Καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν γίνει αδύναμες, παραλυμένες και δυσλειτουργικές, οι πόλεις και οι δήμαρχοί τους έχουν γεμίσει το κενό. Σε πολλούς κρίσιμους τομείς, τώρα είναι αυτοί που πραγματικά κάνουν πράγματα.
Ο διεθνής αερολιμένας O’Hare στο Σικάγο είναι ένας από τους σημαντικότερους κόμβους μεταφορών στην γη. Με 2.700 πτήσεις ημερησίως και πάνω από 80 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως, είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα αεροδρόμια των Ηνωμένων Πολιτειών και το δεύτερο μεγαλύτερο αεροδρόμιο [ταξιδιωτικών] συνδέσεων στον κόσμο, συνδέοντας πτήσεις με προορισμούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι επίσης, από ορισμένους κρίσιμους τομείς, παλιό και ξεπερασμένο˙ μερικοί από τους διαδρόμους [απο-προσγείωσης] και τους τερματικούς σταθμούς έχουν μείνει επί δεκαετίες χωρίς μια γενική επισκευή. Και όταν το O’Hare μπουκώνει, το κάνει και η υπόλοιπη χώρα επίσης.
Όταν το Σικάγο επαναδιαπραγματεύθηκε την πιο πρόσφατη φορά τις συμβάσεις μίσθωσης για τις αεροπορικές εταιρείες που επιχειρούν στο O’Hare, το 2011, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση χορήγησε σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε χρηματοδότηση. Αλλά, το 2016, όταν η πόλη πήρε επειγόντως αναγκαία μέτρα για τον εκσυγχρονισμό του αεροδρομίου; Σιωπή.
Το Σικάγο δεν είχε την πολυτέλεια να αναβάλει και να περιμένει, κάνοντας ευχές, για ομοσπονδιακή βοήθεια που ποτέ δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Αντ’ αυτού, η πόλη πήρε τα πράγματα στα χέρια της και διαπραγματεύθηκε απευθείας με τις αεροπορικές εταιρείες. Τον Μάρτιο του 2018, το Σικάγο ανακοίνωσε συμφωνία ύψους 8,5 δισ. δολαρίων [2] για τον εκσυγχρονισμό του τερματικού σταθμού και των πυλών (gates), επιπλέον μιας συμφωνίας ύψους 1,5 δισ. δολαρίων για επέκταση του διαδρόμου [απο-προσγείωσης]. Τα έργα σχεδόν θα διπλασιάσουν τον τερματικό χώρο του αεροδρομίου, θα αυξήσουν τον αριθμό των πυλών κατά ένα τρίτο, θα προσθέσουν νέους διαδρόμους και θα αναδιαμορφώσουν τους παλαιούς και θα αυξήσουν τις καθημερινές πτήσεις κατά 40%. Η πόλη χρειάστηκε για τις διαπραγματεύσεις μόλις δύο χρόνια από την αρχή μέχρι το τέλος τους.
Οι υποδομές μπορεί να μην είναι σέξι, αλλά μια επέκταση αυτού του μεγέθους είναι μεγάλη υπόθεση -όχι μόνο για το Σικάγο, αλλά και για ολόκληρη την χώρα. Και όμως, η πόλη το κάνει χωρίς ούτε δεκάρα οικονομικής βοήθειας από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αντ’ αυτού, όλη η χρηματοδότηση θα προέρχεται από την αύξηση της επιβατικής κίνησης. Οι ομοσπονδιακοί οργανισμοί πρέπει, βεβαίως, να εγκρίνουν το γενικό σχέδιο και κάθε περιβαλλοντική αντιστάθμιση. Αλλά το O’Hare είναι μια τέλεια απεικόνιση μιας ευρύτερης τάσης σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο: Καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν γίνει αδύναμες, παραλυμένες και δυσλειτουργικές, οι πόλεις και οι δήμαρχοί τους έχουν γεμίσει το κενό. Σε πολλούς κρίσιμους τομείς, τώρα είναι αυτοί που πραγματικά κάνουν πράγματα.
