Ψευδαισθήσεις και πραγματικότητες για τη Συνθήκη Εγγυήσεως

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Του ΝΙΚΟΥ ΧΡ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Ουδόλως με ξένισαν οι πρόσφατες δηλώσεις του εκπροσώπου Τύπου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, με τις οποίες θέλησε να διευκρινίσει ότι «κάποιες ειδήσεις στον ελληνοκυπριακό Τύπο σύμφωνα με τις οποίες η χώρα μας (η Τουρκία) έχει αποδεχτεί την άρση του συστήματος των εγγυήσεων στην Κύπρο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
Και συνέχισε λέγοντας πως «η στάση της Τουρκίας στο θέμα του συστήματος εγγυήσεων που εγκαθιδρύθηκε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου το 1960 είναι καθαρές.
Η Τουρκία τονίζει με κάθε ευκαιρία ότι μια περιεκτική και δίκαιη λύση στο νησί είναι πιθανή μόνο με τη διασφάλιση της πολιτικής ισότητας των Τουρκοκυπρίων και την ανταπόκριση στις ανησυχίες τους για την ασφάλεια». Η θέση της Τουρκίας στο θέμα των εγγυήσεων είναι προ πολλού ξεκάθαρη. Ξεκαθάρισε αυτή τη θέση και στο Κραν Μοντανά και με τις γραπτές προτάσεις της Άγκυρας, αλλά και με δημόσια δήλωση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου ότι «μόνο στα όνειρα των Ελληνοκυπρίων θα εγκατέλειπε η Τουρκία τα εγγυητικά και επεμβατικά δικαιώματα της στην Κύπρο».
Τα ίδια είπε και μετά τη συνάντηση που είχε με τον τότε Έλληνα ομόλογό του, Γιώργο Κατρούγκαλο, στην Αττάλεια στις 21/3/2019. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών ανέφερε ότι τα εγγυητικά δικαιώματα δεν είναι αναχρονιστικά σήμερα. «Γιατί; Βλέπουμε τις μονομερείς δραστηριότητες γεώτρησης. Γι’ αυτό και ίσως σήμερα τα εγγυητικά δικαιώματα της Τουρκίας είναι πιο αναγκαία από κάθε άλλη φορά», ανέφερε.
Στο Κραν Μοντανά η τουρκική πρόταση ήταν ξεκάθαρη: Η Συνθήκη Εγγυήσεως να προσαρμοστεί στα «νέα δεδομένα» για να καλύπτει τη συνταγματική ασφάλεια, την εξωτερική διάσταση, αποτελεσματική συμμετοχή και εδαφική ακεραιότητα των δύο πλευρών. Αυτό σημαίνει συνέχιση και προσαρμογή των εγγυήσεων, ώστε η Τουρκία να είναι εγγυήτρια και στο ελληνοκυπριακό συνιστών κρατίδιο. Επίσης, σαφής ήταν και η πρόταση που περιλάμβανε και ρήτρα αναθεώρησης «της Συνθήκης Εγγυήσεων μετά την τρίτη θητεία της εκ περιτροπής προεδρίας ή τρεις εκλογικούς κύκλους (15 χρόνια)».
Ούτε, επίσης, με ξένισε η αντίδραση του ΑΚΕΛ ότι «όσον αφορά στο τι έγινε στο Κραν Μοντανά, σημασία δεν έχει τι λέει η Τουρκία κατόπιν εορτής». Μοναδική έγνοια του ΑΚΕΛ είναι η αυτοδικαίωση την οποία νομίζουν πως θα επιτύχουν με την καλλιέργεια ψευδαισθήσεων στον λαό και την παραπλάνησή του. Εξουθενωμένη μια μερίδα του λαού μας από την κούραση, το θυμό, την απόγνωση και την ταπείνωση, δέχεται με μοιρολατρική απάθεια και αδιαφορία την ψευδαίσθηση και την παραπλάνηση ότι οι διακοινοτικές συνομιλίες θα οδηγήσουν στην απαλλαγή από την τουρκική κατοχή και την επανένωση της Κύπρου.
