Ο Πλάτων στον Γοργία επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον της ρητορικής τέχνης της εποχής του, υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για πραγματική τέχνη: αυτό που παρέχει είναι μια κάποια δεξιότητα στην κολακεία του ακροατηρίου.
Επειδή δεν κατευθύνεται -όπως άλλες τέχνες- σε κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο, δεν μπορεί να προσφέρει στους ακροατές της γνώση, παρά μόνο απόψεις και εντυπώσεις. Ένας τέτοιος στόχος έχει τελικά νόημα, μόνο αν, στο πλαίσιο ενός ανήθικου τρόπου ζωής, θέλουμε να χειραγωγήσουμε τους ακροατές μας προς διασφάλιση του προσωπικού μας συμφέροντος. […]
Για τον Αριστοτέλη η ρητορική δεν συνιστά ουσιαστικά παρά έναν τρόπο εφαρμογής της διαλεκτικής[1]. Ο Αριστοτέλης συμμερίζεται απόλυτα την απορριπτική στάση του Πλάτωνα απέναντι στην παραδοσιακή ρητορική· στο 1ο κεφάλαιο του 1ου βιβλίου της Ρητορικής επικρίνει τα υπάρχοντα ρητορικά εγχειρίδια, επειδή ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με ζητήματα όπως το πρέπει να εισάγουμε και να κλείνουμε έναν λόγο, ή το πώς, μέσω συκοφάντησης και διέγερσης έντονων συναισθημάτων, μπορούμε να προκαλούμε σύγχυση στους δικαστές και να θολώνουμε την κρίση τους. Αυτή η κριτική για την κατάσταση της ρητορικής τέχνης δεν πρέπει όμως να μας οδηγήσει στο σημείο να εγκαταλείψουμε τον χώρο του δημόσιου λόγου στους παραδοσιακούς ρήτορες. Επειδή οι λόγοι στο δικαστήριο, στην εκκλησία του δήμου και σε εορταστικές εκδηλώσεις ασκούν, ιδίως μέσα σε ένα δημοκρατικό περιβάλλον, σημαντική επίδραση και συμβάλλουν στην εξασφάλιση της ευημερίας της πόλης, όποιος ενδιαφέρεται για το καλό της πόλης πρέπει να φροντίζει ώστε οι επηρεαζόμενες από λόγους δημόσιες διαδικασίες λήψης αποφάσεων να εξελίσσονται βάση κάποιας ορθολογικότητας, ή τουλάχιστον να διασφαλίζεται σε αυτές η επιρροή των σκεπτόμενων δυνάμεων της πόλης, που προσανατολίζονται στο κοινό καλό.
Μπορούμε να πλησιάσουμε αυτόν τον στόχο μέσω μιας ρητορική τεχνικής η οποία διατηρεί μεν τη ρητορική επίδραση, επιτρέποντας να πείθουμε όπως οι επικρινόμενες ρητορικές τέχνες, πετυχαίνει όμως αυτήν την πειθώ όχι με σύγχυση και αντιπερισπασμό αλλά με αντικειμενική πραγμάτευση των σχετικών με την περίπτωση ζητημάτων. Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι έχει ανακαλύψει μια τέτοια τεχνική συλλαμβάνοντας μια ρητορική που έχει αντικειμενικό προσανατολισμό, επιχειρηματολογεί και ευθυγραμμίζεται προς τη διαλεκτική. Θεμελιώδης είναι η ιδέα ότι πειθόμαστε, όταν πιστεύουμε ότι κάτι έχει αποδειχτεί (Ρητορική 1355a 5 κ.ε.). Αν αυτό ισχύει, η ρητορική μπορεί να αναδειχθεί ως κλάδος που είναι σε θέση να ανακαλύπτει για κάθε δεδομένο αντικείμενο τη δυνατότητα παραγωγής πειθούς. Επιπλέον, σύμφωνα με αυτήν τη βασική αρχή, το σημαντικότερο μέσο πειθούς συνίσταται στη διατύπωση αποδείξεων για εκείνα τα ζητήματα για τα οποία θέλουμε να πείσουμε τους ακροατές μας. Μια απόδειξη όμως είναι για τον Αριστοτέλη πάντα ένα είδος παραγωγής (συλλογισμού)∙ αντίθετα προς την επιστημονική απόδειξη, η ρητορική απόδειξη δεν εκκινεί από τις ανώτατες και αληθείς αρχές ενός γνωστικού χώρου, αλλά επιχειρεί να στηριχθεί σε προκείμενες ήδη αναγνωρισμένες από τους ακροατές.