Προφανώς, οι δήμαρχοι μόνοι τους δεν μπορούν να συντηρήσουν τον στρατό, να αντιμετωπίσουν σημαντικούς κινδύνους για την δημόσια υγεία ή να εκτελέσουν μεγάλα εθνικά προγράμματα συνταξιοδότησης, αλλά οι περισσότερες καθημερινές λειτουργίες [3] της διακυβέρνησης εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους. Οι δήμαρχοι αναγνωρίζουν και αντιμετωπίζουν ενεργά την κλιματική αλλαγή. Ασχολούνται με τη μετανάστευση και τις υποδομές και δεν μεταθέτουν απλώς αυτά τα θέματα συνεχώς, ελπίζοντας ότι κάποιος άλλος θα τα αναλάβει. Παλεύουν με την εκπαίδευση, την ανισότητα, την υγεία, την στέγαση, την τρομοκρατία και το έγκλημα.
Τα έθνη-κράτη δεν αντικατοπτρίζουν το μέλλον. Αντιθέτως, βρίσκονται σε κατάσταση ατροφίας και παρακμής. Καθώς γράφεται το κείμενο αυτό, δώδεκα εθνικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη είναι κυβερνήσεις μειοψηφίας, με μερικές ακόμα ίσως να έρχονται στο εγγύς μέλλον. Όταν αντιμετωπίσουν προβλήματα, αυτές οι κυβερνήσεις θα προκαλέσουν ακινησία και στασιμότητα. Η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες, όταν δεν διοικούνται από το μειοψηφικό κόμμα, εξακολουθούν να είναι πολωμένες [4] μέχρι το σημείο της παράλυσης. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μεγάλα νομοσχέδια έχουν γίνει νόμοι μόνο όταν ένα πολιτικό κόμμα έχει ελέγξει τόσο τον εκτελεστικό όσο και τον νομοθετικό κλάδο.
Η προεδρία του Donald Trump, με την συνεχή αναταραχή, την αδιαφάνεια και την καθαρή ανοησία της, είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά ο Trump είναι απλώς ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης ασθένειας. Οι άνθρωποι απορρίπτουν το πολιτικό σύστημα -είτε υποστηρίζοντας έναν υποψήφιο όπως ο Trump είτε ψηφίζοντας για ριζική ρήξη όπως το Brexit [5], για να αναφέρουμε μόνο δύο παραδείγματα- όταν αισθάνονται όχι μόνο οικονομική δυσαρέσκεια αλλά μια ευρύτερη αίσθηση απογοήτευσης ότι το έθνος-κράτος είναι εντελώς ανίκανο να αντιμετωπίσει τις θεμελιώδεις ανησυχίες τους. Το 2016, το αμερικανικό κοινό ήταν πρόθυμο να δοκιμάσει οτιδήποτε καινούργιο, ανεξάρτητα από το πόσο μη παραδοσιακό θα ήταν.
Οι πόλεις προσφέρουν στους απογοητευμένους πολίτες μια διαφορετική προσέγγιση. Έχουν γίνει οι τόποι όπου η λειτουργία έχει αντικαταστήσει την δυσλειτουργία, η οικειότητα έχει αντικαταστήσει την απόσταση, και η αμεσότητα έχει αντικαταστήσει την αναποφασιστικότητα. Οι πολίτες μιας πόλης μπορούν και επηρεάζουν πραγματικά τις πολιτικές και τα αποτελέσματα μέσω της εμπλοκής τους. «Η τοπική κυβέρνηση είναι εκεί όπου ζει η εμπιστοσύνη», δήλωσε ο Eric Beinhocker, εκτελεστικός διευθυντής του Institute for New Economic Thinking. Και πράγματι, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Gallup, το 35% [6] των Αμερικανών εμπιστεύονται την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά το 72% [7] εμπιστεύονται τις τοπικές κυβερνήσεις τους.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εστιάζουν μεγάλο βαθμό της προσοχής και της ενέργειάς τους αυτές τις μέρες στο τι συμβαίνει και τι προέρχεται από την Ουάσινγκτον: Στις αναρτήσεις στο Twitter του προέδρου, στις παλατιανές ίντριγκες, στην αναποτελεσματικότητα τόσο πολλών μελών του Κογκρέσου. Αυτή η παρόρμηση είναι φυσιολογική, και η εποπτεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι κρίσιμη, ειδικά όταν η κυβέρνηση αποδεικνύεται διεφθαρμένη. Αλλά ένα μεγάλο μέρος αυτής της εστίασης θα ήταν πιο χρήσιμο αν κατευθυνόταν μακριά από την Ουάσινγκτον σε τόπους λιγότερο βυθισμένους στην ακινησία, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων.