Πότε, επί τέλους, θα κατανοήσουμε ότι η Τουρκία δεν εισέβαλε στην Κύπρο για να φύγει και δεν διαπραγματεύεται την αποχώρησή της από την Κύπρο; Το Κυπριακό δεν είναι διακοινοτική διαφορά. Γι’ αυτό και οι ατέρμονες διακοινοτικές συνομιλίες, που διεξάγονται εδώ και 43 χρόνια, απέβησαν άκαρπες. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα, που ανάγεται στους τουρκικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς, και οι οποίοι χαράχθηκαν πριν από 63 χρόνια. Για την επίτευξη αυτών των σχεδιασμών, έγινε η τουρκική εισβολή του 1974 και η αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα των κατεχομένων που επακολούθησε.
Απώτερος στόχος της Τουρκίας είναι η κατάληψη όλης της Κύπρου. Προς τον σκοπό αυτόν, η Τουρκία θα επιμείνει να της αναγνωριστούν, είτε σαφώς είτε με «εποικοδομητική» ασάφεια, επεμβατικά δικαιώματα που θα της επιτρέψουν, όταν βρει κατάλληλες τις συνθήκες, να καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο. Τις ευκαιρίες, για τη δημιουργία τέτοιων συνθηκών, θα τις παράσχει στην Τουρκία η μη λειτουργικότητα της λύσης της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, με βάση τις προδιαγραφές της «κοινής διακήρυξης» της 11/2/2014 .
Η Τουρκία, σκοπεύει όπως αυτό το αμφίβολης εγκυρότητας νομικό πλαίσιο επεκταθεί, μέσα στα πλαίσια της Βαλκανικής της πολιτικής. και σε άλλα μέρη όπου διαβιούν τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες, όπως στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Βόρεια Μακεδονία και στη Ρουμανία. Είναι, στο θέμα αυτό, αρκετά αποκαλυπτικός ο πρώην Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας» στις σελίδες 200 – 201.
Για το θέμα της Συνθήκης Εγγυήσεως, έχω ασχοληθεί σε άρθρο μου στον «Φ» στις 17/1/2016. Άξια αναφοράς είναι τα βιβλία του Κρίτωνα Γ. Τορναρίτη, «Η νομική πτυχή του Κυπριακού προβλήματος», 1983 και του Κύπρου Χρυσοστομίδη «Το κράτος της Κύπρου στο διεθνές δίκαιο» (εκδόσεις Σακούλα, Αθήνα, 1994).
Η Συνθήκη Εγγυήσεως, όπως και κάθε σύστημα «εγγυήσεων» με οποιαδήποτε επιγραφή, αντιβαίνουν προς θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, που κατοχυρώνονται από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, όπως είναι η αρχή της αυτοδιάθεσης, της ίσης κυριαρχίας των κρατών μελών του Οργανισμού και της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η αρχή της ίσης κυριαρχίας που προνοούν τα Άρθρα 1, 2 και 78 του Καταστατικού Χάρτη. Με βάση την αρχή αυτή, τα κράτη είναι νομικά ίσα, απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων που εκπηγάζουν από την κυριαρχία τους και η νομική προσωπικότητα του κράτους, καθώς και η εδαφική του ακεραιότητα και η πολιτική του ανεξαρτησία είναι σεβαστά. Σύμφωνα με το Άρθρο 103, σε περίπτωση αντίθεσης οποιασδήποτε των υποχρεώσεων των μελών του ΟΗΕ, που εκπηγάζει από τον Καταστατικό Χάρτη και υποχρέωσης δυνάμει οποιασδήποτε Συνθήκης, υπερισχύει η υποχρέωση που προβλέπεται στον Καταστατικό Χάρτη.