Η βασική σκέψη στη θεωρία της ρητορικής απόδειξης είναι η εξής: Μπορούμε να πείσουμε τους ακροατές μας για μια υπόθεση Β, αν δείξουμε ότι η υπόθεση Β συνάγεται από μια άλλη υπόθεση Α, για την οποία ο ακροατής είναι ήδη πεπεισμένος· επομένως, η ρητορική απόδειξη συνηθίζει να ξεκινά από υπάρχουσες πεποιθήσεις των ακροατών, προκειμένου να συνάγει εκείνες τις αποφάνσεις για τις οποίες θέλει να πείσει. Γι’ αυτόν τον λόγο, μια ρητορική των επιχειρημάτων έχει ανάγκη τη διαλεκτική ικανότητα, που σχετίζεται πρώτον με παραγωγές και δεύτερον με παραγωγές από αναγνωρισμένες απόψεις (γι’ αυτό και η περίφημη εναρκτήρια πρόταση της Ρητορικής υποστηρίζει ότι η ρητορική είναι «το σύστοιχο της διαλεκτικής»).
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί για τη ρητορική απόδειξη τον συνηθισμένο στη ρητορική της εποχής του χαρακτηρισμό «ενθύμημα». Η λέξη παράγεται από το ρήμα ενθυμεισθαι, που σημαίνει «λαμβάνω υπόψη μου», «σταθμίζω», «αναλογίζομαι», «επινοώ». Αντιστοίχως η λέξη ενθύμημα σημαίνει αρχικά «επινόηση», «σκέψη», επίνοια». Σε μια παρερμηνεία της αριστοτελικής θεωρίας του ενθυμήματος, το «ενθύμημα» εκλήφθηκε λίγο αργότερα ως λογικά ατελής συλλογισμός που περιέχει μόνο μια προκείμενη, επειδή η δεύτερη προκείμενη δεν διατυπώνεται από τον ρήτορα. Αφορμή για τούτη την παρανόηση έδωσε ένα χωρίο της Ρητορικής (1357a 7 κ.ε.), όπου ο Αριστοτέλης ο Αριστοτέλης λέει ότι το ενθύμημα έχει συχνά λίγες ή λιγότερες προκείμενες από άλλους “συλλογισμούς”. Πέρα από το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης δεν θα εισήγε μια παρατήρηση-ορισμό με τη λέξη «συχνά» και ότι αναγνωρίζει και μη ρητορικά συμπεράσματα που είναι ατελή, η προαναφερθείσα παρατήρηση αναφέρεται γενικά παραγωγές και όχι σε συλλογισμούς, με ακριβώς δύο προκείμενες· επομένως, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το ενθύμημα έχει λιγότερες από δύο προκείμενες. […] Σε μια ρητορική απόδειξη ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου δεν επιτρέπεται παρόμοια διεξοδικότητα αλλά αυτό δεν συνιστά λογική ατέλεια. Εκείνο που ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη στο προκείμενο χωρίο είναι κυρίως η αξίωση τα ενθυμήματα, ει δυνατόν, να μην βασίζονται σε απόμακρες ή πολύ γενικές προκείμενες, επειδή με αυτόν τον τρόπο είτε χάνουν την πειστικότητα τους είτε χρειάζονται μεγάλο αριθμό ενδιάμεσων επιχειρηματολογιών σταδίων, προτού καταλήξουν στο επιθυμητό συμπέρασμα. Πάντως σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ορισμό του «ενθυμήματος»· το «ενθύμημα» είναι για τον Αριστοτέλη απλώς ένα παραγωγικό επιχείρημα σε ρητορική χρήση.
Παρά αυτόν τον θεμελιώδη προσανατολισμό στη διαλεκτική, ο Αριστοτέλης δεν παραβλέπει ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες επίτευξης πειθούς. Πέραν της ρητορικής απόδειξης, τα δύο άλλα μέσα πειθούς συνίσταται στην πειστική εμφάνιση του ρήτορα και στη διαμόρφωση κατάλληλης συναισθηματικής κατάστασης των ακροατών (πρβ. Ρητορική1356a 15 κ.ε.: «γιατί δεν κρίνουμε με τον ίδιο τρόπο όταν θλιβόμαστε και όταν χαιρόμαστε, ή όταν αγαπάμε και όταν μισούμε»). Επειδή αυτά τα δύο μέσα πειθούς άπτονται του χαρακτήρα, ο ρήτορας δεν αρκεί να είναι ικανός στο πεδίο της διαλεκτικής· γι’ αυτό ο Αριστοτέλης τροποποιεί τη φράση για τη ρητορική ως σύστοιχο της διαλεκτικής και υποστηρίζει τελικά ότι η ρητορική είναι μια παραφυάδα διαλεκτικής και χαρακτηρολογίας (Ρητορική 1356a 26).