«Είναι ένα από τα ευτυχή περιστατικά του ομοσπονδιακού συστήματος», έγραψε ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου, Louis Brandeis, το 1932, «το ότι μια και μόνη θαρραλέα πολιτεία μπορεί, αν οι πολίτες της το επιλέξουν, να χρησιμεύσει ως εργαστήριο˙ και να δοκιμάσει καινοτόμα κοινωνικά και οικονομικά πειράματα χωρίς κίνδυνο για την υπόλοιπη χώρα». Ο Brandeis είχε δίκιο. Μια γερή μερίδα του New Deal ήταν μαγειρεμένη στα εργαστήρια μερικών πολιτειών. Αργότερα, ήταν επίσης το «Σπουδαία Κοινωνία» [στμ: Great Society, ένα πακέτο εθνικών προγραμμάτων του προέδρου Lyndon B. Johnson] και ο Νόμος για την Προσιτή Φροντίδα [στμ: Affordable Care Act, ACA, ο νόμος για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που εισήγαγε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα]. Αυτές οι υπέροχες ιδέες ανάβλυσαν στην εθνική κυβέρνηση από τις πολιτείες, από κάτω. Σήμερα, ωστόσο, οι πόλεις, κι όχι οι πολιτείες, είναι τα εργαστήρια. Δυστυχώς, οι ιδέες τους δεν περνούν πλέον κάθετα στο εθνικό επίπεδο (αν και ίσως, μια μέρα, οι καλύτερες από αυτές θα το κάνουν). Αντ’ αυτού, εξαπλώνονται οριζόντια από πόλη σε πόλη, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά σε όλο τον κόσμο. Ως δήμαρχος του Σικάγου, για παράδειγμα, ήμουν μέλος του Metropolitan Mayors Caucus, της Διάσκεψης των Δημάρχων των Ηνωμένων Πολιτειών, και του C40 Cities, μιας παγκόσμιας συμμαχίας πόλεων αφιερωμένων στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Όταν ο Trump ξεκίνησε την ταξιδιωτική απαγόρευση της διοίκησής του, εκατοντάδες πόλεις σε όλη την χώρα δήλωσαν ότι είναι άσυλα [8] για τους μετανάστες. Και όταν αποφάσισε να βγάλει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, το Σικάγο πραγματοποίησε μια διάσκεψη για το κλίμα, κατά την οποία δεκάδες από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου αποφάσισαν να εμμείνουν στην συμφωνία ξέχωρα από τις αντίστοιχες εθνικές κυβερνήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, οι πόλεις έχουν γίνει το προγεφύρωμα της αντίστασης στις κακοσχεδιασμένες αποφάσεις των εθνικών κυβερνήσεων που αντιτίθενται στην λαϊκή βούληση.
Αλλά οι πόλεις και οι δήμαρχοι δεν χρησιμοποιούν την αυτονομία τους ώστε να συνεργαστούν για να παίζουν άμυνα μόνο. Οι ιδέες που παράγουν, δοκιμάζουν και μοιράζονται ο ένας με τον άλλο είναι συχνά προωθημένες και προοδευτικές. Όταν ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Michael Bloomberg, [9] δημιούργησε έναν τεχνολογικό κόμβο με συνεργασίες μεταξύ πανεπιστημίων, επιχειρήσεων και τοπικής αυτοδιοίκησης, πολλές άλλες πόλεις αποφάσισαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Σε μια εποχή που κανένας άλλος δεν αντιμετώπισε πραγματικά την επιδημία οπιοειδών, το Σικάγο μήνυσε [10] μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες για παραπλανητικό μάρκετινγκ. Η ιδέα έγινε γρήγορα δημοφιλής, και περισσότερες από 700 άλλες πόλεις συμμετέχουν πλέον σε αγωγές για τα οπιοειδή. Εμπνευσμένο από έργα στο Βερολίνο, στο Μπουένος Άιρες, στο Ντάλας και στο Παρίσι για τον ανασχεδιασμό [και επαναξιοποίηση] παλιών βιομηχανικών προκυμαιών, το Σικάγο ανέλαβε ένα έργο που ονομάζεται Riverwalk [11] κατά μήκος του ποταμού Σικάγο. Και σχεδόν ταυτόχρονα, η Βοστώνη, το Σικάγο και η Louisville εισήγαγαν πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της δημόσιας εκπαίδευσης πέρα από την συνηθισμένη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ήδη από τα προνήπια μέχρι το πανεπιστήμιο. «Οι καλοί δήμαρχοι μιμούνται», είπε η Nan Whaley, δήμαρχος του Dayton, Ohio. «Οι σπουδαίοι δήμαρχοι κλέβουν» [στμ: ιδέες].
