Το να μιλάει ο Παπανδρέου για πορεία προς ολοκληρωτικό κράτος είναι φυσικά γελοίο. Και αυτός ο άνθρωπος είναι γελοίος, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Διότι, αν υπήρχε μία οιονεί ολοκληρωτική κατάσταση στην Ελλάδα, ήταν αυτή που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ επί 8 χρόνια, όπου για να πάρει ένας ένα δάνειο από μια τράπεζα έπρεπε η κλαδική να δώσει το πράσινο φως.(Κορνήλιος Καστοριάδης, 1990, eagainst.com).
Ακούγοντας τα Νέα φανταστήκαμε τις ερπύστριες των τανκς της «Αριστεράς» να οργώνουν τους δρόμους της Αθήνας. Αφορμή η αναφορά του Τσίπρα για τους «αρμούς» της εξουσίας που θα πρέπει να ελέγξει η «Αριστερά» του όταν έρθει για δεύτερη φορά στην εξουσία.
Βέβαια κανένας δεν αμφιβάλλει –ούτε η ίδια το κρύβει άλλωστε- για την πίστη της Αριστεράς στον ολοκληρωτισμό ή για να μιλήσουμε με τα δικά της λόγια για την «Δικτατορία του Προλεταριάτου». Το γεγονός ότι, στην πράξη, αυτή εξελίχθηκε σε εφιάλτη του προλεταριάτου είναι λεπτομέρεια οφειλόμενη στις «παρεκκλίσεις» από τα «επαναστατικά ευαγγέλια».
Όμως αφήνοντας στην άκρη το ερώτημα αν είναι όντως Αριστερά –και αν ναι τι είδους «Αριστερά»- ο ΣΥΡΙΖΑ και πως αυτό εκδηλώθηκε στην διάρκεια της διακυβέρνησής του, ας επικεντρωθούμε στους «αρμούς» της εξουσίας που δεν «αλώθηκαν» κατά την διακυβέρνηση από την «Πρώτη φορά Αριστερά».
Τον περασμένο αιώνα και μέχρι την Μεταπολίτευση στους αρμούς της εξουσίας έπαιζαν καθοριστικό ρόλο τα Ανάκτορα και ο στρατός. Με τα πραξικοπήματα και τα κινήματα(;) ο στρατός επέβαλε δικτατορίες και πολιτεύματα, επίσης «εγκατέστησε» πολιτικούς(Βενιζέλος, 1910). Τα Ανάκτορα με την σειρά τους επηρέασαν αρνητικά, σε κρίσιμες στιγμές(1915, 1963-1967) για την χώρα, τις εξελίξεις. Όμως μετά το 1974 τα μεν Ανάκτορα έγιναν Προεδρία της Δημοκρατίας, ο δε στρατός περιορίστηκε στα καθήκοντά του. Απομένει επομένως να δούμε τους «μοντέρνους αρμούς» οι οποίοι έμειναν αλώβητοι από την διακυβέρνηση της Ν.Δ. αλλά ιδιαίτερα εκείνης του ΠΑΣΟΚ το οποίο από το 1981 και μετά κυβέρνησε την Ελλάδα, σχεδόν αδιάλειπτα, περιορίζοντας την «Δεξιά» στα «χρονοντούλαπα της ιστορίας» όπως το ίδιο διατεινόταν χαρακτηρίζοντας της τριετία ‘90-‘93 «Δεξιά παρένθεση»(έτσι θα χαρακτήριζε και την πενταετία ‘04-‘09 αν ο ΓΑΠ δεν αποδεικνυόταν «ελάχιστος»).
