Τρεις περίεργοι τύποι με τα χέρια στις τσέπες μιλούν μεταξύ τους τον χειμώνα του 1982 στην Αθήνα, περιμένοντας το λεωφορείο. Το κρύο είναι τσουχτερό, ο ουρανός «βαρύς» και οι άνθρωποι γύρω από τους τρεις τύπους τους βλέπουν να χοροπηδούν ελαφρά για να ζεσταθούν.
Το λεωφορείο που εκτελεί το δρομολόγιο από τον Περισσό στο κέντρο της Αθήνας έρχεται, και ο Τζίμης Πανούσης με τον Γιάννη Δρόλαπα-κιθαρίστας στις «Μουσικές Ταξιαρχίες»- μαζί με τον αείμνηστο ντράμερ του συγκροτήματος Βαγγέλη Βέκιο, περιμένουν στη σειρά να ανέβουν. Ο Τζιμάκος προχωράει προς τα πίσω, οι άλλοι δύο τον ακολουθούν και φτάνοντας στη θέση που καθόταν μια σχετικώς ηλικιωμένη κυρία ξεστομίζει το αμίμητο: «Γιαγιά, σήκω να κάτσω, είμαι κουρασμένος!»
Αυτός το περιστατικό είναι μόνο ένα από τα πολλά που έχτισαν τον μύθο ενός ανθρώπου που εξώθησε τη σάτιρα στα άκρα, ενώ για πολύ κόσμο ήταν ό,τι πιο κοντινό είχαμε στον Αριστοφάνη.
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς την είσοδό του στην Ευελπίδων, μετά από μήνυση για περιύβριση του συμβόλου της ελληνικής σημαίας, όταν εισήλθε σαν τυφώνας και μπροστά σε δεκάδες δημοσιογράφους και κάμερες άρχισε να φωνάζει: «Ναι, εγώ είμαι, εγώ την σκότωσα…», σκορπώντας άφθονο γέλιο;
«Προσπαθούμε να παίξουμε στη μουσική τον ρόλο που παίζει ο Γκουσγκούνης στον κινηματογράφο. Ο Γκουσγκούνης αν και παρεξηγημένος έχει κάνει πολλά πράγματα, γιατί καταργεί την τέχνη. Αυτό θέλουμε να κάνουμε κι εμείς, να καταργήσουμε την τέχνη».
Λόγια του Πανούση όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος των «Μουσικών Ταξιαρχιών» πριν από 38 χρόνια, προκαλώντας σάλο σε μια Ελλάδα, όπου ίσχυε ακόμη ο νόμος της λογοκρισίας.
Το κρυφτό με την αστυνομία, το Zündapp και η τράπεζα
Λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ αστυνομικοί αναζητούν τον Τζίμη Πανούση και τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ για να περάσουν αυτόφωρο κατηγορούμενοι. Ο Πανούσης ειδοποιείται από τον Βαγγέλη Βέκιο και μαζί με τον Γιάννη Δρόλαπα συναντιούνται στον Χολαργό. Έχουν μάθει ότι η αστυνομία έχει συλλάβει τον Γιώργο Πετσίλα-διευθυντή της δισκογραφικής τους εταιρίας ΕΜΙ-ενώ αναζητείται και ο παραγωγός του δίσκου τους, ο αείμνηστος Μάνος Ξυδούς.
Για πολλές ημέρες θα κρύβονται σε σπίτια φίλων και γνωστών προκειμένου να αποφύγουν τη σύλληψη, με τον Τζιμάκο να λέει χρόνια μετά σε φίλους ότι εκείνη την περίοδο ένοιωθε σαν αντάρτης που κρύβεται στο βουνό!
Δείγμα και αυτό ότι η συμβατικότητα δεν του πήγαινε ποτέ, ούτε όταν ήταν μικρός και ο αριστερός πατέρας του που πούλαγε είδη με δόσεις τον έβαζε πάνω στο Zündapp-θρυλικά μηχανάκια της εποχής-για να μάθει τους πελάτες.
«Ως πρωτότοκος είχα το άγχος να μάθω τους πελάτες του μπαμπά, γιατί αν πάθαινε κάτι, θα έμεναν τα πράγματα απούλητα κι εμείς δεν θα είχαμε να φάμε» είπε σε μια από τις απολαυστικές συνεντεύξεις του, όπου δεν ήξερες αν αυτά που έλεγε για την ζωή του και την οικογένειά του ήταν αλήθεια ή έκανε πλάκα.
Το σιχάθηκε εκείνο το Zündapp μηχανάκι, όπως σιχάθηκε και την δουλειά του υπαλλήλου στην Εθνική Τράπεζα, από όπου παραιτήθηκε με μια μυθική επιστολή στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων στο τέλος: «Δεν κάνατε δεκτή την αίτησή μου για άδεια άνευ αποδοχών, πράγμα που δεν με απασχολεί και πολύ, διότι ο πατέρας μου είναι βασικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας και όποτε θελήσω μπορώ να επανέλθω κατόπιν βεβαίως αδιάβλητου διαγωνισμού».
Τελικά δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο πατέρας του Τζιμάκου ήταν αριστερός, δεξιός ή υψηλόβαθμος στρατιωτικός όπως έλεγαν κάποιοι στα 80’s.