Πως όμως συμβιβάζεται η εφαρμογή μεθόδων πειθούς που στοχεύουν στα συναισθήματα των ακροατών, με την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης στις πρακτικές των προγενεστέρων; Για να είμαστε ακριβείς, ο Αριστοτέλης δεν επέκρινε τους προγενέστερους για το ότι πραγματεύονται τη συναισθηματική διέγερση ως μέσο πειθούς αλλά για το ότι ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με αυτήν παραμελώντας τη ρητορική απόδειξη. Στην αριστοτελική αντίληψη της ρητορικής, η οποία επικεντρώνεται στη ρητορική απόδειξη, αποτελώντας ουσιαστικά και η ίδια μια εφαρμογή της διαλεκτικής, αυτό ο κίνδυνος προφανώς δεν ελλοχεύει. Το ζήτημα αφορά επιπλέον, τον τρόπο με τον οποίο ο ρήτορας διεγείρει συναισθήματα. Όταν ασκεί κριτική στους προγενέστερους, ο Αριστοτέλης έχει κατά νου έναν συγκεκριμένο παραδοσιακό τύπο συναισθηματικής διέγερσης, που δεν σχετίζεται με την ουσία των ζητημάτων τα οποία αφορά η ομιλία, αλλά αντιθέτως μας απομακρύνει από αυτά. Έτσι, για παράδειγμα, στα αθηναϊκά δικαστήρια δεν αποτελούσε σπάνιο φαινόμενο οι κατηγορούμενοι να καλούν τις οικογένειες τους που έκλαιγαν, προκειμένου έτσι να εξασφαλίσουν τον οίκτο των δικαστών. Απεναντίας ο Αριστοτέλης, ενόψει της ρητορικής χρήσης των συναισθημάτων, αξιοποιεί το γεγονός ότι τα συναισθήματα εξαρτώνται από συγκεκριμένες απόψεις για τα άλλα πρόσωπα και για τις πράξεις τους. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, νιώθουμε φέρ’ ειπείν οργή, όταν είμαστε της γνώμης ότι κάποιος μας φέρθηκε περιφρονητικά, χωρίς να έχει αυτό το δικαίωμα.
Στο πλαίσιο μια τέτοιας θεωρίας, όχι μόνο είναι εφικτή μια περισσότερο στοχευμένη συναισθηματική διέγερση από ότι στην παραδοσιακή ρητορική τέχνη, αλλά είναι επίσης δυνατή η πρόκληση συγκεκριμένων συναισθημάτων απλώς με την περιγραφή ή την υπογράμμιση συγκεκριμένων γνωρισμάτων της προκειμένης περίπτωσης. Με αυτόν τον τρόπο, η συναισθηματική διέγερση δεν μας απομακρύνει αναγκαστικά από τη συζητούμενη κατάσταση, ούτε οδηγεί υποχρεωτικά σε άμβλυνση της κριτικής ικανότητας. Έτσι, ένας κατάλληλα εκπαιδευμένος ρήτορας, αντιμέτωπος με την εξοργιστική συμπεριφορά συγκεκριμένων προσώπων, θα μπορούσε να προβάλει τα εξοργιστικά στοιχεία και έτσι να προδιαθέσει τον δικαστή προκειμένου να εκδώσει μια απόφαση που θα φαίνεται και αντικειμενικά δικαιολογημένη.
Christof Rapp, Εισαγωγή στον Αριστοτέλη
(Εκδόσεις οκτώ, 2012, σελ. 122-126)
[1] Βέβαια ήδη στον πλατωνικό Φαίδρο απαντάει η ιδέα ότι η καλώς εννοούμενη ρητορική κατά βάση ταυτίζεται με τη διαλεκτική, αλλά σε αυτόν τον ισχυρισμό εμπλέκεται μια εντελώς διαφορετική έννοια διαλεκτικής: Ο Πλάτωνας πιστεύει ότι ο αληθινός ρήτορας οφείλει να είναι τελικά φιλόσοφος, ενώ ο Αριστοτέλης εννοεί τη «διαλεκτική» ως τεχνική να επιχειρηματολογούμε με βάση ξένες απόψεις.