Φυσικά στο μυαλό μας έρχονται αμέσως οι τρείς εξουσίες(Νομοθετική, Εκτελεστική, Δικαστική) που οφείλουν να είναι ανεξάρτητες και η τέταρτη(Τύπος) που οφείλει να τις ελέγχει. Πόσο ανεξάρτητες ήταν οι τρεις εξουσίες; Πόσο ανεπηρέαστες έμεναν από τα εκάστοτε εκλογικά αποτελέσματα και την κυβέρνηση που προέκυπτε από αυτά; Η ηγεσία της Δικαιοσύνης που είχε επιλέξει η προηγούμενη Βουλή θα ήταν «εξαρτημένη» ενώ αυτή που επέλεξε η παρούσα είναι «ανεξάρτητη»; Και με την ευκαιρία, ποια άποψη είχε η μέλλουσα Π.τ.Δ. επί του θέματος; Όφειλε εκ του Συντάγματος ο νυν Π.τ.Δ. να υπογράψει το διάταγμα ορισμού ή όχι; Είχε εκφράσει τότε δημόσια την άποψή της ως Πρόεδρος του Σ.τ.Ε.; Αν όχι γιατί δεν το έκανε σε ένα τόσο κομβικό, απτόμενο του Συντάγματος ζήτημα, και σε κάθε περίπτωση ποια ήταν η άποψη -που όφειλε, ηθικά τουλάχιστον, δεδομένου του θεσμικού της ρόλου- να έχει μεταφέρει στον κύριο Παυλόπουλο; Αλλά ας επανέλθουμε στο θέμα.
Ποίος αλήθεια πιστεύει σήμερα στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης; Μήπως ακόμα από την εποχή της εκδίκασης της υπόθεσης Κοσκωτά δεν είχαν εγερθεί πολλά ερωτηματικά; Γιατί στα 46 χρόνια της αντιπολίτευσης δεν θωρακίστηκε ο θεσμός με διαδικασίες που θα διασφάλιζαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την ανεξαρτησία της και θα κατοχύρωναν το κύρος της; Γιατί ο ορισμός της ηγεσίας –και επαγωγικά και η εξέλιξη των δικαστών- να εξαρτάται από την εκάστοτε απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία; Γιατί με άλλα λόγια να ορίζουν οι κυβερνήσεις τις ηγεσίες των ανώτατων Δικαστικών αρχών όπως έκανε την προηγούμενη τετραετία ο ΣΥΡΙΖΑ με την κυρία Θάνου και την κυρία Σακελλαροπούλου;
Ας έρθουμε τώρα σε έναν άλλο «αρμό». Στις ώριμες Δημοκρατίες της Ευρώπης ο κορμός της Εκτελεστικής Εξουσίας παραμένει ανεπηρέαστος από τις κυβερνητικές αλλαγές. Ο κρατικός μηχανισμός δεν αντιμετωπίζεται ως κομματικό λάφυρο και δεν χρησιμοποιείται για την νομή της εξουσίας. Δεν γίνεται δηλαδή αυτό που έγινε την τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι έγινε πρώτη φορά επί ΣΥΡΙΖΑ ή αποτελεί πάγια πρακτική των τελευταίων δεκαετιών; Φυσικά η πολιτική ζωή στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ απαλλαγμένη από τον πειρασμό της νομής της εξουσίας και των παρεμβάσεων υπέρ των ημετέρων. Όμως κάποτε η ιεραρχία ήταν μόνιμη και δεν αποτελούσε κομματική λεία. Οι Υπουργοί και οι βουλευτές έβαζαν όπου μπορούσαν το χέρι τους αλλά δεν καθόριζαν οι κομματικές οργανώσεις ούτε τις τοποθετήσεις ούτε τις προαγωγές.
Όλα άλλαξαν μετά το 1981 με την κατάργηση της μόνιμης ιεραρχίας και την καθιέρωση της «θητείας» με ρευστά κριτήρια που επέτρεψαν στην ΠΑΣΚΕ τότε να επιδίδει στους Υπουργούς τις λίστες προαγωγών και τοποθετήσεων. Φυσικά ήταν «το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση» αλλά δεν ήταν «ο λαός στην εξουσία» αλλά οι κλαδικές του «Κινήματος». Οι «αρμοί» της Δημόσιας Διοίκησης καταλήφθηκαν από τον κομματικό στρατό. Έγινε αυτό που, με ακραίο είναι αλήθεια ύφος, δήλωνε ο Κ. Καστοριάδης στην προαναφερθείσα συνέντευξη: «επωφελείται απ’ αυτή την κατάσταση και προσεταιρίζεται ένα μεγάλο μέρος των απογοητευμένων αριστερών, δημιουργεί το ΠΑΣΟΚ και έρχεται και δημιουργεί αυτό το φαυλοκρατικό ημιολοκληρωτικό καθεστώς επί 8 χρόνια».
