Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΥΓΕΡΟΥ
Οι Αμερικανοί έχουν κάθε λόγο να είναι ευτυχείς που η διμερής αμυντική συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ (για την ακρίβεια συμφωνία παραχώρησης στρατιωτικών διευκολύνσεων) πέρασε προ ημερών από την ελληνική Βουλή με ευρεία πλειοψηφία. Στην πραγματικότητα, εξασφάλισαν όλα όσα είχαν ζητήσει, προσφέροντας μόνο λόγια για στρατηγική σχέση και κάποιες θετικές για την Ελλάδα δηλώσεις αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά και τις πειρατικές γεωτρήσεις της Άγκυρας στην κυπριακή ΑΟΖ.
Αρκούν αυτές, όμως, για να θεωρηθούν επαρκές αντάλλαγμα; Έχουν πραγματικό λόγο οι Έλληνες να είναι κι αυτοί ευτυχείς;
Τα καλά λόγια και κάποιες θετικές για τον Ελληνισμό διπλωματικές τοποθετήσεις της Ουάσιγκτον δεν κοστίζουν. Πολύ περισσότερο όταν πηγάζουν από τον τρόπο που οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται τα δικά τους συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω του αγεφύρωτου αμερικανοτουρκικού ρήγματος. Με άλλα λόγια, οι Αμερικανοί δεν μας έκαναν χάρη.
Αυτό που πραγματικά θα είχε πρακτικό αντίκρυσμα και θα άξιζε ως αντάλλαγμα για τη δέσμη των στρατιωτικών διευκολύνσεων, θα ήταν μία ξεκάθαρη έγγραφη επίσημη δέσμευση των ΗΠΑ ότι εγγυώνται με όλα τα διαθέσιμα μέσα τους την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Τέτοια εγγύηση οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να δώσουν, ούτε καν κάτι που να μοιάζει με εγγύηση. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι δεν πρόκειται να απειλήσουν με χρήση στρατιωτικών μέσων την Τουρκία για να αποτρέψουν μία επιθετική κίνησή της.
Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι εύκολο να δοθεί μία τέτοια εγγύηση, αλλά στο σημείο που έχουμε φθάσει αυτό θα έκανε τη διαφορά στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Δεν υποτιμώ τα διπλωματικά εργαλεία, αλλά έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι μόνο τα λόγια δεν αποτρέπουν τον Ερντογάν. Οι ΗΠΑ δεν έχουν και ούτε πρόκειται να χρησιμοποιήσουν την απειλή αποτελεσματικών κυρώσεων για να τον συγκρατήσει.
Με άλλα λόγια, δεν είναι αποφασισμένες να πάνε μακριά ούτε στο επίπεδο των μη στρατιωτικών μέτρων. Δεν το έπραξαν για το πολύ πιο κρίσιμο γι’ αυτές ζήτημα των S-400. Δεν το έπραξαν για τις τουρκικές πειρατικές ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ και δεν θα το πράξουν για την καταπάτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Από τη μία είναι η πολιτικά ανεξήγητη σχέση Τραμπ-Ερντογάν και από την άλλη το γεγονός ότι όλοι στην Ουάσιγκτον θέλουν –τουλάχιστον προς το παρόν– να αποφύγουν την ρήξη με την Άγκυρα για να μη ρίξουν ολοσχερώς την Τουρκία στην αγκαλιά του Πούτιν. Ακόμα ελπίζουν πως θα την επαναφέρουν στο δυτικό “μαντρί”.
Η αμυντική συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ
Όπως προανέφερα, η Ελλάδα έχει δώσει στους Αμερικανούς ό,τι σχεδόν είχαν ζητήσει. Τους τα είχε δώσει η κυβέρνηση Τσίπρα και με την αμυντική συμφωνία που υπέγραψαν οι Δένδιας και Πομπέο, οι όποιες στρατιωτικές διευκολύνσεις επεκτάθηκαν και κυρίως προσέλαβαν θεσμική μορφή. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα έδωσε τοις μετρητοίς πάρα πολλά, αλλά εισέπραξε ελάχιστα.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και έτσι πρέπει να αξιολογηθεί το “παρών” του ΣΥΡΙΖΑ στη σχετική ψηφοφορία, όπως και η αντιπολιτευτική ρητορική του περί “δεδομένου”. Η αλήθεια είναι ότι και η προηγούμενη και η παρούσα κυβέρνηση προσπάθησαν να αποσπάσουν αμερικανικές εγγυήσεις για την εθνική μας ασφάλεια, σε περίπτωση τουρκικής επιθετικής ενέργειας. Η απάντηση που αμφότερες έλαβαν από την Ουάσιγκτον ήταν ξεκάθαρα αρνητική.
Οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες να δεσμευθούν ότι θα υποστηρίξουν εμπράκτως την Ελλάδα σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία. Τη θέση τους αυτή κατέστησαν σαφή στους συνομιλητές τους και τώρα και τον περασμένο Δεκέμβριο του 2018 στον πρώτο γύρο του διμερούς Στρατηγικού Διαλόγου. Εξ και ο Αποστολάκης (αρχηγός ΓΕΕΘΑ και μετέπειτα υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση Τσίπρα) είχε αμέσως μετά από εκείνες τις συνομιλίες είχε δηλώσει ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία θα είμαστε μόνοι.
Όταν επισκέφθηκε το περασμένο φθινόπωρο ο Πομπέο την Αθήνα για να υπογράψει τη συμφωνία για τις αμερικανικές στρατιωτικές διευκολύνσεις είπε λόγω της περίστασης κάτι περισσότερο υπέρ της Ελλάδας, αλλά επί της ουσίας δεν έκανε βήμα μπροστά. Το ίδιο συνέβη και με την πρόσφατη επίσημη επίσκεψη Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο.