Επιπλέον, οι πόλεις μοιράζονται ιδέες διασχίζοντας τις κομματικές γραμμές. Παρόλο που πολλές από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου διοικούνται από δημάρχους που χαρακτηρίζονται ως φιλελεύθεροι, δεν είναι όλες έτσι. Οι δήμαρχοι συνεργάζονται ανεξάρτητα [από την πολιτική τοποθέτησή τους]. «Μπορεί να προερχόμαστε από διαφορετικές ευρύτερες φιλοσοφικές ιδέες σχετικά με το ρόλο της κυβέρνησης», δήλωσε ο Tom Tait, ο Ρεπουμπλικανός πρώην δήμαρχος της Anaheim, στην Καλιφόρνια. «Αλλά στο τοπικό επίπεδο, έχει να κάνει με το να κάνουμε πράγματα και να υπηρετούμε τους ανθρώπους. Και δεν υπάρχει πολλή ιδεολογία σε αυτό».
Ο Knox White, ο Ρεπουμπλικανός δήμαρχος της Greenville στη Νότια Καρολίνα, λέει ότι «Οι ομοσπονδιακοί πολιτικοί μας βρίσκονται σε μια φούσκα. Εμείς στο επίπεδο της πόλης δεν είμαστε και δεν θέλουμε να είμαστε. Μιλάμε με τους ψηφοφόρους μας. Συνεργαζόμαστε μεταξύ μας για να κάνουμε πράγματα. Η δουλειά μου είναι να το διευκολύνω αυτό. Είναι αυτό που κάνω. Είναι αυτό που κάνει ένας δήμαρχος». Αυτό το θεμελιώδες καθήκον είναι το ίδιο και στις μεγάλες (Σικάγο), στις μεσαίες (Λούισβιλ, Κεντάκι) και στις μικρές (Carmel, Indiana) πόλεις. Όλες τους συνεργάζονται για να ανταλλάσσουν αγαθά, ιδέες και καινοτομίες εκτός του καναλιού της εθνικής κυβέρνησης. Έχουν γίνει πόλεις-κράτη.
Ο RAHM EMANUEL διετέλεσε δήμαρχος του Σικάγου από το 2011 έως το 2019. Είναι πρώην Προσωπάρχης του Λευκού Οίκου και μέλος του Κογκρέσου των ΗΠΑ. Αυτό το δοκίμιο είναι προσαρμοσμένο από το προσεχές βιβλίο του με τίτλο The Nation City: Why Mayors Are Now Running the World. [1]
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.penguinrandomhouse.com/books/606159/the-nation-city-by-rahm-…
[2] https://www.chicagobusiness.com/greg-hinz-politics/heres-how-ohares-85-b…
[3] https://www.foreignaffairs.com/reviews/capsule-review/2013-12-17/if-mayo…
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2019-09-25/how-ame…
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-kingdom/2020-01-31/brexit…
[6] https://news.gallup.com/poll/246371/americans-trust-government-handle-pr…
[7] https://news.gallup.com/poll/243563/americans-trusting-local-state-gover…
[8] https://www.chicagotribune.com/news/ct-chicago-sanctuary-history-htmlsto…
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/2015-08-18/city-century
[10] https://www.chicago.gov/city/en/depts/mayor/press_room/press_releases/20…
[11] https://www.chicagoriverwalk.us/projecthistory
foreignaffairs.gr