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω γενική τοποθέτηση, η πρόνοια του Άρθρου IV της Συνθήκης, ερμηνευόμενη με βάση την επιταγή του προαναφερθέντος Άρθρου 103 του Καταστατικού Χάρτη, δεν επιτρέπει στρατιωτική επέμβαση και άσκηση ένοπλης βίας. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, η προσφυγή στην ένοπλη βία δικαιολογείται μόνο σε δύο περιπτώσεις, αυτές που προβλέπονται στα Άρθρα του 42 και 51 του Κεφαλαίου 7. Στο μεν Άρθρο 42, το Συμβούλιο Ασφαλείας νομιμοποιείται «να προβεί, από αέρος, διά θαλάσσης ή από ξηράς σε τέτοιου είδους ενέργεια, προκειμένου να προστατεύσει ή να αποκαταστήσει την ειρήνη και την ασφάλεια».
Το Άρθρο 51 νομιμοποιεί τη χρήση βίας «για λόγους αυτοάμυνας». Την άποψη αυτή υποστήριξαν εγνωσμένου κύρους διεθνολόγοι όπως ο Hans Kelsen, στη σχετική γνωμοδότησή του στον ΟΗΕ, όταν εξεταζόταν η εισδοχή της Κύπρου στον Οργανισμό. Τα ίδια υποστηρίζουν και ο Soskice στη γνωμοδότησή του το 1963 και ο Eli Lauterpacht στη γνωμοδότησή του το 1964. Πέραν τούτου, η Τουρκία παραβίασε τη Συνθήκη γιατί ενήργησε μονομερώς, χωρίς να προηγηθούν οι απαιτούμενες διαβουλεύσεις.
Επίσης, καταφάνηκε περίτρανα ότι η επέμβαση δεν απέβλεπε στην «αποκατάσταση του καθεστώτος που δημιουργήθηκε» με βάση τη Συνθήκη. Επίσης, όπως ορθά επισημαίνεται στο Έγγραφο του πρώην Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, που δημοσίευσε ο «Φ» στις 23/10/2016, «εάν το καθεστώς εγγυήσεων και κατοχής παραμείνει, τότε η Κύπρος ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι προτεκτοράτο μιας τρίτης δύναμης ευρισκόμενης εκτός της Ένωσης». Η Κύπρος αν χρειάζεται εγγυήσεις είναι εγγυήσεις που θα διασφαλίζουν ότι θα τηρηθούν τα συμφωνηθέντα και θα την προστατεύουν από μια μελλοντική εισβολή της Τουρκίας. Για να μην επαναληφθούν από τα τουρκικά στρατεύματα οι άνανδροι ομαδικοί φόνοι άοπλων πολιτών της και οι κτηνώδεις βιασμοί ανυπεράσπιστων γυναικών.
Τα όσα εκτίθενται πιο πάνω, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι η Τουρκία, εισβάλλουσα στην Κύπρο το 1974, παραβίασε τόσο τη Συνθήκη Εγγυήσεως όσο και θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Επανειλημμένα, σε άρθρα μου, τόνισα την ανάγκη υιοθέτησης, για να εξουδετερωθούν οι τουρκικοί επεκτατικοί σχεδιασμοί, μιας επιθετικής διπλωματίας. Στα πλαίσια αυτής της επιθετικής διπλωματίας εντάσσεται και η διεθνής προβολή της νομικής διάστασης των εγγυήσεων και η καταγγελία της Συνθήκης Εγγυήσεως. Θα έπρεπε αυτό να είχε γίνει μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Εδώ, διαθέτουμε ισχυρό νομικό και πολιτικό οπλοστάσιο, έστω και αν στη διεθνή πολιτική σκακιέρα το διεθνές δίκαιο πλειστάκις παραμερίζεται.
*Πρώην Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, πρώην Επίτροπος Διοικήσεως.
apopseis

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