Κόλαφος για τον Τούρκο πρόεδρο η γνωμάτευση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Γερμανικής Βουλής. Σε εξαντλητική παρουσίαση της προβληματικής αποφαίνεται ότι το μνημόνιο παραβιάζει τη Σύμβαση του Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης.
H νομική προσέγγιση του μνημονίου κατανόησης ανάμεσα στην Τουρκία και τη Λιβύη σχετικά με τη δικαιοδοσία των θαλασσίων ζωνών στην ανατολική Μεσόγειο από την Επιστημονική Υπηρεσία της γερμανικής ομοσπονδιακής βουλής είναι εξαντλητική και καταγράφεται σε 18 σελίδες.
Σε αυτές περιγράφεται με μεγάλη λεπτομέρεια η προβληματική υπό το πρίσμα και των διεκδικήσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην κυπριακή ΑΟΖ, και από την άλλη των νομικών θέσεων της ελληνικής πλευράς. Γίνεται συστηματική καταγραφή και παρουσίαση όλων των επιστολών που οι δύο χώρες απέστειλαν στα ΗΕ μετά την υπογραφή του μνημονίου κατανόησης στις 27 Νοεμβρίου του 2019 ανάμεσα στον Τούρκο πρόεδρο και τον πρωθυπουργό Σαράτζ, η οποία έγινε «χωρίς τη σύμφωνη γνώμη με άλλες μεσογειακές χώρες» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μνημόνιο παραβιάζει το εθιμικό Δίκαιο Θαλάσσης και κατά συνέπεια είναι παράνομο και λειτουργεί σε βάρος τρίτων.
Παραβίαση του εθιμικού δικαίου
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα βασικά σημεία, στα οποία καταλήγει η επιστημονική υπηρεσία της γερμανικής βουλής, λόγω της απόρριψης του μνημονίου από το λιβυκό κοινοβούλιο στις 4 Ιανουαρίου του 2020, εγείρονται αμφιβολίες για το κατά πόσο το μνημόνιο μπορεί να τεθεί σε ισχύ σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Από την άλλη πλευρά Ελλάδα και Τουρκία υπό το πρίσμα της διένεξης στο Αιγαίο, υποστηρίζουν διαφορετικές νομικές θέσεις σε ότι αφορά την αναγνώριση, την διεκδίκηση δικαιωμάτων και την οριοθέτηση των θαλασσίων περιοχών, ειδικότερα της ΑΟΖ.
Στο άρθρο 121 παράγραφος 2 της Σύμβασης των ΗΕ για το Δίκαιο Θαλάσσης εμφαίνεται σαφώς ότι οι νήσοι ανεξάρτητα του μεγέθους τους διαθέτουν υφαλοκρηπίδα. Συνεπώς οι θαλάσσιες περιοχές των νήσων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την οριοθέτηση των ΑΟΖ. Εκτός αυτού η Τουρκία δεν μπορεί να προβάλλει ως νομικά δεσμευτικό τον ισχυρισμό, ότι οι προβλέψεις της Σύμβασης για το Δίκαιο Θαλάσσης, σύμφωνα με το οποίο ακόμη και οι νήσοι διαθέτουν ΑΟΖ, δεν τη δεσμεύουν, αφού η χώρα δεν έχει επικυρώσει τη σύμβαση, επειδή (ακόμη και τρίτα κράτη που δεν έχουν προσχωρήσει και επικυρώσει τη σύμβαση) δεσμεύονται μέσω του εθιμικού δικαίου.
Μάλιστα σε ένα άλλο σημείο των συμπερασμάτων επισημαίνεται σαφώς ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο παραβιάζει το αναγνωρισμένο εθιμικό δίκαιο των ελληνικών νησιών με το να «αρνείται» την ελληνική ΑΟΖ νοτιοανατολικά της Κρήτης και δημιουργεί (αντιποιείται) μια δική της ενιαία ΑΟΖ μέχρι τις ακτές της Κρήτης και της Ρόδου.
Τέλος, στα συμπεράσματα αναφέρεται ότι η θαλάσσια οριοθέτηση των ΑΟΖ των νήσων είναι σε ορισμένες περιπτώσεις πολύπλοκη. Φαίνεται όμως η οριοθέτηση της ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο, έτσι όπως προβλέπεται από το διμερές μνημόνιο, δεν εναρμονίζεται με τις αρχές της ακριβοδίκαιης οριοθέτησης (equitable delimitation, υπό την έννοια του άρθρου 74 της Σύμβασης του Δικαίου Θαλάσσης.
Να θέσει θέμα μνημονίου η Μέρκελ
Ενδιαφέρουσα και μια ακόμη πτυχή από την παρουσίαση των επιχειρημάτων είναι η θέση που εκφράζουν οι νομικοί της γερμανικής βουλής ότι τυχόν διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση της ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να γίνει μόνο «λαμβάνοντας υπόψη τις θαλάσσιες περιοχές των ελληνικών νησιών και με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, της Κύπρου και ενδεχομένως άλλων μεσογειακών χωρών.”
Η βουλευτής του κόμματος «Η Αριστερά», τουρκικής καταγωγής Σεβίμ Ντάγκντελεν, η οποία και ζήτησε από την επιστημονική υπηρεσία τη γνωμάτευση, κάλεσε την καγκελάριο Μέρκελ να θέσει θέμα μνημονίου στην συνάντησή της Παρασκευής με τον πρόεδρο Ερντογάν. “Όποιος, όπως ο Τούρκος πρόεδρος, παραβιάζει το διεθνές δίκαιο στη περιοχή και με επιθετική εξωτερική πολιτική στηρίζει την ισλαμιστική τρομοκρατία στην περιοχή, δεν μπορεί να είναι εταίρος», τόνισε η κυρία Ντάγκντελεν.
Σε ότι αφορά τη γνωμάτευση της επιστημονικής υπηρεσίας, η βουλευτής υποστηρίζει ότι αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο για το ότι η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να σταματήσει άμεσα τις πωλήσεις όπλων και τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας στην Τουρκία.
Ειρήνη Αναστασοπούλου/Επιστημονική Υπηρεσία Βουλής, afp
dw