της δικής του συμπεριφοράς. Οι δυνατότητες –και δη η ευρύτητα και η ποιότητα εν συγκρίσει με άλλους– συνιστούν την θεμελιώδη βάση για την ασφάλεια και την ανεξαρτησία του κράτους στο πλαίσιο αυτοβοήθειας της διεθνούς αναρχίας». Joseph Grieco, Cooperation among nations: Europe, America and non-tariff barriers to trade, (New York: Cornell university press, 1990), 39. Κατά τον Kenneth Waltz, η ισχύς «παρέχει τα μέσα για να διατηρήσει κάποιος την αυτονομία εν όψει της στρατιωτικής δύναμης που διαθέτουν οι άλλοι […] μεγαλύτερη δύναμη παρέχει μεγαλύτερα περιθώρια δράσης […] οι ισχυρότεροι απολαύουν μεγαλύτερων περιθωρίων ασφαλείας […] η μεγάλη ισχύς προσδίδει στους κατόχους της μεγάλο συμφέρον για το σύστημά τους». Kenneth Waltz, Θεωρία διεθνούς πολιτικής, (Αθήνα: Ποιότητα, 2011), 403-404.
[10] Arnold Wolfers, Discord and collaboration: Essays on international politics, (Baltimore: The John Hopkins press, 1962), 73.
[11] Ιωάννης Θ. Μάζης, Γεωπολιτική πραγματικότητα στο δίπολο Ελλάδος-Κύπρου: Λύσεις και άλλοθι, (Αθήνα: Παπαζήσης, 2014), 30-31.
[12] Halford J. Mackinder, Democratic ideals and reality: A study in the politics of reconstruction, (New York: Henry Holt and company, 1919). Nickolas J. Spykman, The geography of peace, (Harcourt: Brace & company, 1944).
[13] Βλ.: Ιωάννης Θ. Μάζης, Γεωπολιτικά ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο – Τόμοι: Ι & ΙΙ, (Αθήνα: Λειμών, 2017). Μάρκος Τρούλης, «Ενεργειακός καταλύτης στην Ανατολική Μεσόγειο: Οι ηγεμονικές προκλήσεις για την Άγκυρα και οι δυνατότητες Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου», Foreign Affairs – The Hellenic Edition, Vol. 54 (2018).
[14] Βλ.: Robert Jervis, Perception and misperception in international politics, (Princeton: Princeton university press, 1976).
[15] Klaus E. Knorr, The power of nations: The political economy of international relations, (New York: Basic books, 1975), 59-60.
[16] Martin Wight, Διεθνής θεωρία: Τα τρία ρεύματα σκέψης, (Αθήνα: Ποιότητα, 2005), 10.
[17] Η έννοια της νομιμοποίησης συνυφαίνεται με την «κανονιστική πεποίθηση ενός δρώντα ότι οφείλεται να υπάρχει πειθαρχία προς έναν κανόνα ή ένα θεσμικό πλαίσιο». Ο συγκεκριμένος γενικός ορισμός στοχεύει τόσο την διεθνή κοινωνία των κρατών όσο και το εσωτερικό ακροατήριο. Ian Hurd, “Legitimacy and authority in international politics”, International organization, Vol. 53, No. 2 (1999), 381.
[18] Ιωάννης Θ. Μάζης, Νταβούτογλου και γεωπολιτική, (Αθήνα: Ηρόδοτος, 2012), 66.
[19] Αχμέτ Νταβούτογλου, Το στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας, (Αθήνα: Ποιότητα, 2010), 612.
[20] Όπως παρατίθεται εντός του: Jim Zanotti, “Turkey: Background and U.S. relations”, Congressional Research Service report (2015), 20.
[21] Όπως παρατίθεται εντός του: Michael M. Gunter, “The Kurdish issue in Turkey: Back to square one?, Turkish policy quarterly, Vol. 14, No. 4 (2016), 81.
[22] Mort I. Abramowitz and Eric Edelman, “From rhetoric to reality: Reframing U.S. Turkey policy”, National security program – Foreign policy project, (2013), 37.
[23] Όπως παρατίθεται εντός του: Carla E. Humud, Christopher M. Blanchard and Mary Beth D. Nikitin, “Armed conflict in Syria: Overview and U.S. response”, Congressional Research Service report, (2015), 15-16.
Ο ΜΑΡΚΟΣ ΤΡΟΥΛΗΣ είναι διδάσκων στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών