Ο Βασίλης Λογοθετίδης γεννήθηκε το 1898 στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης και έζησε τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Αποφοίτησε από το Ζωγράφειο Γυμνάσιο το 1915 και τον επόμενο χρόνο εμφανίσθηκε ως ερασιτέχνης ηθοποιός, προκαλώντας μεγάλη εντύπωση στο ομογενειακό κοινό της Πόλης.
Υπάρχει όμως μια σύγχυση σε σχέση με το πότε γεννήθηκε ο Βασίλης Λογοθετίδης.
Η Βικιπαίδεια γράφει 1898, αλλά υπάρχουν πληροφορίες που λένε ότι μπορεί να γεννήθηκε ακόμη και το 1893, ενώ άλλες τον εμφανίζουν γεννημένο το 1900. Ο ίδιος ο Λογοθετίδης, εμφανίζεται να λέει πως στις αρχές του 1929 ήταν 33 ετών – άρα είχε γεννηθεί το 1896 ή και το 1895. Πέραν αυτού όμως γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας ήταν ένας εκ των κορυφαίων ελλήνων ηθοποιών με ένα τελείως αθόρυβο σήμα-κατατεθέν παίξιμο, το οποίο ήταν έμφυτο, αφού όλοι αναφέρουν ότι οι υποκριτικές ικανότητές του ήταν εμφανείς από τα πρώτα κιόλας χρόνια της θεατρικής καριέρας του και το καλλιέργησε και στη συνέχεια ο ίδιος μέσα στα χρόνια.
Όταν αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, στην Αθήνα, μετά το 1918, δεν άργησε να αναδειχθεί μέσα από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη (η οποία τον είχε δει για πρώτη φορά, να παίζει, ερασιτεχνικά, στην Κωνσταντινούπολη). Με τον θίασο της συνεργάστηκε έως το 1946, οπότε δημιούργησε δικό του θεατρικό σχήμα. Έπαιξε εκατοντάδες ρόλους του κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, κωμικούς και δραματικούς («Όπως αγαπάτε» του Σαίξπηρ, «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, «Κνοκ» του Ζιλ Ρομέν, «Βολπόνε» του Μπεν Τζόνσον, «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» του Κέσερλινγκ). Από το 1946, όταν σχημάτισε τον προσωπικό του θίασο, υπηρέτησε τη νεοελληνική κωμωδία και φάρσα.
Τον Βασίλη Λογοθετίδη τον γνωρίζουμε οι περισσότεροι μέσα από τις λιγοστές ταινίες του. Συγκεκριμένα, εννέα ταινίες, που γυρίστηκαν και προβλήθηκαν όλες μέσα σε μια δεκαετία, από το 1948 έως το 1958. Οι ταινίες αυτές είναι: Οι Γερμανοί Ξανάρχονται… (σκην. Αλέκος Σακελλάριος, 1948), Ένα Βότσαλο στη Λίμνη… (Αλέκος Σακελλάριος, 1952), Σάντα Τσικίτα (Αλέκος Σακελλάριος, 1953), Δεσποινίς Ετών “39” (Αλέκος Σακελλάριος, 1954), Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά (Αλέκος Σακελλάριος, 1955), Ιστορία μιας Κάλπικης Λίρας ή Κάλπικη Λίρα, όπως έγινε γνωστή (σκην. Γιώργος Τζαβέλλας, 1955), Ο Ζηλιαρόγατος (Γιώργος Τζαβέλλας, 1956), Δελησταύρου και Υιός (σκην. Αλέκος Σακελλάριος, 1957) και Ένας Ήρως με Παντούφλες (Αλέκος Σακελλάριος, 1958). Εννέα ταινίες, που έγραψαν, γράφουν και θα γράφουν τον διαχρονικό μύθο του Βασίλη Λογοθετίδη, ενός άφθαστου ηθοποιού με άπλετη υποκριτική γκάμα, που μπορούσε να συνδυάζει στο παίξιμό του, με τρόπο φυσικό και ανεπανάληπτο, κωμικά με δραματικά στοιχεία.
Η κωμωδία στο ελληνικό θέατρο, αλλά και ο σχετικός κινηματογράφος, θα ήταν ιδιαίτερα φτωχοί χωρίς το ταλέντο του Βασίλη Λογοθετίδη, αφού πολλές ταινίες που γυρίστηκαν τα μετέπειτα χρόνια, ακολούθησαν τον επιτυχημένο δρόμο των αντίστοιχων θεατρικών. Κορυφαία του στιγμή θεωρείται ο ρόλος του στο κωμικό δράμα του Γιώργου Τζαβέλα «Η Κάλπικη Λίρα» (1955), που διακρίθηκε διεθνώς και είναι μία από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ως κωμικός, ο Λογοθετίδης έπλασε τον θεατρικό χαρακτήρα του έλληνα αυτοδημιούργητου μικροαστού, σε μια εποχή, όπως η μεταπολεμική, ραγδαίας και βίαιης αστικοποίησης του νεοέλληνα αγρότη. Αντιφατικός, συναισθηματικός, μικροτύραννος, άπληστος, αφοπλιστικός, μικροαπατεώνας και ταυτόχρονα καταφερτζής και γενναιόδωρος. Τα σοβαρά προβλήματα υγείας δεν του επέτρεψαν να πρωταγωνιστήσει στην κωμωδία «Ο Ηλίας του 16ου», ρόλο τον οποίο πήρε τελικά ο Κώστας Χατζηχρήστος.
Το 1929, όταν ο Βασίλης ή και Βασιλάκης Λογοθετίδης (όπως τον αποκαλούσαν τότε, ίσως γιατί ήταν ακόμη νέος και μικροκαμωμένος) δίνει μια συνέντευξη στο περιοδικό Εβδομάς, που διηύθυνε ο Φώτος Γιοφύλλης, είχε ήδη 10 χρόνια επαγγελματικής καριέρας.Έτσι, στο τεύχος 68 της Εβδομάδος, που θα κυκλοφορούσε την 26η Ιανουαρίου 1929, υπήρχε μια σελίδα αφιερωμένη στον Βασίλη Λογοθετίδη. Το κείμενο το υπέγραφε Ο ΠΙΜΠΡΙΝΕΤ (μάλλον επρόκειτο για τον γνωστό στους πιο παλαιούς δημοσιογράφο και συγγραφέα Σώτο Πετρά), ο οποίος παρουσιάζει τον Λογοθετίδη ως τον «πρύτανη των νέων κωμικών»!
https://www.youtube.com/embed/FKGd5Kc-PL4
Ένα μικρό απόσπασμα από τη συνέντευξη εκείνη:
Και τώρα πες μου τίποτα για να συμπληρώσω τη σελίδα. Θέλω μια ανάμνησί σου θεατρική, ένα επεισόδιο, έστω ιστορία, ό,τι θέλεις…
Δεν θυμάμαι τίποτα. Τι να πω; Δεν έχω… ή μάλλον θυμάμαι κάτι…
Έχω παίξει μια ωραία φάρσα εγώ με τον Βασιλάκη τον Αργυρόπουλο μαζί. Δύο Βασίληδες. Είναι το μόνο αστείο της ζωής μου. Έπαιξα μια φάρσα που δεν είχε συγγραφέα. Οι συγγραφείς είμαστε εμείς, οι δυο Βασίληδες…
Ήρθε μια μέρα στο θίασό μας μια πενηντάρα χοντρή, ασουλούπωτη, παλαβή. Για τα σίδερα, κυριολεκτικώς. Θυμάμαι τη λέγανε κ. Ρόδα. Είχε τη λόξα να βγη στο θέατρο, να παίξη στο δράμα, και φορτώθηκε στην κ. Μαρίκα να την κάνη δραματική ηθοποιό. Η κ. Μαρίκα τη φόρτωσε σε μας, και μεις για να την ξεφορτωθούμε, της παίξαμε μια φάρσα που θα την θυμάται χρόνια.
Την καλέσαμε να κάνη μια δοκιμαστική πρόβα και παρουσία όλου του θιάσου ένα απόγευμα τη ντύσαμε «Γενοβέφα», τη βάψαμε μαύρη και της ξεμπλέξαμε και τα μαλλιά της, της τα στολίσαμε με λουλούδια, της δώσαμε για παιδί στο χέρι της ένα καδρόνι, που ζύγιζε καμμιά τριανταριά οκάδες, και τη βάλαμε νε βγη στη σκηνή.
Ό,τι μας κατέβαινε εμένα και του Αργυρόπουλου της τα σερβίραμε αυτής. Όλος ο θίασος είχε μαυρίσει στα γέλια κι αυτή σοβαρώτατα εξακολουθούσε να παίζη. Κλάψε τώρα και γονάτισε, της έλεγε ο Βασίλης! Έκλαιγε και γονάτιζε. Τώρα σήκω και μπήξε μια φωνή πολύ δυνατή, της έλεγα εγώ. Ξελαρυγγιαζώτανε. Ώσπου ήρθε το τέλος της! Τώρα πρέπει να πεθάνης, της φωνάζει ο Βασίλης ο Αργυρόπουλος. Ξαπλώθηκε και πέθανε… Ο θάνατός της ήταν έξοχο πράγμα. Κλαίγαμε όλοι μας από τα γέλια! Ένα τέταρτο χαροπάλεψε η άμοιρη, χτυπήθηκε, έβγαλε τα μαλλιά της, και τέλος… πέθανε!
Εμείς πεθάναμε στα γέλια. Την προγκάραμε άγρια την κακομοίρα, είναι αλήθεια, ώσπου το κατάλαβε και έτσι η κυρία Ρόδα έκοψε ρόδα μυρωμένα και δεν ξαναπάτησε στο θέατρο!
Ο Βασίλης Λογοθετίδης πέθανε ξαφνικά, από την καρδιά του, το απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου 1960. Αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, τα οποία όμως, ο ίδιος, δεν τα άφησε ποτέ να σταθούν εμπόδιο στη υποκριτική δημιουργικότητά του. Βρισκόταν εξάλλου στο πληρέστερο και υψηλότερο σημείο της καριέρας του.
Τρία χρόνια μετά το θάνατό του ο συνάδελφός του Δημήτρης Μυράτ έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο, για τον μεγάλο κωμικό, κάπως σαν μνημόσυνο, στην εφημερίδα Ελευθερία (στο φύλλο τής 28ης Απριλίου 1963), προσφέροντας μας μερικές ματιές στον χαρακτήρα του σπουδαίου κωμικού:
Ο Μοντερλάν (σ.σ. Henry de Montherlant, γάλλος δοκιμιογράφος, δραματουργός κ.λπ.) σ’ ένα τελευταίο άρθρο του για τον θάνατο του Ανρύ Μπορντώ (σ.σ. Henry Bordeaux, γάλλος συγγραφέας) λυπάται που δεν λέμε για τους ανθρώπους, όσο βρίσκονται στη ζωή, τα καλά λόγια που τους αφιερώνουμε μετά το θάνατό τους. Για το Βασίλη Λογοθετίδη αυτό δεν ισχύει. Άκουσε άπειρους επαίνους, αμέτρητους ύμνους όσο ζούσε, κι επειδή έζησε όσο έπαιζε, και πέθανε ανάμεσα σε μια πρόβα και μια παράστασι, τους άκουσε ως την τελευταία του πνοή.
Θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένος, κάτι παραπάνω, ευτυχισμένος, γιατί ο Θεός του τα είχε προσφέρει όλα με δαψίλεια (δαψίλεια βαλκανική, φυσικά, να εξηγούμεθα). Κι όμως δεν ήταν. Ακολουθούσε τη μοίρα όλων των κωμικών όλων των εποχών: ήταν βαθύτατα μελαγχολικός. Οι κωμικοί, οι μεγάλοι κωμικοί, ξοδεύουν πολύ απ’ το απόθεμα του κεφιού που διαθέτουν για να διασκεδάζουν το κοινό, ώστε να μην τους περισσεύη τίποτα για τον εαυτό τους. Κι ακόμα υπάρχει ένας άλλος βαθύτερος λόγος: το είδος των έργων που παίζουν, η κωμωδία, είναι το είδος της απαισιοδοξίας. Όταν γελούμε με τον ζηλιάρη, τον ψεύτη ή τον φιλάργυρο, γελούμε ουσιαστικά με την ανθρώπινη αθλιότητα, που δεν έχει λύτρωσι. Θέλοντας και μη εκείνος που μυκτηρίζει όλη του τη ζωή τα ανθρώπινα ελαττώματα, επηρεάζεται στο τέλος απ’ το πικρό κατακάθι του γέλιου. Κι είναι κι αυτό ένας λόγος, μαζί με την προσπάθεια για καλή διάθεσι σε κάθε παράστασι, που κάνει τους κωμικούς πότες, μερικούς δε αλκοολικούς σαν τον Παντόπουλο (σ.σ Ευάγγελος Παντόπουλος, σημαντικός κωμικός στο γύρισμα 19ου αιώνα προς τον 20ον).
Πιστεύω όμως πως ο πρώτος λόγος είναι πιο ισχυρός, γιατί στη μακρά μου θητεία στο θέατρο, και είναι μακρότατη όταν συλλογιστή κανείς πως γεννήθηκα σε θεατρική οικογένεια, παρατήρησα πως οι κωμικοί πίνουνε κυρίως μετά την παράστασι και σπάνια στη διάρκειά της. Ο Λογοθετίδης δεν ήταν φυσικά αλκοολικός, αλλά έπινε πολύ, κι όταν ακόμα του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. Aπό την ταινία «Σάντα Τσικίτα» Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι φεύγαμε μαζί από το θέατρο Μουσούρη. Είχεν εγερθή κάποια διαφορά μεταξύ του Κώστα Μουσούρη και της τριάδος Λαμπέτη-Παππά-Χορν για την Λουίζα Μίλλερ του Σίλλερ. Την είχαν αναγγείλη και την διεκδικούσαν και οι δύο θίασοι. Αποφασίσαμε να λύσουμε τη διαφορά με διαιτησία, και οι αντίδικοι δέχτηκαν τον μακαρίτη, την Κατερίνα και μένα. Φεύγοντας απ’ το θέατρο της πλατείας Καρύτση, σταθήκαμε στου Αγαλλιώτη, γιατί του είχε κοπεί λίγο η ανάσα. Είχε πιη πολλά ούζα στη διάρκεια της συνεδριάσεως και τον είχε λίγο πειράξει. Τότε, με το θάρρος της παλιάς φιλίας, τον ρώτησα… γιατί αυτοκτονεί. «Το είπες, αυτοκτονώ» μου απάντησε χαμηλόφωνα, χωρίς ίχνος ρομαντικής διαθέσεως. Λίγοι, στενοί κοινοί φίλοι, πληροφορήθηκαν αυτή τη στιχομυθία. Και ξέραμε πια πως κάθε προσπάθεια να τον πείσουμε να ξεκουραστεί κανένα καλοκαίρι θα ήτανε μάταιη, αφού είχαμε μαντέψει πως ήθελε να πεθάνει στη σκηνή(…).
Πώς μπορούσε να συνταιριαστή η ηθελημένη αποχώρηση από τη ζωή με μιαν άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του, τη θρησκευτικότητα, δεν κατάλαβα.