Καμία συζήτηση βέβαια για την ουσιαστική ανεξαρτησία της νομοθετικής εξουσίας. Έχει γίνει κοινή συνείδηση ότι οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να προσυπογράφουν με την ψήφο τους ό,τι φέρνουν οι Υπουργοί για ψήφιση στην Βουλή. Οι διαφωνούντες αποδοκιμάζονται άκριτα ακόμα και από τους ψηφοφόρους-οπαδούς(φυσικά όχι Πολίτες). Είναι χαρακτηριστική η δήλωση Υπουργού της κυβέρνησης Παπανδρέου ότι ψήφισε το πρώτο μνημόνιο χωρίς να το διαβάσει. Είναι βέβαιο ότι αν διέθεταν την παρρησία το ίδιο θα δήλωναν σχεδόν όλοι οι παρόντες σε εκείνη τη Βουλή ανεξαρτήτως του τι ψήφισαν τελικά. Το ίδιο προφανώς έγινε και στα επόμενα μνημόνια των κυβερνήσεων Σαμαρά/Βενιζέλου και Τσίπρα.
Επομένως ο βασικότερος «αρμός» της εξουσίας –αυτός που είναι ο μόνος που νομιμοποιείται από την λαϊκή εντολή- είναι απόλυτα ελεγχόμενος και υποταγμένος στις αποφάσεις του Πρωθυπουργού. Συναφής μπορεί να θεωρηθεί η απαξίωση του θεσμού της Π.τ.Δ. τόσο με την απογύμνωσή του από εξουσίες όσο και με την διαδικασία εκλογής. Απομένει επομένως μια και μόνη εξουσία, ο Πρωθυπουργός με ό,τι αυτό σημαίνει.
Τέλος η «Τέταρτη Εξουσία» της οποίας ο ρόλος είναι ο έλεγχος και η κριτική έχει αλλοτριωθεί υποκύπτοντας στην ισχύ των οικονομικών συμφερόντων. Το τέλος των παραδοσιακών εκδοτών ξεκίνησε την δεκαετία του ’80 με την αποχώρηση της Ελένης Βλάχου και τις δολοφονίες Αθανασιάδη/Μομφεράτου. Οι προσπάθειες του ΠΑΣΟΚ να αλώσει αυτόν τον «αρμό» άρχισαν με τον Πόπωτα και κορυφώθηκαν με τον Κοσκωτά. Ότι δεν κατάφεραν όμως την δεκαετία του ’80 έγινε πράξη την επόμενη δεκαετία με την περιβόητη «διαπλοκή» οικονομικών/εκδοτικών συμφερόντων και πολιτικής. Επομένως, έστω και αν το «σύστημα» καλλιεργεί μεθοδικά την λήθη, το φαινόμενο Καλογρίτσα δεν προήλθε από παρθενογένεση. Ήταν, σαφώς, προσπάθεια αλλοίωσης συσχετισμών -και όχι κάθαρσης όπως είχε επιχειρηθεί το ‘05 με τον νόμο για τον «Βασικό Μέτοχο»-.
Επομένως, μάλλον δεν απομένουν σημαντικοί «αρμοί» για να αλώσει ο κύριος Τσίπρας αν ξαναγίνει πρωθυπουργός. Απομένουν κάποια, ασήμαντα, «αρμίδια» τα οποία προσαρμοζόμενα, σαν παράσιτα στις καταστάσεις, δεν συνιστούν εμπόδια για την εκάστοτε εξουσία.
Αντωνάκος Αντώνης
25-02-2020
[email protected]
http://www.antonakos.edu.gr