Δώσαμε πάρα πολλά πήραμε πολύ λίγα
Όπως προανέφερα, με στατικούς όρους δούναι και λαβείν η Αθήνα έδωσε πάρα πολλά και πήρε πολύ λίγα. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει και η πολιτική δυναμική. Μπορεί η μπίλια στο μέτωπο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων να μην έχει ακόμα καθίσει, αλλά το ρήγμα είναι βαθύ και όλα δείχνουν πως είναι πολύ δύσκολο –εάν όχι απίθανο– να γεφυρωθεί.
Το γεγονός αυτό αναβαθμίζει εκ των πραγμάτων τη σημασία της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή. Εάν το ρήγμα μετατραπεί σε ρήξη, οι ΗΠΑ δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αναδείξουν την Ελλάδα σε χώρα πρώτης γραμμής, για πρώτη φορά μεταπολεμικά. Το γεγονός ότι υπάρχουν τα τρίγωνα στην Ανατολική Μεσόγειο (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ, Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος και τελευταία Ελλάδα-Κύπρος-Ιορδανία) συμβάλει και διευκολύνει αυτή την προοπτική.
Υπάρχουν, λοιπόν, οι προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί ένας γεωπολιτικός ρόλος της Ελλάδας, ο οποίος θα έχει τις ευλογίες της Ουάσινγκτον. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ΗΠΑ όχι μόνο ευνοούν τις τριμερείς συνεργασίες, αλλά και σε ορισμένα ζητήματα συμμετέχουν κιόλας. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική, άλλωστε, δεν αλλάζει ριζικά από τη μία στιγμή στην άλλη. Θυμίζει τάνκερ που για να στρίψει πρέπει να κάνει ένα μεγάλο κύκλο. Παίρνει χρόνο για να ληφθεί η απόφαση για μία τέτοιου ειδικούς βάρους στρατηγική αναθεώρηση.
Όλα αυτά, ωστόσο, δεν ήταν λόγος η Αθήνα να παραχωρήσει σχεδόν τζάμπα πολύτιμες για τους Αμερικανούς στρατιωτικές διευκολύνσεις. Αντιθέτως, ήταν λόγος να διεκδικήσει ανταλλάγματα, γιατί η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας είναι ενισχυμένη συγκριτικά με το παρελθόν. Η πραγματικότητα είναι ότι σταδιακά αναδύεται μία μείζονος σημασίας ευκαιρία, αλλά οι ευκαιρίες έχουν αξία όταν τις αξιοποιείς. Για να αξιοποιηθούν, όμως, χρειάζονται επεξεργασμένες –και ενταγμένες σε μία σφαιρική στρατηγική– πρωτοβουλίες από το πολιτικό σύστημα που διαχειρίζεται τις τύχες της χώρας.
Άλλο στρατηγική σχέση και άλλο “ναι σε όλα”
Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ επιδιώκουν να υπηρετήσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα και το κάνουν. Το ίδιο πρέπει να πράξει και η Αθήνα, δεδομένου ότι για πρώτη φορά υπάρχει σύγκλιση συμφερόντων με τις ΗΠΑ, εξ ου και ο Στρατηγικός Διάλογος. Η Αθήνα, όμως, δεν εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα, λέγοντας απλώς “ναι” σε ό,τι της ζητούν οι Αμερικανοί.
Η Αθήνα οφείλει να επεξεργασθεί ένα ρεαλιστικό συνολικό σχέδιο για τον τρόπο που αυτή η σύγκλιση και με τις ΗΠΑ και με το Ισραήλ μπορεί να αποβεί εθνικά επωφελής. Να εντοπισθούν τα θέματα, στα οποία “κουμπώνουν” τα εκατέρωθεν συμφέροντα και σ’ αυτά να υλοποιηθούν συγκεκριμένες αμοιβαία επωφελείς δράσεις. Κι αν η Ουάσιγκτον δεν ήταν έτοιμη να εγγυηθεί την ελληνική εθνική ασφάλεια, θα έπρεπε να δώσει ανταλλάγματα σε άλλα επίπεδα (π.χ. δωρεάν παραχώρηση προηγμένων οπλικών συστημάτων), που να αντιστοιχούν στις προσφερόμενες στρατιωτικές διευκολύνσεις.
Κι αν ούτε αυτό ήταν διατεθειμένη να δώσει, τότε δεν θα έπρεπε να της παραχωρηθούν διευκολύνσεις, ή τουλάχιστον να παραμείνουν θεσμικά μετέωρες, ώστε να της ασκηθεί μία πίεση. Πώς να συμβεί αυτό, όμως, όταν το εγχώριο πολιτικό σύστημα θεωρεί ότι και μόνο η παραχώρηση στους Αμερικανούς στρατιωτικών διευκολύνσεων εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον; Αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από εσωτερίκευση του καθεστώτος της εξάρτησης.
Το κρίσιμο ζητούμενο για τον Ελληνισμό (Ελλάδα και Κύπρο) είναι να αξιοποιηθεί η σύγκλιση συμφερόντων και κατ’ επέκταση οι γεωστρατηγικές και γεωοικονομικές συνεργασίες για να λειτουργήσουν σαν εγγύηση για την εθνική ασφάλεια, ή τουλάχιστον για να την οχυρώσουν κατά το δυνατόν. Όπως προανέφερα, όμως, ο τρόπος που το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται τον ρόλο της Ελλάδας δεν βοηθάει. Η παράδοση του κράτους-πελάτη ήταν και παραμένει ισχυρή. Την είδαμε να αποτυπώνεται και στην λεγόμενη αμυντική συμφωνία.