«Άμα δεν υπάρχει υποδομή…»
Λίγη σημασία έχει για έναν άνθρωπο που εκτός σκηνής ήταν τελείως διαφορετικός, κάτι που διαπίστωσε και ο γράφων όταν τον γνώρισε τυχαία στα παλιά γραφεία της EMI. Μας σύστησε ο Μάνος Ξυδούς, μου απευθύνθηκε στον πληθυντικό και εγώ έμεινα σχεδόν άφωνος από το ψιθυριστό της φωνής του: «Τι κάνετε; Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω» μου είπε με μια ευγένεια που παρέπεμπε σε αστό.
Μόνο που αυτή η ευγένεια εξαφανιζόταν όταν ανέβαινε στη σκηνή, βάλλοντας κατά πάντων με σκετσάκια που έκαναν τον κόσμο να δακρύζει από τα γέλια.
Ακόμη και όταν αυτονομήθηκε από το γκρουπ το 1986, αποφασίζοντας να κάνει σόλο καριέρα είχε ήδη προλειάνει το έδαφος δύο χρόνια πριν με αυτό τον δικό του μοναδικό τρόπο.
«Δεν ξέρω πόσοι το έχουνε καταλάβει, οι “Μουσικές Ταξιαρχίες” είναι μια μπλόφα. Κάτι δηλαδή πήγαινε να γίνει, αλλά άμα δεν υπάρχει υποδομή, δεν γίνεται τίποτε» θα πει στο περιοδικό Ποπ & Ροκ.
Οι περιπέτειες του με την δικαιοσύνη
Πολλές, για την ακρίβεια πάνω από εκατό. Ξεκίνησαν την δεκαετία του ’80 από μια μυθική συναυλία στην Καρδίτσα, όπου το συγκρότημα κατηγορήθηκε για περιύβριση των Ιερών και Οσίων και η αστυνομία τους έψαχνε μες τη νύχτα.
Συνεχίστηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν με πιο μυθική την κόντρα του με τον Γιώργο Νταλάρα το 1997, η οποία έφθασε μέχρι τον Άρειο Πάγο.
Τραγική ειρωνεία; Λίγες εβδομάδες πριν φύγει από την ζωή πήγε να παρακολουθήσει μαζί με την μικρή του κόρη την παράσταση «Λυσσασμένη Γάτα» και οι θέσεις που του έδωσαν ήταν δίπλα στη σύζυγο του Νταλάρα, Άννα!
Όλοι στο μπλέντερ
Στον στρατό πήγε δύο ημέρες και έφυγε με το κλασικό Ι5, αφού μεταξύ άλλων ζήτησε όπλο για να πάει να πάρει την Κωνσταντινούπολη μόνος του!
Έχοντας παίξει με «μπουλούκια» στα 70’s, αυτός ο βαθιά συνεσταλμένος άνθρωπος που του μίλαγες και χαμήλωνε το βλέμμα του, αφού έκανε διάφορες δουλειές, έπραξε αυτό για το οποίο είχε γεννηθεί.
Πέρασε από το μουσικό και βαθιά σαρκαστικό του «μπλέντερ», όλη την ελληνική κοινωνία, την εγχώρια σόουμπιζ και τους πολιτικούς, χωρίς να χαριστεί σε κανέναν.
Το διαπίστωσε και ο πρώην πρωθυπουργός όταν στο Twitter όπου ο Τζιμάκος έδινε ρέστα με τις αναρτήσεις που «τσάκιζαν» κόκκαλα, έγραψε για τον cool Αλέξη: «Ο Τσίπρας γράφτηκε στην ΚΝΕ το ’89 όταν έπεφτε το τείχος του Βερολίνου. Αν έχεις τον Θεό σου δηλαδή! Σκέψου τώρα χαρακτήρα ανθρώπου: Να καταρρέει ο κομμουνισμός και αυτός να γράφεται στην ΚΝΕ».
Παρωδούσε τα πάντα o Πανούσης, ακόμα και τη βράβευσή του το 2009 στον θεσμό «Άνδρας της χρονιάς», όπου όταν παρέλαβε το βραβείο του καλύτερου ραδιοφωνικού παραγωγού-δεν πήγε στην τελετή φυσικά-το έβαλε στο στόμα του σαν να έκανε πεολειχία.
Όταν έφυγε, μια τέτοια μέρα πριν από δύο χρόνια στην προσωπική του ιστοσελίδα ανέβηκε η φράση «σε χάχανα και γέλια να χαθώ», ενώ ένα σκιτσάκι που ανέβηκε στα social media είναι πιθανότατα το πιο αντιπροσωπευτικό για την απώλειά του.
Τον δείχνει με άσπρη κελεμπία, φωτοστέφανο, φτερά αγγέλου και ουρά διαβόλου να ίπταται έξω από ένα κτήριο που δεν διευκρινίζεται αν είναι η κόλαση ή ο αριστοφανικός παράδεισος όπου κατέληξε ο Τζιμάκος. Υπάρχει θυροτηλέφωνο στην πόρτα και όταν ακούγεται από αυτό η ερώτηση «Ποιος;» ο Πανούσης απαντάει: «Νταλάρας!!».