Η μυθιστορηματική ζωή και οι πολιτικές απόψεις της Καλής Καλό θα σε μάθουν πολλά για το σήμερα Μεγαλωμένος στην Πόλη, στην χριστιανική της ατμόσφαιρα, που χρησίμευε σαν πανοπλία μέσα στο εχθρικό περιβάλλον, ήξερε όλα τα τροπάρια και όλα τα κοντάκια, και τα στιχηρά και τα ιδιόμελα, κι όταν τύχαινε, σε κάπως παλιότερα χρόνια(…) να πάμε μαζί στην εκκλησία, τον άκουγα να σιγοψέλνει τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξι, που μόνο εκείνοι που είχαν ζήσει στις χώρες του αλύτρωτου ελληνισμού μπορούσανε να νιώσουν. Ίσως αυτός ο αργός θάνατος να μην του φαινότανε –έξω από τις λίγες στιγμές που το συνειδητοποιούσε από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα– πραγματική αυτοκτονία. Ποιος ξέρει; Μια φορά είναι βέβαιο πως δεν κοιμήθηκε ποτέ νύχτα, χωρίς να προσευχηθεί. Και δεν ήταν η προληπτική συνήθεια ή η συναλλαγή που επιζητούν πολλοί άνθρωποι με το θείο (εγώ που είμαι καλός χριστιανός δώσε μου!), αλλά ήταν η προσευχή ενός θρησκευόμενου ανθρώπου (θα ‘θελα να ‘ξερα στο βάθος ποιος δεν είναι), που θέλει στο τέλος της ημέρας να ξεφορτώση τη βαρημένη ψυχή του.(…)
Μια άλλη όψι του, γνωστή μόνο στους φίλους του, ήταν η απίστευτη παιδικότης του. Έπαιζε σαν μικρό παιδί, ίσως για να σπάη την μελαγχολία που τον κυνηγούσε. Ο Βασίλης Λογοθετίδης πέθανε ξαφνικά, αλλά όχι χωρίς αιτία, από την καρδιά του, το απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου 1960. Αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, τα οποία όμως, ο ίδιος, δεν τα άφησε ποτέ να σταθούν εμπόδιο στη υποκριτική δημιουργικότητά του. Βρισκόταν εξάλλου στο πληρέστερο και υψηλότερο σημείο της καριέρας του. Κάποτε ντάλα καλοκαίρι κόλλησε ένα μουστάκι, φόρεσε παράσημα, που υπήρχαν άφθονα στο φροντιστήριο του θεάτρου, και πήγε να κάνη επίσκεψη σ’ ένα φίλο του, που απολάμβανε τον μεσημεριάτικο ύπνο του. Αυτή η μανία του για φάρσες και παιχνίδι επικυρώνει περισσότερο τον μελαγχολικό χαρακτήρα του. Φτάνει μόνο, για παράδειγμα, να θυμηθούμε τι μεγάλος φαρσέρ ήταν ο Καρυωτάκης. (…)
Μετά το θάνατό του –που όλοι τον περιμέναμε, κι αυτός, από μέρα σε μέρα, κι όμως μας φάνηκε τόσο αδόκητος– σκαλίζοντας κάτι παλιά λησμονημένα χαρτιά μου, βρήκα με συγκίνησι ένα σημείωμά του, που μου έστειλε την ημέρα της πρεμιέρας του Συρανό ντε Μπερζεράκ, του Ροστάν, στο Βασιλικό Θέατρο. Ήταν η πιο κρίσιμη στιγμή της σταδιοδρομίας μου – αν απετύγχανα σ’ εκείνη την παράστασι θα έπρεπε ή να δεχθώ μια μέτρια καριέρα ή να φύγω από το θέατρο. Το ‘ξερα. Και περίμενα στο καμαρίνι ολομόναχος, ντυμένος και μακιγιαρισμένος πριν από ώρες, αδειάζοντας πακέτα με τσιγάρα. Σε τέτοιες στιγμές οι φίλοι σπανίζουν, είναι επιφυλακτικοί, περιμένουν το αποτέλεσμα για να ορμήσουν να εκφράσουν τα εγκάρδια συναισθήματά τους. Κι αυτό το ‘ξερα. Ξάφνου χτυπάει η πόρτα και κάποιος κλητήρας μού εγχειρίζει ένα φάκελο με τούτο το σημείωμα: «Κουράγιο Δημήτρη. Έβγα στη σκηνή απόψε και μοίρασε σπαθιές, κι απόδειξέ τους τι αξίζει το Ελεύθερο Θέατρο. Όλοι οι Γασκώνοι του αυτή τη βραδυά σε ακολουθούν και πολεμάνε μαζί σου. Βασίλης».
Αποφασιστικότερη ενθάρρυνσι δεν μπορούσα να λάβω. Έγινε όπως μου παράγγειλε. Και τη νύχτα, μετά την παράστασι, του έστειλα κι εγώ το δικό μου σημείωμα: «Νενικήκαμεν Βασίλη μου. Ο Συρανό σου».(…)